Χτες βράδυ με έπιασε μια νοσταλγία. Ανεξήγητη. Εντάξει. Όχι και τόσο ανεξήγητη. Είχε αφορμή. Εκεί που δούλευα ανυποψίαστος στον υπολογιστή κι είχα αφήσει το spotify να εικάζει μουσικές που μπορεί να μου κλικάρουν, έσκασε σαν πυροτέχνημα από το πουθενά το σκαζη των στέρεο νόβα. Αυτό ήταν. Με τους πρώτους ήχους του kodak έπεσα στο χάσμα της μνήμης. Έπαθα σκάζη. Οι σκόρπιες ηχογραφήσεις των Στ.Ν και τα 20κάτι μου χρόνια. Εκρηκτικός συνδυασμός εγγεγραμμένος ύπουλα στο υποσυνείδητό μου, ανασύρθηκε ύπουλα σα χρονοκάψουλα, έξερράγη σε άπειρα μικροσκοπικά σωματίδια και εκσφενδονίστηκε στο χωροχρόνο.
Σταμάτησα αυτόματα ο τι έκανα για να αναρωτηθώ: που πήγε το κοινό που παραληρεί; Τι απέγιναν τα παιδιά του σκάζη; Εκείνο το βράδυ γύρισαν σπίτι τους νέοι και πιωμένοι κι ερωτευμένοι και..; Ξύπνησαν 20 χρόνια μετά πως; Έχουν μαλλιά και όνειρα; Μεθάνε ή τους πειράζει το ποτό; Είναι καλά; Καπνίζουν η το έκοψαν; Τους προσέχει κανείς; Μας προσέχει κανείς ή πάθαμε όλοι αδιαχείριστη ευθύνη; Τι απέγινε η εποχή του υποθετικού κόσμου; τότε που όλα τα εικάζαμε, τα φανταζόμασταν και συμπληρώναμε τα κενά με ευσεβείς πόθους και γενναιόδωρα δάνεια από βιβλία, ταινίες, δίσκους; Τότε που τα σκιρτήματα κι η καύλα δεν είχαν πάντα πρόσωπο, ούτε ονοματεπώνυμο, ούτε ηχόχρωμα, αλλά λέξεις αμφίσημες σκόρπιες και πολύτιμες και αναφορές κοινές που έχριζαν αγνώστους συγγενείς. Τότε που ήμασταν ανώνυμα avatar, ασπρόμαυρες ελλειπτικές εικόνες, εξομολογήσεις ειλικρινείς η κατασκευασμένες, εξιστορήσεις, κρυφές ομολογίες που έβλεπαν το φιλόξενο φως των αχανών πίξελ, λακωνικά υπονοούμενα και αναδομημένες διατυπώσεις. Τότε που γινόμασταν αλήθεια ολόφωτη δυο στιγμές μετά από το απόλυτο σκοτάδι.
Και πήγα παραπέρα. Τί έγινε η εποχή των ατέλειωτων λεωφορείων προς μυθικούς προορισμούς, με discman που έπαιζε ένα και μόνο δισκάκι, δυο και τρεις φορές πριν τελική στάση, προκειμένου να δούμε, ακούσουμε, εισπνεύσουμε μυθικούς χρησμοφόρους (μυθικούς γιατί δεν ξέραμε τίποτα γι’ αυτούς πέρα απ’ τους πυθικούς χρησμούς τους). Κι οι σκέψεις του ποδαρόδρομου στη Λένορμαν ή την Πέτρου Ράλλη όταν χάναμε το τελευταίο λεωφορείο (γιατί για ταξί ούτε λόγος) και μας έπαιρναν από πίσω τα σκυλιά, γαβγίζοντας; Οι σκέψεις που τις έπαιρνε η νύχτα, γιατί δεν μπορούσαμε, ούτε να τις απευθύνουμε, ούτε να τις μοιραστούμε ούτε να τις καταγράψουμε πουθενά, εξ’ ου και τις δωρίζαμε γενναιόδωρα στους απόντες, τους ανύπαρκτους και τους αόρατους παραλήπτες του σύμπαντος… και λέγαμε χαλάλι τους με την ελπίδα να μας τις επιστρέψουν άμεσα με σημάδια μεταφυσικά - ακόμα και στον ύπνο μας.
Με επανέφερε στην πραγματικότητα η ανάγκη για ένα ποτό. Κάτι δυνατό. Να υψώσω ποτήρι στο σκάζη και στα παιδιά του, ελπίζοντας να είναι καλά προστατευμένα στο καταφύγιο της νιότης τους και να χορεύουν νέα και ξέφρενα κι ερωτευμένα μέχρι το τέλους του κόσμου. Θυμήθηκα ότι προσπαθώ να μην πίνω πια. Ούτε να ξενυχτώ. Μπήκα στο facebook να συντονιστώ και πάλι με την πραγματικότητα. Πλήρη ονοματεπώνυμα και εύγλωττα πορτρέτα. Μισή ζωή πραγματική, μισή ψηφιακή με τα ίδια υλικά. Κανένας σούπερ ήρωας. Οι Κλαρκ Κεντ κάνουν τη βρωμοδουλειά της αυτοδιαχερίσης. Ας είναι. Στο ταιμλαιν όλοι είμαστε καλά. Κάποιοι βαριόμαστε, κάποιοι έχουμε θέματα με τη δουλειά, κάποιοι με τα γκομενικά, αλλά σε γενικές γραμμές είμαστε καλά. Κανείς δεν κινδυνεύει. Την έχουμε βρει την άκρη μας. Έφτιαξα έναν καφέ. Υπέρβαση τόσο αργά τη νύχτα. Χαμόγελο σαρκαστικό. Επέστρεψα στο γράψιμο μου. Όλα καλά. Παιδιά του σκαζη αν με ακούτε εκεί που είστε δυναμώστε τα ηχεία σας.
Αυτό με την Πέτρου Ράλλη και τα σκυλιά, είναι και δικό μου. Όχι ότι και τα υπόλοιπα δεν είναι.
ReplyDeleteΣτη σκάζη κι εγώ. Μαζί.
Με συγκίνησες ρε κάθαρμα
ReplyDeleteΑΧ ΒΡΕ ΓΕΡΑΣΙΜΕ............
ReplyDelete