Showing posts with label metropolis. Show all posts
Showing posts with label metropolis. Show all posts

Friday, May 21, 2010

Το Μουσείο


Έχω ένα μουσείο. Ψέματα. Έχω πολλά. Για το κάθε τι κι από ένα. Έχω ένα μουσείο για το πιο παλιό παρελθόν μου το γονιδιακό. Έχω ένα άλλο για το πρόσφατο. Έχω ένα τρίτο για τη συλλογική μνήμη. Κι άλλο για τα συνταγματικά μου δικαιώματα και την πορεία μου προς αυτά (πως έφτασα να είμαι ελεύθερος και τα ρέστα). Σε ένα άλλο μουσείο έχω ζωγραφιές τούτου του τόπου και σε ένα άλλο αγάλματα. Απομεινάρια ενός παρελθόντος. Που είναι και μέλλον. Μάλλον. Απομεινάρια όμως σ’ αυτή τη γη την ευλογημένη δεν έχει μόνο μέσα σε μουσεία, αλλά παντού. Περπατάω ανάμεσα σε αρχαίους ναούς και αγορές. Χτίζω σπίτια σε αρχαία νεκροταφεία. Βρίσκω στις θάλασσες κομμάτια από αμφορείς και σκεύη. Βλέπω θέατρο σε αρχαίες ορχήστρες. Είμαι το θραύσμα ενός αγγείου. Το κομμένο χέρι ενός αγάλματος. Βγαίνω στον κόσμο κι ανταλλάζω το παρελθόν μου. Παίρνω λίγο από εδώ, λίγο από εκεί. Αναζητώ τον εαυτό μου στην Τέχνη και τη γλώσσα άλλων λαών. Δεν έχω πατρίδα. Ούτε όνομα συγκεκριμένο. Στην πραγματικότητα είμαι κι εγώ ένα απομεινάρι. Ενός πολιτισμού. Και στην πορεία μου στον κόσμο εκθέτω εαυτόν σε μια σειρά από μουσεία.


Friday, May 07, 2010

το κακτάκι


Η φροντίδα μου δεν αξιώθηκε ποτέ κανένα ζωντανό πλάσμα. Καμιά ευθύνη δε μου ανατέθηκε ποτέ και τίποτα απροστάτευτο δε βρήκε καταφύγιο στην προσοχή μου. Το ‘χω μεγάλο παράπονο, που όταν ανατρέχω στα παιδικά μου χρόνια δεν ανακαλώ την μιμητική γονεϊκή ιδιότητα των παιδιών. Ούτε θυμάμαι να έχω υπάρξει ιδιαίτερα χρήσιμος και αναγκαίος σε κάποιο ζώο ή φυτό ή άνθρωπο.

Θυμάμαι μόνο ένα-δυο μεμονωμένα χρυσόψαρα, αραιά και που, που ξέχναγα να ταίσω ή που τάιζα υπερβολικά συχνά και πολύ γιατί με ενθουσίαζε η εμμονή τους να τρώνε ό, τι και όσο τους δίνεις. Τα χρυσόψαρα όμως δεν είναι ευθύνη. Απλά υπάρχουν σε έναν αυστηρά δικό τους χώρο που τυχαίνει να πιάνει ένα μικρό μέρος του δικού σου χώρου. Δε σου ανταποδίδουν αγάπη, ούτε δίνουν ιδιαίτερη σημασία αν είσαι χαρούμενος η λυπημένος. Δε γνωρίζουν καν το πρόσωπό σου – πώς θα μπορούσαν άλλωστε, έτσι παραμορφωμένος που φαίνεσαι μέσα από το νερό- αλλά ακόμα κι αν το γνώριζαν θα το ξεχνούσαν την επόμενη στιγμή μιας κι η μνήμη δεν είναι το δυνατό τους σημείο. Ακόμα κι οτι τα ταίζεις δεν στο αναγνωρίζουν‧ θεωρούν ότι η τροφή τους πέφτει ως μάννα εξ’ ουρανού κι αν τα αφήσεις νηστικά δε θα σου χρεώσουν το θάνατό τους. Κατά πάσα πιθανότητα θα σκεφτούν πως ο θεός αποφάσισε να κόψει τις παρτίδες μαζί τους. Έτσι απλά.

Θυμάμαι κι ένα μικρό άσχημο πουλί – νομίζω καρδερίνα – που άφησα ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού του μια μέρα που πάσχιζα να το ταίσω, γιατί μου φαινόταν υπερβολικά θλιμμένο στη φυλακή του. Θυμάμαι να πετάει τρομαγμένο άτσαλα έξω απ’ το κλουβί μαζί με το βάρος της δικής μου ευθύνης. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου θύμωσε και μου είπε ότι αυτό το πουλί δε θα πάει μακριά γιατί δεν έχει μάθει να επιβιώνει μόνο του κι είτε θα πεθάνει αποκαμωμένο σε κάποια γωνιά του δρόμου, είτε θα το κατασπαράξουν γάτες από τις οποίες δεν έχει ιδέα πως να προστατευτεί. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ευθύνη είναι βάρος που κουβαλάς ακόμα κι όταν δεν έχεις την ευθύνη, κι ενοχές για τη μοίρα ενός πλάσματος ακόμα κι όταν κόψεις τους δεσμούς μαζί του. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από εφτά χρονών.

Σκύλο δεν είχα ποτέ. Αυτό το πλάσμα που μπορεί να σου μάθει τι σημαίνει φροντίδα, ανταπόδοση, πίστη, αφοσίωση δεν πέρασε ποτέ το κατώφλι των ευθυνών μου. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα, δεν έχω μάθει να επικοινωνώ με αυτό το είδος. Με αγχώνουν οι ρυθμοί του και η κίνηση του στο χώρο. Η δίχως αντάλλαγμα τρυφερότητά του μου φέρνει μέχρι και σήμερα αμηχανία κι έχει διαμορφώσει σε ένα μεγάλο βαθμό την πίστη μου στους ανθρώπους. Γάτες ναι, ένα σωρό. Κλεμμένες, δανεικές, αδέσποτες, απροστάτευτες, έβρισκαν πάντα αθόρυβες και νωχελικές το δρόμο τους στη ζωή μου κι είχαν όλες το ίδιο πρόσωπο και την ίδια αίσθηση στο χάδι. Το δέσιμο μαζί τους είναι μεταφυσικό και με έναν ιδιαίτερο τρόπο σε τακτά χρονικά διαστήματα στοιχειώνουν μέχρι και σήμερα τα όνειρα μου. Οι γάτες όμως δεν είναι ευθύνη. Είναι το ακριβώς αντίθετο της ευθύνης. Είναι ελεύθερες κι ανεξάρτητες. Δεν έχουν να κερδίσουν από σένα τίποτα που δε θα μπορούσαν να κερδίσουν από οποιονδήποτε άλλο. Κι αν μένουν μαζί σου είναι γιατί κάτι στην ενέργεια σου τις κρατάει κοντά σου. Έχω βαθιά πίστη ότι οι γάτες είναι μεταφυσικά διαισθητικές. Ίσως πάλι και όχι. Ευθύνη όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση. Και δεν αποκλείεται αυτός να είναι ο κύριος λόγος που τις αγαπώ με έναν τρόπο μυστήριο κι ανεξήγητο από παιδί.

Με τα φυτά δεν είχα ποτέ πάρεδωσε, ούτε όμως κι επιθυμία να αποκτήσω. Δε με έχουν πείσει ότι είναι πραγματικά ζωντανά, ακόμα κι αν το ισχυρίζονται με ιδιαίτερη θέρμη πολλοί, κι ομολογώ πως δε συμμερίζομαι ιδιαίτερα την ομορφιά τους. Πρόσφατα όμως απέκτησα ένα κακτάκι. Ένα μικρό ατσούμπαλο αγκαθωτό κακτάκι σε ένα πλαστικό γλαστράκι. Το κακτάκι αυτό, όταν μου δωρίστηκε, το συνόδευε η φράση: «πρόσεξέ το, είναι ευθύνη». Η λέξη χτύπησε καμπανάκι και μάλλον φάνηκε στο πρόσωπό μου γιατί ήρθε αμέσως το συμπλήρωμα: «...όχι μεγάλη! Θέλει σπάνια λίγο πότισμα. Οι κάκτοι έχουν μάθει να επιβιώνουν». Τύλιξα το κακτάκι σε μια χαρτοσακούλα και το έβαλα στην τσάντα μου. Όταν επέστρεψα σπίτι το θυμήθηκα.

Το βρήκα ταλαιπωρημένο και λίγο στραπατσαρισμένο. Το χώμα του είχε σκορπίσει στη σακούλα. Εκείνη τη στιγμή το ένιωσα ζωντανό. Και θλιμμένο. Και ευθύνη. Το έβγαλα προσεκτικά, φύσηξα το χώμα που είχε σκεπάσει τα μικρά του αγκάθια, έστρωσα με ένα κουτάλι το υπόλοιπο που είχε φύγει από το γλαστράκι και το ακούμπησα πάνω σε ένα ράφι. Το κακτάκι που ξέρει να επιβιώνει τα είχε καταφέρει ακόμη μια φορά. Κι εκείνη τη στιγμή μου πέρασε απ’ το νού πως η μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να σου δώσει μια ευθύνη, είναι να μην σου καταλογιστεί ποτέ ως τέτοια. Να περιορίζεται στο χώρο που δίνεις σε κάποιον ή κάτι για να επιβιώσει. Κι ας μη σου αναγνωριστεί ποτέ η βοήθεια. Ας είναι η μοναδική ανταμοιβή η αμοιβαία ελευθερία μιας συνύπαρξης απαλλαγμένης από ευθύνες...


Sunday, March 28, 2010

η ποίηση του δρόμου


Αγαπώ την ποίηση του δρόμου. Αυτή που ανασαίνει η μαραζώνει σε βρώμικους και καθαρούς τοίχους της πόλης. Την καταγεγραμμένη με ανεξίτηλο μαρκαδόρο, σπρέι, στένσιλ, στιλό και μολύβια της έσχατης λύσης και της παρορμητικής ανάγκης.

Αγαπώ την ποίηση του δρόμου, αρχικά γιατί είναι του δρόμου: βιωμένη, επικοινωνιακή και άμεση. Προσβάσιμη απ’ όλους, αιφνιδιαστική και οικεία. Είναι την ίδια στιγμή επιβεβλημένη κι απαγορευμένη. Είναι βανδαλισμός και ύψιστη καλλιτεχνική προσφορά. Η ποίηση του δρόμου μπορεί καμία φορά να μην είναι παρά χιλιομασημένα κλισέ πολιτικοκοινωνικής καταγγελίας ή μια προσωπική έκφραση ονομαστικής καψούρας. Μπορεί να είναι πνευματώδες ευφυολόγημα ή μια απλή ανοησία, μια υπερφίαλη δήλωση άκρατου εγωκεντρισμού ή μια μικρή, λιτή έκφραση ατομικότητας μέσα στη φασαρία του όχλου.

Αγαπώ και τη μια και την άλλη πτυχή των συνθημάτων των τοίχων. Θεωρώ εξίσου ποιητικά τα πετυχημένα με τα αποτυχημένα, τα κλισέ με τα πρωτότυπα, τα άμεσα με τα λογοτεχνιζοντα. Γιατί η βαθύτερη ποίηση αυτών των δηλώσεων δε συνοψίζεται στο αποτέλεσμα αλλά στην ανάγκη (δε λέω καν την πρόθεση, μιας και τα κίνητρα στις μέρες μας συχνά παρεξηγούνται), κι αυτή η ανάγκη για έκφραση σε ένα κοινόχρηστο χώρο που συναντιέται με ανυποψίαστα βλέμματα σε ανύποπτους χρόνους κατά τη διάρκεια της μέρας, είναι που κάνει τη μετάβαση από το ρητό στο ποιητικό κι από τον βανδαλισμό στην πηγαία λογοτεχνία.

Κάθε φορά που το βλέμμα μου πέφτει πάνω σε ένα τυχαίο σύνθημα που τραβά την προσοχή μου, προσπαθώ να φανταστώ τον ένοχο – συγγραφέα (πόσο παράξενα ταιριαστά διαβάζονται αυτές οι λέξεις δίπλα – δίπλα) και να τον αναπαραστήσω ζωντανό εν ώρα δράσης μπροστά μου να επιδίδεται στο ανόσιο έργο του. Επιχειρώ να αναπαράγω τη σκέψη του, να ενεργοποιήσω στο κεφάλι μου τους δικούς του διανοητικούς μηχανισμούς και να νιώσω την παρόρμηση που τον οδήγησε να διεκδικεί λίγη από την τυχαία προσοχή των ανυποψίαστων περαστικών.

Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη δε φαντάζομαι ένα μακρυμάλλη αναρχικό, ούτε ένα χούλιγκαν μαθητή σε κοπάνα. Τραβάω τις πιθανότητες στα όρια τους. Μ’ αρέσει π.χ. να φαντάζομαι μια ηλικιωμένη κυρία που γυρίζει από τη λαϊκή να αφήνει για λίγο το καρότσι με τα ψώνια της και να σκαρώνει δυο λέξεις αγανάκτησης για την ακρίβεια, τα σκληρά οικονομικά μέτρα, τις ανατιμήσεις. Άλλες φορές φαντάζομαι συνταξιούχους που σκοτώνουν την ώρα τους χάσκοντας στους δρόμους να χαράζουν με μαύρο μαρκαδόρο πολιτικά συνθήματα. Ή μαθητές γυμνασίου μετά το σχόλασμα να αναπαράγουν ένα σουρεαλιστικό στίχο του Εμπειρίκου που τους εντυπώθηκε στο μάθημα της λογοτεχνίας.

Το καλύτερο μου είναι να φαντάζομαι ερωτευμένα (η και τσακωμένα) ζευγάρια σε πρώτα, δεύτερα και τελευταία ραντεβού να καταγράφουν ένα χρονικό της σχέσης τους ή υποσχέσεις ζωής με την ελπίδα της μόνιμης παρακαταθήκης στο χρόνο. Ή τους τίτλους τέλους τους. Μ’ αρέσει ακόμα να προβάλλω βυρωνικές φιγούρες, φαντάσματα που βγαίνουν μόνο νύχτα, με μακριά μαλλιά και κέρινα δάχτυλα, να αφυπνίζουν συγκινήσεις υπό το φως του φεγγαριού. Η μικρά παιδιά να αποτυπώνουν ανορθόγραφα, με άγουρους ακόμα γραφικούς χαρακτήρες, τις πρώτες διαπιστώσεις τους για τον κόσμο.

Στους τοίχους ακόμα κι οι βρισιές έχουν ποιητικότητα. Παίρνουν κάτι από την ρομαντική γοητεία μιας επανάστασης πριν ξεσπάσει. Δεν είναι έκφραση στιγμιαίας οργής, αλλά παγιωμένος θυμός που μένει σταθερός σαν άποψη για τη ζωή, έτοιμος να πυρπολυθεί με την παραμικρή αφορμή. Κι όσο για τη μελαγχολία μιας φράσης, όσο περισσότερο καιρό αφήνεται σε έναν τοίχο να αναμετριέται με τον ήλιο και τη βροχή τόσο περισσότερο μοιάζει με υπαρξιακή αγωνία που εκφράζει όλο και περισσότερους.

Αυτή είναι ίσως τελικά η μυστική γοητεία της ποιητικής των δρόμων: ότι κάτι τόσο απόλυτα προσωπικό αφήνεται ελεύθερο στην τυχαιότητα μιας συνάντησης να υιοθετηθεί από κάποιον που ίσως να έχει σκεφτεί κάτι αντίστοιχο, αλλά δεν πρόλαβε να το ξεστομίσει. Κάτι σαν να συναντιέσαι με μια ενδόμυχη σκέψη σου που δεν τόλμησες ίσως μέσα στη βιασύνη σου να παραδεχτείς. Κι είναι μέσα σε εκείνη ακριβώς τη βιασύνη, καθώς με γρήγορο βήμα περπατάς στο δρόμο, που σηκώνεις στιγμιαία το βλέμμα κι έρχεσαι αντιμέτωπος με έναν καθρέφτη. Δικό σου. Δικό του. Της κοινωνίας. Της αλήθειας. Κι αν δεν είναι όλα αυτά ποίηση, τότε ειλικρινά δε μπορώ να σκεφτώ τί άλλο είναι...


Monday, March 22, 2010

Της Άνοιξης


«Ξέρεις γιατί η Άνοιξη μας αποσυντονίζει, έτσι;»

Η πρόταση διατυπώθηκε από το πουθενά και ήταν αρκετά απρόσμενη για να τραβήξει την προσοχή μου από το αχνιστό αρωματικό τσάι, με το αρκούντως σαρκαστικό –για την συζήτηση- όνομα «ρώσικες νύχτες».

Ο συνομιλητής μου κατάλαβε αμέσως ότι κίνησε το ενδιαφέρον μου γιατί αιχμαλώτισε με την επιδεξιότητα γερακιού το βλέμμα μου με το που σηκώθηκε από το φλιτζάνι. Χωρίς να χάσει χρόνο –παραλείποντας ακόμα και να απολαύσει το θρίαμβο της ενδιαφέρουσας δήλωσης, προχώρησε στην ανάλυση του ζητήματος.

«Έχει να κάνει με την ενέργεια...» - συνέχισε- «Τα πάντα γύρω μας έτσι κι αλλιώς έχουν να κάνουν με την ενέργεια. Οι εποχές όμως είναι αυτές που τη μετουσιώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο Χειμώνας και το Καλοκαίρι είναι οι πιο σαφείς εποχές ενεργειακά.

Ο Χειμώνας – όπως μπορείς εύλογα να καταλάβεις- είναι η εποχή εκείνη που μας ωθεί στην εσωστρέφεια: Κρύο, βροχές, μικρές μέρες, μεγάλες νύχτες, κλειστές πόρτες και παράθυρα, μυστικά και ψέματα. Αυτό στις ανατολικές φιλοσοφίες ταυτίζεται με το γιν: το σκοτάδι, το μαύρο, τη συννεφιά, το θηλυκό-παθητικό στοιχείο του κόσμου.

Το καλοκαίρι από την άλλη δε χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να το φορτώσεις με την αισιοδοξία και την εξωστρέφεια του φωτός του ήλιου και την άπλα της ανοιχτής θάλασσας. Λευκό, θερμό, κινητικό λαμπρό, αρσενικό – δυναμικό στοιχείο της φύσης.

Κι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο; Οι εποχές όπως ξέρουμε είναι τέσσερις. Ανάμεσα στις δυο ξεκάθαρες, αποφασιστικές, σίγουρες γι΄αυτό που είναι (και είμαστε) εποχές, βρίσκονται κι οι δυο μεταβατικές. Αυτές που μας αποσυντονίζουν και μας μπερδεύουν περισσότερο. Το φθινόπωρο κι η Άνοιξη: Οι δυο διχασμένες φάσεις του έτους: με τη μια άκρη στο σκοτάδι και την άλλη στο φως. Οι εποχές - πορεία προς τη μια ή την άλλη διάθεση, από το μέσα προς το έξω και αντίστροφα.

Και καλά το Φθινόπωρο... είναι η μελαγχολική εκείνη εποχή που πραγματοποιεί τη μετάβαση από την εξωστρέφεια του καλοκαιριού. Σαν την επιστροφή στο σπίτι ύστερα από μια έντονη μέρα στη θάλασσα. Ζεσταίνεις νερό και διώχνεις από πάνω σου τα αλάτια και την ένταση, χαλαρώνοντας κι απολαμβάνοντας την ηρεμία της ησυχίας. Το Φθινόπωρο είναι επιστροφή στο καταφύγιο. Στην ασφάλεια της μήτρας: στο θηλυκό χειμώνα.

Η Άνοιξη όμως...» εκεί ο συνομιλητής μου σταμάτησε και σήκωσε το βλέμμα του για να με εξετάσει με νόημα. Κι όταν βεβαιώθηκε πως είχε τον απόλυτο έλεγχο της προσοχής μου συνέχισε: «η Άνοιξη είναι η προετοιμασία για να ξεχυθείς στον κόσμο... είναι η απόφαση να αφήσεις την ησυχία του σπιτιού σου και να αναμετρηθείς με όλες αυτές τις απειλητικές εξωτερικές δυνάμεις, από τις οποίες απείχες συνειδητά τόσο καιρό.

Η Άνοιξη είναι η πύλη που σε οδηγεί στον έξω κόσμο: είναι η αναγέννηση, η δική σου και των προσδοκιών σου για τους άλλους, η αφύπνιση των ορμονών σου, οι οποίες βγαίνοντας από τη χειμέρια νάρκη τους, αναζωογονημένες και ολοκαίνουργιες έχουν την ορμή μιας άφθαρτης νιότης, αποφασισμένης να διαρκέσει για πάντα.

Η μνήμη της φθοράς του περσινού χειμώνα είναι ασθενική – παρεμβάλλεται ένας ολόκληρος χρόνος άλλωστε- και τα πάντα δείχνουν να είναι προσβάσιμα και σφραγισμένα με τα αρχικά σου. Το κορμί σου ξεχειλίζει από ορμονικό συνάλλαγμα για τις εμπορικές συναλλαγές με τις επιθυμίες σου. Κι ακόμα κι αν η φύση βρίθει από συνειρμικές απειλές παρελθοντικών απωλειών (τη μυρωδιά μιας νεραντζιάς, ένα ανεπαίσθητο αεράκι, το βυσσινί φως ενός απογεύματος), είναι τόση η συσσωρευμένη ένταση μιας ολόκληρης χρονιάς, που κλείνεις τα μάτια κι απολαμβάνεις τις ενδείξεις σαν μια ολοκαίνουργια εμπειρία που σου αποκαλύπτει την ομορφιά του κόσμου για πρώτη φορά...»

Πριν προλάβω να σκεφτώ πόσο δίκιο ή άδικο είχαν τα λεγόμενά του, πριν καλά – καλά πάρω την προσφιλή μου θέση αντιλογίας που μπορεί να υποστηρίξει την οποιαδήποτε άποψη αρκεί να φτάσει στα όριά της μια συζήτηση, παρατήρησα ότι ο συνομιλητής μου είχε αφαιρεθεί και σωπάσει. Το βλέμμα του είχε χαθεί κάπου έξω από τη τζαμαρία του μικρού καφέ, πολύ πέρα από τα φλιτζάνια με τις «ρώσικες νύχτες»...

«Έγινε κάτι;» ρώτησα ύστερα από μια στιγμή απόλυτης σιωπής, ενώ συνειδητοποιούσα πως ήταν οι πρώτες κουβέντες που έλεγα εδώ και αρκετή ώρα...

«Όχι τίποτα...» μου απάντησε κοιτώντας με αμήχανος «απλά αφαιρέθηκα...» και πριν προλάβω να ρωτήσω τί και πώς –χωρίς να είμαι καν σίγουρος αν υπήρχε λόγος να το κάνω, επέστρεψε με απόλυτο αυτοέλεγχο το βλέμμα του στο τραπέζι και συνέχισε με την ψύχραιμη και λογική φωνή του:

«...τι λέγαμε; Α ναι... η Άνοιξη...»

Καθώς συνέχισε να αναλύει τις απόψεις του, γύρισα το βλέμμα έξω από τη τζαμαρία περίεργος για το τί ήταν αυτό που του είχε αποσπάσει την προσοχή. Ο δρόμος ήταν άδειος. Δε συνέβαινε τίποτα εντυπωσιακό... πέρα από το ανοιξιάτικο απόγευμα. Κι ένα οικείο βυσσινί...