Ξημερώματα παρακολούθησα στο
cine+ την
Persona του
Bergman. Ελληνική τηλεόραση και σινεφίλ θέαση είναι δυο έννοιες που τις έχω διαχωρίσει (ευτυχώς) από καιρό. Για την ψυχική μου ηρεμία και μόνο. Και γιατί σπάνια καταφέρνεις να μπεις στο κλίμα μιας ταινίας τις ώρες που την προβάλουν (όσο πιο καλή τόσο πιο αργά – τηλεοπτικός νόμος) αλλά κι απ’ τις απανωτές διακοπές για διαφημίσεις (σε ποιο σύμπαν να τρυπώσεις όταν σου πετάγεται από πουθενά το
tele-
marketing και το
trailer από το κυριακάτικο τραπέζι). Χτες όμως είπα να κάνω μια υποχώρηση για να εγκαινιάσω το νέο ψηφιακό δέκτη μου – διαφημίσεις έτσι κι αλλιώς στα ψηφιακά δεν υπάρχουν. Κι ευτυχώς, γιατί ακόμα μια φορά ενθουσιάστηκα απ’ την ικανότητα του Σουηδού να φτάνει το μαχαίρι στο κόκαλο.
Ο Bergman (μαζί με το Fellini και κάνα - δυο άλλους νεαρούς) έχουν τη μαγική ικανότητα να συνομιλούν μαζί σου σε νέα βάση κάθε φορά που αναμετριέσαι μαζί τους. Όσες φορές κι αν δεις και ξαναδείς μια ταινία τους, έχεις την αίσθηση πως συναντιέσαι με ένα παλιό γνωστό και κουβεντιάζεις για ολοκαίνουργια θέματα. Αν κρατούσα σημειώσεις από ταινίες σαν την persona πιστεύω πως κάθε φορά θα τις έσκιζα και θα ξεκινούσα απ’ την αρχή.
Σε μια απλούστατη αφήγηση, ο Bergman καταπιάνεται με μια ψυχαναλυτική σπουδή απίστευτης ακρίβειας. Η νοσοκόμα Άλμα, η Ηθοποιός Ελίζαμπετ, η Ηλέκτρα που τη στοιχειώνει, η διαφορά δυναμικού ανάμεσα στις δυο γυναίκες, η ανασφάλεια, ο θαυμασμός, η όσμωση, η ταύτιση, ο φθόνος, η ειρωνεία, η αυτοσυντήρηση, η εκδίκηση, η απώλεια, αναβλύζουν από έναν κρατήρα που δε λέει να σταματήσει.
Κι όλα τα παραπάνω σε 85 μόλις λεπτά, κινηματογραφημένα μαγικά από τον σταθερό διευθυντή φωτογραφίας του Bergman από το 60 και μετά, Sven Nykvist με τον ήλιο του μεσονυχτίου να στοιχειώνει τα πλάνα και να ταυτίζει τις δυο ηρωίδες με έναν τρόπο ανεπανάληπτο.
Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο στην Persona είναι το πόσο διαχρονική παραμένει αισθητικά. Πέρα από τη γραμμή κινηματογράφησης που ίσως έχει πια ξεπεραστεί - από την άποψη της μίμησης (παρόλο που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι αυτά τα πλάνα ήταν σύλληψη ενός ανθρώπου το 1966), οι εικόνες της αφορούν στο σήμερα και το αύριο όσο και στο χτες (και το προχτές). Η Liv Ullmann κι η Bibi Andersson, απογυμνωμένες από κάθε στοιχείο που θα τις φυλάκιζε σε μια συγκεκριμένη εποχή, και με έναν υποκριτικό κώδικα υπερσύγχρονο, ερμηνεύουν σχεδόν παραβολικά την ψυχολογική αστάθεια του ανθρώπου που καλείται ακούσια να συνυπάρξει κι έχει την τάση να γοητεύεται (και να συνθλίβεται) απ’ ο, τι απέχει.
Respect χωρίς δεύτερη κουβέντα στον φαροφύλακα της ψυχής μου! Αλλά πόσο πρέπει να τον αγαπά κανείς για να το ξενυχτίσει (ή ξημερώσει) ως τις 4 παρά τα ξημερώματα για να τον απολαύσει; Φάουλ! Εκεί που πάω να τη συμπαθήσω την ελληνική τηλεόραση μου το χαλάει…