Friday, June 23, 2017

Athens / summer / 17


Κλειστοί δρόμοι, 
βουνά από σκουπίδια, 
ζέστη, 
άνθρωποι ζαλισμένοι από τρελά φεγγάρια, 
ψυχαναγκαστικος συνωστισμός σε φεστιβαλ και συναυλίες, 
μπερδεμενες κι αμήχανες εγκαταστάσεις, 
θερινά σινεμά - σωστικες λέμβοι με το στανιό, 
μπίρες, καφέδες και σχέδια απόδρασης 
να χλιαραίνουν 
σε τραπέζια καταπατημένων συνοικιακών πεζοδρομίων, 
καθώς τα όρια της λογικής λιώνουν 
-σα παγάκια- 
σε καυτό τσιμέντο. 

Η Αθήνα του καλοκαιριού: 
μια ανελέητη περφόρμανς για γερά νεύρα.


Thursday, June 01, 2017

the great tamer


Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ως γνήσιος εμπνευσμένος δημιουργός είναι, χρόνια τώρα, ο κατασκευαστής και διαχειριστής ενός αυτόνομου καλλιτεχνικού σύμπαντος. Ο κόσμος του, μεταφυσικός, συνεπής, εμμονικός, απόλυτα αναγνωρίσιμος (γιατί επιλέγει να είναι), αν και αναμφισβήτητα προσωπικός, παραμένει φιλόξενος κι ορθάνοιχτος στους (καλόπιστους και μη) επισκέπτες. Λες κι ο ίδιος έχει αποδεχτεί την έκθεση ως αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού της δημιουργίας (μπορεί και βασικό ζητούμενο).

Κάθε κατάθεση του Παπαϊωάννου αποτελείται αναμφίβολα από βασικά γνωρίσματα: την αποδόμηση του σώματος, την ανησυχία του πνεύματος, την παιδικότητα μιας αέναης εξερεύνησης του αγνώστου, την αθεράπευτη ελπίδα που τροφοδοτεί τη συνεχή κίνηση. Στον πλανήτη του κανείς και τίποτα δε σταματά πριν το οριστικό τέλος (και πάλι, ακόμα κι εκεί υπό προϋποθέσεις), ο άνθρωπος υφίσταται τη μοίρα του, αποδομείται αδιαμαρτύρητα (ενίοτε σα να το αποζητά), διαλύεται κι ανασυντίθεται από τα κομμάτια του με την ίδια ευκολία που σκορπίζεται στον άνεμο.

Ο “Μεγάλος Δαμαστής”, το τελευταίο πόνημά του, είναι κατασκευασμένο από τα ίδια υλικά της εργογραφίας του και τροφοδοτείται από τις μόνιμες ανησυχίες του. Ποιος είναι ο άνθρωπος, τί συνιστά την ταυτότητα του, από που ξεκίνησε και που πηγαίνει; μπορεί να τα καταφέρει μόνος; και μέσα σ’ όλα αυτά ο χρόνος που περνά αμείλικτος τι ρόλο παίζει; είναι σύμμαχος ή μια διαβρωτική συνθήκη που οδηγεί την ανθρωπότητα με μαθηματική ακρίβεια στην οριστική συντριβή;

Άκουσα από κάποιους ότι ο Παπαϊωάννου επαναλαμβάνεται, ότι τα παραπάνω ερωτήματα του έχουν ξανατεθεί και εξεταστεί με παρόμοιο τρόπο στο παρελθόν (είναι βλέπεις και τα 31 χρόνια σκηνικής παρουσίας που συμπληρώνονται φέτος). Η πρώτη μου αντίδραση σε αυτό τον ισχυρισμό είναι ότι είναι πραγματικό άδικο να ψέγουμε ένα φιλόσοφο για την περιστροφή του νου του γύρω από τις προσωπικές του εμμονές, ειδικά όταν αυτές αφορούν στα θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης. Ο χρόνος, ο άνθρωπος κι η σχέση του με τον κόσμο, ο θάνατος και η μετάβαση στο μεγάλο άγνωστο, είναι ζητήματα τα οποία η Τέχνη ερευνά αδιάλειπτα από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος πάτησε στη γη.

Ο καλλιτέχνης - όποιο κι αν είναι το πεδίο δράσης του - δεν υποχρεούται να προσφέρει απαντήσεις, αλλά μια μεταφυσική παλέτα διερεύνησης του φυσικού. Δε μεταγράφει τον κόσμο σε κατανοητούς αλγόριθμους για να δώσει εξηγήσεις, αλλά τον μεταποιεί σε ήχο, εικόνα, αίσθηση, προκειμένου να διατυπώσει με την Τέχνη του το ασυνείδητο τριπλό ερώτημα που ταλανίζει τους θνητούς από την πρώτη αρχή: "από που έρχομαι - ποιος είμαι - που πηγαίνω". Κι ο τρόπος, τα μέσα κι η συχνότητα με την οποία τα χρησιμοποιεί είναι αποκλειστικά και μόνο δική του επιλογή.

Έρχεται αυτόματα στο μυαλό μου ο Edgar Degas, ο ζωγράφος που θα μπορούσαμε ευθαρσώς να κατηγορήσουμε ότι έφαγε τη ζωή του ζωγραφίζοντας μπαλαρίνες. Με μια πρώτη ματιά δε θα είχαμε κι εντελώς άδικο. Κι όμως αυτή η εμμονή του, που μέσα στα χρόνια ωρίμαζε με τον ίδιο, προχώρησε στην όλο και πιο ουσιαστική καταγραφή του μεγάλου προσωπικού του υπαρξιακού ερωτήματος. Στα χιλιόμετρα τούλινης φούστας που διέτρεξαν την καριέρα του (αυτή που κάποιος θα ισοπέδωνε χαρακτηρίζοντας τη μονομανή), ο ζωγράφος εξέλισσε τη σαφήνεια της ερώτησης του: τα χρώματα, οι κινήσεις, το βάρος κι η σύνθεση των πτυχών, μόνο στο τέλος της ζωής του φάνηκε ότι δεν ήταν παρά μια σπουδή πάνω στην πορεία του ανθρώπου από τη ζωντάνια της πρώτης νιότης προς την αναπόφευκτη φθορά του Θανάτου. Αν ο Degas δεν είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στην εργαστηριακή σχεδόν παρατήρηση μιας αίθουσας χορού, το ερώτημα του δε θα είχε διατυπωθεί τόσο εκκωφαντικά κι οι χορεύτριες του θα ήταν απλώς χορεύτριες κι όχι ολόκληρη η ανθρωπότητα μέσα από τα μάτια ενός μεταφυσικού παρατηρητή του κόσμου.  

Με άλλα λόγια είναι λάθος να βλέπουμε τα πονήματα ενός καλλιτέχνη με την απαίτηση να παίρνουμε διαφορετικές απαντήσεις, σε διαφορετικά πεδία κάθε φορά. Βλέπουμε τη σταθερή πορεία του σε ένα συγκεκριμένο δρόμο προς τη μια και μοναδική κορυφή του προσωπικού του καλέσματος. Το κέρδος το δικό μας, του προνομιούχου αυτόπτη μάρτυρα ενός εμπνευσμένου πνεύματος μιας συγκεκριμένης εποχής, είναι η δυνατότητα να παρακολουθούμε την αλλαγή στη θερμοκρασία, την πυκνότητα και την ταχύτητα μιας εντεταλμένης, σταθερής διαδρομής προς το κοινό μας άγνωστο. Η σούμα, το τελικό συμπέρασμα, αν υποθέσουμε πως θα υπάρξει ποτέ, δε θα εκτιμηθεί παρά μονάχα στο τέλος. Ακόμα κι εκεί όμως, τα έργα ενός δημιουργού δεν θα κριθούν μεμονωμένα, αλλά από τη σύνθεση της ομορφιάς και τη συγκίνησης των ενδιάμεσων σταθμών ολόκληρης της πορείας του, την οποία οι σύγχρονοι του θεατές έχουμε την τύχη να κάνουμε μαζί του βήμα - βήμα δημιουργώντας σχεδόν μαζί του το σπουδαίο καλλιτέχνημα της διατύπωσης του μεγάλου ερωτήματος της ύπαρξης.

Γι' αυτό και νιώθω τόσο τυχερός που έχω τη δυνατότητα να παρακολουθώ βήμα βήμα την πορεία του Δημήτρη Παπαϊωάννου προς την αναζήτηση της δικής του κορυφής, ακόμα κι αν σε κάποιες καταθέσεις του οι προσθαφαιρέσεις είναι ανεπαίσθητες και τα βήματα του πιο κοφτά και μαζεμένα. Τα μεγάλα άλματα άλλωστε απαιτούν ενίοτε αναστοχασμό και συνετές οπισθοχωρήσεις. Ωστόσο είναι κι αυτό αναπόσπαστο κομμάτι του μεγάλου κοινού μας ταξιδιού, το οποίο εύχομαι να διαρκέσει πολλά χρόνια ακόμα, ώστε να φωτίσουμε παρέα όσο το δυνατόν περισσότερους νέους σταθμούς στο δρόμο που έχει επιλέξει η Μούσα του.