Friday, October 02, 2009

Σαμποτάζ


Η Λένα Πλάτωνος ανήκει στη μυθολογία αυτής της πόλης. Κι ανήκει στη μυθόλογια γιατί όπως όλοι οι αυθεντικοί μύθοι, μοιάζει να μην έχει καταγωγή. Σαν να ήρθε από το πουθενά και να πηγαίνει στο άπειρο, περνώντας φευγαλέα από την εποχή μας για να την καταγράψει και να μας την εξηγήσει κάπως καλύτερα.

Πολλοί θα σπεύσουν να το αμφισβητήσουν εντοπίζοντας τη συγγένεια της με τον ηλεκτρονικό ήχο της δεκαετίας του 80, ταυτίζοντας της συχνότατα με τη Laurie Anderson, ή υπερτονίζοντας την επιρροή του Μάνου Χατζιδάκι στην αισθητική και το έργο της, παρερμηνεύοντας ίσως την αδυναμία που της έδειξε ο τελευταίος από τα πρώτα της κιόλας βήματα.

Η αλήθεια είναι πως το ξωτικό Λένα Πλάτωνος, παρά τις αγάπες, τις επιρροές και τις αναφορές της, ήρθε στην ελληνική μουσική της δεκαετίας του 80 σας ένας απρόσμενος κομήτης. Σε μια εποχή που το βασανισμένο ελληνικό τραγούδι, ακολουθώντας τις κοινωνικές ανακατατάξεις της Χούντας και της μεταπολίτευσης, με τη μυθική δεκαετία του 60 να μοιάζει έτη φωτός μακριά, έμοιαζε να αναζητά μια νέα έκφραση, η Πλάτωνος, παιδί της εποχής της, μαζί με την τρομερή παρέα της Λιλιπούπολης μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι της ελεύθερης έκφρασης μια νέας γενιάς που ακούει ροκ, διαβάζει επαναστατικά βιβλία, βλέπει ταινίες σκηνοθετών με παράξενα ονόματα, διεκδικεί την ερωτική, πολιτική και κοινωνική αυτοδιάθεση, εξερευνώντας περιοχές –του μέσα κι έξω κόσμου- άγνωστες μέχρι τότε.

Φυσικά η Πλάτωνος δε θα ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ακόμη βουβό παιδί της εποχής της ή μια εξαιρετική κλασική πιανίστα, αν δε βρισκόταν στο δρόμο της η σπινθηροβόλα διαίσθηση του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν επίκεφαλής του αναδιαμορφωμένου –στα όρια του ριζοσπαστικού- τρίτου προγράμματος της Κρατικής Ραδιοφωνίας. Ο Χατζιδάκις με δική του πρωτοβουλία, συστήνει μια νεανική ομάδα (εκτός της Πλάτωνος επιλέγονται ο Νίκος Κυπουργός κι ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος στη μουσική κι η Μαριανίνα Κριεζή στους στίχους) και τους αναθέτει τη θρυλική πλέον «Λιλιπούπολη», μια καθημερινή παιδική εκπομπή, που επί 3 χρόνια (από τις 19 Δεκεμβρίου του 1977 μέχρι τις 6 Μαίου του 1980) κάνει ρεκόρ ακροαματικότητας όχι μόνο ανάμεσα στα παιδιά αλλά και στους μεγάλους. Πολλοί μάλιστα έφτασαν να κατηγορήσουν τη φιλοσοφία της φανταστικής πολιτείας κομμουνιστική, κάτι όμως που δεν εμπόδισε τους φανατικούς ακροατές να κάνουν τη «Λιλιπούπολη» σημείο αναφοράς (προσδίδοντας της τη μυθική υπόσταση που διατηρεί ως σήμερα).

Το 1981, κι ενώ η Λιλιπούπολη έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της, η Πλάτωνος ετοιμάζει στη Λύρα την πρώτη της δισκογραφική δουλειά. Ο περίφημος Καρυωτάκης της – ο κύκλος τραγουδιών που έκανε το Μάνο Χατζιδάκι να την αποκαλέσει διάδοχό του, πρωτοπαρουσιάζοντας τον ακέραιο ζωντανά στο Β’ μέρος δικής του συναυλίας- έχει ήδη δρομολογηθεί, ο Αλέκος Πατσιφάς όμως, ο παραγωγός της Λύρα, θεωρεί καλύτερη ιδέα η νέα συνθέτις να συστηθεί στο «ενήλικο» κοινό με κάτι πιο ανάλαφρο. Ο Καρυωτάκης μπαίνει για λίγο στην άκρη, επιστρατεύεται η φίλη και συνεργάτις της Πλάτωνος από τις μέρες της Λιλιπούπολης, Μαριανίνα Κριεζή και το (κυριολεκτικό) Σαμποτάζ μπαίνει μπροστά...

Τραγούδια πρωτοποριακά, που όμοια τους δεν είχαν εμφανιστεί ως τότε στην ελληνική δισκογραφία, έρχονται στα πρότυπα των σουρεαλιστικών παραμυθοτράγουδων της παιδικής Λιλιπούπολης να καταπιαστούν με μια εμφανώς ενήλικη μα και συνάμα νεανική θεματολογία. Από τον πρώτο έρωτα, το φλερτ, τη θλίψη του χωρισμού και της απώλειας, μέχρι τη δηλωμένη αναφορά στη συνουσία και τον ενθουσιασμό της ένωσης των σωμάτων (που για πρώτη φορά στην ελληνική δισκογραφία ξεφεύγει από συμβολισμούς και νύξεις και δηλώνεται ανοιχτά με το κλασικό πια «αν μ’ αγαπάς έλα να κάνουμε έρωτα...»)


Οι μουσικές της Πλάτωνος εξ’ ολοκλήρου ηλεκτρονικές φλερτάρουν πότε με την ψυχεδελική ροκ και πότε με την εύθραυστη μελωδικότητα ενός μουσικού κουτιού, πότε γίνονται το τρυφερό χάδι ενός απογευματινού αέρα και πότε σαρώνουν σαν οργισμένος τυφώνας. Κι οι στίχοι της Κριεζή από την άλλη, ισορροπούν στην κόψη της λογικής με την παράνοια, άλλοτε παιχνιδιάρικοι κι εξωστρεφείς κι άλλοτε σκοτεινοί και βαθιά ενδοσκοπικοί, αναμφίβολα πάντως ριζοσπαστικοί και καινοτόμοι.

Οι δυο γυναίκες μοιάζουν με το Σαμποτάζ να μας παρουσιάζουν μια πιο σκοτεινή εκδοχή της Λιλιπούπολης, λες και τα παιδιά από τα παιδικά παιχνίδια της επικράτειας του δήμαρχου Χαρχούδα μετοικούν στα ερωτικά παιχνίδια των μεγάλων, σαν να περνούν τη μικροσκοπική πόρτα της Αλικής στη Χώρα των Θαυμάτων. Οι φωνές που επιλέγονται γι’ αυτό το ταξίδι δεν είναι δίολου τυχαία δύο, αυτή ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ο μαγικός αριθμός του ζεύγους που χάνεται σε έναν κόσμο πρωτόγνορο, απειλητικό και την ίδια στιγμή μαγικό. Ο κοριτσίστικος χατζιδακικός λυρισμός της Σαβίνας Γιαννάτου, συναντά τη στιβαρή και πολυσχιδή θεατρικότητα του Γιάννη Παλαμίδα κι είναι σαν να εξερευνουν πιασμένοι χέρι – χέρι το σύμπαν που ονομάζεται «ένηλικίωση».


Κι ακριβώς στην Καρδιά του δίσκου, ανάμεσα σε Ινδιάνους και φλογάτα παγωτά, γαλάζιες κιθάρες, μαγικά μπλουτζιν, κινούμενα σκίτσα και φωτάκια αεροπλάνων βρίσκεται ένα από τα πιο σπάνια κοσμήματα της ελληνικής δισκογραφίας, ένα τραγούδι απουσίας, ειλικρινές και ευθύ σαν σκοτεινό καταφύγιο. Μακρία από την ψυχεδελική ατμόσφαιρα λούνα παρκ του δίσκου σαν να έρχεται από το βάθος της ύπαρξης και της μελαγχολίας, σαν αλληγορικό παιδικό παιχνίδι καθεστώς κι ιεροτελεστία πια, παιγμένο απ’ όλους μας σε κάποια αυλή του αιώνιου σχολείου που ονομάζεται απώλεια, ο Γιάννης Παλαμίδας, αφοπλιστικά ειλικρινής ερμηνεύει το κοπερτί, έναν ύμνο στα «παιδιά» που ένα-ένα αφήνουν τον κύκλο κι απομακρύνονται απ’ την παρέα και τις ζωές μας...

Άκουσα το «Σαμποτάζ» πρώτη φορά στα 19 μου, όταν συνειδητά αποφάσισα να κάνω τη μετάβαση από την ξένη μουσική που άκουγα ως τότε αποκλειστικά, καταδικάζοντας ως άσχετο με τα βιώματα μου οτιδήποτε ελληνικό. Το δισκάκι με το αλλόκοτο εξώφυλλο χαρισμένο από χέρι που τότε θα με έκανε να ακούσω τα πάντα, μπήκε στο discman ένα απόγευμα σε ένα τρόλει καθώς επέστρεφα σπίτι... άκουσα τον Ινδιάνο από το απέναντι βουνό να μου στέλνει σήματα ξανά με τον καπνό, σε μια γλώσσα περίεργη συνωμοτική και πρωτόγνωρη που ως εκ θαύματος φάνηκε να μ’ εξηγεί απόλυτα. Ένας συμβολικός κώδικας που στην πορεία ενός τρόλει στην Πειραιώς έμοιαζε να καταγράφει στο χρόνο, στιγμές, πρόσωπα και γεγονότα... Στη μισή ώρα της διαδρομής προς στο σπίτι είχε συντελεστεί μέσα στο κεφάλι μου ολόκληρο το Σαμποτάζ... Το τρόλει είχε μεταμορφωθεί στο «τρένο με τις κούκλες των ενοχών και των αραχνιασμένων παραμυθιών»...

Αυτό που, από τότε και για πάντα «μέσα μου έχει χαρακτεί σαν τατουάζ...»

(Κείμενο του Jirashimosu που δημοσιεύτηκε στη Metropolis Weekend αυτής της εβδομάδας με αφορμή την παρουσίαση του λατρεμένου Σαμποτάζ στο Παλλάς. Θα είμαι εκεί. Κι εσύ. Το ξέρω...)


4 comments:

greekgaylolita said...

Ξερεις Γερασιμε μου σκεφτομουνα παντα πως οι περιπτωσεις των μουσικων ξωτικων στην Ελλαδα ηταν παντα τοσο ακριβες και σπανιες(οι περισσοτεροι θελουν να γινουν τερατα.ιερα. παρολ' αυτα τερατα;-)Και ελαχιστα "ξωτικα" καταφερνουν να ενταξουν τις εντροπιες τους και τις αντιφασεις τους αναπτυξουν σε μια σχετικη γραμμικοτητα. Ο Μανος ηταν ενας ποιητης-ξωτικο, η Λενα μια αλλη περιπτωση, οχι παντα αλωβητη απο τις κατα καιρους στενωπους. Κατι εχει το νερο εδω φαινεται και οι φερελπιδες εκφραστες καθε γενιας μετα το ηλικιακο περας καποιων συνορων τη βλεπουν κυριαρχοι τασεων και προτασεων και νομιζουν με τη βοηθεια και του κρατικοεπιχορηγουμενου βιοτοπου αλλα μεχρι προτινος και με τη στηριξη των βαμπιρικων δισκογραφικων πως πρεπει να ηγενονευσουν αντι να εισχωρησουν πιο βαθια στα υποστρωματα της τεχνης τους. Βλεπεις η Εταιρεια θελει κραχτη (ποιοτικο ή εμπορικο της ειναι αδιαφορο, σημασια εχει απο τη τουρτα να βγαινει παντα καποιου ειδους "Καλομοιρα" για να γυριζει ο τροχος) το ιδιο και το αδηφαγο κοινο που ανθισταται σε ξαφνιασματα και πειραματισμους.
Η ηλεκτρονικη εποχη μας, καποια απο αυτα τα ζητηματα ευτυχως εχει αρχισει να τα επανακαθοριζει. Τερμα στα διαγενεακα μεγκασταριδια ολων των οχθων. Η δεκαετια του 90 ηταν ο χωροχρονος που ισως αναπτυχθηκε το τελευταιο κοινο βιωμα της δικιας μας γενιας. Τωρα ολα ειναι πολυπρισματικα και αυλα. Δεν ειναι απαραιτητα καλο, δεν ειναι απαραιτητα κακο. Ειναι διαφορετικο. Και απαλλασσει απο κεντρικα μανιπιουλαρισματα. Μην ξεχναμε. Η τεχνη δεν ειναι μονο καπιταλιστικος βαλτοτοπος οπου ασκουνται εξωνημενα μανατζαριδια και λογης-λογης παραγωγισκοι και αποδελοιπα παρασιτικα εκτοπλασματα. Ηταν και συνεχιζει και ειναι το προνομιακο playground ολων αυτων που επειδη η ζωη μας γεμισε με παραισθησεις αυτοι αναλαμβανουν να μας την επιστρεψουν απαλαγμενη απο τους στρεβλους αποηχους και παραμορφωτικες αντηχησεις εμβαπτιζοντας της ξανα στο παρηγορητικο φως της εσωτερικης ζωης. Μεχρι το τελος. Του Σαμποταζ;-)

Jirashimosu said...

Πόσο εύστοχη, καίρια και ακριβής τοποθέτηση. Όχι φυσικά ότι περίμενα κάτι άλλο. Τιμή μου η ανάρτηση της στο Jirashimoσπιτο.

Έχω την αίσθηση ότι το σαμποτάζ έχει ήδη μπει μπρος...

BOSKO said...

Θα είμαστε όλοι εκεί!

Ωραιότατο το κείμενο σου, φέρε και κάνα δυο τεύχη στο ΠΑΛΑΣ διότι δεν θ' αδειάσω να περάσω απ' το Μετρόπολις μεσ' στο τρέξιμο ;)

Dimitris Liolios said...

μα πόσο εύστοχη η σημειολογία περί ξωτικών.ξέρεις , είναι λένε τα πιο όμορφα απ΄ολα τα πλάσματα.
:-)

η Κυρία αυτή μπορεί να δείχνει χωρίς να φαίνεται , μου χαρίζει ανάσες με την αύρα της ενώ την ίδια στιγμή καταρρίπτει το συντακτικό όλης μου της "γλώσσας" και δεν με νοιάζει.

έτσι μάλλον γίνεται με τους μύθους. γιατί έχει ρόλο ηγέτη στη βουβή επανάσταση του σήμερα.