Thursday, May 26, 2011

μια συγκέντρωση


Εξηγούμαι: είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε κάθε είδους διαδήλωση, πορεία, διαμαρτυρία. Όχι λόγω αδιαφορίας και φιλησυχίας. Ούτε λόγω της φυσικής αποστροφής μου προς τη βία και τη φασαρία. Θεωρώ ότι μια αποτελεσματική δημόσια έκφραση δυσαρέσκειας, απαιτεί παιδεία, ενημέρωση, ψυχραιμία και καθαρή θέση. Και δε θεωρώ κανένα από τα παραπάνω ίδιον του λαού μας. Αντιθέτως πιστεύω πως είμαστε παρορμητικοί, φασαριόζοι, αψυχολόγητοι και χειραγωγήσιμοι. Όλα όσα καταδικάζουν την οποιαδήποτε συλλογική διαμαρτυρία δηλαδή, σε πεδίο δράσης επιτήδειων, οι οποίοι παραμονεύουν την ιδανική στιγμή για να επωφεληθούν από την όποια αναταραχή.

Γι’ αυτό το λόγο ήμουν επιφυλακτικός και για την χτεσινή πρόσκληση διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα. Η αφορμή μου φαινόταν βεβιασμένη. Αυτό το χαρακτηριστικό του Έλληνα, που δεν ανέχεται κάποιος να του τη «λέει» και να βγαίνει από πάνω. Μου φάνηκε πως αφορμή στάθηκε όχι το «αμήν» - το οποίο έτσι κι αλλιώς μετράει αρκετούς μήνες, αλλά αυτό το σλόγκαν των Ισπανών, το «σιγά, μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες», που, ως εθνική προσβολή, έπληξε το ελληνικό φιλότιμο και την περηφάνια μας, λες και πρόκειται για γηπεδική αντιπαράθεση.

Εκτός αυτού, πόση εγκυρότητα μπορεί να έχει μια αυθαίρετη πρόσκληση, χωρίς ξεκάθαρο αίτημα, που μάλιστα ξεκινάει πρακτικά ανώνυμα από το facebook; Στη σύντομη χρονικά παρουσία μας σε αυτή την ψηφιακή κοινότητα, ο καθένας μας έχει δεχτεί αψυχολόγητες εκκλήσεις παράφορων ταγών για τα πάντα: από προσκλήσεις σε συναυλίες, πρεμιέρες και dj set, μέχρι δημόσιο λιθοβολισμό, πολιτική αναδιάρθρωση και κοινωνική αναστήλωση. Αρκεί μια παρόρμηση, μια πολυπληθής λίστα φίλων κι απανωτά ποσταρίσματα για να μπορεί ο καθένας να οργανώσει την προσωπική του μίνι επανάσταση.

Με χαρά αυτή τη φορά διαψεύστηκα. Άφησα πίσω αφορμές, επικρίσεις και δεύτερες σκέψεις και διαπίστωσα πως ο “αγανακτισμένος” κόσμος, μπορεί όντως να κινητοποιηθεί και να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του με ψυχραιμία και ενότητα. Με ακόμα μεγαλύτερη χαρά, είδα πως σε τέτοιες περιόδους παλλαϊκής κρίσης, ο Έλληνας έχει την νηφαλιότητα και τον καθαρό νου να αποκλείσει την εξαρτημένη γονεϊκή σχέση με τα κάθε λογής και διαλογής κόμματα, τους κρατικούς φορείς και τους επιτήδειους μεσάζοντες. Ένιωσα πως ήρθαμε σε επαφή με το πρόβλημα, ένα μέρος της ουσίας του κι αν όχι ακριβώς τη λύση, σίγουρα την απαγκίστρωση από όσα την παρεμποδίζουν.

Για να είμαι ειλικρινής, χάρηκα ακόμα και για τη μεθοδευμένη απόκρυψη των πραγματικών διαστάσεων της χτεσινής εκδήλωσης από τα χειραγωγούμενα ΜΜΕ. Χάρηκα γιατί με πλάγιους τρόπους, είτε από στόμα σε στόμα, το θέμα ταξίδεψε κι έφτασε στα αφτιά ακόμα κι όσων δεν παραβρέθηκαν στις εστίες της διαμαρτυρίας: tweet και φωτογραφίες από κινητά, status στο facebook, αναρτήσεις σε blog απλών πολιτών, το νέο κυκλοφόρησε, ο ενθουσιασμός απλώθηκε, η επιστολή επιδόθηκε στους πολλαπλούς απανταχού παραλήπτες της. Κι ας μην έγινε πρώτο θέμα στις τηλεοπτικές ειδήσεις, που έτσι κι αλλιώς σε περιόδους κρίσης ηδονίζονται ακόμα είτε με πιπεράτα σεξοσκάνδαλα είτε ομφαλοσκοπώντας. Χάρηκα που ένιωσα πως απογαλακτιζόμαστε σιγά – σιγά από την συμπυκνωμένη ενημέρωση και τον καταιγισμό της άχρηστης πληροφορίας, που μετατοπίζει την κοινή γνώμη και συντελεί στη συντήρηση απαθών πολιτών.

Δεν άλλαξε ο κόσμος με τις χτεσινές πορείες, ούτε βρέθηκε η λύση. Έχουμε ακόμα δρόμο. Αυτά όμως είναι έτσι κι αλλιώς ο επίλογος του έργου. Το πρώτο βήμα είναι να ξυπνήσει ο νους και ν’ αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα. Θέλω να πιστεύω πως αυτό το βήμα έχει συντελεστεί και στις επόμενες μέρες αυτό θα γίνει ακόμα πιο εμφανές: οι παρωπίδες μοιάζουν σταδιακά να πέφτουν, τα μυαλά να ανοίγουν,τα πήλινα πόδια να σπάνε. Δεν υπάρχουν ακόμα λύσεις, θέσεις, μέθοδοι, προτάσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Υπάρχει όμως αντίθεση στην ανεύθυνη διοίκηση, διεκδίκηση στη στρατηγική εξόδου από την κρίση, καθαρό σήμα λαϊκής παρουσίας. Περισσότερο απ’ όλα όμως μόνο αισιοδοξία μπορεί να προκαλέσει το γεγονός ότι μια νέα γενιά πολιτών ενός διαλυμένου κράτους, βρήκε την απαραίτητη ενότητα να βγει στο δρόμο για να διεκδικήσει μια θέση στη διαχείριση ενός προβλήματος που είναι πάνω και πρώτα απ’ όλα δικό της.

Wednesday, May 25, 2011

Που πάνε τα τραγούδια όταν πεθαίνουν.


 Έχω γύρω μου μια στοίβα αγαπημένα cd. Το καθένα ξεχωριστά σημαίνει κάτι. Μια δική του εποχή. Πρόσωπα, συνθήκες και περιστάσεις που πηγαίνουν πολύ βαθιά στο χρόνο. Βγάζω κάποια παλιά δισκάκια από τη σκονισμένη θήκη τους και επιχειρώ να τα ακούσω. Αναγνωρίζω την εισαγωγή, τη φωνή, τον παραμικρό στίχο. Σαν το σκυλί του Παβλόφ ανακαλώ μια ιδέα συναισθήματος. Θυμάμαι πόσο έντονο ήταν κάποτε. Σήμερα δεν είναι παρά μια ιδέα μνήμης – ευτυχώς καλά αποθηκευμένη κι ασφαλισμένη στη θυρίδα της. Το συναισθηματικό φορτίο δεν αντιστοιχεί πια. Κλωτσάει. Άλλοι ήχοι έχουν πάρει τη θέση της τότε αποκλειστικής υπόκρουσης κι άλλα αισθήματα έχουν αντικαταστήσει εκείνα της αρχαίας εποχής. Τοποθετώ και πάλι τα δισκάκια στη θήκη τους. Ανακατεμένα πια – τα πάλαι ποτέ αυστηρά ταξινομημένα – επιστρέφουν στη σκόνη τους. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον‧ αν παραστεί μεγαλύτερη ανάγκη‧ Όταν η μνήμη θα γίνει το μόνο ασφαλές καταφύγιο.

Σκέφτομαι πως έρχεται μια στιγμή που η μουσική μιας ζωής παύει να σημαίνει. Μπορεί προσωρινά: για λίγες μέρες ή εβδομάδες, μπορεί και για περισσότερο. Φοβάμαι πως σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί και για πάντα. Ειδικά αν έχεις συνηθίσει να υπάρχει μια υπόκρουση για το οτιδήποτε, η φθορά είναι αναπόφευκτη‧ το νόημα έχει μια τάση να χάνεται ευκολότερα αν στην, έτσι κι αλλιώς, σύντομη ζωή του, έχει σημάνει περισσότερα απ’ όσα οφείλει. Η μουσική αναλύεται σε ήχους. Η εμπειρία σου αναγνωρίζει τους ήχους, τους τοποθετεί εκεί που πρέπει να τοποθετηθούν μηχανικά και σταδιακά κόβει κάθε δεσμό με το συναίσθημα. Τόσο απλά: η κάποτε αποκλειστική γλώσσα του αισθήματος σου, γίνεται ένας μυστήριος, αλλοπρόσαλλος κώδικας, ανίκανος να δηλώσει την παραμικρή σαφήνεια.

Δεν είναι όσο κακό ακούγεται. Η μουσική είναι ένας δεσμός που χρειάζεται διαρκή ανανέωση. Η σχέση μας μαζί της δεν είναι όσο δεδομένη μπορεί να πιστεύει κάποιος. Το ότι συναντηθήκαμε σε κάποια φάση της ζωής μας με ένα τραγούδι δε σημαίνει πως θα το κουβαλάμε εσαεί στις αποσκευές μας. Ακόμα κι αν το τραγούδι αυτό, έφτασε μια δεδομένη στιγμή να σημαίνει τα πάντα, δεν αποκλείεται σε μια αντίστοιχη μελλοντική συνθήκη, όταν στραφούμε μηχανικά σ’ αυτό για παρηγοριά και φροντίδα, να μας γυρίσει την πλάτη. Την έχουν τα τραγούδια αυτή τη συνήθεια να ζητούν την αποκλειστικότητα μιας εποχής και να προτιμούν την προσήλωση σε συγκεκριμένες στιγμές. Έχει να κάνει με τη γονεϊκή τους φύση. Με την αρχή που έχουν πάρει από τους δημιουργούς τους να φροντίζουν τις ανθρώπινες αδυναμίες και να τις παρηγορούν από τη σκληρότητα του κόσμου – όσο φαίνεται να υπάρχει ανάγκη.

Κι είναι πάντα εκεί τα τραγούδια, μέχρι τη μοιραία στιγμή της ενηλικίωσης ενός συναισθήματος ή γεγονότος, που θα τα αφήσει πίσω. Τότε κι αυτά μας ξεχνάνε. Δεν διεκδικούν πια την προσοχή μας. Όσο τα διαχωρίζουμε από τις νέες μας εμπειρίες, τόσο απομακρύνονται κι εκείνα από τα αισθήματά μας. Παραχωρούν τη θέση τους σε καινούργια τραγούδια που μιλάνε άλλες διαλέκτους, ενώ στρέφονται σε νέα ξένα και παρθένα συναισθηματικά κενά. Ώσπου γίνονται και για κάποιον άλλον σταδιακά απαραίτητα και στην πορεία άχρηστα. Κι έρχονται και παρέρχονται φευγαλέα στα ραδιόφωνα, στα περαστικά αυτοκίνητα, σε απρόβλεπτες σετλιστ συναυλιών, σε αταίριαστα χείλη και σε σκονισμένες δισκοθήκες-χρονοκάψουλες.

Και τα τραγούδια, τα πιο δικά μας στον κόσμο, τα θεμέλια μιας εποχής, η ταυτότητά μας για ένα, δυο ή παραπάνω φεγγάρια, γίνονται φαντάσματα περαστικά μιας φευγαλέας μνήμης. Για μας. Γιατί κάπου αλλού, για κάποιον άλλον, που τα ανακαλύπτει για πρώτη φορά γίνονται τα πάντα – η πατρίδα, η ταυτότητα, η γλώσσα κι η θρησκεία ενός ολοκαίνουργιου κι ορφανού συναισθήματος. 

(Κείμενο του Jirashimosu που δημοσιεύτηκε στο musicpaper.gr.)

Saturday, May 21, 2011

σύγχυση*


Συχνά – πυκνά, υπάρχουν μεγάλα διαστήματα αποχής μου από το blogging. Είναι εκείνες οι περίοδοι που επανεξετάζω ποια είναι η πραγματική σημασία του να γράφεις το οτιδήποτε, ποιον αφορά η δική σου κι εντελώς προσωπική οπτική του κόσμου και πόσο αποτελεσματικό είναι σα μέσο έκφρασης σε μια εποχή που ανά πάσα στιγμή μπορείς να εκφράσεις ικανοποιητικά το αίσθημα σου με μια συνοπτική ανάρτηση στο facebook η στο twitter.

Κάποτε μια νυχτερινή βόλτα ήταν αρκετή αφορμή για μια ολόκληρη έκθεση ιδεών. Τώρα αρκεί ένα νόστιμο tweet ή μια πειραγμένη φωτογραφική αποτύπωση στο instagram. Σκέφτομαι πως έχουμε μπει σε μια εποχή, που ο κύριος λόγος που ξεκινήσαμε και κρατήσαμε το blogging τόσα χρόνια (η καταγραφή ενός χρονικού της καθημερινότητας μας) έχει περάσει σε άλλη βάση. Δε μας απασχολεί πια η διάρκεια της στιγμής στο χρόνο, αλλά αποκλειστικά και μόνο η στιγμιαία της έκφρασή. Μια ταινία, μια παράσταση, ένας δίσκος, ένας περίπατος ή ένα γεγονός, χάνονται μέσα σε έναν κυκεώνα ετερόκλητων πληροφοριών, εικόνων, ήχων και λέξεων που αποτελούν το σύμπαν τον ηλεκτρονικών κοινωνικών δικτύων. Αυτό, αφενός ικανοποιεί τη στιγμιαία μας ανάγκη να συνταχθούμε άμεσα αισθητικά με κάποιον, ασφαλίζει όμως και την απομάκρυνση μας από την έκθεση σε βάθος χρόνου. (Ποιος θα θυμάται να μας προσάψει αύριο έναν υπερβολικό ενθουσιασμό για κάτι –σημαντικό ή ασήμαντο- μέσα σε έναν καταιγισμό δηλώσεων πίστης εκατοντάδων φίλων και followers.)

Ωστόσο, έχοντας κλείσει αισίως 5 χρόνια αδιάλειπτου blogging, διαδικασία η οποία υπήρξε σωτήρια σε περιόδους ιδιαίτερα εύθραυστες για τον γράφοντα (τσέκαρε το καλοκαίρι του 2008) και παρατηρώντας ότι το χρονικό της ζωής μου, που στεγάζεται σταθερά από το 2006 σε αυτή τη μικρή γωνιά του αχανούς διαδικτυακού γαλαξία, αρχίζει και παρουσιάζει τρομακτικές ελλείψεις, αποφάσισα να του δώσω μια ακόμα ευκαιρία.

Σκέφτομαι ότι η σχέση μου με την πτυχή της προσωπικότητάς μου που ονομάζεται jirashimosu, έχει περάσει από σαράντα και βάλε κύματα, καταλήγοντας να αποτελεί ένα αδιάσπαστο κομμάτι μου, που όσο σωπαίνει και μένει ανέκφραστο, συσσωρεύει μια δική του μελαγχολία. Αν προσθέσουμε σ' αυτό και την αποδεδειγμένα ασθενική μου μνήμη η οποία έχει μια τάση να παραλείπει όλο και περισσότερα γεγονότα και περιστατικά - όσο σημαντικά κι αν είναι, καθώς και τον αντίκτυπό τους στη γενικότερη κοσμοθεωρία μου, η επιστροφή στην καταγραφή των σκέψεων μου καθίσταται επιτακτική κι αναγκαία.

Ακόμα μια φορά λοιπόν, ανοίγουμε, ξαραχνιάζουμε, αερίζουμε, ρίχνουμε κι ένα σφουγγάρισμα κι επιστρέφουμε στις επάλξεις. Το λέμε Άνοιξη 2011 και περιμένουμε να δούμε τί θα φέρει, τι θα κάνει, τί θα πει, και πως θα το γράψει μέσα μας.


(*ο τίτλος -απόλυτα ταιριαστός- δανεισμένος από ένα όνειρο...)

Monday, May 02, 2011

Η εποχή του αισθήματος


Σε λένε ρετρό γιατί έχεις μπολιάσει το ipod σου με χρατς βινυλίου‧ γιατί ανάμεσα στις ψηφιοποιημένες φωνές τον σύγχρονων ηχογραφήσεων παρεμβάλλονται μπελκάντο ερμηνείες‧ γιατί ανάμεσα στα μπιτ και στις electro ατμόσφαιρες ξεπετάγονται βαλσάκια, τανγκό, slow fox, η χαμπανέρες άλλης εποχής. Εσύ όμως δεν νιώθεις το χρόνο σαν κάτι που υπάγεται σε αντικειμενικές συνθήκες. Τον μετράς στις δικές σου διαστάσεις: στη μελαγχολία ή τη χαρά σου. Για σένα δεν κάνει καμιά διαφορά το πότε και το πως. Σου είναι αρκετό πως κάτι δηλώθηκε, ανοιχτό και ευπροσάρμοστο σε κάθε πιθανή κατάσταση στο διηνεκές.

Κάποιος, κάποτε, αγάπησε, τραγούδησε, το ηχογράφησε. Κάποιοι κάποτε αγάπησαν, τον άκουσαν να τραγουδάει, ίσως τον χόρεψαν. Κάποιοι κάποτε αγάπησαν, τον ξέχασαν, χόρεψαν άλλα τραγούδια και κάποιος κάποτε αγάπησε και συνάντησε τυχαία χαμένη στο χρόνο μια τραγουδισμένη αγάπη που έμοιαζε αφοπλιστικά με τη δική του.

Και τη στιγμή που έπεσαν οι πρώτες στροφές ένιωσε πως δεν είχε καμία σημασία αν αυτό το τραγούδι ο χρόνος το ξέχασε και το σκέπασε με τόνους σκόνης, στοιβάζοντας από πάνω του αμέτρητες άλλες μελωδίες και στιχάκια. Για εκείνον τίποτα δε θα μπορούσε να μιλήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια γι΄αυτό που νιώθει. Και το τραγούδι αυτό, το παλιό και ξεχασμένο, γίνεται ένας διαχρονικός ύμνος που γράφτηκε από την αρχή του κόσμου και θα παίζει ως το τέλος του.

Το Retropolis είναι ένα πείραμα. Είναι δυνατόν να δούμε την αλήθεια μας αλλιώς; τους έρωτες τους εαυτούς μας και την πόλη; Οι συνοδοιπόροι μας, ορισμένοι από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νέας γενιάς. Έπαιξαν με τραγούδια που όλοι έχουμε σιγοψιθυρίσει. Δεν τους βάλαμε περιορισμούς. Ζητούμενο ήταν το κομβικό σημείο που συναντιέται το τώρα με το τότε. Το αποτέλεσμα το χαρήκαμε όσο κι εκείνοι. Θέλουμε να πιστεύουμε όσο κι εσείς.

Γιατί τελικά, δεν υπάρχουν παλιά και νέα τραγούδια: η μόνη εποχή στην οποία υπάγονται τα τραγούδια είναι η εποχή του αισθήματος.

(

Η παρουσίαση/παράσταση του Retropolis θα γίνει αύριο Τρίτη 3 Μαίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ώρα Έναρξης: 21.00.)