Το κλισέ στη μουσική το θέμα. Όχι στον ήχο. Στους ανθρώπους. Στις δηλώσεις τους κυρίως και στα κίνητρα τους. Εν τέλει και στο αποτέλεσμα. «Χάλια η δισκογραφία». «Κρίση στο χώρο». «Αναζήτηση Σουξέ» (έτσι γενικά, στον παρονομαστή – ο, τι να ναι αρκεί να χωθεί σε play-list). «Αυτά θέλει το κοινό». Ποιο κοινό; Και πότε το κοινό ήταν κοινό; Η ισοπέδωση δεν είναι υγεία. Η ομοιογένεια δεν είναι τέχνη. Θα μου πεις Η μουσική έτσι κι αλλιώς δεν είναι πια τέχνη. Είναι αγώνας να υπάρξεις. Όχι να είσαι κάτι. Μόνο να υπάρξεις. Κι όχι σε συνειδήσεις και παρέες όπως παλιά. Αλλά σε προθήκες δισκοπωλείων και πίστες. Άντε και στην εταιρία αγκαλιά με τους άλλους, που σνόμπαρες πριν.
Αφορμή συνέντευξη τραγουδιστή που εκτιμώ. Και με λύπησε ο τρόπος που αντιμετωπίζει τα πράγματα. Όχι γιατί είναι απαισιόδοξος. Τους αγαπώ τους απαισιόδοξους. Αλλά γιατί είναι ανέμπνευστα ίδιος με όλους. Θύμα της γενικότερης στάσης και απάθειας. Αυτή που σε κάνει γρανάζι το σύστημα και λες «οκει, θα παίξω, αφού έτσι είναι η κατάσταση». Μα δε σε κάνει ρεαλιστή αυτό. Σε κάνει κάτι που δεν είναι τέχνη. Είναι Υπαλληλίκι. Κι η μουσική όσο κι αν την απαξιώνουν κάποιοι (και γνωστοί κι αγαπημένοι που κεκλεισμένων των θυρών δηλώνουν ευθαρσώς ότι «το τραγούδι είναι για την τουαλέτα») είναι απ’ τις μεγαλύτερες μορφές τέχνης – αυτές που θα λέγαμε τέχνες της καθημερινής ζωής. Και σαφέστατα κι η τουαλέτα είναι στην καθημερινή ζωή, αλλά λυπάμαι, δεν είναι μόνο αυτή. Είναι κι άλλες χίλιες δυο μικροστιγμές μας που έχουν μείνει χωρίς ήχο, γιατί εστιάσαμε στην αγωνία του υπάρχω στο χώρο αντί στο χρόνο.
Έχετε σκεφτεί ότι όσα από τα σύγχρονα τραγούδια γίνονται soundtrack στις στιγμές μας, γίνονται γιατί απλά τυχαίνει να παίζουν εκείνη τη στιγμή; Όχι γιατί τα διαλέξαμε, ούτε γιατί γράφονται για μας. Αλλά γιατί απλά κάποιος διάβολος που κυβερνά το random και το repeat τα ταυτίζει με κάτι που αξίζει. Και μένει το ασήμαντο το τίποτα, να μου θυμίζει το κάτι μου.
Κι είναι τόσο άνοστο αυτό το σημερινό το αγχωμένο τραγούδι. Τόσο ανέραστη αυτή η ηλίθια λογική του πολυσυλλεκτικού που κάθε νέο track είναι ένα αγωνιώδες «μήπως αυτό είναι;», «τσακώσαμε την προσοχή σου;», «να πάμε στο επόμενο;» Σαν κυνήγι μαγισσών με τα ίδια και τα ίδια συστατικά στο φίλτρο… Κι απορώ, κανείς δεν παίρνει χαμπάρι πως ότι κάνει αίσθηση έξω είναι χειροποίητο, γλυκό με συναίσθημα και ειλικρίνεια. Με όμορφα αφομοιωμένες καταβολές κι όχι μιμήσεις. Με μια –αν όχι πρωτοτυπία, συγκεκριμένη ταυτότητα; Είμαστε μικρή αγορά θα μου πεις. Γι’ αυτό ακριβώς όμως έπρεπε να έχουμε περισσότερη έφεση στο απλό. Γιατί η γεύση πάντα στα χείλη των λίγων έκανε τη διαφορά...
Πολλά μέτωπα για ένα πρωί κι ούτε μια μάχη. Το φορτώνω στη συννεφιά προς το παρόν και βλέπουμε.
Αφορμή συνέντευξη τραγουδιστή που εκτιμώ. Και με λύπησε ο τρόπος που αντιμετωπίζει τα πράγματα. Όχι γιατί είναι απαισιόδοξος. Τους αγαπώ τους απαισιόδοξους. Αλλά γιατί είναι ανέμπνευστα ίδιος με όλους. Θύμα της γενικότερης στάσης και απάθειας. Αυτή που σε κάνει γρανάζι το σύστημα και λες «οκει, θα παίξω, αφού έτσι είναι η κατάσταση». Μα δε σε κάνει ρεαλιστή αυτό. Σε κάνει κάτι που δεν είναι τέχνη. Είναι Υπαλληλίκι. Κι η μουσική όσο κι αν την απαξιώνουν κάποιοι (και γνωστοί κι αγαπημένοι που κεκλεισμένων των θυρών δηλώνουν ευθαρσώς ότι «το τραγούδι είναι για την τουαλέτα») είναι απ’ τις μεγαλύτερες μορφές τέχνης – αυτές που θα λέγαμε τέχνες της καθημερινής ζωής. Και σαφέστατα κι η τουαλέτα είναι στην καθημερινή ζωή, αλλά λυπάμαι, δεν είναι μόνο αυτή. Είναι κι άλλες χίλιες δυο μικροστιγμές μας που έχουν μείνει χωρίς ήχο, γιατί εστιάσαμε στην αγωνία του υπάρχω στο χώρο αντί στο χρόνο.
Έχετε σκεφτεί ότι όσα από τα σύγχρονα τραγούδια γίνονται soundtrack στις στιγμές μας, γίνονται γιατί απλά τυχαίνει να παίζουν εκείνη τη στιγμή; Όχι γιατί τα διαλέξαμε, ούτε γιατί γράφονται για μας. Αλλά γιατί απλά κάποιος διάβολος που κυβερνά το random και το repeat τα ταυτίζει με κάτι που αξίζει. Και μένει το ασήμαντο το τίποτα, να μου θυμίζει το κάτι μου.
Κι είναι τόσο άνοστο αυτό το σημερινό το αγχωμένο τραγούδι. Τόσο ανέραστη αυτή η ηλίθια λογική του πολυσυλλεκτικού που κάθε νέο track είναι ένα αγωνιώδες «μήπως αυτό είναι;», «τσακώσαμε την προσοχή σου;», «να πάμε στο επόμενο;» Σαν κυνήγι μαγισσών με τα ίδια και τα ίδια συστατικά στο φίλτρο… Κι απορώ, κανείς δεν παίρνει χαμπάρι πως ότι κάνει αίσθηση έξω είναι χειροποίητο, γλυκό με συναίσθημα και ειλικρίνεια. Με όμορφα αφομοιωμένες καταβολές κι όχι μιμήσεις. Με μια –αν όχι πρωτοτυπία, συγκεκριμένη ταυτότητα; Είμαστε μικρή αγορά θα μου πεις. Γι’ αυτό ακριβώς όμως έπρεπε να έχουμε περισσότερη έφεση στο απλό. Γιατί η γεύση πάντα στα χείλη των λίγων έκανε τη διαφορά...
Πολλά μέτωπα για ένα πρωί κι ούτε μια μάχη. Το φορτώνω στη συννεφιά προς το παρόν και βλέπουμε.