Αγαπώ την ποίηση του δρόμου. Αυτή που ανασαίνει η μαραζώνει σε βρώμικους και καθαρούς τοίχους της πόλης. Την καταγεγραμμένη με ανεξίτηλο μαρκαδόρο, σπρέι, στένσιλ, στιλό και μολύβια της έσχατης λύσης και της παρορμητικής ανάγκης.
Αγαπώ την ποίηση του δρόμου, αρχικά γιατί είναι του δρόμου: βιωμένη, επικοινωνιακή και άμεση. Προσβάσιμη απ’ όλους, αιφνιδιαστική και οικεία. Είναι την ίδια στιγμή επιβεβλημένη κι απαγορευμένη. Είναι βανδαλισμός και ύψιστη καλλιτεχνική προσφορά. Η ποίηση του δρόμου μπορεί καμία φορά να μην είναι παρά χιλιομασημένα κλισέ πολιτικοκοινωνικής καταγγελίας ή μια προσωπική έκφραση ονομαστικής καψούρας. Μπορεί να είναι πνευματώδες ευφυολόγημα ή μια απλή ανοησία, μια υπερφίαλη δήλωση άκρατου εγωκεντρισμού ή μια μικρή, λιτή έκφραση ατομικότητας μέσα στη φασαρία του όχλου.
Αγαπώ και τη μια και την άλλη πτυχή των συνθημάτων των τοίχων. Θεωρώ εξίσου ποιητικά τα πετυχημένα με τα αποτυχημένα, τα κλισέ με τα πρωτότυπα, τα άμεσα με τα λογοτεχνιζοντα. Γιατί η βαθύτερη ποίηση αυτών των δηλώσεων δε συνοψίζεται στο αποτέλεσμα αλλά στην ανάγκη (δε λέω καν την πρόθεση, μιας και τα κίνητρα στις μέρες μας συχνά παρεξηγούνται), κι αυτή η ανάγκη για έκφραση σε ένα κοινόχρηστο χώρο που συναντιέται με ανυποψίαστα βλέμματα σε ανύποπτους χρόνους κατά τη διάρκεια της μέρας, είναι που κάνει τη μετάβαση από το ρητό στο ποιητικό κι από τον βανδαλισμό στην πηγαία λογοτεχνία.
Κάθε φορά που το βλέμμα μου πέφτει πάνω σε ένα τυχαίο σύνθημα που τραβά την προσοχή μου, προσπαθώ να φανταστώ τον ένοχο – συγγραφέα (πόσο παράξενα ταιριαστά διαβάζονται αυτές οι λέξεις δίπλα – δίπλα) και να τον αναπαραστήσω ζωντανό εν ώρα δράσης μπροστά μου να επιδίδεται στο ανόσιο έργο του. Επιχειρώ να αναπαράγω τη σκέψη του, να ενεργοποιήσω στο κεφάλι μου τους δικούς του διανοητικούς μηχανισμούς και να νιώσω την παρόρμηση που τον οδήγησε να διεκδικεί λίγη από την τυχαία προσοχή των ανυποψίαστων περαστικών.
Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη δε φαντάζομαι ένα μακρυμάλλη αναρχικό, ούτε ένα χούλιγκαν μαθητή σε κοπάνα. Τραβάω τις πιθανότητες στα όρια τους. Μ’ αρέσει π.χ. να φαντάζομαι μια ηλικιωμένη κυρία που γυρίζει από τη λαϊκή να αφήνει για λίγο το καρότσι με τα ψώνια της και να σκαρώνει δυο λέξεις αγανάκτησης για την ακρίβεια, τα σκληρά οικονομικά μέτρα, τις ανατιμήσεις. Άλλες φορές φαντάζομαι συνταξιούχους που σκοτώνουν την ώρα τους χάσκοντας στους δρόμους να χαράζουν με μαύρο μαρκαδόρο πολιτικά συνθήματα. Ή μαθητές γυμνασίου μετά το σχόλασμα να αναπαράγουν ένα σουρεαλιστικό στίχο του Εμπειρίκου που τους εντυπώθηκε στο μάθημα της λογοτεχνίας.
Το καλύτερο μου είναι να φαντάζομαι ερωτευμένα (η και τσακωμένα) ζευγάρια σε πρώτα, δεύτερα και τελευταία ραντεβού να καταγράφουν ένα χρονικό της σχέσης τους ή υποσχέσεις ζωής με την ελπίδα της μόνιμης παρακαταθήκης στο χρόνο. Ή τους τίτλους τέλους τους. Μ’ αρέσει ακόμα να προβάλλω βυρωνικές φιγούρες, φαντάσματα που βγαίνουν μόνο νύχτα, με μακριά μαλλιά και κέρινα δάχτυλα, να αφυπνίζουν συγκινήσεις υπό το φως του φεγγαριού. Η μικρά παιδιά να αποτυπώνουν ανορθόγραφα, με άγουρους ακόμα γραφικούς χαρακτήρες, τις πρώτες διαπιστώσεις τους για τον κόσμο.
Στους τοίχους ακόμα κι οι βρισιές έχουν ποιητικότητα. Παίρνουν κάτι από την ρομαντική γοητεία μιας επανάστασης πριν ξεσπάσει. Δεν είναι έκφραση στιγμιαίας οργής, αλλά παγιωμένος θυμός που μένει σταθερός σαν άποψη για τη ζωή, έτοιμος να πυρπολυθεί με την παραμικρή αφορμή. Κι όσο για τη μελαγχολία μιας φράσης, όσο περισσότερο καιρό αφήνεται σε έναν τοίχο να αναμετριέται με τον ήλιο και τη βροχή τόσο περισσότερο μοιάζει με υπαρξιακή αγωνία που εκφράζει όλο και περισσότερους.
Αυτή είναι ίσως τελικά η μυστική γοητεία της ποιητικής των δρόμων: ότι κάτι τόσο απόλυτα προσωπικό αφήνεται ελεύθερο στην τυχαιότητα μιας συνάντησης να υιοθετηθεί από κάποιον που ίσως να έχει σκεφτεί κάτι αντίστοιχο, αλλά δεν πρόλαβε να το ξεστομίσει. Κάτι σαν να συναντιέσαι με μια ενδόμυχη σκέψη σου που δεν τόλμησες ίσως μέσα στη βιασύνη σου να παραδεχτείς. Κι είναι μέσα σε εκείνη ακριβώς τη βιασύνη, καθώς με γρήγορο βήμα περπατάς στο δρόμο, που σηκώνεις στιγμιαία το βλέμμα κι έρχεσαι αντιμέτωπος με έναν καθρέφτη. Δικό σου. Δικό του. Της κοινωνίας. Της αλήθειας. Κι αν δεν είναι όλα αυτά ποίηση, τότε ειλικρινά δε μπορώ να σκεφτώ τί άλλο είναι...
Αγαπώ την ποίηση του δρόμου, αρχικά γιατί είναι του δρόμου: βιωμένη, επικοινωνιακή και άμεση. Προσβάσιμη απ’ όλους, αιφνιδιαστική και οικεία. Είναι την ίδια στιγμή επιβεβλημένη κι απαγορευμένη. Είναι βανδαλισμός και ύψιστη καλλιτεχνική προσφορά. Η ποίηση του δρόμου μπορεί καμία φορά να μην είναι παρά χιλιομασημένα κλισέ πολιτικοκοινωνικής καταγγελίας ή μια προσωπική έκφραση ονομαστικής καψούρας. Μπορεί να είναι πνευματώδες ευφυολόγημα ή μια απλή ανοησία, μια υπερφίαλη δήλωση άκρατου εγωκεντρισμού ή μια μικρή, λιτή έκφραση ατομικότητας μέσα στη φασαρία του όχλου.
Αγαπώ και τη μια και την άλλη πτυχή των συνθημάτων των τοίχων. Θεωρώ εξίσου ποιητικά τα πετυχημένα με τα αποτυχημένα, τα κλισέ με τα πρωτότυπα, τα άμεσα με τα λογοτεχνιζοντα. Γιατί η βαθύτερη ποίηση αυτών των δηλώσεων δε συνοψίζεται στο αποτέλεσμα αλλά στην ανάγκη (δε λέω καν την πρόθεση, μιας και τα κίνητρα στις μέρες μας συχνά παρεξηγούνται), κι αυτή η ανάγκη για έκφραση σε ένα κοινόχρηστο χώρο που συναντιέται με ανυποψίαστα βλέμματα σε ανύποπτους χρόνους κατά τη διάρκεια της μέρας, είναι που κάνει τη μετάβαση από το ρητό στο ποιητικό κι από τον βανδαλισμό στην πηγαία λογοτεχνία.
Κάθε φορά που το βλέμμα μου πέφτει πάνω σε ένα τυχαίο σύνθημα που τραβά την προσοχή μου, προσπαθώ να φανταστώ τον ένοχο – συγγραφέα (πόσο παράξενα ταιριαστά διαβάζονται αυτές οι λέξεις δίπλα – δίπλα) και να τον αναπαραστήσω ζωντανό εν ώρα δράσης μπροστά μου να επιδίδεται στο ανόσιο έργο του. Επιχειρώ να αναπαράγω τη σκέψη του, να ενεργοποιήσω στο κεφάλι μου τους δικούς του διανοητικούς μηχανισμούς και να νιώσω την παρόρμηση που τον οδήγησε να διεκδικεί λίγη από την τυχαία προσοχή των ανυποψίαστων περαστικών.
Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη δε φαντάζομαι ένα μακρυμάλλη αναρχικό, ούτε ένα χούλιγκαν μαθητή σε κοπάνα. Τραβάω τις πιθανότητες στα όρια τους. Μ’ αρέσει π.χ. να φαντάζομαι μια ηλικιωμένη κυρία που γυρίζει από τη λαϊκή να αφήνει για λίγο το καρότσι με τα ψώνια της και να σκαρώνει δυο λέξεις αγανάκτησης για την ακρίβεια, τα σκληρά οικονομικά μέτρα, τις ανατιμήσεις. Άλλες φορές φαντάζομαι συνταξιούχους που σκοτώνουν την ώρα τους χάσκοντας στους δρόμους να χαράζουν με μαύρο μαρκαδόρο πολιτικά συνθήματα. Ή μαθητές γυμνασίου μετά το σχόλασμα να αναπαράγουν ένα σουρεαλιστικό στίχο του Εμπειρίκου που τους εντυπώθηκε στο μάθημα της λογοτεχνίας.
Το καλύτερο μου είναι να φαντάζομαι ερωτευμένα (η και τσακωμένα) ζευγάρια σε πρώτα, δεύτερα και τελευταία ραντεβού να καταγράφουν ένα χρονικό της σχέσης τους ή υποσχέσεις ζωής με την ελπίδα της μόνιμης παρακαταθήκης στο χρόνο. Ή τους τίτλους τέλους τους. Μ’ αρέσει ακόμα να προβάλλω βυρωνικές φιγούρες, φαντάσματα που βγαίνουν μόνο νύχτα, με μακριά μαλλιά και κέρινα δάχτυλα, να αφυπνίζουν συγκινήσεις υπό το φως του φεγγαριού. Η μικρά παιδιά να αποτυπώνουν ανορθόγραφα, με άγουρους ακόμα γραφικούς χαρακτήρες, τις πρώτες διαπιστώσεις τους για τον κόσμο.
Στους τοίχους ακόμα κι οι βρισιές έχουν ποιητικότητα. Παίρνουν κάτι από την ρομαντική γοητεία μιας επανάστασης πριν ξεσπάσει. Δεν είναι έκφραση στιγμιαίας οργής, αλλά παγιωμένος θυμός που μένει σταθερός σαν άποψη για τη ζωή, έτοιμος να πυρπολυθεί με την παραμικρή αφορμή. Κι όσο για τη μελαγχολία μιας φράσης, όσο περισσότερο καιρό αφήνεται σε έναν τοίχο να αναμετριέται με τον ήλιο και τη βροχή τόσο περισσότερο μοιάζει με υπαρξιακή αγωνία που εκφράζει όλο και περισσότερους.
Αυτή είναι ίσως τελικά η μυστική γοητεία της ποιητικής των δρόμων: ότι κάτι τόσο απόλυτα προσωπικό αφήνεται ελεύθερο στην τυχαιότητα μιας συνάντησης να υιοθετηθεί από κάποιον που ίσως να έχει σκεφτεί κάτι αντίστοιχο, αλλά δεν πρόλαβε να το ξεστομίσει. Κάτι σαν να συναντιέσαι με μια ενδόμυχη σκέψη σου που δεν τόλμησες ίσως μέσα στη βιασύνη σου να παραδεχτείς. Κι είναι μέσα σε εκείνη ακριβώς τη βιασύνη, καθώς με γρήγορο βήμα περπατάς στο δρόμο, που σηκώνεις στιγμιαία το βλέμμα κι έρχεσαι αντιμέτωπος με έναν καθρέφτη. Δικό σου. Δικό του. Της κοινωνίας. Της αλήθειας. Κι αν δεν είναι όλα αυτά ποίηση, τότε ειλικρινά δε μπορώ να σκεφτώ τί άλλο είναι...