Sunday, January 30, 2011

η Απουσία


Πιστεύεις στο Θεό;

Ο Θεός δεν υπάρχει.

Ο Θεός είναι πολύ μακριά. Κι αν υπάρχει δεν έχει χρόνο για όλους εμάς.

Ίσως πάλι δε μας συμπαθεί ιδιαίτερα.

Γι’ αυτό και λείπει. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως υπάρχει, λείπει.

Τον φωνάζεις και δεν απαντά. Τον καλοπιάνεις και δεν απάντα. Τον βρίζεις και δεν απαντά. Γίνεσαι Άγγελος ή Διάβολος και δεν απαντά. Δε σε μαλώνει, ούτε σε ανταμοίβει.

Ο Θεός αδιαφορεί. Είναι κακός γονιός. Και τα παιδιά του, εμείς, γινόμαστε αλήτες. Του πετάμε πέτρες από εκδίκηση.

Γι’ αυτό σου λέω – είναι πανταχού και πάντοτε Απών. Είναι έτη Φωτός μακριά.

Ο Θεός είναι μια απέραντη απουσία. Κι έχουμε ήδη αρκετές απουσίες στη ζωή μας. Έχουμε να μετράμε απουσίες γι’ αυτή τη ζωή και την επόμενη.

Τι ανάγκη έχουμε από μία ακόμα;

Μα γι’ αυτό ακριβώς πιστεύουμε:

Γιατί από τις απουσίες της ζωής μας, έχουμε ανάγκη μία- ας είναι κι η μεγαλύτερη- να πάρει εκδίκηση απ’ όλες και να μας φροντίσει.

Saturday, January 22, 2011

woof


Η μνήμη είναι σαν τα σκυλιά.

Θάβει τις αναμνήσεις στα πιο απίθανα σημεία.

Όσο κι αν την έχεις εκπαιδεύσει, η μνήμη από ένστικτο, στις μεγάλες πείνες θα τρέξει στην καλά φυλαγμένη κρυψώνα της και θα ξεθάψει το αποστεωμένο γνώριμο «μια φορά κι έναν καιρό» μιας άλλης εποχής.

Όσο καλά κι αν ταΐζεις τη μνήμη με νέες, ολοζώντανες, ερεθιστικές εικόνες, οφείλεις να έχεις υπόψη πως κατά κύριο λόγω τρέφεται από τα λάφυρα ενός ένδοξου (ενίοτε κι άδοξου) παρελθόντος.

Γιατί η μνήμη – σαν τα σκυλιά - έχει μια πίστη πιο ισχυρή κι απ΄την ανάγκη.

Δεν καταδέχεται να τραφεί με ό, τι να ‘ναι.

Δεν την ξεγελάς.

Μπορεί να πεθάνει περιμένοντας έξω από μια κλειδωμένη πόρτα.

Tuesday, January 11, 2011

περι Τέχνης


Ακολουθεί το προσωπικό μανιφέστο του Jirashimosu σχετικά με το τί είναι Τέχνη. Εννοείται είναι καθαρά υποκειμενικό και δεν έχει καθολικές αξιώσεις. Λοιπόν, έχουμε και λέμε:

• Η Τέχνη που υπερκοστολογείται χάνει το στόχο της. Κι όταν λέω στόχο δεν εννοώ σε ποιον απευθύνεται, γιατί η Τέχνη που υπερχρεώνεται είναι πάντα πολύ συγκεκριμένο σε ποιον απευθύνεται. Ακόμα κι αν ο μεταπράτης της δεν την ονομάζει τέχνη αλλά πατάτες. Στόχο εννοώ το σκοπό για τον οποίον πρωτογενώς παράγεται.

• Η Τέχνη δεν χαϊδεύει ματαιοδοξίες, δε χτίζει ούτε επιβεβαιώνει στάτους, δε λειτουργεί ως πεδίο επίδειξης δύναμης, πλούτου, κοινωνικής θέσης. Η Τέχνη εξισώνει τους πάντες, πλούσιους και φτωχούς, εκπαιδευμένους και απαίδευτους. Κι αυτός που διαχωρίζει τη θέση του από το διπλανό του σε ένα καλλιτεχνικό γεγονός, επισημαίνοντας τις διαφορές που τους χωρίζουν, απλά δεν έχει καταφέρει να βρίσκεται εκεί που πρέπει.

• Η Τέχνη δεν πουλιέται, ούτε αγοράζεται. Όταν πληρώνεις ένα έργο τέχνης, είτε αυτό είναι μουσική, είτε ζωγραφική είτε θέατρο, δεν πληρώνεις το ταλέντο ή το χρόνο του δημιουργού. Αγοράζεις απλά τη διαθεσιμότητά του να δημιουργεί για να κοινωνεί το χάρισμά του αναπόσπαστος. Γι’ αυτό κι ο καλλιτέχνης που ζει με υπερβολή, δεν είναι πραγματικός καλλιτέχνης. Στην Τέχνη έχεις ανάγκη ακριβώς όσα χρειάζεται το σώμα σου για να μένει το μυαλό σου ελεύθερο.

• Η Τέχνη δεν είναι επί τούτου διεργασία. Δεν χρειάζεται προαπαιτούμενες γνώσεις για να την κοινωνήσεις. Η Τέχνη είναι καθαρή συγκίνηση. Όσο πιο καθαρός και άδειος σταθείς ενώπιον της, τόσο περισσότερη αξία έχει η χαρά που θα σου προσφέρει. Η διακειμενικότητα, οι αναφορές, η ιστορική και καλλιτεχνική συνέχεια είναι παιχνίδια που παίζουν οι καλλιτέχνες, οι μελετητές και το έμπειρο κοινό. Η ουσία της αληθινής Τέχνης προκύπτει όταν την κοινωνήσεις παιδί, ξεχνώντας όλα όσα έμαθες ποτέ. Κι όταν επιστρέψεις στις γνώσεις σου θα τις βρεις πλούσιες. Η πρωταρχική συγκίνηση θα βρει τη θέση της στο οπλοστάσιό σου.

• Η Τέχνη δεν μπαίνει σε καλούπια και νόρμες. Δεν ακολουθεί κανόνες. Δεν έχει συγκεκριμένη ηθική. Μπορεί να καταπιαστεί με το πιο σκληρό πράγμα, όταν χρειάζεται για να δηλώσει κάτι. Η Τέχνη ποτέ δε θα καταφέρει να γίνει πιο βίαια από την πραγματικότητα γιατί εκπορεύεται πάντα από αυτήν. Αν δεις ένα έργο τέχνης που σε σοκάρει μη σπεύσεις να επιτεθείς στη διαστροφή του Καλλιτέχνη. Κοίτα πρώτα γύρω σου ή μέσα σου, γιατί μάλλον κάτι υπάρχει εκεί που οι κεραίες του δημιουργού έχουν διαισθανθεί. Η Τέχνη επισημαίνει τον Κίνδυνο, δεν τον προκαλεί.

• Δεν υπάρχει καλή και κακή Τέχνη, σωστή και λάθος. Τέχνη είναι η αισθητική κι οι ιστορίες σου. Το πως βιώνεις τον κόσμο που σε περιβάλλει και τη σχέση σου με το σύμπαν. Αν καταφέρει κάτι να σε συγκινήσει αυθεντικά, ακόμα κι αν είναι ευτελές, δέξου το σαν την προσωπική σου μορφή Τέχνης. Μην το αρνηθείς, μην το υποτιμήσεις. Το ζητούμενο της Τέχνης είναι η συγκίνηση. Αρκεί αυτό που σε συγκινεί να είναι δημιούργημα. Να έχει φτιαχτεί γι’ αυτό το λόγο, ανασυνθέτοντας στοιχεία της πραγματικότητας. Η φύση δεν είναι Τέχνη. Η Τέχνη προϋποθέτει το ψέμα, τη μίμηση. Η φύση είναι η αφετηρία της Τέχνης. Είναι η Έμπνευση.

• Τέλος, αν δεν μπορείς να κάνεις Τέχνη, να δημιουργήσεις, να αφιερωθείς, μην απογοητευτείς. Οι παραγωγικοί δέκτες της Τέχνης είναι η Ύψιστη μορφή καλλιτεχνών. Συχνά το παραβλέπουν. Κι είναι ειλικρινά αυτοί που έχουν τη δύναμη να εκτοξεύσουν την Τέχνη σε άλλες, υπαρξιακές, σφαίρες. Χωρίς αυτούς η μουσική θα ήταν θόρυβοι, η ζωγραφική τελάρα και μπογιές, η γλυπτική μάρμαρα και πέτρες, το Θέατρο ένα τσούρμο αλαφροΐσκιωτοι απατεώνες κι ο Δημιουργός - Καλλιτέχνης η ζωντανή απόδειξη ότι δεν υπάρχει Θεός κι ούτε ποτέ υπήρξε.


Monday, January 10, 2011

μια αλήθεια


Βρέθηκα προχτές αντιμέτωπος με μια εναλλακτική αλήθεια. Τόσο δίπλα στην απόλυτη ψευτιά, που σχεδόν τις μπέρδευες. Κι όμως: ήταν μια από τις πιο αυθεντικές αλήθειες που έχω συναντήσει ποτέ. Τόσο σίγουρη για την αξιοπιστία της, που ακόμα κι αν την ακολουθούσε ένας παράλογος ισχυρισμός, όπως πχ ότι η γη είναι επίπεδη ή ότι οι άνθρωποι πετάνε, δε θα τολμούσες να το αμφισβητήσεις.

Κι ένιωσα άλλη μια φορά προχτές, πως αλήθεια μπορεί να είναι και το ψέμα αν βγαίνει στο μέγεθος, το χρώμα και το ύφασμα που θέλει κάποιος να ντυθεί. Ένιωσα πως η αλήθεια είναι μια επιλογή που ορίζεται από αμέτρητους παράγοντες και συναστρίες και την τελευταία ώρα δεν είναι παρά μι’ αυτονόητη ταυτότητα που υπήρχε από πάντα αιωρούμενη ανάμεσα στις αλήθειες των άλλων. Χρειάζεται μόνο ένα αποφασιστικό άλμα στο κενό την κατάλληλη στιγμή (συνήθως την τελευταία).

Προχτές λοιπόν, είδα ανθρώπους - φορείς μιας απόλυτης αλήθειας και της γενναιοδωρίας να της επιτρέψουν να συντελεστεί ενώπιον κοινού. Όχι από αυτοθυσία, αλτρουισμό ή οποιαδήποτε άλλη ανθρωπιστική διάθεση. Δεν ήταν ιεραπόστολοι που ήθελαν να μας διδάξουν την αλήθεια, ούτε προφήτες. Κάθε άλλο. Είχαν όλη τη θνητή ματαιοδοξία των ανθρώπων που κάνουν ότι κάνουν αποκλειστικά και μόνο για την προσωπική τους ικανοποίηση, σχεδόν εγωιστικά, ασφαλισμένοι πίσω από ένα παραπέτασμα που δε μπορούσε κανείς να το παραβιάσει, ακόμα κι αν τους απειλούσε με περίστροφο.

Κι είδα πρόσωπα και πράγματα τετριμμένα, που τα είχα ξαναδεί και νόμιζα πως είχα στραγγίξει κάθε ρανίδα συγκίνησης, να στέκονται και πάλι μπροστά μου αυθεντικά και πρωτόγνωρα. Όχι με τον τρόπο της αρχικής τους μορφής, ούτε καν με τη δική μου υποκειμενική ανάγνωση και συγκινησιακή προσαρμογή. Στέκονταν μπροστά μου με έναν ολοκαίνουργιο τρόπο, τόσο αυστηρά και λεπτομερώς διατυπωμένο, που ήταν σχεδόν απαγορευτικό να τα αμφισβητήσεις. Τόσο αληθινά, καινούργια μα και πρωτότυπα που άρχισα να αμφιβάλλω για την λεγόμενη αντικειμενική αλήθεια και την αξιοπιστία της.

Κι έτσι μπερδεμένος στους καπνούς των τσιγάρων και στο αλκοόλ έφτασα στο συμπέρασμα πως η αλήθεια κι η πραγματικότητα δεν έχουν καμία σχέση. Η αλήθεια κι η αλήθεια δεν έχουν σχέση. Κι από εκεί που δεν το περιμένεις, καμιά φορά, ένα παρεξηγημένο ψέμα έρχεται να σταθεί μπροστά σου με τόση αφοπλιστική ειλικρίνεια που δε σου αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης. Απλά επιλέγεις: αποδέχεσαι την αποκάλυψη ή κλείνεις τα μάτια κι αδιαφορείς;

Βασικά, αυτό είναι το καλό με τις αλήθειες. Αν σε κάνουν να νιώθεις αμήχανα ή άβολα μπορείς πάντα να ισχυριστείς ότι ετούτη η αλήθεια δεν έχει καμία σχέση με τη δική σου. Και την ίδια στιγμή να εφεύρεις μια άλλη, βολική, ελαστική κι ανώδυνη, στην οποία κανείς δε θα μπορεί να επιτεθεί, απλά και μόνο γιατί σ’ αυτό τον κόσμο, όλα μπορούν να ισχύσουν. Ακόμα κι όσα δεν έχει δει ή νιώσει άνθρωπος ποτέ. Ως τη στιγμή που θα βρεθεί κάποιος να τα διατυπώσει.

Sunday, January 09, 2011

Η εποχή της Κρίσης


Πολύ πριν γίνει κατάσταση, η «κρίση» ήταν προαίσθημα, μετά ψίθυρος και μετά γεγονός. Ακόμα κι όταν έγινε γεγονός όμως η κρίση δεν έγινε κατάσταση. Όχι για όλους τουλάχιστον. Όχι καθολικά. Ο φόβος ναι, ο φόβος ήταν και είναι καθολικός. Φόβος απέναντι στο άγνωστο, στο κοινό κακό, όπως ο φόβος για τον πόλεμο και το σεισμό, ή ο φόβος για τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές.

Την κρίση βιαστήκαμε να την κάνουμε κατάσταση γιατί υπήρχαν πολλοί λόγοι να γίνει. Θα δικαιολογούσε πολλά θέματα που είχαν προκύψει τον τελευταίο καιρό και παραφούσκωσαν για να τα βασίζουν στην αδιαφορία, την καλή διάθεση ή την ηλιθιότητα του λαού όσοι είχαν το συμφέρον, την πίτα και το μαχαίρι.

Σαφέστατα υπάρχει μια γερή βάση: Άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο, οι νέοι κόβουν τις αναβολές τους και μπαίνουν στο στρατό να γλιτώσουν την καταιγίδα (για ένα χρόνο – κάτι είναι κι αυτό). Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή εκλογές: οι πολιτικοί βρίσκουν έδαφος να αρχίσουν τις διακηρύξεις, ποιος φταίει, ποιος δε φταίει, ποιος το προέβλεπε, ποιος θα τα έκανε αλλιώς. Όλοι έχουν απαντήσεις και θέσεις. Λύση δεν έχει κανείς. Η λύση είναι λογική και δε μας περισσεύει. Η λύση είναι και όρεξη για δουλειά (αυτή κι αν δεν περισσεύει).

Η κρίση πολύ πριν γίνει κατάσταση έγινε αφορμή, αφορμή για γκρίνιες και αψιμαχίες. Έγινε όχημα και πεδίο αντιπαραθέσεων. Οι πονηροί επιτήδειοι την κατάλαβαν σα διαθέσιμο εργαλείο για να στηρίξουν τις θέσεις τους. Η κρίση φορτώθηκε και βάρη που δεν της αντιστοιχούσαν. Δεν υπάρχει κρατική υποδομή, κοινωνικοί μηχανισμοί, παιδεία, περίθαλψη, πνευματική ζωή. Για όλα ευθύνεται η κρίση. Ισοπεδωτικά. Ότι παράπαιε σ’ αυτή τη χώρα είναι σαν να βρήκε την απόλυτη ενσάρκωση του στην κρίση. Σαν να προετοιμαζόταν από πάντα για την άφιξή της.

Πέρασε η εποχή των παχέων αγελάδων. Τέρμα τα ρωμαϊκά θεάματα και οι γαστριμαργικές εξτραβαγκάντζες που πνίγονται στο αλκοόλ σε νυχτερινές εξόδους δίχως τέλος. Οι ρωμαϊκές αρένες πια μόνο στην τηλεόραση. Το ίδιο και τα λουκούλλεια γεύματα στις χιλιάδες κατσαρόλες που αχνίζουν στους δέκτες. Η αυτοκρατορία υψώνει την τόγα και αποκαλύπτει τα πήλινα πόδια της. Είναι σκάνδαλο να υπερχρεώνεις για να ψυχαγωγείς. Έχεις υποχρέωση να εμψυχώνεις δωρεάν (η με ένα συμβολικό πόσο) την καταπονημένη μάζα. Είναι καθήκον ιερό. Σαν τις πόρνες που στρατολογούνταν στους πολέμους για να ανυψώσουν το ηθικό των φαντάρων.

Ποιοι είναι όμως αυτοί που κατέβασαν τις τιμές; Οι υπερχρεωστες; Όχι βέβαια. Αυτοί εξακολουθούν να θησαυρίζουν προσφέροντας τα προσφιλή τους φούμαρα. Τις τιμές τις «κατέβασαν» αυτοί που δεν τις είχαν ποτέ υψηλές. Στην ουσία δεν κατέβασαν τίποτα. Απλά δημοσιοποίησαν ότι στη χώρα αυτή, οι πραγματικοί καλλιτέχνες, πάντα για το δεκάευρο έκαναν την Τέχνη τους. Μόνο που τώρα αυτό αρχίζει να αποκτά νόημα στη συνείδηση των πολλών.

Η κρίση όμως δεν είναι παρά ένα παραπέτασμα που έπεσε βίαια γιατί ήταν σαθρά τα δοκάρια που το στήριζαν κι αποκάλυψε γυμνή τη σκηνή. Δεν ήμασταν έτοιμοι για την παράσταση κι η πλατεία είχε γεμίσει. Άνοιξαν οι προβολείς και βρεθήκαμε γυμνοί κι εκτεθειμένοι στα μάτια του κόσμου. Τι κι αν προβάραμε όλο τον Αισχύλο, το Σοφοκλή και τον Ευριπίδη σε μια ώρα. Όταν ήρθε η ώρα της κρίσης και άνοιξε η αυλαία, το κοινό μας έπιασε με τα σώβρακα, πριν ανεβούμε στους κοθόρνους και φορέσουμε τα σοβαρά μας προσωπεία.

Η κρίση δεν είναι κατάσταση. Είναι ένα γεγονός που αποτελείται από δεκάδες άλλα γεγονότα. Η κρίση δεν είναι καν παράσταση. Είναι το έργο. Η σκηνική συνθήκη που μας έπιασε απροετοίμαστους. Καλύτερα σκέφτομαι. Δωρεάν είσοδος. Δεν έχουμε σκηνικά και κοστούμια. Δεν έχουμε φώτα. Έχουμε ένα βίαιο φωτιστικό κανόνι που λέγεται το βλέμμα της υπόλοιπης Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου. Κι επειδή ποτέ δε μάθαμε καλά τα αρχαία ας κατέβουμε από τους βωμούς και τις θυμέλες. Η κρίση επιτάσσει να παίξουμε απλά. Τον εαυτό μας. Και να συστήσουμε στον κόσμο τον Νεοέλληνα. Απλά τώρα που τέλειωσαν τα σταριλίκια κι όλοι μοιραζόμαστε ένα καμαρίνι, ας κάνουμε τον κόπο, κάπου ανάμεσα σε δεύτερο και τρίτο κουδούνι, πριν βγούμε μια και καλή για την πρεμιέρα, να συστηθούμε μεταξύ μας.

(Κείμενο του Jirashimosu που δημοσιεύτηκε στις Μητροπολιτικές Ιστορίες - τεύχος 8)

Friday, January 07, 2011

η αρχή μιας μονοφωνικής εποχής;



Θα μπορούσα να μιλήσω για το Δίφωνο σα μνήμη. Να αρχίσω να λέω για το περιοδικό που διαμόρφωσε συλλογική αισθητική σε μια περίοδο που ψαχνόμασταν όλοι για το τί ειναι καλό και τι κακό. Τότε που ψάχναμε ταυτότητα. Τότε που γνωρίζαμε τους παλιούς, αγαπούσαμε τους σύγχρονους, πλάθαμε στο νου μας τους επόμενους.

Αποφάσισα όμως να μην εστιάσω στο τί ήταν κάποτε το Δίφωνο. Αυτό ευτυχώς είναι ήδη καταγεγραμμένο και αδιαμφισβήτητο. Και δυστυχώς η σημερινή πραγματικότητα, αμείλικτη και ζοφερή, κάνει εκείνες τις εποχές να φαντάζουν έτη φωτός μακριά κι όσους τις νοσταλγούμε τουλάχιστον ονειροπόλους.

Τα τελευταία χρόνια το Δίφωνο –όπως και κάθε τι που επιχειρεί συνειδητά να μη συμπορευτεί με τον όχλο- είχε απομείνει το τελευταίο οχυρό μιας διαφορετικής στάσης απέναντι στη μουσική της συγκίνησης. Δε μιλάω για είδη (μακριά από μένα οι καταχρηστικοί όροι, σε μια εποχή που όλοι είναι τα πάντα αρκεί να το δηλώσουν). Μιλώ για μουσική που το κοινό της επέμενε ακόμα να την ακούει, να την αγοράζει, να τη στηρίζει, να συνδέεται μαζί της με προσωπικούς δεσμούς αισθηματος και συγκίνησης. Όπως παλιά. Όπως πάντα.

Ένα αντάρτικο είχε καταλήξει το Δίφωνο, που αγωνιζόταν να βρει την ταυτότητα του για να επιβιώσει σε μια χώρα που απαιτεί να δηλώσεις άμεσα το πως και σε τι εξαργυρώνεσαι. Άντε τώρα να εξηγείς για συναίσθημα, για συγκίνηση, για ενημέρωση και άλλα τέτοια αταξινόμητα στους εμπόρους. Άντε να διεκδικήσεις την ανάγκαία πολυτέλεια να ξεχυθείς στις σκοτεινές γωνίες της μουσικής του τόπου, στις μουσικές σκηνές και τα λαιβάδικα, για να οσφρανθείς το εναλλακτικό το καινούργιο, το διαφορετικό, το ζωντανό.

Και μην παρεξηγηθώ. Σκοπός μου δεν είναι να κάνω μια αγιογραφία ενός εντύπου. Δεν ήταν τέλειο το Δίφωνο, είχε πολλά από τα ελαττώματα που του καταλογίζαν, δεν είχε ξεκάθαρο κι ισχυρό σήμα (και πως θα μπορούσε άλλωστε όταν κάθε μήνα έπρεπε να αποδεικνύει ότι δεν είναι ελέφαντας). Παρέμενε όμως η εναλλακτική φωνή στην επιβεβλημένη σκηνή του life style και της πίστας. Κι οι συντάκτες του, κάποιους από τους οπόιους έχω την τύχη να γνωρίζω προσωπικά και να έχω νιώσει τη σχέση τους με τη μουσική ως αίσθημα κι όχι ως προιόν, αγωνίζονταν ηρωικά να προωθήσουν το τραγούδι της καρδιάς τους, αντιστεκόμενοι μέχρι τελευταία στιγμη σε εμπορικές πιέσεις με πάθος και ειλικρινείς προθέσεις.

Κι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι, αντί να ανταμειφθούν για την επιμονή και τις αντιστάσεις τους, βρέθηκαν απολυμένοι εν μια νυκτί, απλήρωτοι, ταπεινωμένοι. Δεν ανησυχώ για τις πένες τους. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα βρουν διέξοδο να κοινωνούν το λόγο, τη γνώση, τις απόψεις και την αισθητική τους. Ανησυχώ όμως για μια πολιτική που φαίνεται να σαρώνει τα πάντα κι εμείς να την παραπαίρνουμε ελαφρά δίνοντας της έδαφος να προχωρήσει σε περισσότερη ισοπέδωση.

Το λουκέτο σε ένα περιοδικό που δε φέρνει τα προσδοκώμενα κέρδη δεν είναι απλά μια εμπορική κίνηση. Είναι μάλλον η αρχή μιας κατρακύλας στην οποία οφείλουμε να αντισταθούμε: ως καλλιτέχνες, ως ακροατές, ως αναγνώστες, ως ελεύθεροι πολίτες. Όσο αξιώνουμε τουλάχιστον να έχουμε κριτήριο, άποψη, αισθητική και μια στοιχειώδη κι αυτονόητη προσωπική ελευθερία.

Αυτονόητη έγραψα; Ας το ξανασκεφτούμε καλύτερα. Την έχουμε κοστολογήσει τελευταία; Αν έχουμε σκοπό να το κάνουμε, μάλλον θα πρέπει να βιαστούμε. Γιατί, όπως δείχνουν τα πρόσφατα γεγονότα, προτίθενται να το κάνουν άλλοι για μας.

(Για περισσότερη ενημέρωση και συμπαράσταση στο άδικο λουκέτο του Διφώνου πατάς εδώ).