Monday, March 22, 2010

Της Άνοιξης


«Ξέρεις γιατί η Άνοιξη μας αποσυντονίζει, έτσι;»

Η πρόταση διατυπώθηκε από το πουθενά και ήταν αρκετά απρόσμενη για να τραβήξει την προσοχή μου από το αχνιστό αρωματικό τσάι, με το αρκούντως σαρκαστικό –για την συζήτηση- όνομα «ρώσικες νύχτες».

Ο συνομιλητής μου κατάλαβε αμέσως ότι κίνησε το ενδιαφέρον μου γιατί αιχμαλώτισε με την επιδεξιότητα γερακιού το βλέμμα μου με το που σηκώθηκε από το φλιτζάνι. Χωρίς να χάσει χρόνο –παραλείποντας ακόμα και να απολαύσει το θρίαμβο της ενδιαφέρουσας δήλωσης, προχώρησε στην ανάλυση του ζητήματος.

«Έχει να κάνει με την ενέργεια...» - συνέχισε- «Τα πάντα γύρω μας έτσι κι αλλιώς έχουν να κάνουν με την ενέργεια. Οι εποχές όμως είναι αυτές που τη μετουσιώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο Χειμώνας και το Καλοκαίρι είναι οι πιο σαφείς εποχές ενεργειακά.

Ο Χειμώνας – όπως μπορείς εύλογα να καταλάβεις- είναι η εποχή εκείνη που μας ωθεί στην εσωστρέφεια: Κρύο, βροχές, μικρές μέρες, μεγάλες νύχτες, κλειστές πόρτες και παράθυρα, μυστικά και ψέματα. Αυτό στις ανατολικές φιλοσοφίες ταυτίζεται με το γιν: το σκοτάδι, το μαύρο, τη συννεφιά, το θηλυκό-παθητικό στοιχείο του κόσμου.

Το καλοκαίρι από την άλλη δε χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να το φορτώσεις με την αισιοδοξία και την εξωστρέφεια του φωτός του ήλιου και την άπλα της ανοιχτής θάλασσας. Λευκό, θερμό, κινητικό λαμπρό, αρσενικό – δυναμικό στοιχείο της φύσης.

Κι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο; Οι εποχές όπως ξέρουμε είναι τέσσερις. Ανάμεσα στις δυο ξεκάθαρες, αποφασιστικές, σίγουρες γι΄αυτό που είναι (και είμαστε) εποχές, βρίσκονται κι οι δυο μεταβατικές. Αυτές που μας αποσυντονίζουν και μας μπερδεύουν περισσότερο. Το φθινόπωρο κι η Άνοιξη: Οι δυο διχασμένες φάσεις του έτους: με τη μια άκρη στο σκοτάδι και την άλλη στο φως. Οι εποχές - πορεία προς τη μια ή την άλλη διάθεση, από το μέσα προς το έξω και αντίστροφα.

Και καλά το Φθινόπωρο... είναι η μελαγχολική εκείνη εποχή που πραγματοποιεί τη μετάβαση από την εξωστρέφεια του καλοκαιριού. Σαν την επιστροφή στο σπίτι ύστερα από μια έντονη μέρα στη θάλασσα. Ζεσταίνεις νερό και διώχνεις από πάνω σου τα αλάτια και την ένταση, χαλαρώνοντας κι απολαμβάνοντας την ηρεμία της ησυχίας. Το Φθινόπωρο είναι επιστροφή στο καταφύγιο. Στην ασφάλεια της μήτρας: στο θηλυκό χειμώνα.

Η Άνοιξη όμως...» εκεί ο συνομιλητής μου σταμάτησε και σήκωσε το βλέμμα του για να με εξετάσει με νόημα. Κι όταν βεβαιώθηκε πως είχε τον απόλυτο έλεγχο της προσοχής μου συνέχισε: «η Άνοιξη είναι η προετοιμασία για να ξεχυθείς στον κόσμο... είναι η απόφαση να αφήσεις την ησυχία του σπιτιού σου και να αναμετρηθείς με όλες αυτές τις απειλητικές εξωτερικές δυνάμεις, από τις οποίες απείχες συνειδητά τόσο καιρό.

Η Άνοιξη είναι η πύλη που σε οδηγεί στον έξω κόσμο: είναι η αναγέννηση, η δική σου και τον προσδοκιών σου για τους άλλους, η αφύπνιση των ορμονών σου, οι οποίες βγαίνοντας από τη χειμέρια νάρκη τους, αναζωογονημένες και ολοκαίνουργιες έχουν την ορμή μιας άφθαρτης νιότης, αποφασισμένης να διαρκέσει για πάντα.

Η μνήμη της φθοράς του περσινού χειμώνα είναι ασθενική – παρεμβάλλεται ένας ολόκληρος χρόνος άλλωστε- και τα πάντα δείχνουν να είναι προσβάσιμα και σφραγισμένα με τα αρχικά σου. Το κορμί σου ξεχειλίζει από ορμονικό συνάλλαγμα για τις εμπορικές συναλλαγές με τις επιθυμίες σου. Κι ακόμα κι αν η φύση βρίθει από συνειρμικές απειλές παρελθοντικών απωλειών (τη μυρωδιά μιας νεραντζιάς, ένα ανεπαίσθητο αεράκι, το βυσσινί φως ενός απογεύματος), είναι τόση η συσσωρευμένη ένταση μιας ολόκληρης χρονιάς, που κλείνεις τα μάτια κι απολαμβάνεις τις ενδείξεις σαν μια ολοκαίνουργια εμπειρία που σου αποκαλύπτει την ομορφιά του κόσμου για πρώτη φορά...»

Πριν προλάβω να σκεφτώ πόσο δίκιο ή άδικο είχαν τα λεγόμενά του, πριν καλά – καλά πάρω την προσφιλή μου θέση αντιλογίας που μπορεί να υποστηρίξει την οποιαδήποτε άποψη αρκεί να φτάσει στα όριά της μια συζήτηση, παρατήρησα ότι ο συνομιλητής μου είχε αφαιρεθεί και σωπάσει. Το βλέμμα του είχε χαθεί κάπου έξω από τη τζαμαρία του μικρού καφέ, πολύ πέρα από τα φλιτζάνια με τις «ρώσικες νύχτες»...

«Έγινε κάτι;» ρώτησα ύστερα από μια στιγμή απόλυτης σιωπής, ενώ συνειδητοποιούσα πως ήταν οι πρώτες κουβέντες που έλεγα εδώ και αρκετή ώρα...

«Όχι τίποτα...» μου απάντησε κοιτώντας με αμήχανος «απλά αφαιρέθηκα...» και πριν προλάβω να ρωτήσω τί και πώς –χωρίς να είμαι καν σίγουρος αν υπήρχε λόγος να το κάνω, επέστρεψε με απόλυτο αυτοέλεγχο το βλέμμα του στο τραπέζι και συνέχισε με την ψύχραιμη και λογική φωνή του:

«...τι λέγαμε; Α ναι... η Άνοιξη...»

Καθώς συνέχισε να αναλύει τις απόψεις του, γύρισα το βλέμμα έξω από τη τζαμαρία περίεργος για το τί ήταν αυτό που του είχε αποσπάσει την προσοχή. Ο δρόμος ήταν άδειος. Δε συνέβαινε τίποτα εντυπωσιακό... πέρα από το ανοιξιάτικο απόγευμα. Κι ένα οικείο βυσσινί...


1 comment:

touchpoint said...

apla o sinomilitis sou aposintonistike kai aftos!
tora exigountai ola gia tin anoixi.
kalos se vrika.