Sunday, January 29, 2012

Απλό - τέλος


Είναι γεγονός που επιβεβαιώνεται καθημερινά: ζούμε στις μέρες που ακόμα και η πιο απρόσμενη είδηση, φαντάζει λογική, ένα φυσικό επακόλουθο της γενικότερης κοινωνικής παρακμής. Έχουμε εκπαιδευτεί να τα περιμένουμε όλα και να μη μας εκπλήσσει τίποτα. Σε μια εποχή που η θεατρική αγωγή κρίνεται περιττή από τα (άδεια) κεφάλια του Υπουργείου Παιδείας και καταργείται (με το θράσος μάλιστα της ανανεωτικής κίνησης) από τα σχολεία της χώρας, η αυλαία ενός ακόμα από τους σημαντικότερους θεατρικούς οργανισμούς της τελευταίας εικοσιπενταετίας, φαντάζει απολύτως αναμενόμενη. Τι άλλο χρειάζεται για να καταλάβουμε ότι τούτη η χώρα αποκηρύσσει τον πολιτισμό μεθοδευμένα και με συνέπεια; Το κάψιμο των βιβλίων; η κατάργηση της παιδείας; Είμαστε σε καλό δρόμο. Η τέχνη, ο πολιτισμός καταπατούνται καθημερινά από μια συνεπή απαξιωτική κρατική πολιτική.

Μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι υπερβάλλω. Ένα θέατρο δεν είναι παρά μια επιχείρηση η οποία πέρα από την οικονομική αρωγή ενός κράτους που παραπαίει οικονομικά (για να μην πω γκρεμίζεται), οφείλει ως ένα βαθμό να αυτοσυντηρείται κι αν δεν το καταφέρνει ίσως σημαίνει πως έχει χάσει το κοινωνικό του στίγμα και φυτοζωεί. Σωστό ως ένα βαθμό. Όμως στη χώρα της πνευματικής ένδειας και της τηλεοπτικής αισθητικής, πολλές φορές ένας φορέας πολιτισμού χρειάζεται στήριξη. Γιατί ο κόσμος δεν ξέρει. Γιατί ο κόσμος αγνοεί. Γιατί η υπερπροσφορά τον τυφλώνει και δεν βλέπει πάντα το σωστό. 

Όχι ότι το Απλό Θέατρο άνηκε στην κατηγορία των θεάτρων που ομφαλοσκοπούν κάνοντας τέχνη για την τέχνη ή απλώς εξυπηρετούν τα καπρίτσια και τις φιλοδοξίες του καλλιτεχνικού τους διευθυντή. Αντιθέτως, επρόκειτο για ένα από τα πιο ενεργά και δραστήρια θέατρα της χώρας, με παραστάσεις που πέρα από την καλλιτεχνική τους επιτυχία είχαν και ξεκάθαρο εμπορικό αντίκρυσμα. Ωστόσο, όπως φαίνεται, δεν κατάφερε να επιβιώσει. Ο πήχης έμπαινε πάντα όλο και ψηλότερα, υπερβαίνοντας τις δυνάμεις ενός ιδιωτικού φορέα, με ρεπερτόριο αξιοζήλευτο και αναγνώσεις, αν κι όχι πάντα ριζοσπαστικές, τουλάχιστον συνεπείς και έντιμες.

Αν είχε πετύχει κάτι κατά γενική ομολογία το Απλό Θέατρο μέσα στα χρόνια της λειτουργίας του, αυτό ήταν να αποτελεί ένα από τα ελάχιστα θέατρα ρεπερτορίου που μοιράζουν τις σκηνές τους σε κλασικά έργα αλλά και στην εγκυρότατη σύγχρονη παραγωγή με κορυφαίους συγγραφείς της εποχής μας, όπως ο Χάρολντ Πίντερ ή ο Μπράιαν Φρίελ. Ταυτόχρονα σύστησε στο θεατρόφιλο κοινό για πρώτη φορά σημαντικούς ευρωπαίους συγγραφείς όπως ο Στιγκ Ντάγκερμαν (η Σκιά του Μαρτ), ο Χέρμαν Μπροχ (η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε), κι ο Ίταλο Σβέβο (Ένας σύζυγος). Κι όλα τα παραπάνω με συνέπεια, σοβαρότητα, καλλιτεχνικό κριτήριο υψηλότατο, και χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς και εξεζητημένες σκηνοθεσίες.

Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στον δημιουργό του, τον έμπειρο σκηνοθέτη Αντώνη Αντύπα, που κρατάει από το 1990 που ιδρύεται ο καλλιτεχνικός οργανικός Φάσμα τα ηνία μιας καλλιτεχνικής επιχείρησης υψηλής αισθητικής και γούστου. Αποτελώντας το βασικό σκηνοθέτη των παραστάσεων του δε δίστασε να ανοίξει τις πόρτες και σε άλλους καλούς σκηνοθέτες, όπως η Ρούλα Πατεράκη, η Νικαίτη Κοντούρη, ο Βίκτορας Αρδίτης, ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, παρουσιάζοντας στη σκηνή ορισμένες από τις σημαντικότερες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων, σημείο αναφοράς για τους Αθηναίους θεατρόφιλους.

Ο Αντώνης Αντύπας αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, στου οποίου το καλλιτεχνικό δυναμικό και παρέμεινε ως ηθοποιός από το 1964 ως το 1971. Αμέσως μετά φεύγει για το Λονδίνο, όπου παρακολουθεί μαθήματα σκηνοθεσίας στο City Literaly Institute. Με την επιστροφή του έχει την τύχη να μαθητεύσει στο πλευρό του Αλέξη Μινωτή ως βοηθός σκηνοθέτη στην παράσταση «ο λοχαγός του Κέπενικ». Παράλληλα εργάζεται ως ηθοποιός με αρκετούς θιάσους, όπως το Εθνικό Θέατρο, οι Δεσμοί, το Λαικό Πειραματικό θέατρο καθώς και σε κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.

Το 1974 δημιουργεί το Απλό Θέατρο, όπου σκηνοθετεί έντεκα παραστάσεις μέχρι και το 1990. Το 1984 καλεσμένος από το Διεθνές Πρόγραμμα Επισκεπτών της αμερικάνικης κυβέρνησης, γνωρίζει από κοντά τη λειτουργία των μεγαλύτερων περιφερειακών θεάτρων της Αμερικής και το 1986, με υποτροφία του ιδρύματος Φούλμπράιτ, συμμετέχει στη σκηνοθεσία των παραστάσεων «Δοκιμασία» του Άρθουρ Μίλλερ και Βάκχες του Ευριπίδη.

Το 1990 ιδρύει τον καλλιτεχνικό οργανισμό Φάσμα, με έδρα το Απλό θέατρο, πίσω από την Πάντειο κι από τότε αρχίζει μια αδιάκοπη πορεία παρουσιάζοντας 2 και 3 παραστάσεις τη χρονιά, πάντα με τους καλύτερους συντελεστές και θιάσους. Το 1990 και για δύο χρόνια δημιουργεί και το Εργαστήριο Θεάτρου και Μουσικής για νέους ηθοποιούς και παρουσίασε σε μουσικό θεατρικό αναλόγιο τη σκηνική καντάτα Δαβίδ.

Το 1994 δημιουργεί και μια δεύτερη, δυναμική κι ευέλικτη θεατρική σκηνή στο δεύτερο όροφο του κτιρίου της Χαριλάου Τρικούπη με στόχο να προωθήσει ένα ρεπερτόριο περισσότερο πειραματικό και πρωτοποριακό και να δώσει το χώρο και την ευκαιρία σε νέες ανήσυχες καλλιτεχνικές δυνάμεις να εκφραστούν δημιουργικά.

Στο ρεπερτόριο του Απλού Θεάτρου ως και σήμερα περιλήφθηκαν έργα κλασικά, σύγχρονα, γνωστά ή πρωτοπαρουσιαζόμενα, με μια προτίμηση στο αγγλόφωνο έργο, του Πίντερ, του Μάμμετ, και του Φρίελ. Ειδικά για τον πρώτο, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως στο Απλό Θέατρο και τον Αντώνη Αντύπα χρωστάμε κάθε επαφή με τα πρόσφατα έργα του, καθώς έχουν ανέβει τέσσερα από αυτά, έχοντας μάλιστα προσκαλέσει και τον ίδιο το συγγραφέα να παρακολουθήσει τα ανεβάσματα. Ανάλογο είναι και το ενδιαφέρον για τον Ιρλανδό Μπράιαν Φρίελ, τρία έργα του οποίου έχουν παρουσιαστεί στο Απλό Θέατρο από το 1997 ως το 2004.

Το καλοκαίρι του 2001 ο Αντύπας πραγματοποιεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του στην Επίδαυρο με τις Τρωάδες του Ευριπίδη, ένα έργο σύμβολο του ξεριζωμού και τραγικά σύγχρονο. Η Εκάβη της Μάρθας Βούρτση, αφοπλιστικά συγκινητική ηλεκτρίζει σε μια παράσταση που απέσπασε εξαιρετικές κριτικές από τους κριτικούς, ενώ δίνεται η ευκαιρία στη μόνιμη συνεργάτη του Αντύπα, Ελένη Καραίνδρου να συνθέσει και ένα από τα ομορφότερα μουσικά τοπία της καριέρας της. Αυτό που το Μάρτιο του 2005 θα αποτελέσει το ένα μέρος της περίφημης ελεγείας του Ξεριζωμού (μαζί με αποσπάσματα από το «Λιβάδι που δακρύζει») στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε επιμέλεια του ίδιου.

Όλα τα παραπάνω από σήμερα γίνονται μέρος της πολύπαθης θεατρικής ιστορίας αυτού του τόπου, παίρνοντας θέση πλάι στο πρόσφατο λουκέτο του Ανοιχτού Θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη και του Αμφιθεάτρου του Σπύρου Ευαγγελάτου. Το Απλό Θέατρο σήμερα, Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012 κατεβάζει την αυλαία του με το "βαγόνι στα νερά" του Λεωνίδα Προυσαλίδη . Κι αν θα αφήσει κάτι στους θεατές που ανδρώθηκαν στην πλατεία του (πέρα από την ελπίδα ότι σύντομα θα λειτουργήσει με νέες δυνάμεις)  είναι η γνώση ότι το καλό θέατρο δεν φτιάχνεται μόνο από έργα, ούτε από παραγωγές. Φτιάχνεται από ανθρώπους με όραμα, αισθητική και στόχο.

Στο μικρό θεατράκι με τις δυο σκηνές πίσω απ’ την Πάντειο, ο στόχος εδώ και 22 χρόνια ήταν ξεκάθαρος. Μέχρι σήμερα.  Μια επίσκεψη αρκούσε για να πείσει ότι το έντιμο θέατρο, είναι πάντα «απλό»… Από σήμερα απλό απομένει μονάχα το συμπέρασμα πως ο πολιτισμός σε αυτή τη χώρα χάνει καθημερινά έδαφος κι η πνευματική ζωή φτωχαίνει όλο και περισσότερο. Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία πως το κράτος έχει συνειδητά πάρει οριστικές αποστάσεις από κάθε μορφή πολιτισμού. Είναι στο χέρι όλων μας και του καθενός ξεχωριστά να μην επιτρέψουμε την οριστικοποίηση αυτής της μαζικής αποχαύνωσης. Γιατί το έχουμε ξαναπεί: ο πολιτισμός που διαφυλάττουμε είναι η μοναδική ελπίδα κάποια στιγμή να βγούμε από αυτή την κρίση, με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες.


(στη φωτογραφία η Ράνια Οικονομίδου κι ο Κώστας Γαλανάκης από τις Ευτυχισμένες Μέρες του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα.)

Saturday, January 21, 2012

Bailero

 
"Όλα όσα οδήγησαν ως εσένα ήταν λάθος. Συνεπώς, δεν έπρεπε να έχεις γεννηθεί.
Αλλά τα πάντα πάνω σου είναι σωστά: έπρεπε να γεννηθείς.
Ήσουν αναπόδραστη."


(Jonathan Coe - Σαν τη βροχή πριν πέσει / μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου / Εκδόσεις: Πόλις)

Friday, January 20, 2012

Το καταφύγιο


Μακάριοι όσοι έχουν το δικό τους καταφύγιο
Μακριά από το θόρυβο της πόλης.
Mα ακόμα πιο μακάριοι όσοι μπορούν και ησυχάζουν μέσα τους.

Ο Μεγάλος Σοφός μετά τη Δημιουργία
Έκλεισε τα μάτια και είπε:

Ιδού η ζωή, η φασαρία και τα πάθη.
Βγείτε στον κόσμο
Ξεχυθείτε.
Δοκιμάστε ο, τι σας αρέσει.
Κι αναζητήστε το δικό σας καταφύγιο.
Εγώ δεν έχω να σας ζήσω.

Κι οι άνθρωποι ξεχύθηκαν
Αγκαλιάστηκαν, πηδήχτηκαν και πολλαπλασιάστηκαν
Αλλά έμειναν πάντα Ένας.
Γιατί ήταν φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Μεγάλου Σοφού.
Και κανείς δεν ήταν αντάξιος της μοναδικότητάς τους.

Κι οι εποχές αλλάζουν. Κι οι άνθρωποι περιφέρονται μόνοι, σε πόλεις και κορμιά αναζητώντας το δικό τους καταφύγιο.

Μακάριοι όσοι έχουν το δικό τους καταφύγιο.
Έξω απ’ τα τείχη της πόλης.
Μ’ ακόμα πιο μακάριοι όσοι μπορούν και ησυχάζουν μέσα τους.


Monday, January 16, 2012

η γυάλα


Ένας κύριος μπήκε στο λεωφορείο κρατώντας μια μεγάλη πράσινη γυάλα.

«Είχα κι εγώ μια γυάλα, Μαίρη, θυμάσαι;»

Κάθονταν δίπλα δίπλα. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν μητέρα και γιος. Με μια προσεκτικότερη ματιά συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για ένα ταλαιπωρημένο ζευγάρι‧ προφανέστατα ουσίες. Το πρόδιδαν τα άδεια μάτια κι η αργόσυρτη φωνή με τα αχνά πατημένα σύμφωνα. Κι όμως έφτανε η είσοδος του κυρίου με την πράσινη γυάλα για να αστράψει μια σπίθα στο βλέμμα και των δυο.

«Θυμάσαι το ψαράκι μου, Μαίρη; Μου άρεσε να το κοιτάζω να γυρίζει γύρω – γύρω στη γυάλα.»
«Μην τα σκέφτεσαι αυτά τώρα. Πάει το ψαράκι. Έχουμε άλλα θέματα...»
«Το αγαπούσα εκείνο το ψαράκι. Το τάιζα κάθε πρωί και το χάζευα να γυρίζει γύρω - γύρω με τις ώρες.»
«Πάει εκείνο το ψαράκι. Γύρισε στη θάλασσα.»
«Θυμάσαι που το είχα ψηλά στον πάγκο της κουζίνας να βλέπει φως;»
«Δεν υπάρχει πια. Μην το σκέφτεσαι.»
«Γιατί έπρεπε να χαθούνε όλα; Ήταν καλή παρέα. Με έκανε να είμαι άλλος.»
«Σου λέω μην τα σκέφτεσαι...»
«Πως γίναμε έτσι ρε Μαίρη; Κύριε, είχα κι εγώ μια γυάλα σαν κι αυτή...»

Ο κύριος με τη μεγάλη πράσινη γυάλα δεν έδωσε σημασία. Κατέβηκε 2-3 στάσεις μετά.

«Μαίρη, να πάρουμε πάλι μια γυάλα...»

Monday, January 09, 2012

Peabody


"Θυμούμαι πως πίστευα ότι ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο σωματικό‧ τώρα ξέρω πως άλλο δεν είναι παρά μια ενέργεια του νου - στο νου όλων εκείνων που τους δέρνει η ορφάνια. Οι μηδενιστές λένε πως είναι το τέλος‧ οι κυριολεκτιστές η αρχή‧ όταν στην ουσία άλλο δεν είναι παρά ένας νοικάρης ή μια οικογένεια που μετακομίζει από ένα διαμέρισμα ή μια πολιτεία."


(William Faulkner - Καθώς Ψυχορραγώ / μτφ. Μένης Κουμανταρέας / Εκδόσεις Κέδρος)


Thursday, January 05, 2012

Οι Μέρες του Φωτός



«Οι μέρες του φωτός που ξέφτισαν μέσα σου, όπως η βροχή πάνω στις μπαντερίγιες της γιορτής...»
Pablo Neruda


Οι Μέρες του Φωτός είναι ένας δίσκος για το τέλος μιας γιορτής. Για την ενηλικίωση ή την απόπειρα ενηλικίωσης. Χωρισμένος στα δύο επιχειρεί να ανιχνεύσει σε ποιο σημείο βρισκόμαστε και που πηγαίνουμε σε μια εποχή που όλα αλλάζουν. Ωστόσο δεν γίνεται να εξετάσουμε τίποτα χωρίς να γυρίσουμε στην αφετηρία: από που ξεκινήσαμε, ποιοι ήμασταν πριν γίνουμε αυτοί που είμαστε.

Οι Μέρες του φωτός τραβούν μια νοητή γραμμή ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, ακολουθώντας την πορεία μιας γυναίκας στο σήμερα και στο χθες: η ηρωίδα θα μπορούσε να ήταν ήρωας, ήρωες ή ηρωίδες. Θα μπορούσε να ζει στην Ελλάδα, στην Ευρώπη ή στην Αμερική, σε όποιο μέρος του κόσμου συνέθεσε και συνέτριψε την ταυτότητά του κάτω από τον δυτικό πολιτισμό. Το μόνο σίγουρο είναι πάντως ότι ηλικιακά βρίσκεται γύρω στα 30. (από σύμπτωση και μόνο μοιραζόμαστε την ηλικία της.)

Η πρώτη πλευρά το σήμερα, το τώρα: η ελευθερία του έρωτα, η ιδεολογική πολυρρυθμία, η αυτοδιάθεση του νου και του σώματος, η γνώση, η μοναξιά, η ανασφάλεια, τα ερωτήματα. Ήχοι και σκέψεις σύγχρονα, αγωνίες της εποχής. Η ατμόσφαιρα μιας νυχτερινής εξόδου ή της επιστροφής σε ένα άδειο, ηχομονωμένο δωμάτιο με θέα σε έναν ακάλυπτο. Ίσως το πρώτο – πρώτο διαμέρισμα της ενήλικης ζωής, το οποίο θα έχει προλάβει να ματαιώσει το πολύ κάνα – δυο έρωτες.

Η δεύτερη πλευρά το χτες: ο ρομαντισμός, η νοσταλγία, ο υπαινιγμός του έρωτα και η μονιμότητα των σχέσεων. Ο φόβος για τις δυσκολίες της ζωής, η εξάρτηση, η ανελευθερία κι η πείρα της ζωής. Ο άνδρας, η γυναίκα, οι ξεκάθαρες σχέσεις των φύλων. Η χώρα που υπήρχε ακόμα με μια υπόσταση συλλογική. Μουσικές γνώριμες, κυτταρική μνήμη, συναίσθημα, όργανα φυσικά, ακουστικά σα σώματα ανθρώπινα. Μια γυναίκα μιας άλλης εποχής ετοιμάζεται να βγει. Ένα ανοιχτό ραδιόφωνο παίζει. Γύρω της φτηνά ρομάντζα και τα φαντάσματα από ντίβες του σινεμά κι από ανεκπλήρωτους έρωτες που γεννιούνται και πεθαίνουν στους τοίχους μιας κάμαρας.

Πρόσωπο κλειδί ένα φάντασμα: η μάνα. Η γυναίκα στον καθρέφτη, η εμπειρία, η προστασία από την κακία του κόσμου, η σταθερή αγάπη, η ασφυκτική αγάπη, η μόνη σίγουρη και μόνιμη αγάπη. Το φάντασμα έρχεται και φεύγει όμως είναι πάντα παρόν και στις δυο πλευρές του δίσκου. Η γυναίκα στον καθρέφτη, ίσως δεν είναι άλλη τελικά από την ίδια την ηρωίδα μας που περιπλανιέται στις εποχές και τα τραγούδια προσπαθώντας να απαλλαγεί από τα φαντάσματά της μνήμης της.


ΥΓ: Έφτασε λοιπόν η στιγμή να παρουσιάσουμε ζωντανά τις Μέρες του Φωτός: ίσως την πιο αγαπημένη και προσωπική μας δουλειά μέχρι σήμερα. Με τη Νατάσσα Μποφίλιου και το Θέμη Καραμουρατίδη (τη Σαντέζα και το Θεμάκο) και πάνω απ' όλα τη σκηνοθετική ματιά του μέγιστου Γιάννη Κακλέα, θα επιχειρήσουμε να κάνουμε εικόνα τις σκέψεις και τα συμπεράσματα των 30 μας χρόνων. Από τις 4 Φεβρουαρίου και για λίγες παραστάσεις στο Gazoo. Η μεγάλη μας αγωνία και το μεγάλο μας στοίχημα. Ελπίζουμε να σας δούμε εκεί.



Tuesday, January 03, 2012

Piccolino


Η Mina Mazzini είναι η μοναδική πραγματική ντίβα του πλανήτη. Τελεία. Σαφέστατα υπάρχουν κι άλλες τραγουδίστριες με το καλλιτεχνικό της εκτόπισμα, την ιστορία της και την έκταση της φωνής της (αν και γι’ αυτό το τελευταίο διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις), η Mina όμως είναι η μόνη που έχει καταφέρει το ακατόρθωτο: να δημιουργεί καλλιτεχνικά και να δίνει το συνεχές παρόν στα μουσικά πράγματα, ενώ έχει ήδη περάσει συνειδητά -όπως μόνο οι Μύθοι μπορούν- σε μια σφαίρα εκτός του κόσμου τούτου.

Εξαφανισμένη για πάνω από μια εικοσαετία από κοινωνικές εμφανίσεις, εκδηλώσεις, συνεντεύξεις και συναυλίες, αποτραβηγμένη στην Ελβετία, πραγματοποιεί μια εμφάνιση φάντασμα μια φορά το χρόνο με ένα δίσκο – έκπληξη, ο οποίος δημιουργεί ένα ολόδικό του σύμπαν ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στη μουσική βιομηχανία. Την ίδια στιγμή οι φήμες γύρω από την περσόνα της, την ταυτότητά της, την εμφάνισή της φουντώνουν, ενώ πολλοί μιλούν για ένα πραγματικό φάντασμα, μιας και οι μόνη εικόνα που έχουμε για εκείνη είναι οι εκκεντρικές εικονογραφήσεις των δίσκων της από τον Gianni Ronco καθώς και κάποια πλάνα της από το studio, (τα οποία, πανομοιότυπα σχεδόν μεταξύ τους, μοιάζουν ύποπτα με πλάνα αρχείου.)

Φέτος, αφού έκανε ένα ταξίδι στον πλανήτη του Frank Sinatra, της Όπερας αλλά και το γύρο της γης με μια multilingual έκδοση των πιο γνωστών τραγουδιών της, εμφανίζεται με το Piccolino, το καλύτερο, ίσως album της από την εποχή του Canarino Mannaro (με την πιθανή εξαίρεση του Veleno). Στο Piccolino, η Mina παίζει στο γήπεδο της, παντρεύοντας τις grande signature μπαλάντες, την ιταλική pop, τη jazz, τα fados, τη rock και τη λαϊκή μουσική της πατρίδας της. Ωστόσο η συγκλονιστική και πάντα ακμαία κι εντυπωσιακή φωνή της "Τίγρης της Κρεμόνα" καταφέρνει να δαμάσει το ανομοιογενές υλικό της και το album αποκτά την υπόσταση ενός κλασικού δίσκου, ο οποίος μοιάζει σαν να υπήρχε από πάντα στο ρεπερτόριο της.

Δεν έχει νόημα να επιχειρήσεις με λογική να εξηγήσεις τί είναι η Mina και η μουσική της. Αν μπορούσες να την κρίνεις με ψυχραιμία ίσως την έβρισκες παρωχημένη, ξεπερασμένη, υπερβολική και χίλια δυο άλλα. Προσωπικά τουλάχιστον, στην περίπτωση της αφήνω κάθε λογική στο περιθώριο κι απλώς παραδίδομαι αμαχητί στον κόσμο της: ένα κόσμο παράφορου πάθους, υπερβολής, φωνητικής ακροβασίας και μιας ασίγαστης φλόγας‧ έναν κόσμο που μοιάζει πολύ με αυτόν της 'Όπερας: για να τον καταλάβεις οφείλεις να ξεχάσεις τα μέτρα και τα σταθμά του πραγματικού κόσμου και να αφεθείς σε ένα διαφορετικό κώδικα θεώρησης των πάντων.

Η Mina, τραγουδάει κάθε φορά λες κι είναι η τελευταία φορά με μια φωνή καπνισμένη κι ατσάλινη, ευαίσθητη, όσο κι αλώβητη από το χρόνο και τις εποχές. Μοιάζει σαν να ανασαίνει αποκλειστικά και μόνο μέσα από τις ηχογραφήσεις της, στέλνοντας ένα σημάδι στον κόσμο ότι είναι καλά στον κόσμο της, τον στοιχειωμένο από παλιούς, ματαιωμένους έρωτες, αναμνήσεις, βιώματα και -φυσικά- φαντάσματα. Σαν κι εκείνη. Τη γυναίκα που έχει σπάσει το φράγμα της πραγματικότητας, περνώντας στη σφαίρα του παντοτινού.