Tuesday, June 28, 2011

Υιτρίδα*


 Ο Πατέρας πάντα εκτελεί τον Υιό. Για τα δικά του λάθη. Ο Υιός είναι η αγνότητα που καλείται να εξαλείψει τη διαφθορά του κόσμου, όταν ο κόσμος εκτροχιάζεται. Ο Υιός για τον Πατέρα είναι ο κυκλώνας της ανανέωσης, το σφουγγάρι της διόρθωσης, Το νερό του κατακλυσμού, το θειάφι των Σοδόμων. Είναι η νέα κι άκαυτη δύναμη που σβήνει μια και καλή λάθη κι αμαρτίες του παρελθόντος. Ο Πατέρας έχει δικαίωμα να εκτελεί. Δίνει ζωή -παίρνει ζωή. Το ενδιάμεσο δικαιωματικά του ανήκει και το χρησιμοποιεί κατά βούληση.

Ο Υιός δε σκοτώνει ποτέ τον Πατέρα. Είναι βαρύ αμάρτημα. Είναι σαν να ξεριζώνει τις ρίζες του. Σαν να στρέφεται ενάντια στην προέλευση του. Ο Υιός απλώς υπακούει, πράττει, κουβαλάει, επιδιορθώνει, θυσιάζεται. Αν ποτέ τύχει και εναντιωθεί στον Πατέρα βγαίνει χαμένος, εκδιώκεται, τιμωρείται. Τις ελάχιστες φορές που Υιός εκτελεί Πατέρα (μια λοξή ματιά στον οίκο των Λαβδακιδών), αυτό γίνεται εν αγνοία του κι όταν η ειδεχθής αλήθεια αποκαλύπτεται, ο ένοχος πληρώνει το έγκλημά του. Και βρισκόμαστε στα ίδια: ακόμη και μετά θάνατον ο Πατέρας μπορεί και εκτελεί τον Υιό. Έτσι δουλεύει η φύση. Κάποιος περίεργος αρχαίος νόμος το όρισε έτσι και δε γίνεται –κατά πως φαίνεται - να αλλάξει.

Έτσι κι η γη του Πατέρα χρησιμοποιεί τον Υιό για να διορθώσει τις παραφωνίες που τη βαραίνουν. Αυτός, ο Νέος, καλείται να νικήσει την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου, την κούραση της αρχέγονης γης. Το νέο αίμα θα ποτίσει το κουρασμένο χώμα κι η Πατρίδα θα συνεχίσει να υφίσταται. Η ομορφιά, τα νιάτα, η δύναμη –σωματική και πνευματική- θα αναγεννήσουν το άνυδρο τοπίο. Κι ο Πατέρας θα φροντίσει η γη να αποδώσει καρπούς, να θρέψει τον γιο, να τον ποτίσει, να τον ζήσει. Θα φροντίσει να κρατά ζωντανή την εμπιστοσύνη του απόγονου στη θεία χάρη και την ευσπλαχνία του Πατέρα, έτσι που να μην περάσει ποτέ από το νου του να νιώσει αυτή τη γη πραγματικά δική του. Να μην την διεκδικήσει. Να μην την διοικήσει. Να μην την φέρει στα δικά του τα μέτρα. Θα πρέπει να παραμείνει περαστικός, φιλοξενούμενος, εργάτης της. Αυτή η γη δε θα πάρει ποτέ το όνομά του, αντίθετα αυτός θα πάρει το δικό της. Θα γίνει κι ο ίδιος Πατέρας – αντάξιος κάτοικος της Πατρίδας. Και τότε ο παλιός Πατέρας μπορεί να αποσυρθεί ήσυχος: διαφύλαξε την ύπαρξη του στο χρόνο. Το όνομα του δε χάθηκε. Το φόρτωσε στον Υιό κι είναι πια σίγουρος πως εκείνος θα φροντίσει να το κληροδοτήσει και στο δικό του Υιό, τον μακρινό εαυτό του. Κι η Πατρίδα θα παραμείνει Γη του Πατέρα, του πρώτου εκείνου Πατέρα, που δεν γνώρισε κανείς κι ας φέρουν όλοι μέχρι τέλους το όνομά του.

Κι η Πατρίδα δε θα αλλάξει ποτέ. Θα είναι η ίδια κυκλική διαδρομή στο άπειρο. Θα πεθαίνει και θα γεννιέται ανά γενιά κουβαλώντας το ίδιο όνομα. Και πάντα θα τρώει τα παιδιά της. Μέχρι που κάποια μέρα, μια γενιά απ’ αυτά τα παιδιά, κουρασμένη και διαψευσμένη, όταν δε θα έχει να χάσει τίποτα, θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της και θ’ αποφασίσει να κάνει τη Γη πραγματικά δική της, πατρίδα της νέας εποχής, με το προπατορικό αμάρτημα διαγραμμένο και τα λάθη του παρελθόντος να βαραίνουν μονάχα τους ενόχους. Κι όταν συμβεί αυτό μια νέα Γη θα έχει γεννηθεί, χωρίς λάθη προς διόρθωση, χωρίς αμαρτίες προς συγχώρεση, χωρίς υποχρεώσεις προς εκπλήρωση. Κι η νέα Γη θα φέρει το όνομα των νόμιμων κατοίκων της: των Νέων. Κι αυτοί θα γεννήσουν τη νέα Εποχή. Κι η Νέα εποχή θα ναι βραχύβια, γιατί σύντομα θα τη διαδεχτεί μια άλλη Νέα εποχή. Κι οι εποχές, πραγματικά νέες, θα διαδέχονται η μία την άλλη. Και κάθε γενιά θα είναι αποκλειστικά και μόνο υπεύθυνη  για τα σωστά και τα λάθη που της αντιστοιχούν.


*όρος δανεισμένος από τον Υπερ - Ατλαντικό του Βίτολντ Γκομπρόβιτς.


Saturday, June 25, 2011

Lysistrata, Darling



ΦΩΝΗ Α: Η Πατρίδα σε χρειάζεται.
ΦΩΝΗ Β: Η Πατρίδα ΜΑΣ χρειάζεται.
(Δυνατό χειροκρότημα)


  Melina Mercouri - Opening (Lysistrata) by jirashimosu 

Θα μπορούσε να είναι απλώς ένα απόσπασμα από την καθημερινότητα της Μελίνας Μερκούρη. Σκέφτομαι πόσες φορές θα είχε έρθει αντιμέτωπη με αυτή τη στιχομυθία στη ζωή της, ανάμεσα στις μετακινήσεις της από την Αθήνα στο Παρίσι κι από εκεί στη Νέα Υόρκη. Πόσες φορές θα σήκωσε βλέμμα κι ανάστημα, προκαλώντας αποφασιστικά κάποιον να την ακολουθήσει στον αγώνα της για την επίτευξη ενός σκοπού, επικαλούμενη ενότητα και σύμπνοια, εμπνέοντας σιγουριά κι εμπιστοσύνη.

Θα μπορούσε όμως, εξίσου άνετα, να είναι κι η αρχή της εξαγγελίας μια άλλης Αθηναίας, κάποιες χιλιάδες χρόνια πίσω. Μιας γυναίκας που πιθανότατα να λεγόταν Λυσιστράτη και που θα προσπαθούσε να παρασύρει το ίδιο αποφασιστικά τους συμπολίτες της σε έναν αγώνα όχι και τόσο διαφορετικό από αυτό της Μελίνας. Και με φλόγα στην ψυχή όχι μικρότερη.

Πέρα από τη μεταφυσική συγγενική τους σχέση κι αυτή τη μικρή στιχομυθία, τις δυο γυναίκες - την πραγματική Μελίνα και τη φανταστική Λυσιστράτη, τις ενώνει μια όχι και τόσο γνωστή -και δυστυχώς ούτε ιδιαίτερα ευτυχής- πραγματική συνάντηση, αρκετά χρόνια πίσω.

Ήταν το 1972 όταν εξόριστη ακόμα λόγω της δικτατορίας και μόλις πέντε χρόνια μετά την αίσθηση που είχε προκαλέσει το μιούζικαλ Illya Darling στο κοινό του Broadway, αποφασίζει να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, με μια διασκευή της αριστοφανικής Λυσιστράτης, σε σύγχρονο μιούζικαλ. Η σκηνοθεσία ανήκει στο Μιχάλη Κακογιάννη (αυτοεξόριστος κι ο ίδιος) και η μουσική στον Αμερικάνο ηθοποιό και συνθέτη Peter Link (υποψήφιο δυο φορές για βραβείο Tony, χωρίς ωστόσο κάποιο σοβαρό μιούζικαλ στις αποσκευές του – με την εξαίρεση μιας off Broadway μάλλον μέτριας απόπειρας με τίτλο Salvation).

Ο Κακογιάννης, βρίσκει στο εξωστρεφές φιλειρηνικό πνεύμα του έργου αρκετά επίκαιρα στοιχεία και μεταθέτει στρατηγικά την δράση στην εποχή του ψυχρού πολέμου, κάνοντας σαφείς αναφορές στο Βιετνάμ, παρόλο που στη συνέντευξη τύπου μιλάει για ένα αχρονικό ανέβασμα. Η Μελίνα εκφράζεται πιο ανοιχτά, δηλώνοντας ότι μπορεί με μια πρώτη ματιά να φαίνεται πως αναφέρεται στον πόλεμο του Βιετνάμ, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα έργο που στρέφεται ενάντια στον πόλεμο γενικά, τοποθετώντας το δικό της συναισθηματικό πεδίο δράσης (που αλλού;) στη σύγχρονη Ελλάδα και στην πολιτική κατάσταση που την κρατάει μακριά. Σκηνοθέτης και πρωταγωνίστρια δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, χωρίς όμως να καταφέρουν να μείνουν ικανοποιημένοι κι οι ίδιοι από το τελικό αποτέλεσμα. Ο ίδιος ο Κακογιάννης μάλιστα, χρόνια μετά, αποκαλύπτει ότι αν περνούσε από το χέρι του δεν θα προχωρούσε ποτέ στην πρεμιέρα.

Η παράσταση τελικά ανεβαίνει στο Brooks Attkinson Theater στις 13 Νοεμβρίου 1972. Οι 35 προπαραστάσεις είναι από νωρίς sold out, καθώς το κοινό του Broadway, σπεύδει να θαυμάσει και πάλι από κοντά τη μοιραία Illya του «Ποτέ την Κυριακή». Το New York Magazine ανακοινώνει την επιστροφή της Μερκούρη ως το comeback της «Ελληνίδας Dietrich» κι οι προσδοκίες όλων είναι κάτι παραπάνω από υψηλές. Τα δεδομένα μιλούν για μια επιτυχία αντάξια της πληθωρικής πρωταγωνίστριας και της γοητείας που ασκεί η προσωπικότητα της, ακόμα και σε ένα κοινό που τη γνωρίζει μόνο ως το κορίτσι που τραγουδάει τα «Παιδιά του Πειραιά».


Δυστυχώς οι προβλέψεις διαψεύδονται από τις πρώτες κιόλας παραστάσεις κι η Λυσιστράτη, από τον Όλυμπο βρίσκεται στα Τάρταρα. Είναι από τις σπάνιες φορές που κοινό και επίσημη κριτική ταυτίζονται απόλυτα. Η παράσταση συγκεντρώνει στην καλύτερη περίπτωση χλιαρές κριτικές (λόγω σκηνικής λάμψης της Μερκούρη) και στη χειρότερη καταβαραθρώνεται ως θέαμα ασυνάρτητο, γκροτέσκο και εκτός της αμερικάνικης κουλτούρας. Η παράσταση κατεβάζει αυλαία ύστερα από 8 μόλις παραστάσεις, εξασφαλίζοντας μια θέση ανάμεσα στα θρυλικά flops του Broadway.

Μια ενδεικτική κριτική της εποχής αποτυπώνει το γενικότερο κλίμα: «Η σχετικότητα είναι λέξη κλειδί στο σύγχρονο Θέατρο. Το θέμα με το κλασικό Θέατρο είναι πως θα είναι πάντα σχετικό, όσο υπάρχουν άνθρωποι να το δούν και να το ακούσουν. Δε χρειάζεται να γίνει σχετικό με μικρές νύξεις για τον Νίξον, η αγγλοσαξονικές αναφορές σε σύγχρονες αγοραίες λέξεις (η λέξη sex είχε αντικατασταθεί από τη λέξη fuck) , ή άμεσες αναφορές στο σιδηρούν παραπέτασμα. Και είναι αυτή ακριβώς η υπερβολή στη διασκευή που υπονομεύει αυτή τη Λυσιστράτη και τα όσα καλά στοιχεία πιθανώς διαθέτει. Η Μελίνα Μερκούρη, μια πληθωρική Αθηναία παίζει μια άλλη πληθωρική Αθηναία 2500 ετών. Υπάρχουν κάποια ζωηρά τραγούδια του Peter Link και ορισμένες διασκεδαστικές στιγμές μεταξύ ανδρικού και γυναικείου χορού, όμως η κυρία Μερκούρη δε μπορεί να τραγουδήσει και η βαριά της προφορά, καθιστά δύσκολη την κατανόηση του κειμένου και την επικοινωνία της με τον υπόλοιπο θίασο. Ο διασκευαστής και σκηνοθέτης, Μιχάλης Κακογιάννης δεν έχει κανένα στιλ ή άποψη πάνω στο έργο και τη σχέση των δύο φύλων. Ο Αριστοφάνης το έκανε πρώτος και καλύτερα...»

Η μουσική του Link είναι όντως εξωστρεφής, αν και κάπως αμήχανη, εκτός αριστοφανικού πνεύματος, αλλά και μακριά από κάθε απόχρωση ουσιαστικής εκσυγχρόνισης, παρόλο που εντοπίζονται ξεκάθαρες επιρροές από τη hippie/rock κουλτούρα που έχει εισάγει 5 χρόνια πριν το θρυλικό Hair και σάρωσε τα πάντα στο Broadway. Παρά την χλιαρή μουσική όμως και την αμφιλεγόμενη σκηνοθεσία, η Μελίνα βρίσκει στο πρόσωπο της Λυσιστράτης ένα εξαιρετικό όχημα για να εξαγγείλει με πάθος την ανάγκη της για ελευθερία, να καταγγείλει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και ευθέως τη δικτατορία της χώρας της. Θα έλεγε κανείς ότι προσαρμόζει την ηρωίδα στη σαρωτική εικόνα της Μαχόμενης Ελληνίδας Μελίνας, πλάθοντας ταυτόχρονα μια περσόνα πολύ κοντά στην Illya που είχε γοητεύσει πριν χρόνια το αμερικανικό κοινό. Με άλλα λόγια η πραγματική παράσταση παίζεται ανεξάρτητα από τη σκηνή, με μια φλεγόμενη Μελίνα να απευθύνει τους επαναστατικούς λόγους της Λυσιστράτης στην πλατεία, και πέρα απ’ αυτήν: σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάποιος που είχε γνώση της τότε πολιτικής κατάστασης της Ελλάδας και μπορούσε να εντοπίσει τη διακειμενικότητα στα λόγια της, θα καταλάβαινε ακριβώς το μέγεθος της κίνησης της Μελίνας και τη μεταθεατρική αλήθεια της συγκεκριμένης Λυσιστράτης. Δυστυχώς όμως, το κοινό του Broadway, που ελάχιστη διάθεση έχει για πολιτική (τουλάχιστον σε άμεση αναμέτρηση), και προτιμά την καθαρόαιμη ψυχαγωγία, θεωρεί υπερβολική την μάλλον εξωτική για τα γούστα του Λυσιστράτη και της γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη.

Η αποτυχία της παράστασης έχει ως αποτέλεσμα η Μερκούρη να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια για διεθνή καριέρα, τουλάχιστον στο Broadway, και με το τέλος της δικτατορίας επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου επικεντρώνεται στην εγχώρια καριέρα της. Πρώτη της παράσταση μετά την επιστροφή της είναι η θρυλική πια "Όπερα της Πεντάρας" των Brecht και Weill σε σκηνοθεσία Jules Dassin στο θέατρο Κάππα.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης, 23 χρόνια μετά το πρώτο εκείνο βραχύβιο ανέβασμα, το 2005,  αναμετριέται και πάλι με τη Λυσιστράτη παρουσιάζοντάς την στο Μέγαρο Μουσικής σε μορφή καμπαρέ με τους Ρουμάνους Maia Morgenstern και Vladimir Ivanov να ερμηνεύουν όλους τους γυναικείους και ανδρικούς ρόλους αντίστοιχα. Χρησιμοποιεί και πάλι τη μουσική του Link, αφήνοντας όμως πίσω την εξωστρέφεια του Broadway, ενώ στρέφεται στους πιο εσωτερικούς δρόμους του επικού θεάτρου. Η Λυσιστράτη του βρίσκει τότε την ιδανική ενσάρκωση της στη σκοτεινή καπνισμένη παράδοση του μπρεχτικού καμπαρέ κι έτσι καταφέρνει να αναδείξει το λεπτό σαρκασμό και την καυστική της διαχρονικότητα, όπως επιθυμούσε αρχικά ο σκηνοθέτης της.

Κάπου στο χρόνο όμως, αρκετά χρόνια πίσω, θα βρίσκεται πάντα χαμένη –κι ίσως άδικα ξεχασμένη- εκείνη η πρώτη συνάντηση της Μελίνας με τη δαιμόνια Αθηναία του 5ου αι π.Χ. Μια συνάντηση που διήρκεσε λίγες μέρες αλλά ήταν σαν να ήταν προγραμματισμένη να συμβεί από την αρχή του κόσμου.

Ακολουθεί ένα ακόμα σύντομο απόσπασμα από τη Λυσιστράτη της Μελίνας:

  Melina Mercouri - Lysistrata by jirashimosu 

Friday, June 10, 2011

Μεδίνα


 Ταξιδεύεις χρόνια να βρεις τη Μεδίνα. Ξεκίνησες σε κάποια αλλοτινή ζωή, πολλές ζωές πίσω, με ένα και μόνο προορισμό. Να βρεις το Θεό σου (το Θεό των άλλων αρχικά που ναι φιλεύσπλαχνος και δέχεται και τους χαμένους) και να τον προσκυνήσεις. Ή να του υποβάλλεις το ερώτημα. Κι αν είναι μάγκας ν’ απαντήσει. Μια ευθεία χαραγμένη είναι η πορεία σου. Την ξέρεις καλά. Σου τη μάθανε, καθώς μεγάλωνες. Σε μεγάλωναν για τούτη την πορεία. Γύμναζαν τα πόδια σου και το μυαλό σου για το δρόμο. Για το δρόμο σε τάιζαν, για το δρόμο σου μάθαιναν ποιοι είναι οι κακοί, πως να τους ξεχωρίζεις και να τους αποφεύγεις. Και μια μέρα ξεκίνησες. Φορτωμένος τάματα και τις ερωτήσεις στον πάτο του σάκου σου, κρυμμένες κάτω από το νερό και την τροφή σου. Περπάτησες πολύ, ώσπου κάποτε κουράστηκες κι έπιασες μιαν άκρη να ξεκουραστείς. Όμως δεν ξέχασες ποτέ που πήγαινες. Δε σ’ άφηνε κι ο δρόμος να ξεχαστείς. Μια ευθεία ήταν άλλωστε με το πίσω αποκλεισμένο εξ’ αρχής. Και σε κάποια ζωή πιο κάτω, έφτασες. Κι ήσουν άλλος. Είχες ξεχάσει τι ήθελες να μάθεις. Είχες ξεχάσει ποιον ήρθες να βρεις. Μα και να θυμόσουν δε θα τον έβρισκες. Ή τουλάχιστον, όπως σου τον αφηγήθηκαν τα χρόνια τα παλιά, που πίστευες. Σε μια γωνιά βρίσκεις ένα ζητιάνο. Τον προσπερνάς. Ψάχνεις τον Μεγάλο, το Σπουδαίο, τον Φύλακα των μυστικών. Ξαφνικά θυμάσαι πως οι μύθοι αγαπούν αυτά τα παιχνίδια των εντυπώσεων, και συνηθίζουν τους μεγάλους να τους ντύνουν μικρούς και τους μικρούς μεγάλους. Γυρίζεις στο ζητιάνο. Τον λες Θεό. Τον ακούς προσεκτικά μπας και σου πει καμιά σοφία. Σου λέει «πεινάω, διψάω και νυστάζω». Ψάχνεις το κρυμμένο νόημα του χρησμού. Αναρωτιέσαι μήπως αυτό είναι το μυστικό της ύπαρξης. Ανατριχιάζεις από το μεγαλείο της απλότητας του. Άξιζε που έκανες τόσο δρόμο. Άξιζαν όλες οι ζωές μία προς μία. Ευχαριστείς το γέρο- Σοφό για το χρησμό. Τώρα μπορείς να γυρίσεις πίσω πλούσιος. Κι ας μην έχει πίσω. Κι ας μην έχει ούτε μπροστά. Έχεις τη σοφία. Είσαι εκεί. Δε χρειάζεσαι ούτε πίσω, ούτε μπροστά. Στέκεσαι δίπλα στο γέρο. Κάποτε ο γέρος πεθαίνει από την πείνα, τη δίψα, την κούραση. Τον ευχαρίστησες, τον προσκύνησες, τον μακάρισες, μα δεν τον τάισες, ούτε τον πότισες. Εκστασιάζεσαι από την άδεια θέση. Μετακινείς το άψυχο σώμα και την καταλαμβάνεις. Βγάζεις τα παπούτσια σου, κάθεσαι οκλαδόν και ατενίζεις το άπειρο. Περνάς έτσι άλλες δέκα – δεκαπέντε ζωές. Κάποτε νιώθεις την πείνα, τη δίψα, την κούραση. Μέχρι να αποκάμεις τελείως σε προσπερνούν διαβάτες, τυχοδιώκτες και προσκυνητές. Παίρνουν όλοι τους χρησμό‧ σε προσκυνούν‧ σε μακαρίζουν. Ούτε ένας δε σε φροντίζει. Έχουν περάσει εκατό ζωές. Είσαι γέρος, αδύναμος και μόνος. Ο σφετεριστής ενός σφετεριστή. Έχεις την ηλικία της γνώσης. Κι όμως ο παλιός χρησμός του προκατόχου σου, μόλις ξεκαθαρίζει.

Wednesday, June 08, 2011

ο Maurice Béjart για το Θάνατο.


 "Ο Θάνατος δεν υπάρχει. Υπάρχουν αυτοί που πεθαίνουν. Ο θάνατός μου δε με απασχολεί, είναι κάτι που δεν το σκέφτομαι‧ θα έρθει κάποτε, αυτό είναι όλο. Ξορκίζω το θάνατο χρησιμοποιώντας τον στη δουλειά μου. Όμως ποτέ δε μου πολυάρεσε κάτι τέτοιο. Δε μ' αρέσει να τελειώνει ένα μπαλέτο με θάνατο. Θέλω να ξαναγεννιέται το καθετί. Όταν έκανα Ρωμαίο και Ιουλιέτα, μετά τους αναγκαστικούς θανάτους του έργου, ξαναφέρνω όλους τους χορευτές στη σκηνή κι ακούγεται το "Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο!" Στο τέλος του Νιζίνσκι ακούγεται μια φράση από το προσωπικό του ημερολόγιο: "Τίποτα δεν είναι φριχτό, χαρά είναι το καθετί", και βλέπουμε πάνω στη σκηνή ένα χέρι να προσφέρει ένα τριαντάφυλλο. Ο Θάνατος είναι σαν τη μοναξιά‧ το επαναλαμβάνω, δεν υπάρχει. Ποτέ δεν είναι κανείς μόνος. Πεθαίνουμε ποτέ; Έχει πεθάνει ο πατέρας μου, όταν εγώ αντιγράφω μια φράση του που αναφέρεται στο πέρασμα στην εφηβεία μέσα από την πάντοτε δύσκολη διαδοχή αποτελεσματικών μέσων, την τοιχοκολλώ στο διάδρομο της σχολής χορού και βλέπω τους νέους να τη διαβάζουν και με τη σειρά τους να την αντιγράφουν στα μικρά τους σημειωματάρια;"

(Maurice Béjart - Μια στιγμή στη ζωή κάποιου άλλου - Εκδόσεις Οδυσσέας)

 

Wednesday, June 01, 2011

pull marine



Έψαξα στο θησαυροφυλάκιο της μνήμης κι η απόφαση ελήφθη οριστικά κι αμετάκλητα: αυτό που αρχίζει τυπικά από σήμερα θα το πούμε καλοκαίρι, ενάντια στα δεδομένα και τις προβλέψεις. Όσο υπάρχει η μνήμη, μπορούμε να ελπίζουμε στη σιγουριά μιας επανάληψης.