Friday, February 18, 2011

Το σώμα


Το σώμα – λένε – προειδοποιεί για τα πάντα.

Ακόμα κι όσα το στόμα κρύβει, το σώμα τα μιλάει.

Είναι έξυπνο το σώμα.

Σωπαίνει το στόμα, μιλάει το σώμα.

Όσο πιο πολύ σωπαίνει το στόμα, τόσο πιο πολύ μιλάει το σώμα.

Κι επειδή δεν έχει άλλο τρόπο να μιλήσει, αναγκάζει το στόμα να τα πει με σημασία παραλλαγμένη.

Το σώμα ξέρει μόνο ότι κάτι φταίει. Γιατί το σώμα αγγίζεται από σώματα κι οι επαφές μιλούν με γεγονότα.

Και μια κρίσιμη στιγμή το σώμα θυσιάζεται για όσα δε λέει το στόμα κι εφευρίσκει έναν πόνο να υποφέρει.

Για να πει το στόμα επιτέλους «υποφέρω» - γι’ άλλο λόγο, κι άλλο να εννοεί.

Κι αφού τα πει και βγουν ελεύθερα γυρνάει το στόμα και λέει στο σώμα: "Ήρεμα τώρα: Δηλωθήκαμε". Σπάνιες λέξεις - δώρα που το σώμα το βουβό το συγκινούν.

Τότε χαλαρώνει το σώμα, σωπαίνει το στόμα κι είναι όλα όπως πριν.

Πλην της απόφασης.

Monday, February 07, 2011

το Υποβολείο


Υπάρχει ένας υποβολέας. Σε ένα έργο πολύ δημοφιλές. Στις μέρες του είχε παίξει κι ο ίδιος το βασικό ρόλο. Οι φήμες λένε με μεγάλη επιτυχία και διθυραμβικές κριτικές. Πέρασαν όμως τα χρόνια, αλλάξαν οι απαιτήσεις των καιρών και των σκηνοθετών, και βρέθηκε απ’ τη σκηνή στο υποβολείο.

Ο ρόλος που του ανατέθηκε να υπαγορεύει είναι πολύ απαιτητικός, γι’ αυτό προφανώς κι ο θεατρώνης επέλεξε αυτόν. Κάποιοι σύγχρονοί του έλεγαν πως τον είχε βιώσει τόσο έντονα, που τον ζούσε ακόμα, αραδιάζοντας σκόρπιες ατάκες απ’ το έργο στην καθημερινότητά του.

Να ‘τος λοιπόν και πάλι, αιώνες μετά, αντιμέτωπος με τον ίδιο ρόλο και τα φαντάσματα του. Τι κι αν βρίσκεται πια σφηνωμένος σ’ αυτό το στενό κουτί της σκηνής, αθέατος από παντού. Στο κεφάλι του είναι και πάλι ο ρόλος. Νιώθει όπως η ήρωας του‧ μοιράζεται τη σκέψη και τα πάθη του.

Όσο κι αν ταυτίζεται όμως, όσο κι αν συμπάσχει, ελάχιστη σημασία έχει για το κοινό ή το έργο αν κουνά χέρια και πόδια με πάθος. Κανείς δεν τον κοιτάζει, έτσι κρυμμένος που βρίσκεται.

Στη θέση που είναι τον βλέπει μόνο ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Ακούει ξεκάθαρα τα λόγια. Είναι ατσίδα – τα πιάνει, είναι εμφανές όμως πως τον έχουν αιφνιδιάσει τα φώτα της σκηνής και τα αδηφάγα βλέμματα των θεατών και έχει πελαγώσει.

Ο έμπειρος υποβολέας γνωρίζει καλά πως, ακόμα κι αν μόλις άνοιξε η αυλαία, το έργο σύντομα θα τελειώσει. Κι οι δυο τους, ηθοποιός κι υποβολέας, θα βρεθούν στα προσφιλή τους παρασκήνια, ασφαλείς στα κανονικά τους μέτρα.

Μέχρι τότε όμως χωμένος στην υπόγεια κρυψώνα του, ο υποβολέας μας μπορεί μόνο να υποθέτει τις αντιδράσεις των θεατών. Δεν έχει ιδέα αν επικροτούν ή όχι την παράσταση. Κι ο ηθοποιός του, ο επί σκηνής εαυτός του, εγκλωβισμένος στα στενά όρια του ρόλου του δε μπορεί να δώσει ξεκάθαρο σήμα.

Ο υποβολέας πρέπει να προσέχει να μη βγει λάθος λέξη από το στόμα του. Έχει μεγάλη ευθύνη. Δεν κρατά μόνο τα λόγια, αλλά ξέρει και πόσο άγριο μπορεί να γίνει το κοινό αν δεν πειστεί. Γι’ αυτό κι οφείλει να αφήσει τον ηθοποιό εκτεθειμένο στους κινδύνους του ρόλου- απροειδοποίητο. Ο Καίσαρας δεν πρέπει να μάθει για το μαχαίρι του Βρούτου, πριν την ώρα του. Το κοινό δε συγχωρεί ένα υποψιασμένο θύμα.

Αυτό το κοινό όμως -όπως κι ο ρόλος, το έργο ή το χειροκρότημα- ανήκει μόνο σ’ αυτόν που εκτίθεται στα μάτια του κι όχι σ’ όποιον βρέθηκε κάποτε μπροστά του। Το κοινό έτσι κι αλλιώς δεν έχει μνήμη। Γι’ αυτό κι αρέσκεται να κατασπαράζει τους ηθοποιούς, αφού παίξουν ένα ρόλο. Κι αφού τελειώσει μαζί τους, τους στέλνει κάτω από τη γη. Σ’ ένα στενό ξύλινο κουτί γεμάτο σκόρπια λόγια και μνήμες. Ένα κουτί που κατ΄ευφημισμό το λένε «υποβολείο».