Monday, August 29, 2011

η άλλη ζωή.


 Έρχονται στιγμές που ξυπνάς σε άλλη ζωή. Όλες οι γνωστές διαστάσεις του κόσμου μοιάζουν να έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους αναλογίες προκειμένου να σε εμπαίξουν. Κι είναι τότε που νιώθεις πως οι γνώσεις κι η εμπειρία σου δεν έχουν κανένα νόημα, γιατί αν το σύμπαν το αποφάσιζε, θα μπορούσε να τα φέρει όλα σε μια στιγμή τούμπα και να σε πείσει πως έτσι ήταν εξαρχής κι εσύ ένας ηλίθιος που δεν μπορείς να πεις τα πράγματα με το όνομά τους ή να τα δεις όπως ακριβώς είναι. Κι εκεί που ξαπλώνεις ένα βράδυ σε μια τακτοποιημένη ζωή, ξυπνάς το επόμενο πρωί και τη βρίσκεις σκορπισμένη στο πάτωμα. Τότε την ξαναμαζεύεις μόνο και μόνο για να διαπιστώσεις πως δεν μπορείς να την ταξινομήσεις με τον τρόπο της χτεσινής μέρας. Κι αρχίζεις πάλι από την αρχή να αναζητάς τα όρια, τα σχήματα, τα μεγέθη, τις αλληλουχίες. Κι είναι αλήθεια: η ζωή αποτελείται όντως από συγκεκριμένα απλούστατα κομμάτια, τα οποία όμως δεν σταθεροποιούνται ποτέ. Το μπλε, το κόκκινο, ο κύκλος και το τρίγωνο, μπορεί να συμπέσουν, να ταυτιστούν, και προς στιγμήν να σε ξεγελάσουν, ποτέ όμως δε θα αλληλοπροσδιοριστούν οριστικά. Είναι από τη φύση τους συγγενικά κι ασύμβατα. Αν το κάνουν θα είναι μόνο για να παίξουν μαζί σου ή να σε τσεκάρουν‧ σαν εκείνα τα πειράματα με τους χιμπαντζήδες, που ο ερευνητής τους θέτει προβλήματα, όχι προς αναζήτηση μιας λύσης (είναι άλλωστε εξ' αρχής γνωστή κι αμελητέα για την έρευνα), αλλά προκειμένου να ανιχνεύσει τη νοημοσύνη τους. Κάπως έτσι μας χειρίζεται κι η ζωή μας: μας παρέχει εξ' αρχής και αφειδώς όλα τα δεδομένα, από το πρώτο ως το τελευταίο, όχι για να τα συνθέσουμε και να βρούμε κάποιο υποτιθέμενο νόημα, μα για να τσεκάρει τις ικανότητες μας στη διαχείριση, την ευφυΐα μας, πόσο ασφαλή είναι τα μεγάλα μυστήρια του σύμπαντος στα χέρια μιας απλοϊκής ύπαρξης με ασφαλείς προοπτικές εξέλιξης. Κι αν καμιά φορά καταφέρουμε μετά από κόπους κι αλλεπάλληλες προσπάθειες να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά και πέσουμε ήρεμοι για ύπνο, το επόμενο πρωί ξαναβρίσκουμε τα κομμάτια στο πάτωμα, με άλλο σχήμα και μορφή, και κάθε φορά αρχίζουμε την επίλυση από την αρχή, προσδοκώντας την επιβράβευση, την αποδοχή, ένα ζαχαρωτό ή ένα χάδι, ή να μας αφήσουν τέλος πάντων στην ησυχία μας. Κι όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι ο βασικός λόγος: αυτό που μας σπρώχνει να πέφτουμε με τα μούτρα κάθε φορά σε μια μανιώδη ενασχόληση με την επίλυση των γρίφων της ζωής είναι μια έμφυτη αναζήτηση της αρμονίας. Μια ανάγκη κάποτε ο μπλε κύκλος και το κόκκινο τρίγωνο να παγιωθούν και να παραμείνουν έτσι από το βράδυ ως το επόμενο πρωί. Και αυτή, η τόσο απλή παραχώρηση -που στο φινάλε την κερδίσαμε- να είναι η άλλη ζωή‧ η οριστική. 


Wednesday, August 10, 2011

Happy End


 Το τσέχικο σινεμά της δεκαετίας του 60 είναι ένας φανταστικός παιδότοπος. Αν έχεις δει έστω και μια ταινία, γνωρίζεις ότι πρόκειται για ένα τελείως ιδιαίτερο είδος, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε άλλη αισθητική σχολή στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά. Σε μια εποχή που η Αμερική είχε ήδη στήσει τους μηχανισμούς μιας τεράστιας βιομηχανίας και η υπόλοιπη Ευρώπη εξερευνούσε τις καλλιτεχνικές και φιλοσοφικές προοπτικές της έβδομης Τέχνης, μια μικρή ανήσυχη χώρα αντιμετώπιζε τον κινηματογράφο ως ένα ανεξάντλητο πεδίο πειραματισμού και διασκέδασης. Με ταινίες ριζοσπαστικές και ξέφρενες, η τσέχικη πρωτοπορία των 60s μας έχει δώσει μερικές από τις πιο συναρπαστικές στιγμές του σινεφιλικού 20ου αιώνα, με μια φιλμική γλώσσα και πειραματικές τεχνικές που ακόμα και σήμερα θεωρούνται η κορωνίδα του αβανγκαρντισμού και χρησιμοποιούνται κατά κόρον τόσο στο εμπορικό σινεμά, όσο και στις πιο ερευνητικές και καλλιτεχνικές εκφάνσεις του.

Ένα από τα αμέτρητα παραδείγματα είναι και το Happy End (Stastny konec) του 1967. O Oldřich Lipský (γνωστός περισσότερο για τον Τζο το Λεμονάδα – την περίφημη μουσική παρωδία των Αμερικάνικων Γουέστερν) καταπιάνεται με μια μάλλον συνηθισμένη ιστορία ενός τυπικού εγκλήματος πάθους: προδομένος σύζυγος σκοτώνει τη γυναίκα του και τον εραστή της, οδηγείται στη φυλακή, καταδικάζεται σε θάνατο και τελικά εκτελείται με αποκεφαλισμό. Η πρωτοτυπία του πονήματος του Lipsky έγκειται στο ότι η ταινία ξεκινάει ακριβώς εκεί: τη στιγμή που το κεφάλι του ενόχου αποκόπτεται από το σώμα του και κυλάει στο έδαφος. Από εκεί κι έπειτα το φιλμ αρχίζει να προβάλλεται... ανάποδα, καρέ – καρέ (κοντά 30 χρόνια πριν από τον Christopher Nolan και το Memento ή το Irreversible του Gaspar Noé που μας είχαν αφήσει με το στόμα ανοιχτό). Η ιστορία λοιπόν του χασάπη Bedrich Frydrych, της ζωηρής Julia και του κομψευόμενου Ptacek, παίζεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας αντεστραμμένη, από το τέλος προς στην αρχή, από την εκτέλεση, ως την πρώτη γνωριμία. Ακόμα κι οι διάλογοι προβάλλονται με αντίθετη φορά και ξεκαρδιστικά σουρεαλιστικά αποτελέσματα, μιας και το νόημα που βγαίνει –γιατί βγαίνει- οδηγεί τη λογική του θεατή σε απροσδόκητα μονοπάτια. Ο δαιμόνιος Lipský όμως δεν αρκείται στις περιπλοκές που φέρνει αυτή η εκούσια - ωστόσο φυσική - ανακατωσούρα. Ενώ η ταινία τρέχει, προσθέτει μια voice over αφήγηση του δολοφόνου, σε κανονικό χρόνο, υπαγορεύοντας παράλληλα μια δεύτερη απίθανη πλοκή από τα αντεστραμμένα καρέ (φέρνοντάς μας στο νου το αντίστοιχο, εξίσου αναρχικό, εύρημα του Woody Allen στο What’s up Tiger Lilly.) Με άλλα λόγια δημιουργεί μια αντιστικτική σχέση ανάμεσα σε όσα βλέπουν τα μάτια μας, όσα ακούν τα αφτιά μας κι όσα υπαγορεύει η λογική μας.

Ως εκ τούτου έχουμε μια απόλυτα σουρεαλιστική κωμωδία, η οποία όμως έχει μια απόλυτη λογική συνέχεια μέσα στο ιδιαίτερο, αυτοδιαχειριζόμενο σύμπαν της. Ο Lipský μέσα από αυτόν τον ανάποδο κόσμο βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει έννοιες όπως ο Θεός, η πίστη, ο έρωτας κι η ανθρώπινη δικαιοσύνη. Το βασικότερο κατόρθωμά του όμως είναι η επιβολή του παντοδύναμου σκηνοθέτη πάνω στην εικόνα καθώς και η επισήμανση των ελαστικών ορίων αυτού που θεωρείται κινηματογραφική πραγματικότητα. Αυτό που μας αποδεικνύει το Happy End στην ουσία, είναι ότι το σινεμά δεν είναι παρά μια σειρά από κινούμενες εικόνες, που μπορούν να σημαίνουν τα πάντα και τίποτα την ίδια στιγμή. Δεν είναι παρά ένα παιχνίδι του μυαλού, μια σύμβαση, στην οποία ο ιδανικός θεατής είναι διατεθειμένος να δεχτεί οτιδήποτε, αρκεί να τον παρασύρει σε έναν κόσμο έξω από αυτόν που θεωρεί κανονικό.

Κι αξίζει να παρακολουθήσεις το Happy End, αν όχι για το εγγυημένο γέλιο, τότε γι’ αυτήν ακριβώς την πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας που σου υπόσχεται.


(Ακολουθεί ολόκληρη η ταινία με αγγλικούς υπότιτλους:)