Monday, February 04, 2013

οι ξύλινες λέξεις


Επικρατεί η άποψη ότι κάποιες λέξεις είναι ξύλινες. Ο καιρός κι η χρήση έχουν περάσει από πάνω τους και τις έχουν αποξηράνει. Οι ξύλινες λέξεις είναι λέξεις που σε περιόδους ανάγκης χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον. Λέξεις γόνιμες που φυτεύτηκαν σε άνυδρα χωράφια της ιστορίας κι από την δίψα τους να θρέψουν την ανθρωπότητα γονιμοποίησαν το πεινασμένο χώμα, βλάστησαν και καρποφόρησαν. Κι οι λέξεις αυτές έθρεψαν τον άνθρωπο και τον πήγαν ένα βήμα παραπέρα από τη ματαιότητα του. Κι ο άνθρωπος πήρε τους καρπούς τους κι αφού χόρτασε, φύτεψε σε νέα χώματα τα κουκούτσια και τις φλούδες τους και συνέχισε να ζει, ξεχνώντας τις πρώτες ρίζες. Κι αυτές απόμειναν τα γέρικα δέντρα της αρχής. Πάντα εκεί σα σχήματα μα αποστερημένα από χυμούς τις τρέχουσας ζωής. Κι άμα έλεγες τη λέξη δεν εννοούσες αυτό που κάρπισε και σε έθρεψε στους δύσκολους καιρούς, μα τη σοδειά της χρονιάς, την παραγωγή και το εμπόριο. Κι η λέξη έγινε το κέρδος από την εκμετάλλευση της ξεχασμένης πρώτης ρίζας.

Για πολύ καιρό πήγαινε καλά το αλισβερίσι. Το χώμα ήτανε καλό με τους ανθρώπους – είχε και μια φυσική συμπάθεια προς την αυτοθυσία των μεγάλων λέξεων- και παρήγαγε με γενναιοδωρία. Και έφερναν τα δέντρα τα επόμενα ευμάρεια, και πλούτο και κέρδη στους ανθρώπους. Κι εκείνοι ολοένα και ξεχνούσαν την αρχική ρίζα κι ολοένα έκαναν το τέλος τους αρχή κι οι λέξεις σταδιακά έπαψαν να σημαίνουν το παραμικρό. Ώσπου το χώμα θύμωσε, κουράστηκε και έπαψε να δίνει τους καρπούς του. Έγινε εχθρικό, παγωμένο κι αφιλόξενο κι άφησε τους ανθρώπους να πεινάσουν. Τότε εκείνοι θυμήθηκαν την παλιά ρίζα της αρχής, μα έχοντας γεμίσει στρέμματα επί στρεμμάτων με μικρότερα δέντρα απ’ τους καρπούς της ξέχασαν που την είχανε φυτέψει. Κι άρχισαν να προσκυνάνε και να ικετεύουν κάθε παραφυάδα της μεγάλης ρίζας, κάθε δενδρύλλιο που γεννήθηκε από τη μεγάλη αρχή, κάθε μικρή λεξούλα που θύμιζε ένα σπουδαίο νόημα. Στα δύσκολα θυμήθηκαν το όνομά της πρώτης ρίζας και άρχισαν να το φωνάζουν προς τον ουρανό μα δεν έπαιρναν απόκριση καμία. Και τότε πίστεψαν πως δεν υπάρχει θεός αφού δεν τους απαντάει στην ανάγκη τους. Κι άρχισαν τότε να αποκαλούνται με τις μεγάλες λέξεις μεταξύ τους, έτσι να καλημερίζονται το πρωί, κι έτσι να καληνυχτίζονται το βράδυ. 

Και σιγά σιγά ο κάθε άνθρωπος πίστεψε πως είναι κι ένας μικρός Θεός που ορίζει τον κόσμο των λέξεων και τα νοήματα του. Και ως μικροί θεοί ξανάπιασαν τις αξίνες και τα φτυάρια και ξεχύθηκαν στα χωράφια και ξεκίνησαν να σκάβουν και να σκαλίζουν το θυμωμένο χώμα, προστάζοντας το να τους υπακούσει. Και όσο εκείνο αντιστεκόταν τόσο εκείνοι θύμωναν κι επέμεναν για να του αποδείξουν ότι είναι Θεοί κι ότι μπορούν να το δαμάσουν. Κι η μάχη ήταν χωρίς τέλος. Και το χώμα από το χτύπημα πάγωσε και τους κλείδωσε απ’ έξω. Μα οι άνθρωποι που δεν ήταν άνθρωποι πια μα μεγάλες λέξεις και μικροί θεοί συνέχισαν να το χτυπάνε με βια και επιμονή μεγάλη για να τους θρέψει με το ζόρι. Κι όταν έσπασαν τις αξίνες τους έπεσαν στα γόνατα και το χτυπούσαν με τις γροθιές τους μέρα και νύχτα για βδομάδες μήνες και χρόνια. Και μια μέρα μετά από πολύ καιρό, το χώμα τους λυπήθηκε που επέμεναν τόσο και μαλάκωσε κι αγκάλιασε τα κουρασμένα τους πόδια και χέρια. Και τους είπε πως δε χρειάζονται πια μεγάλες λέξεις και πως η επιμονή τους αρκούσε για να το συγκινήσει και πως αν ήθελαν μπορούσαν να κάνουν ανακωχή και να αναπαυθούν επιτέλους. Κι οι άνθρωποι αποκαμωμένοι κατάλαβαν πως δεν ήτανε Θεοί και δέχτηκαν. 'Εβγαλαν ρίζες και φυτεύτηκαν βαθιά στο χώμα και στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον σαν κουρασμένα δέντρα. Και τότε σώπασαν για πάντα. Και τα σπουδαία νοήματα έρχονταν και έφευγαν και ξανάρχονταν και δεν υπήρχε κανείς να τα μιλήσει. Κι οι άνθρωποι έγιναν λέξεις οριστικά. Κι οι λέξεις δε σήμαιναν τίποτα. Κι οι άνθρωποι δε σήμαιναν τίποτα. Και μόνο το χώμα τους αγαπούσε, γιατί μόνο εκείνο ήξερε τί είχαν περάσει. Μα δεν υπήρχαν λέξεις για να το περιγράψουν. Κι ούτε κανένας να νοιαστεί να το ακούσει.