Ένας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας σπόρος που πάει να βλαστήσει‧ ένας Ρωμιός που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας άνθρωπος που πάει να βλαστημήσει. Ελλάδα σε κράτησα πάνω μου κατάσαρκα‧ με δαιμόνισες. Και τους συντρόφους που πίστευαν μαζί μου στις ρίζες και στο γυρισμό, τους βλέπω ν' αλλοιώνουνται μέρα με τη μέρα, θα 'λεγα χημικά. Ο ένας απελπίστηκε γρήγορα‧ ξανάφυγε και θα φεύγει σε όλη του τη ζωή. Ο άλλος διασκεδάζει τις κυρίες με φράσεις που είχε μισήσει‧ χτες έγινε υπουργός. Ο άλλος λέει πως είναι ο ίδιος η ψεύτικη κόρη του Ερεχθείου, το χωματένιο αντίγραφο μιας ύπαρξης ζωντανής που έμεινε στην ξενιτιά. Πόσοι ακόμη. Κι εκείνος εκεί, αφού σήκωσε γύρω του τον πρώτο φράχτη, ένιωσε πως του χρειάζουνταν άλλος ένας για τα αισθήματα που τριγύριζαν απέξω‧ και άλλος, και άλλος. Τόσο που δεν ακούγεται πια η καρδιά του‧ αν την κόψεις, θα παρουσιάσει την όψη κρεμμυδιού.
Είμαστε το τσούρμο μιας σκούνας που ταξιδεύει ξυλάρμενη, πόσα χρόνια. Πεινάμε. Άλλοι χάνουν το λογικό τους, άλλοι σκοτώνουνται μοναχοί τους, άλλοι γυρίζουν στην κατάσταση της πεταλίδας. Ένας κάποτε ανεβαίνει στο κατάρτι και μας φαίνεται πως φωνάζει για ωραίες ακρογιαλιές‧ άγνωστα κομμάτια του κόσμου. Τα βλέπουμε. Και κατεβαίνει πάλι ανάμεσό μας και είναι ο μόνος που βεβαιώνει πως δεν υπάρχει τίποτε, παρά βράχος, μάρμαρο, και το αρμυρό νερό. Τότε τον πετάμε στη θάλασσα θυμωμένοι.
Γκρεμίσαμε τόσα και τόσα‧ μπορούμε να μετρηθούμε χαλάσματα.
(Γιώργος Σεφέρης - Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη / Εκδόσεις: Ερμής)