Sunday, March 28, 2010

η ποίηση του δρόμου


Αγαπώ την ποίηση του δρόμου. Αυτή που ανασαίνει η μαραζώνει σε βρώμικους και καθαρούς τοίχους της πόλης. Την καταγεγραμμένη με ανεξίτηλο μαρκαδόρο, σπρέι, στένσιλ, στιλό και μολύβια της έσχατης λύσης και της παρορμητικής ανάγκης.

Αγαπώ την ποίηση του δρόμου, αρχικά γιατί είναι του δρόμου: βιωμένη, επικοινωνιακή και άμεση. Προσβάσιμη απ’ όλους, αιφνιδιαστική και οικεία. Είναι την ίδια στιγμή επιβεβλημένη κι απαγορευμένη. Είναι βανδαλισμός και ύψιστη καλλιτεχνική προσφορά. Η ποίηση του δρόμου μπορεί καμία φορά να μην είναι παρά χιλιομασημένα κλισέ πολιτικοκοινωνικής καταγγελίας ή μια προσωπική έκφραση ονομαστικής καψούρας. Μπορεί να είναι πνευματώδες ευφυολόγημα ή μια απλή ανοησία, μια υπερφίαλη δήλωση άκρατου εγωκεντρισμού ή μια μικρή, λιτή έκφραση ατομικότητας μέσα στη φασαρία του όχλου.

Αγαπώ και τη μια και την άλλη πτυχή των συνθημάτων των τοίχων. Θεωρώ εξίσου ποιητικά τα πετυχημένα με τα αποτυχημένα, τα κλισέ με τα πρωτότυπα, τα άμεσα με τα λογοτεχνιζοντα. Γιατί η βαθύτερη ποίηση αυτών των δηλώσεων δε συνοψίζεται στο αποτέλεσμα αλλά στην ανάγκη (δε λέω καν την πρόθεση, μιας και τα κίνητρα στις μέρες μας συχνά παρεξηγούνται), κι αυτή η ανάγκη για έκφραση σε ένα κοινόχρηστο χώρο που συναντιέται με ανυποψίαστα βλέμματα σε ανύποπτους χρόνους κατά τη διάρκεια της μέρας, είναι που κάνει τη μετάβαση από το ρητό στο ποιητικό κι από τον βανδαλισμό στην πηγαία λογοτεχνία.

Κάθε φορά που το βλέμμα μου πέφτει πάνω σε ένα τυχαίο σύνθημα που τραβά την προσοχή μου, προσπαθώ να φανταστώ τον ένοχο – συγγραφέα (πόσο παράξενα ταιριαστά διαβάζονται αυτές οι λέξεις δίπλα – δίπλα) και να τον αναπαραστήσω ζωντανό εν ώρα δράσης μπροστά μου να επιδίδεται στο ανόσιο έργο του. Επιχειρώ να αναπαράγω τη σκέψη του, να ενεργοποιήσω στο κεφάλι μου τους δικούς του διανοητικούς μηχανισμούς και να νιώσω την παρόρμηση που τον οδήγησε να διεκδικεί λίγη από την τυχαία προσοχή των ανυποψίαστων περαστικών.

Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη δε φαντάζομαι ένα μακρυμάλλη αναρχικό, ούτε ένα χούλιγκαν μαθητή σε κοπάνα. Τραβάω τις πιθανότητες στα όρια τους. Μ’ αρέσει π.χ. να φαντάζομαι μια ηλικιωμένη κυρία που γυρίζει από τη λαϊκή να αφήνει για λίγο το καρότσι με τα ψώνια της και να σκαρώνει δυο λέξεις αγανάκτησης για την ακρίβεια, τα σκληρά οικονομικά μέτρα, τις ανατιμήσεις. Άλλες φορές φαντάζομαι συνταξιούχους που σκοτώνουν την ώρα τους χάσκοντας στους δρόμους να χαράζουν με μαύρο μαρκαδόρο πολιτικά συνθήματα. Ή μαθητές γυμνασίου μετά το σχόλασμα να αναπαράγουν ένα σουρεαλιστικό στίχο του Εμπειρίκου που τους εντυπώθηκε στο μάθημα της λογοτεχνίας.

Το καλύτερο μου είναι να φαντάζομαι ερωτευμένα (η και τσακωμένα) ζευγάρια σε πρώτα, δεύτερα και τελευταία ραντεβού να καταγράφουν ένα χρονικό της σχέσης τους ή υποσχέσεις ζωής με την ελπίδα της μόνιμης παρακαταθήκης στο χρόνο. Ή τους τίτλους τέλους τους. Μ’ αρέσει ακόμα να προβάλλω βυρωνικές φιγούρες, φαντάσματα που βγαίνουν μόνο νύχτα, με μακριά μαλλιά και κέρινα δάχτυλα, να αφυπνίζουν συγκινήσεις υπό το φως του φεγγαριού. Η μικρά παιδιά να αποτυπώνουν ανορθόγραφα, με άγουρους ακόμα γραφικούς χαρακτήρες, τις πρώτες διαπιστώσεις τους για τον κόσμο.

Στους τοίχους ακόμα κι οι βρισιές έχουν ποιητικότητα. Παίρνουν κάτι από την ρομαντική γοητεία μιας επανάστασης πριν ξεσπάσει. Δεν είναι έκφραση στιγμιαίας οργής, αλλά παγιωμένος θυμός που μένει σταθερός σαν άποψη για τη ζωή, έτοιμος να πυρπολυθεί με την παραμικρή αφορμή. Κι όσο για τη μελαγχολία μιας φράσης, όσο περισσότερο καιρό αφήνεται σε έναν τοίχο να αναμετριέται με τον ήλιο και τη βροχή τόσο περισσότερο μοιάζει με υπαρξιακή αγωνία που εκφράζει όλο και περισσότερους.

Αυτή είναι ίσως τελικά η μυστική γοητεία της ποιητικής των δρόμων: ότι κάτι τόσο απόλυτα προσωπικό αφήνεται ελεύθερο στην τυχαιότητα μιας συνάντησης να υιοθετηθεί από κάποιον που ίσως να έχει σκεφτεί κάτι αντίστοιχο, αλλά δεν πρόλαβε να το ξεστομίσει. Κάτι σαν να συναντιέσαι με μια ενδόμυχη σκέψη σου που δεν τόλμησες ίσως μέσα στη βιασύνη σου να παραδεχτείς. Κι είναι μέσα σε εκείνη ακριβώς τη βιασύνη, καθώς με γρήγορο βήμα περπατάς στο δρόμο, που σηκώνεις στιγμιαία το βλέμμα κι έρχεσαι αντιμέτωπος με έναν καθρέφτη. Δικό σου. Δικό του. Της κοινωνίας. Της αλήθειας. Κι αν δεν είναι όλα αυτά ποίηση, τότε ειλικρινά δε μπορώ να σκεφτώ τί άλλο είναι...


Saturday, March 27, 2010

All the world is a stage


"Η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου αποτελεί ευκαιρία για να γιορτάσουμε το Θέατρο στις τόσες και τόσες μορφές του. Το θέατρο είναι πηγή διασκέδασης και έμπνευσης και έχει τη δυνατότητα να ενώνει τους διαφορετικούς πολιτισμούς και ανθρώπους που υπάρχουν στον κόσμο. Όμως μπορεί να είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό, αφού προσφέρει επίσης ευκαιρίες εκπαίδευσης και ενημέρωσης.

Σ’ όλο τον κόσμο παίζεται θέατρο και όχι πάντα σε παραδοσιακό θεατρικό περιβάλλον. Παραστάσεις μπορούν να προκύψουν σε ένα μικρό χωριό στην Αφρική, κοντά σε ένα βουνό στην Αρμενία, σε ένα μικρό νησί στον Ειρηνικό. Το μόνο που χρειάζεται, είναι ένας χώρος και ένα κοινό. Το θέατρο έχει τη δυνατότητα να μας κάνει να χαμογελάμε, να μας κάνει να κλαίμε, αλλά πρέπει επίσης να μας κάνει να σκεφτόμαστε και να εκφραζόμαστε.


Το θέατρο προκύπτει μέσα από την ομαδικότητα. Οι ηθοποιοί είναι οι άνθρωποι που βρίσκονται στο προσκήνιο, όμως υπάρχει επίσης ένας υπέροχος κόσμος ανθρώπων που βρίσκεται στο παρασκήνιο. Είναι εξίσου σημαντικοί όσο και οι ηθοποιοί και τα διαφορετικής φύσης εξειδικευμένα ταλέντα τους καθιστούν δυνατή την πραγματοποίηση μιας παράστασης. Έχουν κι αυτοί μερίδιο σε όποιο θρίαμβο και επιτυχία προκύψει.


Η 27η Μαρτίου έχει καθιερωθεί επίσημα ως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου. Με πολλούς τρόπους θα πρέπει κάθε μέρα να θεωρείται μέρα θεάτρου, καθώς έχουμε την ευθύνη να συνεχίσουμε την παράδοση να ψυχαγωγούμε, να εκπαιδεύουμε και να διαφωτίζουμε το κοινό μας, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαμε να υπάρξουμε.
"


(Το -ψύχραιμο- φετινό μήνυμα της Dame Judi Dench για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου μεταφρασμένο για το Ελληνικό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου από τη Βίκυ Μαντέλη και τον Νεόφυτο Παναγιώτου).


Thursday, March 25, 2010

Ιατρείον Ασμάτων


Όταν επικοινώνησε μαζί μου ο Σπύρος Αραβανής και μου ζήτησε να πω δυο λόγια για τη Στέλλα Βλαχογιάννη και το Ιατρείον Ασμάτων ομολογώ πως μούδιασα. Όχι γιατί είμαι άσχετος με το θέμα, ούτε λόγω της φυσικής συστολής προς την άμεση δημόσια έκφραση. Ο κύριος λόγος είναι ότι ως ιδιοσυγκρασία επιλέγω τις μεγαλύτερες προσωπικές αλήθειες και αγάπες μου να μην τις δηλώνω ξεκάθαρα. Προτιμώ να τις προστατεύω από τη λογική αυτού του κόσμου μη και μου ζητηθεί να εξηγηθούν ή να τις δικαιολογήσω με όρους πραγματικότητας. Νομίζω γι’ αυτό αγάπησα τόσο νωρίς και τόσο έντονα την κωδικοποιημένη έκφραση της αλήθειας που ονομάζεται τραγούδι.

Στην περίπτωση της Στέλλας όμως το ναι ήταν τόσο αυτονόητο και αυθόρμητο που έβαλα στην άκρη επιφυλάξεις, φόβους και ανασφάλειες. Κι αυτό γιατί ένα μέρος της προσωπικής αλήθειας μου – όσο βαρύ κι αν ακουστεί αυτό, τη χρωστάω στη γιατρό της καρδιάς μου – όπως την αποκαλώ τα τελευταία χρόνια. Κι η αποψινή βραδιά είναι μια καλή ευκαιρία να το δηλώσω επιτέλους δημόσια, να καταγραφεί στο χρόνο ενώπιον μαρτύρων.

Επέλεξα να μιλήσω για τα πρόσωπα αυτής της παράξενης φωνής, όπως εμφανίζονταν ένα – ένα με διαφορετικές ιδιότητες στη ζωή μου σαν leit motif ενός ανθρώπου που φαινόταν από πολύ νωρίς πως δεν ήταν περαστικός, αλλά μια από αυτές τις εκλεκτικές συγγένειες, που στις παραχωρεί η ζωή όταν αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν υπάρχουν άλλοι παράξενοι άνθρωποι σαν εσένα.

Η Στέλλα Βλαχογιάννη εμφανίστηκε νομοτελειακά στη ζωή μου από απόσταση: το όνομα της αρχικά συνώνυμο της μάχιμης δημοσιογραφίας, με συνεντεύξεις σημείο αναφοράς. Θυμάμαι τα χρόνια του Διφώνου, όταν άρχιζα δειλά να γνωρίζω την ελληνική μουσική, να βλέπω την υπογραφή της Βλαχογιάννη ως εγγύηση αξιοπιστίας, αξιοπρέπειας, ουσίας και βαθιάς γνώσης. Ασφάλειας.

Ακολούθησε η ιδιότητα που αποκηρύσσει κάθε φορά που την επικαλούμαι με ευγνωμοσύνη: αυτή της ποιήτριας. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που έπεσε στα χέρια μου η «θλίψη του σώματος». Το δέος με το οποίο καταβρόχθιζα κυριολεκτικά κάθε λέξη, τις τρεμάμενες υπογραμμίσεις, τις διαρκείς αναγνώσεις, αποστηθίσεις και υιοθεσίας ολόκληρων φράσεων. Τα δάκρυα της σαντέζας όταν διαβάζαμε μαζί το βιβλίο και το κυριότερο: την κατοχύρωση – εν αγνοία της τότε ακόμα – της αιώνιας μυστικής μας συγγένειας στη ζωή, στο γράψιμο, στη θλίψη και στον πόνο. Στους άλλους. Στα λόγια και στη σιωπή...

Κι ύστερα ήρθε ο ήχος. Το Iατρείο. Δε θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα την εκπομπή. Προφανώς κάποιος μου το σφύριξε, κάπου άκουσα την προσθήκη του ονόματός της στο δυναμικό του Β προγράμματος, ίσως πάλι την πέτυχα εντελώς τυχαία, πέφτοντας πάνω σε ένα από τα παράξενα, απρόβλεπτα κι αγαπημένα τραγούδια που επιλέγει να στηρίζει. Αυτό που θυμάμαι πάντως είναι ότι ο κόσμος να χαλούσε, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω την εκπομπή της Τετάρτη βράδυ. Για μια ώρα κάθε βδομάδα έκλεινα όλα τα φώτα και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι αφηνόμουν στην αλήθεια αυτής της φωνής δίχως πρόσωπο. Αφουγκραζόμουν, ψυχαναλυόμουν, σκεφτόμουν, σπούδαζα το τραγούδι και προσπαθούσα να τρυπώσω πίσω απ’ τη σαρκαστική χροιά, να εξιχνιάσω τη μελαγχολία της, να ακουμπήσω πάνω της, να δεθώ μαζί της.

Στο Ιατρείο Ασμάτων οφείλω τον τίτλο (κι όχι την ιδιότητα) Ακροατής. Γιατί στην πολύπαθη επικράτεια που ονομάζεται ραδιόφωνο ο ακροατής είναι τίτλος ευγενείας και απονέμεται σε επίμονες εξαιρέσεις ύστερα από κοπιαστική δουλειά του υπό εξαφάνιση πια μάγου παραγωγού, ενός ανθρώπου με γνώση, θέση, άποψη, ειλικρίνεια και γοητεία, αυτά που εκείνη η φωνή από τις πρώτες κιόλας ακροάσεις μου, διέθετε και μοίραζε με γενναιοδωρία.

Ακόμα και σήμερα το Ιατρείο φαντάζει στο νου μου αντάρτικο. Αυτή τη μια και μοναδική ώρα της εβδομάδας δε νιώθω ότι ακούω απλά ραδιόφωνο, δε γεμίζω καταχρηστικά με ήχους τη σιωπή και σε καμιά περίπτωση δεν το χρησιμοποιώ ως υπόκρουση σε άλλες ασχολίες. Η ακρόαση του Ιατρείου και 2-3 άλλων εκπομπών που επιμένουν να αντιστέκονται στο αυτοματοποιημένο παιχνίδι του συρμού, είναι θέση, άποψη, στάση ζωής και αισθητικής.

Δεν είμαστε εστέτ όσοι ακούμε με προσήλωση το Ιατρείο. Είμαστε οι κάμποσοι που κούρασε η φασαρία του κόσμου, αυτοί που ψάχνουν το ήρεμο, μέσα τους, καταφύγιο, όλοι όσοι ζητούν συνειδητά την ενεργοποίηση της αυθεντικής, λυτρωτικής, ανθρώπινης συγκίνησης. Κι όσο έχουμε αυτόν τον άνθρωπο που δε διστάζει να εκθέτει τις ευαισθησίες, τη γνώση, την οργή, το θυμό και τις αγάπες του είμαστε τυχεροί. Όσο έχει το κουράγιο και τη δύναμη να αυτοπυρπολείται αιωρούμενη δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα.

Κι όπως έρχεται πάντα η ζωή να επισφραγίσει εκείνες τις καρμικές σχέσεις που συντελούνται πριν γίνουν κατά πρόσωπο συναντήσεις, είχα την τύχη να γνωρίσω και προσωπικά τη Στέλλα. Θυμάμαι ακόμα την οικεία φωνή στο τηλέφωνο να ζητά με επισημότητα τον Κύριο Γεράσιμο Ευαγγελάτο… Και σύντομα η φωνή στην άλλη γραμμή απέκτησε πρόσωπο. Και το πρόσωπο έγινε πολύ σύντομα αγκαλιά. Όχι εύκολα, ούτε άκοπα. Δυνατά όμως και καθοριστικά. Κι από αγαπημένη δασκάλα σε χωράφια άγνωστα κι ανεξιχνίαστα, χωρίς να καταλάβω κι εγώ καλά – καλά πως, η σχέση μας έγινε ένα μαγικό δέσιμο από εκείνα τα μεταφυσικά που επιμένω μετά μανίας να αναζητώ στη ζωή μου.

Κι εδώ κανονικά θα έπρεπε να μιλήσω για το άλλο πρόσωπο της Στέλλας Βλαχογιάννη, αυτό το πολύ δικό μου και προσωπικό, που έχω την τύχη να γνωρίζω επειδή επιλέγει να το μοιράζεται μαζί μου μέσα από βλέμματα, παύσεις, ζεστές αγκαλιές, σπάνιες συναντήσεις και αυστηρά επιλεγμένες λέξεις. Κι είχα αποφασίσει να το κάνω. Γιατί της το χρωστάω να εκτεθώ μια φορά και της το ‘χω τάξει. Κάτι μ’ εμποδίζει όμως και πάλι. Όχι γιατί δε μπορώ να βρω τις λέξεις – αν προσπαθήσω κάτι θα καταφέρω – αλλά γιατί το μεγάλο δώρο της επικοινωνίας μου με τη γιατρό μου είναι η σπάνια σιωπή των ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή αλήθεια.

Κι αν κάποτε αποφασίσω να στριμώξω αυτή την αλήθεια σε δυο λέξεις, θα τη γράψω σε ένα μικρό χάρτινο αστέρι από εφημερίδα, θα του βάλω φωτιά και θα το αφήσω ελεύθερο σαν εκείνο το χαρτάκι που το ταξίδευε ο αέρας στους δρόμους της Αθήνας.

Μέχρι τότε όμως, θα τα λέμε στις σιωπές...


(κείμενο που γράφτηκε από τον Jirashimosu για το αφιέρωμα στη Στέλλα Βλαχογιάννη και το Ιατρείον Ασμάτων στον Ιανό στις 16 Μαρτίου 2010)



Monday, March 22, 2010

Της Άνοιξης


«Ξέρεις γιατί η Άνοιξη μας αποσυντονίζει, έτσι;»

Η πρόταση διατυπώθηκε από το πουθενά και ήταν αρκετά απρόσμενη για να τραβήξει την προσοχή μου από το αχνιστό αρωματικό τσάι, με το αρκούντως σαρκαστικό –για την συζήτηση- όνομα «ρώσικες νύχτες».

Ο συνομιλητής μου κατάλαβε αμέσως ότι κίνησε το ενδιαφέρον μου γιατί αιχμαλώτισε με την επιδεξιότητα γερακιού το βλέμμα μου με το που σηκώθηκε από το φλιτζάνι. Χωρίς να χάσει χρόνο –παραλείποντας ακόμα και να απολαύσει το θρίαμβο της ενδιαφέρουσας δήλωσης, προχώρησε στην ανάλυση του ζητήματος.

«Έχει να κάνει με την ενέργεια...» - συνέχισε- «Τα πάντα γύρω μας έτσι κι αλλιώς έχουν να κάνουν με την ενέργεια. Οι εποχές όμως είναι αυτές που τη μετουσιώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο Χειμώνας και το Καλοκαίρι είναι οι πιο σαφείς εποχές ενεργειακά.

Ο Χειμώνας – όπως μπορείς εύλογα να καταλάβεις- είναι η εποχή εκείνη που μας ωθεί στην εσωστρέφεια: Κρύο, βροχές, μικρές μέρες, μεγάλες νύχτες, κλειστές πόρτες και παράθυρα, μυστικά και ψέματα. Αυτό στις ανατολικές φιλοσοφίες ταυτίζεται με το γιν: το σκοτάδι, το μαύρο, τη συννεφιά, το θηλυκό-παθητικό στοιχείο του κόσμου.

Το καλοκαίρι από την άλλη δε χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να το φορτώσεις με την αισιοδοξία και την εξωστρέφεια του φωτός του ήλιου και την άπλα της ανοιχτής θάλασσας. Λευκό, θερμό, κινητικό λαμπρό, αρσενικό – δυναμικό στοιχείο της φύσης.

Κι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο; Οι εποχές όπως ξέρουμε είναι τέσσερις. Ανάμεσα στις δυο ξεκάθαρες, αποφασιστικές, σίγουρες γι΄αυτό που είναι (και είμαστε) εποχές, βρίσκονται κι οι δυο μεταβατικές. Αυτές που μας αποσυντονίζουν και μας μπερδεύουν περισσότερο. Το φθινόπωρο κι η Άνοιξη: Οι δυο διχασμένες φάσεις του έτους: με τη μια άκρη στο σκοτάδι και την άλλη στο φως. Οι εποχές - πορεία προς τη μια ή την άλλη διάθεση, από το μέσα προς το έξω και αντίστροφα.

Και καλά το Φθινόπωρο... είναι η μελαγχολική εκείνη εποχή που πραγματοποιεί τη μετάβαση από την εξωστρέφεια του καλοκαιριού. Σαν την επιστροφή στο σπίτι ύστερα από μια έντονη μέρα στη θάλασσα. Ζεσταίνεις νερό και διώχνεις από πάνω σου τα αλάτια και την ένταση, χαλαρώνοντας κι απολαμβάνοντας την ηρεμία της ησυχίας. Το Φθινόπωρο είναι επιστροφή στο καταφύγιο. Στην ασφάλεια της μήτρας: στο θηλυκό χειμώνα.

Η Άνοιξη όμως...» εκεί ο συνομιλητής μου σταμάτησε και σήκωσε το βλέμμα του για να με εξετάσει με νόημα. Κι όταν βεβαιώθηκε πως είχε τον απόλυτο έλεγχο της προσοχής μου συνέχισε: «η Άνοιξη είναι η προετοιμασία για να ξεχυθείς στον κόσμο... είναι η απόφαση να αφήσεις την ησυχία του σπιτιού σου και να αναμετρηθείς με όλες αυτές τις απειλητικές εξωτερικές δυνάμεις, από τις οποίες απείχες συνειδητά τόσο καιρό.

Η Άνοιξη είναι η πύλη που σε οδηγεί στον έξω κόσμο: είναι η αναγέννηση, η δική σου και τον προσδοκιών σου για τους άλλους, η αφύπνιση των ορμονών σου, οι οποίες βγαίνοντας από τη χειμέρια νάρκη τους, αναζωογονημένες και ολοκαίνουργιες έχουν την ορμή μιας άφθαρτης νιότης, αποφασισμένης να διαρκέσει για πάντα.

Η μνήμη της φθοράς του περσινού χειμώνα είναι ασθενική – παρεμβάλλεται ένας ολόκληρος χρόνος άλλωστε- και τα πάντα δείχνουν να είναι προσβάσιμα και σφραγισμένα με τα αρχικά σου. Το κορμί σου ξεχειλίζει από ορμονικό συνάλλαγμα για τις εμπορικές συναλλαγές με τις επιθυμίες σου. Κι ακόμα κι αν η φύση βρίθει από συνειρμικές απειλές παρελθοντικών απωλειών (τη μυρωδιά μιας νεραντζιάς, ένα ανεπαίσθητο αεράκι, το βυσσινί φως ενός απογεύματος), είναι τόση η συσσωρευμένη ένταση μιας ολόκληρης χρονιάς, που κλείνεις τα μάτια κι απολαμβάνεις τις ενδείξεις σαν μια ολοκαίνουργια εμπειρία που σου αποκαλύπτει την ομορφιά του κόσμου για πρώτη φορά...»

Πριν προλάβω να σκεφτώ πόσο δίκιο ή άδικο είχαν τα λεγόμενά του, πριν καλά – καλά πάρω την προσφιλή μου θέση αντιλογίας που μπορεί να υποστηρίξει την οποιαδήποτε άποψη αρκεί να φτάσει στα όριά της μια συζήτηση, παρατήρησα ότι ο συνομιλητής μου είχε αφαιρεθεί και σωπάσει. Το βλέμμα του είχε χαθεί κάπου έξω από τη τζαμαρία του μικρού καφέ, πολύ πέρα από τα φλιτζάνια με τις «ρώσικες νύχτες»...

«Έγινε κάτι;» ρώτησα ύστερα από μια στιγμή απόλυτης σιωπής, ενώ συνειδητοποιούσα πως ήταν οι πρώτες κουβέντες που έλεγα εδώ και αρκετή ώρα...

«Όχι τίποτα...» μου απάντησε κοιτώντας με αμήχανος «απλά αφαιρέθηκα...» και πριν προλάβω να ρωτήσω τί και πώς –χωρίς να είμαι καν σίγουρος αν υπήρχε λόγος να το κάνω, επέστρεψε με απόλυτο αυτοέλεγχο το βλέμμα του στο τραπέζι και συνέχισε με την ψύχραιμη και λογική φωνή του:

«...τι λέγαμε; Α ναι... η Άνοιξη...»

Καθώς συνέχισε να αναλύει τις απόψεις του, γύρισα το βλέμμα έξω από τη τζαμαρία περίεργος για το τί ήταν αυτό που του είχε αποσπάσει την προσοχή. Ο δρόμος ήταν άδειος. Δε συνέβαινε τίποτα εντυπωσιακό... πέρα από το ανοιξιάτικο απόγευμα. Κι ένα οικείο βυσσινί...


Sunday, March 21, 2010

Υστερόγραφο


Μες στην καρδιά μου ακούγεται ένα ποίημα. Αντηχεί σ’ όλο μου το σώμα η μουσική του κι όταν είμαι απαυδισμένος μου δίνει φτερά. Μου ψιθυρίζει: «όπου να ‘ναι ξημερώνει. Να!» όταν γίνεται η νύχτα αιωνιότης. Ποτέ δεν το ‘γραψα. Δε μπόρεσα να κάνω συλλαβές, τους στίχους του και τις λέξεις. Να γράφω μουσική δεν ξέρω, και σκέπτομαι συχνά πως αν το γράψω κάποτε θα ‘ναι για να πεθάνω. Γιατί, μετά δε θ’ απομείνει τίποτα πια να πω.

[Σταύρος Βαβούρης - 1925/2008]


Thursday, March 18, 2010

Εισιτήρια διπλά #2


Τα Εισιτήρια Διπλά είναι ένας δίσκος για τη μνήμη: την πρόσφατη και αυτή που χάνεται στο χρόνο.

Έχουμε ένα θέμα οι τρεις μας με τη μνήμη. Κρατάμε ό τι μπορεί να αποδείξει πως πέρασαν στιγμές απ’ τη ζωή μας που άξιζαν να μείνουν για πάντα. Κι ας μην έμειναν όσο έπρεπε. Κι ας έγιναν καπνός πριν τη φωτιά.

Αυτός ο δίσκος είναι ένας φόρος τιμής στους ανθρώπους της ζωής μας που πέρασαν, στις ταινίες που έμειναν, στα ταξίδια που έγιναν και σ’ εκείνα που προγραμματίζονται και διαρκώς αναβάλλονται.

Είναι οι ομπρέλες του Χερβούργου του Jacques Demy, το wild is the wind της Nina Simone, η Σοφία Βέμπο, η πνιγμένη Οφηλία του Gregory Crewdson, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Ύδρα, το Παρίσι, το Λονδίνο κι όλα όσα αποτελούν την προσωπική μας μυθολογία και την άμυνα μας απέναντι στον κόσμο και το χρόνο.

Κρατάτε στα χέρια σας ακόμα ένα χρονικό της συνύπαρξής μας – άλλοτε κωδικοποιημένο κι άλλοτε δηλωμένο ξεκάθαρα. Τις κουβέντες, τις σιωπές μας, τις νύχτες και τις μέρες μας. Θα ακούσετε αμέτρητα ποτήρια κρασί, τσιγάρα, τηλέφωνα στη μέση της νύχτας, δισταγμούς χρόνων και αποφάσεις της στιγμής, ταξίδια, ταξίδια, ταξίδια...

Νατάσσα – Γεράσιμος – Θέμης

[τα "Εισιτήρια Διπλά" στροβιλίζονται απ' τη Δευτέρα ελεύθερα κι επισήμως ανάμεσα σας...]

Monday, March 15, 2010

Ιατρείον Ασμάτων


Αύριο, Τρίτη 16 Μαρτίου, στις 20.00, ο Jirashimosu (με το που προσγειώνεται από Θεσσαλονίκη) έχει την τιμη (και το άγχος) να μιλήσει για τη γιατρό της καρδιάς του, Στέλλα Βλαχογιάννη και το λατρεμένο Ιατρείο Ασμάτων της στον Ιανό (Σταδίου 24).

Πιο σοβαρά, ψύχραιμα και υπεύθυνα θα μιλήσουν ο ραδιοφωνικός παραγωγός Γιώργος Μητρόπουλος και ο εκδότης του περιοδικού Fortezza (και συγγραφέας του εξαιρετικού "σνιφ!"), Γρηγόρης Παπαδογιάννης.

Αποσπάσματα του Ιατρείου θα διαβάσουν ο Γιάννης Ροζάκης και η Σοφία Καραγιάννη, ενώ τραγούδια δεμένα με την εκπομπή θα ερμηνεύσουν (με το Θεμάκο στο πιάνο) οι Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, Νατάσσα Μποφίλιου, Δανάη Παναγιωτοπούλου, Μαρία Παπαγεωργίου και τιμής ένεκεν η Μαρία Σουλτάτου.

Αν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις απ' το να τιμήσεις το πιο συγκινητικό ραδιοφωνικό ραντεβού των τελευταίων ετών(που σιγά μην έχεις...) τα λέμε εκεί...


Wednesday, March 10, 2010

Monday, March 08, 2010

Μην παίζεις με τα χώματα

Για τη γιατρό της καρδιάς μου, σου έχω ξαναμιλήσει. Και να μη σου έχω ξαναμιλήσει, την έχεις ακούσει κάποια μεσάνυχτα Τετάρτης στο Ιατρείο Ασμάτων στο δεύτερο πρόγραμμα κι ίσως ακόμα και να έχεις έρθει αντιμέτωπος με τα ποιήματά της (κι ας αποποιείται η ίδια τον τίτλο της ποιήτριας) στην εξαιρετική θλίψη του σώματος (που φάγαμε ένα καλοκαίρι με τη σαντέζα να πληγώνουμε ο ένας τον άλλον με υπογραμμισμένες φράσεις και λέξεις που μας αφορούσαν και μας περιέγραφαν σαν κινέζικα πορτρέτα).

Τα λόγια της Στέλλας Βλαχογιάννη λοιπόν, για λίγο αφήνουν τις σιωπηλές σελίδες και τα ραδιοκύματα και συναντούν την άλλη μεγάλη μου αγάπη: το θέατρο. Η Σοφία Καραγιάννη κι η Ηρώ Μιχαλακάκου παίρνουν με φροντίδα στα χέρια τους τις εύφλεκτες φράσεις της και στήνουν με τρυφερότητα μια παράσταση βαθιά ειλικρινή κι εξομολογητική (αν δε φοβάται κάτι η γιατρός μου άλλωστε είναι η αλήθεια και η έκθεση) και κάτι μου λέει -αν κρίνω από τα αποσπάσματα που έχω την τιμή να έχω διαβάσει- πως στη σκηνή θα στηθεί απέναντι από τον καθένα μας ξεχωριστά, ένας καθρέφτης απ' αυτούς που μας μαθαίνουν καλύτερα τον εαυτό μας.

Τετάρτες και Πέμπτες λοιπόν από τις 10 Μαρτίου, στο Θέατρο Βασιλάκου, μια μακρινή φωνή χωρίς πρόσωπο -σαν αδιάφορη και συνάμα υπερπροστατευτική μαμά- παρακινεί το παιδί μέσα μας να μην παίζει με τα χώματα...

...σαν να παραβλέπει πως είναι στη μοίρα του χωμάτινου ανθρώπου μια ζωή με χώματα να συναλλάσσεται...


Saturday, March 06, 2010

Alice


Την είπαν μέτρια. Την είπαν απογοήτευση. Την είπαν δέσμια της Disney και των άγραφων κανόνων της αγοράς στην οποία απευθύνεται. Κι όμως –κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος πάντα- αυτή η Αλίκη είναι ένα από τα πιο σκοτεινά, μελαγχολικά και ειλικρινή δημιουργήματα του Tim Burton.

Χωρίς να παραβιάζει τη σαφή γραμμή μιας ταινίας για όλη την οικογένεια, με τη μαεστρία ενός σπουδαίου δημιουργού η συγκεκριμένη –ομολογουμένως ελεύθερη απόδοση του αρχικού μύθου- κατορθώνει με τον πιο ευφάνταστο τρόπο να ισορροπίσει τα ασυμβίβαστα.

Γιατί η κατά Burton Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων καταφέρνει πέρα από μια εντυπωσιακή και θεαματική ταινία δράσης και ειδικών (3D) εφέ να είναι και μια ειλικρινής, ψυχαναλυτική εξομολόγηση ενός αυθεντικού auteur που συνεχίζει τους προσφιλείς προβληματισμούς του πάνω στο αιώνιο θέμα της αγάπης, της αποδοχής και της ενηλικίωσης σε έναν κόσμο που ζητά μετά μανίας να επιβληθεί στη φαντασία.

Για πρώτη φορά, ο κόσμος της Wonderland δεν είναι το παιχνιδιάρικο ονειρικό πεδίο δράσης όπου όλα επιτρέπονται, αλλά μια παράλληλη ζοφερή πραγματικότητα, που απαιτεί από τον καθένα να παίξει έναν προκαθορισμένο συγκεκριμένο ρόλο – εξίσου επιτακτικά με τον πραγματικό κόσμο των πραγματικών υποχρεώσεων. Μόνο που αντί για ένα γάμο συμφερόντων, το ζητούμενο είναι η μάχη με ένα μυθικό δράκο (σιγά τη διαφορά δηλαδή...)

Αν κοιτάξει όμως κάποιος λίγο πιο βαθιά από την οριζόντια παράθεση των γεγονότων βλέπει πως το κάτοπτρο του Burton έχει τοποθετηθεί ακόμα μια φορά παράδοξα κι η συμπάθειά του δεν είναι αναγκαστικά στο πλευρό του καλού (πόσο ειρωνικά αντιπαθής είναι η νευρωτική λευκή βασίλισσα), αλλά του παρείσακτου και περιθωριακού αποκλεισμένου που αναγκάστηκε να γίνει σκληρός για να επιβιώσει.

Αλίμονο δηλαδή σε όποιον δεν κατάλαβε πως η Κόκκινη Βασίλισσα της Helena Bonham Carter είναι το θηλυκό alter-ergo (ή μετεξέλιξη) του εύθραυστου Ψαλιδοχέρη σε μια εποχή που το παραμύθι έχει αλλάξει κι η τρυφερότητα έχει (αναγκαστικά) πετρώσει.

Κι αν παρόλα τα παραπάνω είσαι ακόμα δύσπιστος και πιστεύεις ότι ο Burton απέτυχε να σταθεί αντάξιος του παραμυθιού του Lewis Carroll, αρκεί εκείνο το μικρό flash back, των ελάχιστων δευτερολέπτων κάπου προς το τέλος της ταινίας, όπου αναπαράγει τη wonderland οπως ακριβώς την περιγράφει ο συγγραφέας, η κοινή προσδοκία κι η παραμυθένια αισθητική, για να καταλάβεις οτι ο εν λόγω σκηνοθέτης θα μπορούσε να γυρίσει ακόμα ένα remake της ταινίας για πλάκα.

Το εύρημα κι η καινοτομία αυτής της Αλίκης όμως βρίσκονται αλλού: σε έναν Tim Burton που για πρώτη φορά αφήνει υπόνοιες ότι οι απαντήσεις δε βρίσκονται στο παραμύθι, το καταφύγιο δεν είναι η φαντασία, και πάνω απ’ όλα: το πιο ονειρικό πεδίο κι εκεί που όλα τα θαύματα μπορούν να συμβούν δεν είναι πια το όνειρο: αλλά αποκλειστικά και μόνο η ανεξερεύνητη πραγματικότητα.