Friday, June 10, 2011

Μεδίνα


 Ταξιδεύεις χρόνια να βρεις τη Μεδίνα. Ξεκίνησες σε κάποια αλλοτινή ζωή, πολλές ζωές πίσω, με ένα και μόνο προορισμό. Να βρεις το Θεό σου (το Θεό των άλλων αρχικά που ναι φιλεύσπλαχνος και δέχεται και τους χαμένους) και να τον προσκυνήσεις. Ή να του υποβάλλεις το ερώτημα. Κι αν είναι μάγκας ν’ απαντήσει. Μια ευθεία χαραγμένη είναι η πορεία σου. Την ξέρεις καλά. Σου τη μάθανε, καθώς μεγάλωνες. Σε μεγάλωναν για τούτη την πορεία. Γύμναζαν τα πόδια σου και το μυαλό σου για το δρόμο. Για το δρόμο σε τάιζαν, για το δρόμο σου μάθαιναν ποιοι είναι οι κακοί, πως να τους ξεχωρίζεις και να τους αποφεύγεις. Και μια μέρα ξεκίνησες. Φορτωμένος τάματα και τις ερωτήσεις στον πάτο του σάκου σου, κρυμμένες κάτω από το νερό και την τροφή σου. Περπάτησες πολύ, ώσπου κάποτε κουράστηκες κι έπιασες μιαν άκρη να ξεκουραστείς. Όμως δεν ξέχασες ποτέ που πήγαινες. Δε σ’ άφηνε κι ο δρόμος να ξεχαστείς. Μια ευθεία ήταν άλλωστε με το πίσω αποκλεισμένο εξ’ αρχής. Και σε κάποια ζωή πιο κάτω, έφτασες. Κι ήσουν άλλος. Είχες ξεχάσει τι ήθελες να μάθεις. Είχες ξεχάσει ποιον ήρθες να βρεις. Μα και να θυμόσουν δε θα τον έβρισκες. Ή τουλάχιστον, όπως σου τον αφηγήθηκαν τα χρόνια τα παλιά, που πίστευες. Σε μια γωνιά βρίσκεις ένα ζητιάνο. Τον προσπερνάς. Ψάχνεις τον Μεγάλο, το Σπουδαίο, τον Φύλακα των μυστικών. Ξαφνικά θυμάσαι πως οι μύθοι αγαπούν αυτά τα παιχνίδια των εντυπώσεων, και συνηθίζουν τους μεγάλους να τους ντύνουν μικρούς και τους μικρούς μεγάλους. Γυρίζεις στο ζητιάνο. Τον λες Θεό. Τον ακούς προσεκτικά μπας και σου πει καμιά σοφία. Σου λέει «πεινάω, διψάω και νυστάζω». Ψάχνεις το κρυμμένο νόημα του χρησμού. Αναρωτιέσαι μήπως αυτό είναι το μυστικό της ύπαρξης. Ανατριχιάζεις από το μεγαλείο της απλότητας του. Άξιζε που έκανες τόσο δρόμο. Άξιζαν όλες οι ζωές μία προς μία. Ευχαριστείς το γέρο- Σοφό για το χρησμό. Τώρα μπορείς να γυρίσεις πίσω πλούσιος. Κι ας μην έχει πίσω. Κι ας μην έχει ούτε μπροστά. Έχεις τη σοφία. Είσαι εκεί. Δε χρειάζεσαι ούτε πίσω, ούτε μπροστά. Στέκεσαι δίπλα στο γέρο. Κάποτε ο γέρος πεθαίνει από την πείνα, τη δίψα, την κούραση. Τον ευχαρίστησες, τον προσκύνησες, τον μακάρισες, μα δεν τον τάισες, ούτε τον πότισες. Εκστασιάζεσαι από την άδεια θέση. Μετακινείς το άψυχο σώμα και την καταλαμβάνεις. Βγάζεις τα παπούτσια σου, κάθεσαι οκλαδόν και ατενίζεις το άπειρο. Περνάς έτσι άλλες δέκα – δεκαπέντε ζωές. Κάποτε νιώθεις την πείνα, τη δίψα, την κούραση. Μέχρι να αποκάμεις τελείως σε προσπερνούν διαβάτες, τυχοδιώκτες και προσκυνητές. Παίρνουν όλοι τους χρησμό‧ σε προσκυνούν‧ σε μακαρίζουν. Ούτε ένας δε σε φροντίζει. Έχουν περάσει εκατό ζωές. Είσαι γέρος, αδύναμος και μόνος. Ο σφετεριστής ενός σφετεριστή. Έχεις την ηλικία της γνώσης. Κι όμως ο παλιός χρησμός του προκατόχου σου, μόλις ξεκαθαρίζει.

6 comments:

Mimi said...

Συγκίνηση.-

Christina said...

...και αλήθεια...σκληρή, πλην όμως αλήθεια...

[κάτι που λογάριαζα ως σχόλιο ,στην προηγούμενη ανάρτηση- αναφορικά με την άποψη περί θανάτου των Στωικών- έπαψε νά'χει σημασία μετά από τούτο εδώ...]

Summertime Blues said...

Ιδού τα λάθη κι η μικροπρέπεια οδηγούν κάποιες φορές στο προσδοκώμενο.

Kl said...

Όλα ματαιότητα;

Λάθος άνθρωπος said...

ΔΕΝ. δεν. ΔΕΝ. δεν. ΔΕΝ. δεν. ΔΕΝ. δεν. ΔΕΝ. δεν. ΔΕΝ. δεν. ΔΕΝ. δεν. ΔΕΝ. δεν. ΔΕΝ. δεν. ΔΕΝ. δεν...

Summertime Blues said...

φαντασία ή φιλοδοξία;
η θέωση είναι κάτι άλλο.. ίσως..
πώς πάει βρήκες τίποτα;