Και πάω χτες στο
cine-σχολείο για να δω ακόμα μια φορά τις λατρεμένες
«Ομπρέλες», σε μια ταλαιπωρημένη κόπια, που είχε δώσει στα παραμυθένια χρώματα του Χερβούργου μια ισοπεδωτική ροδοκόκκινη απόχρωση. Η μπομπίνα αναπηδούσε κάθε τρεις και λίγο, αφήνοντας μας στον τόπο ακόμα και στην τελευταία σκηνή (έγκλημα), εκεί που η θεία μουσική του
Legrand φτάνει στο παραδεισένιο κρεσέντο της. Αν τώρα σ’ αυτά βάλεις κι ένα μάτσο ηλίθιους που γελούσαν και μιλούσαν διαρκώς, μπορείς εύκολα να συμπεράνεις πως η εμπειρία (θα μπορούσε να) ήταν τραυματική…
Κι όμως. Ακόμα και στη μέση της Πανεπιστημίου να μου προβάλεις τις Ομπρέλες σε 8’’ φορητή τηλεόραση στην καρδιά του καύσωνα, εγώ θα συνέχισω να μιλάω για την απόλυτη εικαστική/συναισθηματική εμπειριά. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα cult, ρομαντικό μελό με ένα αριστουργηματικό soundtrack να το στοιχειώνει, όσο περνάει ο καιρός κι όσο περισσότερο ριζώνει μέσα μου, καταλήγει ένα κινηματογραφικό ερωτικό μανιφέστο, που χωρίς καμία αξίωση επιστημονικής σοβαρότητας, με μια επίφαση πλοκής (για πολλούς επιτηδευμένα κλισέ) σαρκάζει την ίδια στιγμή το σινεμά και τη ζωή (κι ακόμα περισσότερο όλους εμάς που ηθελημένα αφήνουμε τα όρια ανάμεσα στα δυο κάπως συγκεχυμένα).
Η Genevieuve αγαπά τον Guy, κι ο Guy τη Genevieuve, κι εμείς παρασυρμένοι, απ’ τη σύμβαση (αυτή που μας κάνει να δεχόμαστε χωρίς σκέψη όποια συνομωσία μας χαρίσει το πανί), θεωρούμε ότι είμαστε μάρτυρες ενός μεγάλου έρωτα, του απόλυτου, αυτού που έχει κάνει μια ολόκληρη πόλη να βαφτεί καραμελένια. Όταν ο Guy ανακοινώνει στη Genevieuve ότι φεύγει φαντάρος, μαζί με τον κόσμο της καταρρέει κ ο δικός μας. Όταν κρεμιέται από πάνω του και του λέει «μη μ’ αφήνεις», παρακαλούμε κι εμείς μαζί να συμβεί κάτι που θα αποτρέψει το αναπότρεπτο. Και σε ένα μεγαλειώδες πρώτο φινάλε (πόσο έξυπνος ο Demy που σκηνοθετεί ένα grande φινάλε χωρίσμου πριν καν τελειώσει η ταινία) αποχαιρετάμε ένα μεγάλο έρωτα.
Κι όμως η ζωή συνεχίζεται. Πρώτο χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη απ’ το Demy. Οι δυο τους χωρίζουν κι η Genevieuve δεν πεθαίνει από έρωτα, όπως πίστευε: «Αν είμαι σίγουρη ότι η απουσία θα με σκότωνε, γιατί δεν είμαι νεκρή;» ρωτάει με πραγματική απόγνωση τη μητέρα της. Κι εκείνη μ’ ένα ειρωνικό βλέμμα βαθιάς εμπειρίας ζωής της αντιτείνει ένα λακωνικό: «κανείς δεν πεθαίνει από έρωτα παρά μόνο στις ταινίες». Δεύτερο χτύπημα του Demy: Ούτε στις ταινίες πεθαίνουν από έρωτα λοιπόν. Ο έρωτας δεν είναι ικανός να σκοτώσει κανέναν… Εκτός κι αν αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας δεν είναι περισσότερο ταινία απ’ τη ζωή μας…
Η Genevieuve παντρεύεται, ο Guy το ίδιο. Κανείς απ’ τους δυο από μεγάλο έρωτα. Κι όμως και οι δυο ευτυχισμένοι. Με τα όνειρα τους πραγματοποιημένα. Εκείνη πλούσια, παντρεμένη στο Παρίσι (προβολή του ονείρου της Deneuve - Delphine στις μελλοντικές Δεσποινίδες της Rochefort) κι εκείνος με τη δική του επιχείρηση. Συναντιούνται τυχαία κάποια Χριστούγεννα. Όχι σαν δυο χαμένοι εραστές που ξαναβρίσκουν το δρόμο, αλλά σαν δυο ξένοι που κάποτε υπήρξαν αυτό που θα μπορούσαν και να μην έχουν υπάρξει ποτέ. Χαιρετιούνται, μάλλον αμήχανοι κι ο καθένας ακολουθεί το δρόμο που ήταν να πάρει απ’ την αρχή.
Όσους όρκους ζωής και θανάτου κι αν πήραν στη σύντομη κοινή ζωή τους, όσα jamais και toujours κι αν εκστόμισαν (με απόλυτη συναίσθηση και πίστη στο τι έλεγαν) κανείς δεν πέθανε απ’ τον έρωτα που δεν πήγε παραπέρα.
Εκτός από μένα φυσικά…που μου τη φέρνει κάθε φορά.
ΥΓ: Για τους τολμηρούς ορίστε και η τελευταία - στα πατώματα - σκηνή:
Hamlet says: Paul Mauriat: Michel Legrand's - Les Parapluies de Cherbourg