Thursday, December 29, 2011

11+1



Είναι πλέον παράδοση: Η ετήσια λίστα απολογισμού με τα σημαντικά που "άφησαν σημάδι" κι αυτά που "πήρε το σκοτάδι". Τα γεγονότα που κρατά ο γράφων και τα αποταμιεύει στα βιώματα του. Το 11 ήταν ομολογουμένως μια δύσκολη χρονιά, η οποία αιφνιδιάζοντας μας, μας έφερε όλους αντιμέτωπους με τους εαυτούς μας και τους άλλους.

Ιδού λοιπόν τα 11 +1 προσωπικά κλειδιά που κρατώ από τη χρονιά που έφυγε. Τα συμπερασματικά. Αυτά που του χρόνου τέτοια εποχή θα φρεσκάρουν την ασθενική μου μνήμη και θα φωτίσουν το σκοτάδι:

1. Το L’ illusionniste στην Έλλη. Προβολή 20:10. Ανήμερα πρωτοχρονιάς με τη Ρίτα και τον Άλεξ. Τους κανονικούς. Όχι αυτούς που χάθηκαν στο δρόμο.
2. Το Μεγάλο Σχέδιο. Εκείνο το 5ωρο που έδωσε το βάπτισμα του πυρός και διέτρεξε όλη την προηγούμενη χρονιά, ανανεώνοντας την υπόσχεση για την καινούργια.
3. Εκείνο το μεσημέρι που είπα αυτό είμαι. Κι αυτό που ήμουν έγινε. Κι αυτό που έγινε άνοιξε την πόρτα στις μέρες του φωτός (ή τις τελευταίες μέρες μας - θα δείξει). Η πίστη ότι το αποτέλεσμα θα είναι ο, τι πιο προσωπικό κι αγαπημένο.
4. Το Retropolis. Οι Έρωτες. Το Φεστιβάλ διαφορετικότητας. Οι ιδέες, η εμπιστοσύνη, οι άνθρωποι που γίνονται οικογένεια. Οι ευκαιρίες για δημιουργία κι η χαρά της υπογραφής.
5. Οι ομπρέλες του Χερβούργου στο Gielgud. Το ταξίδι αστραπή για ένα χρωστούμενο φόρο τιμής στο κινηματογραφικό μου εικόνισμα. Το sans toi από την πρώτη σειρά. Το χαρισμένο τσιγάρο της Maitresse.
6. Που μεγαλώσαμε και μάθαμε να μοιραζόμαστε. Και μας αρέσει. Που γνωρίζω πως μυρίζει η λεβάντα, η βανίλια και το φασκόμηλο.
7. Μια τολμηρή κίνηση - υπέρβαση. Μια συνάντηση. Μια υπόσχεση για το μέλλον. Η συνειδητοποίηση ότι τη ζωή την κυνηγάς, αλλιώς  την κλέβει ο χρόνος.
8. Η Tori Amos στο Royal Albert Hall. Η αποκάλυψη οτι μπορώ να δακρύζω ακόμα μπροστά στην ομορφιά.
9. Η πόρτα με το νούμερο 9. Το κορίτσι που έφερε ξανά με φόρα στη ζωή μου και συνειδητοποίησα ότι στην πραγματικότητα δεν είχε φύγει ποτέ.
10. Το Ψύχραιμα κι η συνάντηση με την Ηρώ. Τα αμέτρητα μέηλ μας. Ένα βράδυ με πολύ αλκοόλ και περισσότερη κουβέντα. Η ανέλπιστη συγγένεια κι ο άγγελος που την προκάλεσε.
11. Το Παρίσι. όπως ακριβώς βρίσκεται εδώ. (και δεν αλλάζω ούτε λέξη.)

+1. Όλα όσα κατέρρευσαν και πήραν μαζί τους μόνο τα επουσιώδη. Τα σημαντικά που έμειναν ανέγγιχτα και πήραν τη θέση που τους αρμόζει.

Ας έχουμε όλοι μια όμορφη και παραγωγική χρονιά. Ας γίνει το σκοτάδι που προβλέπουν οι απαισιόδοξοι η πορεία -του καθενός μας χωριστά κι όλων μαζί- προς το Φως. Το 12 είναι μαγικός αριθμός. Ο, τι φέρει τούτη η χρονιά λοιπόν θα συμβεί για κάποιο λόγο.

Tuesday, December 27, 2011

the hunch


Ήμασταν πάνω – κάτω 10. Ήταν Κυριακή μεσημέρι. Βλέπαμε την Παναγιά των Παρισίων σε κρατικό κανάλι‧ τη δεύτερη έκδοση νομίζω: Άντονι Κουίν – Τζίνα Λολομπριτζιτα. Ασπρόμαυρη ταινία. Παιδί νόμιζα πως τα παλιά τα χρόνια ο κόσμος μας ήταν ασπρόμαυρος. Το χρώμα μπήκε στις ζωές μας ξαφνικά. Επιστροφή στο θέμα μας. Ξέραμε ήδη γι’ αυτόν ότι είναι ένας καμπούρης κωδωνοκρούστης. Γι’ αυτήν ότι είναι όμορφη και τσιγγάνα. Ρωτήσαμε τους μεγάλους και μάθαμε: Ελεύθερη σήμαινε τότε το τσιγγάνα. Είχαμε καθίσει κι οι τρεις στον καναπέ ενός σκοτεινού σαλονιού, σκεπασμένοι με μια καρώ κουβέρτα και χάσκαμε μπροστά από την οθόνη. Οι γονείς εξαφανισμένοι στις δικές τους ζωές στα μέσα δωμάτια. Τρώγαμε μανταρίνια. Μια γεμάτη χαρτοσακούλα. Κλαίγαμε και τρώγαμε. Στην αρχή αυτός ήταν το τέρας.  Όποτε εμφανιζόταν τραβούσαμε την κουβέρτα στα μάτια μας. Στην πορεία τέρατα έγιναν οι άλλοι. Όποτε εμφανίζονταν τους πετούσαμε τις φλούδες των μανταρινιών. Γιατί τον χτυπάνε; Είναι καλός. Γιατί να τιμωρείται η καλοσύνη; Γιατι να μη δείχνουν αυτόματα αγάπη σε ένα πλάσμα που τη χρειάζεται; Εκείνος πονούσε κι η Εσμεράλδα χόρευε σαν τρελή. Θυμάμαι σε κάποια φάση να του χαιδεύει το πρόσωπο κι αυτός να την κοιτά στα μάτια έκπληκτος κι ευτυχισμένος σαν να τον άγγιξε το χέρι του ίδιου του Θεού. Δεν πίστευα στο Θεό. Πίστευα όμως στην ομορφιά. Ένιωσα την απόλυτη αποκάλυψη του να σε αγγίζει η ανέλπιστη ομορφιά. Τα μάτια μας γεμάτα δάκρυα. Τα χέρια μας μυρίζαν μανταρίνια. Όταν τέλειωσε η ταινία ορκιστήκαμε μεταξύ μας να μην πληγώσουμε ποτέ κάποιον λιγότερο τυχερό. Στην αλήθεια φοβόμαστε μην πληγώσουν εμάς. Μην είμαστε εμείς οι λιγότερο τυχεροί. Ακούσαμε το μπαμπά να πλησιάζει σιγοτραγουδώντας: «Ραμόνα, θυμίσου πάλι τα παλιά...». Ξεκινήσαμε για το σπίτι. Στο δρόμο περπατούσα σαν τον Κουασιμόδο. Γελούσαμε. 

Saturday, December 24, 2011

#1 It's a Wonderful Life (1946)


Η κορυφή της λίστας των Χριστουγεννιάτικων ταινιών του Jirashimosu είναι πιο προβλέψιμη από ότι το Έβερεστ για τις Άλπεις. Δε μπόρεσα όμως να κάνω διαφορετικά, μιας και Χριστούγεννα χωρίς τον άγγελο Clarence είναι σαν έλατο χωρίς αστέρι στην κορυφή. (Και αν υπάρχει μια περίσταση στη ζωή μας που η έλλειψη πρωτοτυπίας συγχωρείται, αυτή ειναι καλώς ή κακώς τα Χριστούγεννα). Αν δεν έχεις δακρύσει λοιπόν ήδη με την τελευταία σκηνή της "Υπέροχης Ζωής", νομίζω πως σήμερα - ανήμερα Χριστούγεννα - έφτασε η ιδανική στιγμή να το κάνεις. Κι αν καταφέρεις να αντισταθείς έλα να μου το γράψεις.

O George Bailey είναι ένας απλός οικογενειάρχης, απηυδισμένος από τη ματαιότητα του κόσμου και τη σκληρότητα της ζωής. Όταν μια παραμονή Χριστουγέννων συνειδητοποιεί πως η τιμιότητα κι ο αλτρουισμός του κινδυνεύουν να τον στείλουν στη φυλακή, αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του πηδώντας από μια γέφυρα. Την κατάλληλη στιγμή εμφανίζεται ένας άγγελος υπό δοκιμή, ο οποίος στέλνεται στη γη προκειμένου να εμποδίσει τον George να αυτοκτονήσει, κάνοντας τον να επανεκτιμήσει τη ζωή του. Ο τρόπος απλός: ο Clarence επιχειρεί να δείξει στον George πόσες ζωές έχει επηρεάσει εν αγνοία του και πόσο διαφορετικός θα ήταν ένας κόσμος στον οποίον δε θα είχε υπάρξει ποτέ. Αν ο Clarence καταφέρει να βοηθήσει τον George, τότε θα πάρει τα φτερά του και θα γίνει ένας πραγματικός άγγελος.

Η θρυλική πλέον ταινία του Frank Capra, όταν βγήκε στους κινηματογράφους απογοήτευσε τους παραγωγούς της με τη χλιαρή υποδοχή κοινού και κριτικών. Παρά την εγγύηση της συνεργασίας του Capra με τον James Stewart και το συγκινητικό της σενάριο, η ταινία σημείωσε μέτρια επιτυχία, ενώ δεν κέρδισε ούτε ένα από τα 5 βραβεία όσκαρ για τα οποία προτάθηκε. Κατά τη δεκαετία του 80 ωστόσο χάρη στις συνεχείς προβολές από την αμερικάνικη τηλεόραση την περίοδο των Χριστουγέννων, όχι μόνο αποκατέστησε τη φήμη της, αλλά κατόρθωσε να γίνει και το πιο λαμπερό κόσμημα των εορταστικών ταινιών. Ένα κλικ παρακάτω νομίζω δικαιολογεί απόλυτα το γιατί.


[extra info: Το 2006 το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Κινηματογράφου ψήφισε την "Υπέροχη Ζωή" ως την πιο επιδραστική ταινία όλων των εποχών.]

[Christmas bonus: παρακάτω μπορείς να παρακολουθήσεις σε HD ολόκληρη την επιχρωματισμένη εκδοχή της ταινίας.]


Τέλος λίστας!
Ευχές για τα ομορφότερα Χριστούγεννα με υγεία, ζεστασιά και αγάπη. Τα όμορφα και τα σημαντικά τα βάζουμε εμείς στη ζωή μας. Όσο μπορούμε και αντέχουμε.  Αρκεί να είμαστε καλά και να έχουμε ένα μαζί να μας στηρίζει.


Friday, December 23, 2011

#2 Meet me in St. Louis (1944)


Στο Meet me in St Louis παρακολουθούμε τις περιπέτειες μιας μεσοαστικής οικογένειας στο St Louis του Μιζούρι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η ζωή τους στη μικρή πόλη είναι ήρεμη και ειδυλλιακή, ως τη στιγμή που ο πατέρας τους ανακοινώνει ότι πρόκειται να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη, όπου του παρουσιάστηκε μια σπουδαία επαγγελματική ευκαιρία. Τα νέα αναστατώνουν τη σύζυγο και τις τέσσερις κόρες τους, ο μεγάλος φόβος των οποίων είναι ότι θα χάσουν το μεγάλο εμπορικό πανηγύρι της περιοχής, το όμορφο αγόρι της διπλανής πόρτας, αλλά και τη σταθερότητα μιας οικείας καθημερινότητας. 

Βασισμένο στα διηγήματα της Sally Benson, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό New Yorker, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα μωσαϊκό από σημαντικά κι ασήμαντα γεγονότα οικογενειακής ζωής που εναλλάσσονται. Το θέμα μπορεί να φαίνεται βαρετό και γλυκανάλατο, όμως αυτή η ταινία παρά την ειδυλλιακή technicolor φωτογραφία της, τα υπέροχα τραγούδια (trolley song, the boy next door, από τα θρυλικά του ρεπερτορίου της Garland) και την εμμονική φροντίδα ως την τελευταία λεπτομέρεια του Vincente Minnelli, έχει μια πολύ παράξενη μελαγχολία και μια υπόγεια σκληρότητα και μόνο αν την παρακολουθήσεις μπορείς να την αισθανθείς. 

Η σκηνή σήμα κατατεθέν με την Judy Garland να τραγουδάει στη μικρή αδερφή της, Tootie (Margaret O Brian) το διάσημο Have yourself a Merry Little Christmas, την παραμονή των Χριστουγέννων αποτελεί ίσως μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τραγούδι αρχικά γράφτηκε στη μνήμη των στρατιωτών που χάθηκαν στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο κι οι πραγματικοί στίχοι του ήταν απείρως πιο σκοτεινοί. Άλλαξαν μετά από απαίτηση της ίδιας της Garland, όταν σκέφτηκε πως θα ήταν ιδιαίτερα σκληρό να τραγουδά σε ένα παιδί στίχους του τύπου “Have yourself a merry little Christmas, it may be your last, Next year we may all be living in the past” ή “No good times like the olden days, happy golden days of yore, Faithful friends who were dear to us, will be near to us no more.” 


[extra info: Η  Judy Garland θεωρούσε το ρόλο της Esther τον αγαπημένο της καριέρας της.]

Thursday, December 22, 2011

#3 Miracle on 34th Street (1947)


Ένας χοντρούλης κύριος με ολόλευκη γενειάδα ανακαλύπτει μεθυσμένο τον ηθοποιό που υποδύεται τον Άγιο Βασίλη κατά τη διάρκεια των γιορτών στο Macy’s της Νέας Υόρκης. Ο μπεκρής απολύεται και ο κύριος προσλαμβάνεται στο πόστο του από την υπεύθυνη εκδηλώσεων του καταστήματος, την ορθολογίστρια Doris Walker (την οποία υποδύεται η Maureen O Hara). Τα πάντα θα ήταν συνηθισμένα αν ο Κύριος Kris Kringle δεν ισχυριζόταν με θέρμη ότι είναι ο... πραγματικός Άγιος Βασίλης. Η Doris σκέφτεται ακόμα και να εισηγηθεί τον εγκλεισμό του σε ίδρυμα, ενώ η μικρή της κόρη (μια χαριτωμένη 8χρονη Natalie Wood) βρίσκει στον παράξενο Κύριο το πραγματικό θαύμα των Χριστουγέννων.

Η ταινία, που γυρίστηκε το 1947, εκτός από μια εξαιρετικά διασκεδαστική και τρυφερή ταινία με φόντο μια γιορτινή Νέα Υόρκη, αποτελεί κι ένα σχόλιο πάνω στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία και τον τρόπο που εκμεταλλεύεται εμπορικά τις γιορτές παραβλέποντας την πραγματική σημασία τους. Για τον George Seaton ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να αναζητά το θαύμα και τη μαγεία, στην πραγματικότητα όμως έχει κλειστά τα μάτια και την καρδιά του. Ο Kris Kringle, ακόμα κι αν είναι μόνο ένας τρελός που φαντάζεται ότι είναι ο Άγιος των Χριστουγέννων, έρχεται στη ζωή της ηρωίδας και της κόρης της για να τους διδάξει ότι η ουσία των πραγμάτων δε βρίσκεται στην αλήθεια που βλέπουν τα μάτια μας. 

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, οι παραγωγοί θεώρησαν ότι η περίοδος των Χριστουγέννων δεν ήταν καλή περίοδος εμπορικά, γι' αυτό κι η ταινία παρά το ξεκάθαρα χριστουγεννιάτικο θέμα της βγήκε στις αίθουσες την Άνοιξη του 47. Κατά τη διάρκεια της προώθησης το εορταστικό κλίμα του φιλμ αποσιωπήθηκε, έχοντας ως αποτέλεσμα το promo trailer της ταινίας να είναι ένα από τα πιο ανορθόδοξα και παράξενα trailer όλων των εποχών (όπως βλέπεις παρακάτω). Με την πάροδο των χρόνων ωστόσο το "θαύμα" πήρε τη θέση του ανάμεσα στις κλασικές ταινίες των Χριστουγέννων, γνωρίζοντας και αρκετά remake με πιο γνωστό αυτό του 1994 με τον Richard Attenborough και την Elizabeth Perkins. 


(extra info: Η ταινία αποτέλεσε μια από τις πρώτες επιχρωματισμένες ταινίες και από το 1985 κυκλοφορεί και στις δύο εκδοχές.)


Wednesday, December 21, 2011

#4 Edward Scissorhands (1990)


Όταν ακούς Tim Burton και Χριστούγεννα η ταινία που έρχεται στο μυαλό σου είναι σίγουρα το Nightmare Before Christmas. Άδικο δε σου ρίχνω μιας κι οι περιπέτειες του μελαγχολικού Jack Skellington στη χώρα των Χριστουγέννων, απενοχοποίησαν τις ημέρες των εορτών ακόμα και για τους πιο σκοτεινους σινεφίλ δίνοντάς τους την ευκαιρία να νιώσουν έστω και κλεφτά το πνεύμα των ημερών. 

Κι όμως, κάνω την ανατροπή κι επιλέγω για τη λίστα μας μια άλλη ταινία του Burton: τον κλασικό πλέον Ψαλιδοχέρη. Ο λόγος δεν είναι ξεκάθαρος. Θες τα υπέροχα γλυπτά από πάγο; θες το παραμυθένιο στόρι με τα ανθρωπιστικά διδάγματα του τύπου "αγάπα τον πλησίον σου" ή "αποδέξου τη διαφορετικότητα; ή μήπως η ονειρεμένη μουσική του Danny Elfman και η χαρακτηριστικότερη  (κι ίσως καλύτερη) ερμηνεία του Johnny Depp στη μεγάλη οθόνη;

Μάλλον όλα τα παραπάνω κι άλλα τόσα. Σημασία έχει οτι ο Ψαλιδοχέρης πέρα από αφετηρία της (σχεδόν αποκλειστικής) συνεργασίας του Depp με τον Burton αποτελεί και την πιο ενδεικτική αισθητικά ταινία της φιλμογραφίας του αλλόκοτου δημιουργού, καθώς κι ένα από τα πιο γοητευτικά κινηματογραφικά παραμύθια για ενηλίκους. Και φυσικά πριν ακόμα γεννηθούν οι σημερινοί Emo (ή μάλλον πάνω – κάτω τη χρονιά που γεννιούνταν) υπήρχε ήδη ο Edward προετοιμάζοντας το έδαφος με τα ψαλιδένια του χέρια. 


[extra info: Το 2005 ο κορυφαίος Βρετανός χορογράφος Matthew Bourne παρουσίασε μια χορευτική εκδοχή της ταινίας στο Sadler's Wells Theatre του Λονδίνου.]


Tuesday, December 20, 2011

#5 White Christmas (1954)


Πάρε τον Bing Crosby, τον Danny Kaye, την Rosemary Clooney και μια αγκαλιά τραγούδια του Irving Berlin, όπως το "White Christmas" και "It’s cold outside" (που λόγω αυτής της ταινίας έμειναν τα απόλυτα jazz standards των γιορτών), κι αν δεν αρχίσει να χιονίζει έξω απ’ το παράθυρο σου, μπορείς να παραιτηθείς από κάθε ελπίδα για χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα. 

Η υποτυπώδης πλοκή δεν είναι παρά η αφορμή για να ενωθούν τα ταλέντα των τριών ηθοποιών – τραγουδιστών με αυτό της διάσημης χορεύτριας των χολιγουντιανών μιούζικαλ Vera – Ellen: δυο βετεράνοι του Β παγκοσμίου πολέμου ενώνουν τις δυνάμεις τους ως καλλιτεχνικό ντουέτο και γίνονται αστέρια στο Broadway (αυτό έλειπε). Σε μια περιοδεία στη Florida γνωρίζουν δυο φιλόδοξες χορεύτριες και ξεκινάνε μαζί τους μια περιοδεία στο Vermont. Τραγούδια, παρεξηγήσεις, περιπέτειες, πάλι τραγούδια και φυσικά ρομάντζο. Ε, χριστούγεννα είναι, τί άλλο να ζητήσει κανείς; 

Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 1954 κι όπως ήταν αναμενόμενο σημείωσε τεράστια επιτυχία, κατακτώντας την εισπρακτική κορυφή της χρονιάς. Παρά την επιτυχία των τραγουδιών, λόγω συμβολαίων τους σε αντίπαλες εταιρίες, ο Bing Crosby κι η Rosemary Clooney δε μπόρεσαν να ηχογραφήσουν το soundtrack. Υπήρξε ωστόσο ένα studio album με την Peggy Lee να αντικαθιστά την Clooney. 

 
[extra info: Το ομότιτλο τραγούδι, κέρδισε όσκαρ καλύτερου τραγουδιού... 12 χρόνια πριν, καθώς πρωτοπαρουσιάστηκε to 1942 στην ταινία Holiday Inn.] 


#6 Rent (2005)


Το Rent είναι για τη δεκαετία του 90, ό τι υπήρξε το West Side Story για τα 60s ή το Hair για τα 70s: το έργο που εξέφρασε μια ολόκληρη γενιά, ανανέωσε τη σχέση της με το θέατρο και άλλαξε τον κώδικα του μιούζικαλ ως θεατρικού είδους‧ εξ’ ου κι είχε τη σπάνια τιμή πέρα από Tony να κατοχυρώσει στις περγαμηνές του κι ένα πολλά βαρύ Pulitzer. 

Το 2005 ο Chris Colombus συγκεντρώνει (σχεδόν ολόκληρο) το αρχικό καστ του Broadway και προχωρά σε μια μάλλον μέτρια κινηματογραφική μεταφορά, αποδεικνύοντας πόσο δεμένο αισθητικά είναι το RENT στην αντίληψη του κοινού  με τη δεκαετία του 90, αλλά και πόσο έγραψε ο χρόνος που πέρασε πάνω στους πάλαι ποτέ 25χρονους πρωταγωνιστές.

Η δράση εκτυλίσσεται (όπως και στο θεατρικό) μέσα σε ένα χρόνο, από την παραμονή Χριστουγέννων του 1989 μέχρι εκείνη της επόμενης χρονιάς. Οι ήρωες, μια παρέα μποέμ καλλιτεχνών από το East Village της Νέας Υόρκης, έρχονται αντιμέτωποι με τη φτώχεια, την αποτυχία, τα ναρκωτικά, το aids, αλλά και τον έρωτα, την τέχνη, τη φιλία πραγματοποιώντας το οριστικό πέρασμα στην ενηλικίωση. Το φάντασμα του Puccini πλανάται πάνω απ’ τα κεφάλια τους, ενώ ο αδικοχαμένος Jonathan Larson μας παραδίδει την ελεγεία μιας χαμένης γενιάς. 


[extra info: διάβασε τι είχε γράψει ο Jirashimosu όταν είχε δει την ταινία.]



Monday, December 19, 2011

#7 The Muppet Christmas Carol (1992)


Ο Ebenezer Scrooge είναι ο αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής των ημερών. Ήρωας της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του Charles Dickens, ο φιλάργυρος μισάνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με τα πνεύματα των Χριστουγέννων, αλλάζει την κοσμοθεωρία του  και καταλήγει ένα διαχρονικό σύμβολο της πραγματικής σημασίας των γιορτών. 

Το 1992, δυο χρόνια μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Jim Henson, ο γιος του Peter, με τη συνδρομή της Disney, αποφασίζει να γυρίσει μια εκδοχή της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας με πρωταγωνιστές ολόκληρο τον θίασο των παλαβών μαριονετών του Muppet Show. Ο Kermit, η Miss Piggy, o Gonzo, οι Statler & Waldorf κι όλοι οι γνωστοί χαρακτήρες, υποδύονται τους ήρωες της ιστορίας, πλαισιώνοντας τον αυστηρό Βρετανό Michael Caine, που δίνει ρέστα στο ρόλο του Scrooge. 

Το αποτέλεσμα είναι ένα χαριτωμένο μιούζικαλ με πρωτότυπα τραγούδια του Paul Williams, το οποίο παραδόξως μένει πιστό στο πνεύμα του βιβλίου του Dickens. H Disney πάντως δεν ενθουσιάστηκε με τη χλιαρή υποδοχή της ταινίας από το κοινό, ωστόσο η "Χριστουγεννιάτικη ιστορία των Muppet" ξεχωρίζει ως η πιο πρωτότυπη, διασκεδαστική κι ανορθόδοξη εκδοχή ενός έτσι κι αλλιώς πολυδιασκευασμένου μυθιστορήματος. 


[extra info: Φέτος τα Muppets επιστρέφουν στη μεγάλη οθόνη μετά από 12 ολόκληρα χρόνια και πάλι σε παραγωγή της Disney.]

7 films for Christmas


Χτες το βράδυ, σε ένα τραπέζι ανοιχτόκαρδο και κεφάτο, παρά την ευφρόσυνη ατμόσφαιρα, νιώσαμε όλοι πως έλειπε κάτι πολύ βασικό: αυτό που θα ονομάζαμε εορταστικό πνεύμα. Συλλάβαμε τους εαυτούς μας να κανονίζουν ρεβεγιόν, εξόδους κι εξορμήσεις κάπως μηχανικά και αδιάφορα, σαν από ημερολογιακή συνήθεια κι όχι από επιθυμία. Ακόμα κι αν βρισκόμαστε βαθιά στην καρδιά των γιορτών, κι αν απομένει μόλις μια εβδομάδα για τα Χριστούγεννα, κι αν οι δρόμοι και τα καταστήματα (ομολογουμένως κάπως δειλά και μουδιασμένα) έχουν ντυθεί στα γιορτινά, άπαντες οι συνδαιτυμόνες παραδεχτήκαμε ότι δε νιώθουμε Χριστούγεννα στο ελάχιστο, κι ούτε γνωρίζουμε κάποιον που νιώθει. 

Τέτοιες εποχές, τέτοια λόγια θα μου πεις. Μέσα στη γενικότερη γκρίνια και μιζέρια ποιος έχει κέφι για γιορτές και πανηγύρια. Κι όμως γιορτές σαν τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά ανέκαθεν αποτελούσαν αφορμή για μια ανανεωτική αυθυποβολή χαράς, δημιουργικής ενδοσκόπησης και –γιατί όχι- επανεκκίνησης. Ένα πλαίσιο στο οποίο επιτρέπουμε στο γκρινιάρη Εμπενίζερ εαυτό μας να εισέλθει, για να ξεχάσει έστω και προσωρινά τα προβλήματα που τον απασχολούν. Και ναι σε αυτή τη φάση υπάρχουν περισσότερα προβλήματα από ποτέ, ευτυχώς όμως όχι τόσα για να μας στερήσουν τα Χριστούγεννα. 

O Jirashimosu τελικά απεφάνθη ότι μάλλον δεν υπάρχουν αρκετές αφορμές για να νιώσουμε τα φετινά Χριστούγεννα. Εφόσον η διάθεσή μας από μόνη της είναι απρόθυμη, χρειάζεται κάποιος ή κάτι να μας σπρώξει στη σύμβαση με όλα τα τετριμμένα χαριτωμένα της εποχής. Και τότε έπεσε η ιδέα: το μόνιμο καταφύγιο - το σινεμά. Το σινεμά πάντα είναι αυτό που φτιάχνει το παραμύθι όταν το δεύτερο αρνείται να συνεργαστεί με την πραγματικότητα. 

Εφτά ταινίες λοιπόν. Μία για κάθε μέρα μέχρι ανήμερα τα Χριστούγεννα θα αναρτώνται στο jirashimoσπιτο με την ελπίδα να προσελκύσουν τα φοβισμένα Χριστούγεννα στην καθημερινότητα μας. Ταινίες κλασικές και αγαπημένες, δεμένες με τα παιδικά μας χρόνια, ταινίες placebo των γιορτών, τις οποίες ο γράφων επιμένει να βλέπει και να ξαναβλέπει κάθε χρόνο κι αποφασίζει φέτος να τις μοιραστεί και με τους επισκέπτες τούτου εδώ του ιστολογίου. 

Αν λοιπόν θέλεις να νιώσεις γιορτές και έχεις ένα δίωρο κάθε μέρα διαθέσιμο, νοίκιασε, κατέβασε, δανείσου, αγόρασε, κάλεσε έναν, δύο ή τρεις αγαπημένους, χαμήλωσε τα φώτα, βάλε ένα τσάι, καφέ ή ποτό και πάτα play. Αν δε βλέπεις πουθενά γύρω σου τα Χριστούγεννα, ίσως κρύβονται στην οθόνη.

Thursday, December 15, 2011

memo


Το έχω παρατηρήσει. Όποτε είμαι σε φάση προετοιμασίας δίσκου κλειδώνω. Ενεργοποιείται στο κεφάλι μου ένας περίπλοκος μηχανισμός ασφαλείας και μ' αναγκάζει να αφήσω τον έξω κόσμο απ' έξω. Μη κι αποδράσει η συνοχή των λέξεων και των νοημάτων. Μην πάρει αέρα ο άλλος κόσμος ο αντίπαλος που προσπαθώ να φτιάξω. κάτι με τις ισορροπίες και την αντιπαλότητά τους τέλος πάντων.

Ωστόσο περνάει επικίνδυνα ο Δεκέμβρης και τελειώνει μια χρονιά, κατά την οποία δεν ήμουν κι ο συνεπέστερος blogger κι οι ενοχές μου βρήκαν ευκαιρία να στήσουν χορό. Γράφω λοιπόν ένα ασήμαντο ποστ ως memo στον εαυτό jirashimosu για να του υπενθυμίσω πως αυτό το σπίτι δεν είναι εγκαταλελειμμένο, ούτε αποθήκη για ο, τι περισσεύει από τα υπόλοιπα διαμερίσματα. Το δωμάτιο τούτο είναι καταφύγιο, εδώ και 6 ολάκερα χρόνια, κι αν είμαστε καλά θα παραμείνει και για τα επόμενα 6 (μην το παρακάνουμε κιόλας με την αισιοδοξία.)

Κατα τ' άλλα γύρω πληγωμένα Χριστούγεννα, που όμως παραμένουν αφορμή για να δώσουμε και να πάρουμε αγάπη. Κι αν δεν έχουμε, να τη ζητήσουμε. Δεν είναι ντροπή να ζητάς αγάπη. Ντροπή είναι να μην έχεις.

ΥΓ. Δε μου πήγαινε καρδιά να διώξω τη θλιμμένη κυρία της Diane Arbus από το προηγούμενο post‧ γι' αυτό και την αντικατέστησα με αυτή την επίκαιρη, ταιριαστή κι αγαπημένη φωτογραφία της.


Wednesday, November 30, 2011

the secret

 
"A photograph is a secret about a secret. The more it tells you the less you know".


Diane Arbus

Monday, November 28, 2011

Photos de Paris.


To Marais από άκρη σε άκρη, o Munch και το Danser sa Vie στο Pompidou, το Απόγευμα ενός Φαύνου κι ο Nijinsky, το Pain Quotidien με τα Croissants aux Amandes, τα feuilles mortes (ή φύγε μόρτε), η στάση της Republique, η Boulangerie με τις baguettes jambon et fromage, οι tartelettes aux framboises, τα parisprix, το beaujolais του 2011, το αόρατο τιρμπουσόν, τα πλαστικά πιρούνια στο χρηματοκιβώτιο, οι "τελευταίες μέρες" σε πρώτη ακρόαση, το ηλεκτροσόκ της Diane Arbus στο Jeu de Paume, η βροχή έξω και μέσα, το τελευταίο της σημειωματάριο κι ο υπογραμμισμένος Πλάτωνας, το Voluptas κι ο Oscar Wilde στο Orsay, η μικρή χορεύτρια του Degas που χωρίσαμε στο Λονδίνο κι ανταμώσαμε δυο βδομάδες μετά στο Παρίσι, ο Monet, ο Van Gogh κι όλοι εκείνοι που ξεφυλλίζεις από παιδί στα λευκώματα και συναντάς ένα φθινοπωρινό απόγευμα από κοντά, η Isabelle Huppert ως Blanche στο Odéon, το Etat Libre d’Orange με τον Tom of Finland, το Fat Electrician και το Jasmin et Cigarettes, το παραμύθι που πάντα θα το αγοράζουμε όσο κι αν κοστίζει, που πάντα θα το μετανιώνουμε μετά, "Mon professeur de français" (με την αμερικάνικη προφορά της Margo Martindale), το Both Sides Now της Joni Mitchel και η Adele κατά μήκος του Σηκουάνα, η νυχτερινή βόλτα στην Παναγιά των Παρισίων και στα χριστουγεννιάτικα περίπτερα, το vin chaud, τα ζαχαρωτά, τα σαπούνια Μασσαλίας, το entrecote, η Place des Vosges και η βεράντα της Isabella Rosselini, το la Menteuse της Corinne Marchand, οι μυστικοί κώδικες, το Corbeau στη Rue des Archives, το Merci και το Face με τον κινηματογραφικό τροβαδούρο του, ο δρόμος της γάτας που ψαρεύει, που είναι ο πιο στενός δρόμος του Παρισιού, η Τσούλρι και το Σάτλε, η πλατεία της Μονμάρτρης που είναι σαν πίνακας του Monet, τα παρακμιακά sex shop της Pigalle, οι δεκάδες γλυκιές Ίρμες, οι Ρώσοι πρίγκιπες του Kusmi, η τσαγιερί του Mariage Freres με το So in Love του Cole Porter στα ηχεία, το τσάι των ιμπρεσιονιστών με τα γαλάζια λουλούδια του, τα πολύχρωμα πουκάμισα του Cotondoux κι ένα ψυχεδελικό μπλέ – ηλεκτρίκ φουλάρι – παρόρμηση, τα σορμπέ κι η crème brulee, οι παγωμένες Quiche Lorraine και τα ζεστά starbucks, το Cox κι η φωτισμένη Παναγιά των Λουλουδιών στη βιτρίνα του Mille Feuilles, η επίθεση των οργισμένων πτηνών, οι κήποι του Λουξεμβούργου και το πικ νικ κάτω από τα δέντρα, το Café de Flore στην Boulevard St Germain και το Les Amies de places blanche, τα φαντάσματα του Sartre και της Beauvoir, το πλανόδιο παζάρι με τους ανεκτίμητους θησαυρούς, το συλλεκτικό Façade με την Catherine Deneuve, τα λευκώματα τέχνης σε ένα κρυφό βιβλιοπωλείο σε μια στοά, ο τελευταίος απογευματινός περίπατος στη Avenue Montaigne με φόντο τον πύργο του Άιφελ κι ένα αόρατο κέρμα που κύλησε στο ποτάμι. Μια υπόσχεση. Και μια εκπλήρωση. 

Αν υπάρχει ένας τρόπος να μιλήσεις για ένα ταξίδι είναι μόνο με εικόνες.


Monday, November 21, 2011

à Paris


 Όταν με ρωτάνε γιατί αγαπάω το Παρίσι, δίνω πάντα την ίδια απάντηση: 
γιατί έχει φαντάσματα.



Thursday, November 17, 2011

εδώ σχολείο...


Έχω μια φίλη δασκάλα. Σε σχολείο. Σχολεία είναι τα ιδρύματα που παρέχουν βασική εκπαίδευση. Προσοχή! όχι παιδεία‧ εκπαίδευση. Είναι γνωστό πως η παιδεία – η βασική έστω - δίνεται από την οικογένεια αρχικά και στη συνέχεια από την κοινωνία. Τα σχολεία λοιπόν δεν είναι φορείς παιδείας, εκτός κι αν πέσει στο δρόμο των παιδιών κάνας λοξός δάσκαλος, ο οποίος θα αποφασίσει να αφήσει στην άκρη το δημοσιοϋπαλληλίκι και να τους διδάξει κάποια βασικά πράγματα πνευματικής επιβίωσης, όπως λόγου χάρη τα πραγματικά γεγονότα με την κριτική τους αντιμετώπιση, την αισθητική και το πιο επικίνδυνο και αντισχολικό απ’ όλα, την αμφιβολία. 

Είχα μια συζήτηση με τη φίλη δασκάλα για τη γιορτή του Πολυτεχνείου και για το πως τη χειρίζεται το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Θεωρώ τη συγκεκριμένη γιορτή την πιο ζόρικη του σχολικού εορτολογίου μιας και οι προεκτάσεις της φτάνουν ευδιάκριτες κι επιθετικές μέχρι τις μέρες μας και σε πολύ μεγάλο βαθμό ευθύνονται για πολλά από τα σημερινά κακώς κείμενα. Σε αντίθεση με τις άλλες δυο εθνικές γιορτές, που εύκολα περιορίζονται σε επετείους μνήμης με αποστάσεις ασφαλείας από το παρόν, το Πολυτεχνείο είναι μια αφορμή αφύπνισης της σκέψης και επεξήγησης όρων τόσο παρεξηγημένων όσο και ζωτικής σημασίας, όπως η δημοκρατία κι η κατάλυσή της, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, η ελευθερία σκέψης και λόγου, το δικαίωμα του ανθρώπου στην αυτοδιάθεση και τόσα άλλα. 

Η νέα δασκάλα, από εκείνους τους μαχόμενους, προικισμένους και λοξούς εκπαιδευτικούς που ανέφερα παραπάνω, μου επιβεβαίωσε απογοητευμένη αυτό που έτσι κι αλλιώς υποπτευόμουν. Το ελληνικό σχολείο αντιμετωπίζει την 17η Νοεμβρίου διεκπεραιωτικά, επιδερμικά, ακίνδυνα και ίσως διαβρωτικά. Τα πραγματικά γεγονότα περιορίζονται στην είσοδο του Τανκ στο πολυτεχνείο, ενώ δε δίνονται ξεκάθαροι ορισμοί για καμία έννοια. Για τα παιδάκια του δημοτικού η δικτατορία είναι στην καλύτερη περίπτωση το βαρύ όχημα που σκότωσε κάποιους φοιτητές στο πολυτεχνείο, και στη χειρότερη η προσωποποιημένη Κυρία Ρία Δικτατορία που θέλει να μπει στο σπίτι της Κυρα Δημοκρατίας για να την κλέψει. Με άλλα λόγια στο παιδικό μυαλό που αγαπά τις εικόνες, τα δυο πολιτεύματα για τα οποία έχει χυθεί αίμα χιλιάδων ανθρώπων ανά την υφήλιο δεν είναι παρά ο καυγάς δυο γυναικών της γειτονιάς, σε ανόητα θεατρικά σκετσάκια αγοραίου επιθεωρησιακού χαρακτήρα. Για την ιστορία, σημαντικότατα ποιήματα, τραγούδια και κείμενα έχουν γραφτεί από πλήθος πνευματικών ανθρώπων της εποχής και είναι άμεσα προσλήψιμα από παιδιά με την κατάλληλη φυσικά καθοδήγηση. Ποιος όμως να κάτσει να ασχοληθεί με τέτοια επικίνδυνα πράγματα, όταν μάλιστα δεν το πληρώνεται υπερωρία. 

Το πιο τρομακτικό απ’ όλα όμως δεν εντοπίζεται στη διεκπεραιωτική αντιμετώπιση του σχολείου. Το ελληνικό σχολείο άλλωστε, εδώ και χρόνια λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο, κυνηγώντας μάλλον ένα πρόγραμμα παρά τη γνώση. Το πραγματικά απογοητευτικό βρίσκεται στην αντιμετώπιση της ημέρας της 17ης Νοεμβρίου από τα σπίτια των παιδιών, από τους γονείς και το άμεσο περιβάλλον τους. Για κάποιους μαθητές η δικτατορία είναι κάτι αφηρημένα κακό, κάποιοι άλλοι δεν κατανοούν τι αρνητικό έχει ένα πολίτευμα που μας επιτρέπει να καθόμαστε ήσυχοι στα σπίτια μας και να αποφεύγουμε τις φασαρίες (αυτά είναι προφανώς τα παιδιά που έχουν στο σπίτι τουλάχιστον έναν παππού η γιαγιά με την καραμέλα «μια χούντα μας χρειάζεται») και υπάρχουν κι εκείνοι οι μαθητές – κι αυτό οφείλω να ομολογήσω πως με σόκαρε περισσότερο – που έχουν παγιωμένη άποψη από το σπίτι τους, ότι η γιορτή του Πολυτεχνείου είναι κάτι κακό κι «επιβεβλημένο από τους ξένους». Η φίλη μου με διαβεβαίωσε μάλιστα πως αυτή η τελευταία άποψη δεν οφείλεται στην παρεξήγηση ενός εφτάχρονου αλλά σε επιβεβαιωμένη θεωρία από τους ίδιους τους (νεαρούς) γονείς του. 

Έρχομαι λοιπόν κι αναρωτιέμαι: για ποια αλλαγή παλεύουμε αν η επόμενη γενιά έχει ήδη στρατολογηθεί στην αποχαύνωση; Ποια νέα τάξη πραγμάτων θα δρομολογηθεί όταν στην ουσία τα παιδιά δεν είναι παρά μικρογραφίες των δικών μας λαθών; Για τη δική μου γενιά είχα πάντα έναν κρυφό φόβο ότι πηγαίναμε ντουγρού στην απώλεια κάθε υπαρξιακής αυτονομίας. Δε ζήσαμε αρκετά φτωχοί για να παλέψουμε, ούτε αρκετά πλούσιοι για να φτιαχτούμε δια βίου. Δεν αφυπνίστηκε ποτέ ιδιαίτερα το πνεύμα μας γιατί δε χρειάστηκε. Μαζέψαμε ειδικές γνώσεις για καλύτερη αποκατάσταση αλλά – η μεγάλη τραγωδία μας – ούτε αυτές μας χρειάστηκαν. Γεννηθήκαμε από εξίσου φοβισμένους γονείς οι οποίοι είχαν περάσει πολλά και γλίτωσαν παρά τρίχα. Μας φόρτωναν με περιττά για να μη ζήσουμε το ίδιο, παραλείποντας όμως κάθε ουσία. Και γίναμε η γενιά των αιωνίων παιδιών που δεν ενηλικιώθηκαν ποτέ. Η γενιά που σιγά – σιγά τεκνοποιεί και ανανεώνει τον πληθυσμό αυτού του πολύπαθου έθνους με άλλα παιδιά, αδυνατώντας να τους διδάξει επιβίωση, γιατί δεν χρειάστηκε να τη μάθει ποτέ ως τώρα. Κι όμως είναι ακριβώς αυτά τα καινούργια παιδιά που πρέπει να προφυλαχτούν από την άγνοια, την αλλοίωση, την παθητικότητα. Γιατί αν υπάρχει μια ελπίδα να πάει ο κόσμος ένα βήμα πιο μπροστά, την κουβαλάνε αυτά τα παιδιά. 


Tuesday, November 08, 2011

London Walk


Ένα ταξίδι στο Λονδίνο. Μια παρόρμηση της στιγμής που δεν κατεστάλη. Γιατί όσο μεγαλώνεις κι η ζωή σοβαρεύει συνειδητοποιείς πως δεν αξίζει να καταπιέζεις αυτά που θέτουν υποψηφιότητες σωτηρίας. Με όποιο κόστος. Και γιατί η ομορφιά πλέον κοστίζει κι είναι σπάνια. Και πέντε μέρες είναι αρκετές για να ανανεώσεις τους δεσμούς με μια επιλεγμένη πατρίδα και να πάρεις λίγο από τον αέρα της. Σε μια εποχή που το οξυγόνο περιορίζεται όλο και περισσότερο. Ανάσες. Υπάρχουν ακόμα. Σκορπισμένες ανά τον κόσμο. Σε δρόμους που δεν περπατάς όσο συχνά θα ήθελες. Σε ανθρώπους που δε συναντάς καθημερινά. Σε μουσεία και παραστάσεις. Σε συναυλίες και εκθέσεις. Σε καταστήματα και σε εστιατόρια. Σε συνθήκες, σε κουβέντες, σε καφέδες, σε αγγίγματα και βλέμματα. Σε πιθανότητες. Σε βεβαιότητες. Σε εκπληρώσεις κι υποσχέσεις. Σε ο, τι μπορεί να σε μεταφέρει τέλος πάντων σε μια παράλληλη ουσιαστική πραγματικότητα – έστω και προσωρινή. Μια πραγματικότητα που σου λέει ότι η ζωή συνεχίζεται έξω από τις δυσκολίες σε ένα μέλλον ανοιχτό κι όχι τόσο απρόσιτο, όσο υπαγορεύει ο φόβος. 

Όσο μπορώ να ταξιδεύω, θα μπορώ να ανασαίνω. Κι όσο δε θα έχω συγκεκριμένη πατρίδα, θα είμαι ελεύθερος να κατοικώ σε στιγμές που κανείς δεν προγραμμάτισε για μένα, παρά μόνο μια σύμπτωση που καταγράφεται ως βιωμένο γεγονός, από καθαρή τύχη και μόνο. Δεν είναι λίγο. Είναι η μία και μοναδική ουσία της ύπαρξης.

Sunday, November 06, 2011

o superman



Ω Υπεράνθρωπε. Ω κριτή. Ώ Μαμά και Μπαμπά. Μαμά και Μπαμπά. Ο Υπεράνθρωπε. Ο Κριτή. Ώ Μαμά και Μπαμπά. Μαμά και Μπαμπά. Γεια. Αυτή τη στιγμή απουσιάζω. Αν θέλετε να αφήσετε μήνυμα, αρχίστε να μιλάτε με το χαρακτηριστικό σας ήχο. 

Εμπρός; Είμαι η Μαμά. Είσαι εκεί; Έρχεσαι σπίτι; Εμπρός; Είναι κανείς εκεί; Λοιπόν, δε με ξέρεις, μα εγώ σε ξέρω. Κι έχω ένα μήνυμα για σένα. Έρχονται τα αεροπλάνα. Γι’ αυτο ετοιμάσου. Ετοιμάσου να φύγεις. Μπορείς να έρθεις όπως είσαι, και πληρώνεις όταν φύγεις. Πληρώνεις καθώς φεύγεις. 

Και είπα: Εντάξει. Ποιος είναι στ’ αλήθεια; 

Κι η φωνή είπε: Είμαι το χέρι. Το χέρι που παίρνει. Είμαι το χέρι, το χέρι που παίρνει. Είμαι το χέρι, το χέρι που παίρνει. Έρχονται τα αεροπλάνα. Τα αμερικάνικα αεροπλάνα. Τα φτιαγμένα στην Αμερική. Καπνιζόντων ή μη; 

Κι η φωνή είπε: Ούτε το χιόνι, ούτε η βροχή, ούτε η θλίψη της νύχτας εμποδίζουν αυτούς τους μεταφορείς από την ταχεία ολοκλήρωση των καθορισμένων τους πτήσεων. Γιατί όταν χάνεται η αγάπη, υπάρχει η δικαιοσύνη. Κι όταν χάνεται η δικαιοσύνη, υπάρχει η δύναμη. Κι όταν χάνεται κι η δύναμη, υπάρχει πάντα η Μαμά. 

Γεια σου Μαμά! Κράτα με, Μαμά, στα μακριά σου χέρια. Κράτα με Μαμά, στα μακριά σου χέρια. Στα αυτόματα σου χέρια. Στα ηλεκτρονικά σου χέρια. Στα δικά σου χέρια. 

Κράτα με, Μαμά, στα μακριά σου χέρια. Στα πετροχημικά σου χέρια. Στα πολεμικά σου χέρια. Στα ηλεκτρονικά σου χέρια. 


-Laurie Anderson

Wednesday, October 26, 2011

έρχονται οι μέρες...


Είναι γεγονός και νομίζω θα συμφωνήσουν κι οι δυο τους: είναι λίγες οι φορές που δουλεύουμε ένα album με το Θέμη και τη Νατάσσα και το διασκεδάζουμε τόσο πολύ. Σπάνια οι συναντήσεις για την επιλογή κομματιών, τη δοκιμή τόνων, ενορχηστρώσεων, ερμηνευτικών δρόμων και την ηχογράφηση οδηγών αποτελούν τόσο ευχάριστη διαδικασία. Κι ας μην είναι κανείς μας στην καλύτερη ψυχολογική φάση (πως θα μπορούσαμε άλλωστε με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας). Κι ας έχει ο καθένας ένα σωρό θέματα στο κεφάλι του, είναι αδιαμφισβήτητο πως η προετοιμασία του επερχόμενου δίσκου, μας φτιάχνει τη διάθεση. Μια συνεδρία μετά μουσικής. Συμβαίνει από μόνο του, χωρίς να το καταλάβει κανείς μας, παρά μόνο όταν συνειδητοποιούμε ότι γυρνάμε σα φορτισμένα ηλεκτρόνια σε ένα δωμάτιο, τραγουδώντας δυνατά, έχοντας ξεχάσει προσωρινά τα προβλήματα που μας απασχολούν. Ακόμα κι αυτή η τάση της προσοχής μας να διασπάται με το παραμικρό και να καταλήγουμε να συζητάμε ή να κάνουμε ένα σωρό άσχετα πράγματα, συνειδητά μπαίνει στο περιθώριο, μιας κι η δουλειά αποτελεί ουσιαστική πηγή χαράς.

Καταλήγω (σιγά το συμπέρασμα) ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη τύχη από τη δυνατότητα ψυχοθεραπείας που σου προσφέρει η Τέχνη, σε όποια της μορφή, αρκεί να μπορείς να αφεθείς μέσα της εντελώς καθαρός, ειλικρινής και αδέσμευτος. Δε μπορώ να σκεφτώ ομορφότερο δώρο από την προοπτική να αφήσεις -έστω και για λίγο- πίσω τον πραγματικό κόσμο, ή ακόμα και να τον μετουσιώσεις σε κάτι πιο θελκτικό και όμορφο, κάτι αποκλειστικά δικό σου.  Ωστόσο η μεγαλύτερη ικανοποίηση ερχεται όταν αυτό που κάνεις σε πηγαίνει από μόνο του, σε ένα δρόμο δικό του, τον οποίο ακολουθείς αδιαμαρτύρητα λες κι είναι η πιο αυτονόητη και φυσική διαδρομή του κόσμου. Κι αν είμαστε πλέον τρεις άνθρωποι σε διαφορετικά μονοπάτια, είναι παρήγορο ότι η προσωπική ανάγκη του καθενός μας φέρνει και πάλι να συναντηθούμε στην ίδια αφετηρία, με τις ίδιες προσδοκίες για το ταξίδι και την ίδια προσμονή για τον προορισμό. Ναι, εντάξει, δεν είναι όλα ιδανικά κι ονειρεμένα. Υπάρχουν και τα μεγάλα ερωτηματικά, και η ανασφάλεια και οι αμφιβολίες, αυτά όμως είναι μέσα στο πρόγραμμα όταν ξεβολεύεσαι από αυτό που ξέρεις ότι περιμένουν από σένα και επιχειρείς να ψαχτείς σε νέο δρόμο (καλό ή κακό κανείς δεν ξέρει - ο καιρός θα το δείξει). Τουλάχιστον όσο οι τρεις μας είμαστε συντονισμένοι σε αυτό που επιθυμούμε να κάνουμε, τα υπόλοιπα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.

Είναι η πρώτη φορά που διακρίνω μια ωριμότητα στις επιθυμίες και των τριών και μια πρωτόγνωρη σύμπνοια στον τρόπο επίτευξης του τελικού αποτελέσματος. Βλέπω το Θέμη σίγουρο για τους ηχητικούς του δρόμους, κι ακόμα κι οι επιμέρους αμφιβολίες του (απόρροια της έμφυτης ανασφάλειας του), τον πάνε από μόνες τους εκεί που ο ίδιος κατά βάθος επιθυμεί. Βλέπω τη Σαντέζα να ενεργοποιεί αβίαστα τους κατάλληλους ερμηνευτικούς της κώδικες και να εξερευνά νέες περιοχές της που αγνοούσαμε κι οι τρεις. Όσο για μένα επιτρέπω στον εαυτό μου απλώς να αφουγκράζεται παλμούς και να καταγράφει συνειρμικά αισθήματα, χωρίς να παρεμβάλλω το παραμικρό φίλτρο ή κριτική σκέψη. Κι όλα αυτά συμβαίνουν με μια φυσικότητα σαν να τα υποβάλλει κάποιος ή κάτι, ή σαν να δουλεύουμε αυτό το album με ένα σαφέστατα διατυπωμένο εγχειρίδιο. 

Η αλήθεια είναι πως αυτό το κρυφό εγχειρίδιο όντως υπάρχει και δεν είναι ούτε η όποια εμπειρία έχουμε αποκτήσει στην προετοιμασία ενός δίσκου, ούτε μια τυχαία σύμπτωση, που έπεσε από τον ουρανό για να κάνει τη δουλειά μας ευκολότερη. Ο μυστικός υποβολέας μας είναι η συγκεκριμένη χρονική στιγμή με όλα όσα συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας. Είναι η εποχή που τελειώνει και συμπίπτει με μια προσωπική μας ηλικιακή μετάβαση η οποία είχε έτσι κι αλλιώς δρομολογηθεί πριν τιναχτεί ο κόσμος, όπως τον ξέραμε, στον αέρα. Είναι πάνω απ' όλα η μεταξύ μας σχέση, αλλά και η αναθεωρημένη έκδοση των εαυτών μας, όπως προέκυψε μέσα από το χρόνο που έχουμε περάσει μαζί (και αισίως οδεύει σπιντάτος στη δεκαετία). Μιλάω και πάλι (ίσως καταχρηστικά) εξ' ονόματος των τριών, όμως πιστεύω κι οι δυο τους θα συμφωνούσαν μαζί μου: νιώθουμε πολύ τυχεροί που μπορούμε να κοιτάξουμε τον κόσμο στην παρούσα φάση και να τον δούμε από δυο πλευρές. Νιώθουμε ακόμα πιο τυχεροί που μπορούμε να μοιραστούμε την οπτική μας και πάνω απ' όλα τη χαρά μας. Γιατί τελικά σε αυτούς τους δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς, η χαρά είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που μπορεί να μοιραστεί κανείς.


Sunday, October 23, 2011

το πλάσμα


Μέσα σου κοιμάται ένα αρχαίο πλάσμα, σκεπασμένο από τόνους σκόνης. Έχεις ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξη του. Δεν αλλάζει ποτέ πλευρό, δεν ονειρεύεται ποτέ, μόλις και μετα βίας ανασαίνει. Αν το θυμόσουν έστω και λίγο θα μπορούσες να το θεωρήσεις νεκρό. Τώρα όμως είναι απλώς ανύπαρκτο. Ένα από τα εκατοντάδες απομεινάρια πιθανοτήτων που έχεις θάψει μέσα σου κατά καιρούς. 

Που και που σου έρχονται κάποιες φευγαλέες εκλάμψεις της παλιάς του ύπαρξης. Σαν déjà vu που, πριν καταγραφεί στις βιωμένες μνήμες, τοποθετείται αυτόματα στα αφηρημένα προαισθήματα. Το θυμάσαι άξαφνα να έχει παλμό και ρέον αίμα στις φλέβες, να επιθυμεί και να έχει ανάγκες. Το θυμάσαι να μην απογοητεύεται, να ελπίζει, να σπαρταρα στην παραμικρή προοπτική. 

Κι όμως το αλλόκοτο αυτό πλάσμα, όσο κι αν δεν του φαίνεται, στην πραγματικότητα μόνο κοιμάται. Δεν έχει καμιά διάθεση να εγκαταλείψει τη ζωή, χωρίς κάποτε να την εκπληρώσει όπως επιθυμούσε μια φορά κι έναν καιρό. Είναι πασιφανές ότι δε θα το καταφέρει ποτέ, τουλάχιστον χωρίς να τινάξει έναν ολόκληρο κόσμο στον αέρα, ωστόσο ποιος μπορεί να στερήσει μια απλή επιθυμία από κάτι τόσο ακίνδυνο κι αθώο; 

Καμιά φορά νιώθεις στο στήθος ένα σκίρτημα. Ένα ανασάλεμα μικρό κι αψυχολόγητο. Κάτι που δεν εξηγείται από τους νόμους που διέπουν την τωρινή ζωή σου. Μια στιγμιαία παρόρμηση, η οποία ανασύρει έναν ολόκληρο κόσμο και τον στήνει μπροστά σου, σαν περιοδεύον τσίρκο από μια μακρινή μυθική εποχή. Και γίνεσαι παιδί και έφηβος την ίδια στιγμή, αγέννητος κι εκπληρωμένος από πάντα. Για λίγο είσαι όλα όσα ήλπιζες κάποτε να γίνεις. 

Τότε είναι που έρχεται το κοιμισμένο πλάσμα στο νου σου. Ξαφνικά θυμάσαι ακριβώς πως έμοιαζε, τί ήλπιζε, τι περίμενε από τον κόσμο. Ανακαλείς από τη μνήμη σου το ξεχασμένο του πρόσωπό, το δικό σου πρόσωπο. Συνειδητοποιείς πως το αρχαίο πλάσμα δεν είναι άλλο από μια ακόμη χαμένη προβολή σου στο χωροχρόνο. Θυμάσαι το σημείο που κοιμάται. Τρέχεις να το τσεκάρεις σαν ανήσυχος γονιός. Αναδεύεις τόνους σκόνης που σχηματίζουν βουνά σε απομακρυσμένες γωνιές. Το ξεθάβεις. Αφουγκράζεσαι το σφυγμό του, βεβαιώνεσαι ότι είναι ζωντανό.

Κι είναι εκείνη τη στιγμή της αγωνίας που συνειδητοποιείς πως καταφέρνει και ζει ενώ δε σαλεύει καν. Νιώθεις γιατί χαμογελά ατάραχο στο βαθύ του ύπνο, ενώ δε μπορεί λεπτό να βγει απ’ αυτόν. Το νιώθεις στο στήθος σου. Και δεν είναι παρά εκείνο το ανεπαίσθητο σκίρτημα. Από εκείνη τη στιγμίαια παρόρμηση που αν ήσουν ο κανονικός εαυτός σου δε θα επέτρεπες ποτέ να συμβεί. Κι όμως συμβαίνει ερήμην σου. Σαν να στην υπαγορεύει υποσυνείδητα κάποιος ή κάτι από πολύ μακριά. Ενώ εσύ κοιμάσαι γαλήνιος σκεπασμένος από τόνους σκόνης. 

Wednesday, October 19, 2011

το τέλος του κόσμου


Με τί ψυχή να γράψεις; Τα τραγούδια τα πήραν οι φωνές. Τις εικόνες τις έθαψαν τα σκουπίδια. Η ελπίδα έγινε γκρίνια. Στρώσεις απαισιοδοξίας έχουν καλύψει τα πάντα. Μπήκαμε στην εποχή που όποιος ελπίζει, προπηλακίζεται, γιατί το μέλλον είναι ζοφερό κι αν δεν το βλέπει έτσι είναι εκτός τόπου και χρόνου και κατά τη λογική του όχλου, επικίνδυνος. Η αισιοδοξία είναι πιο επικίνδυνη κι από τη φτώχεια, πιο απειλητική κι από το θάνατο. 

Πιάνω τον εαυτό μου να τρομάζει να φτάσει μια σκέψη ως το τέλος από φόβο μήπως και επικυρωθεί η διαφωνία με όλους και όλα. Ναι είναι άσχημα τα πράγματα, ναι ένας κόσμος καταρρέει, μια εποχή αλλάζει, δεν είναι όμως απαραίτητα κακό. Γκρεμίζονται σαθροί θεσμοί (και δε μιλάω μόνο πολιτικά) αισχρές συμφωνίες και αναξιοπρεπείς συμβιβασμοί, σκοτεινά μικροσυμφέροντα και ραδιουργίες. Πάλι δε μιλάω πολιτικά. Όλοι μας ζούσαμε έτσι. Όλοι είχαμε μπει σε αυτό το χορό. Σε διαφορετική κλίμακα, μα στον ίδιο σκοπό. 

Πεθαίνει μια ευτελής πολυτέλεια και ευμάρεια, το αισθανόμαστε άπαντες. Μαζεύονται τα ανούσια τραπέζια και οι μίζερες διασκεδάσεις. Όποιοι έφαγαν, έφαγαν, όσοι χόρτασαν, χόρτασαν, τώρα ο λογαριασμός και –τι έκπληξη- αλά γερμανικά: ισόποση πληρωμή. Έτσι είναι η δημοκρατία. Τι κι αν πήρες το φιλέτο, τί κι αν ήπιες το ζωμό. Το ήξερες, αλλά δε σε ένοιαζε. Παραήσουν απασχολημένος να περιμένεις τη σειρά σου για το φιλέτο και ξεχάστηκες. Δεν προνόησες. Δεν προετοιμάστηκες. Σε αιφνιδίασε η κατάσταση. 

Κι όμως το πιστεύω, με την βεβαιότητα του τρελού αν θες: τίποτα ουσιαστικό δε θα τελειώσει. Θα πέσουν κάποια τείχη εντυπωσιασμού. Άχαρα και στην ουσία άχρηστα. Ο κόσμος θα φτιαχτεί ξανά. Οι δυνατοί θα επιβιώσουν. Όχι οι ισχυροί. Αυτοί είναι οι πιο αδύναμοι από όλους. Αυτούς τους κυβερνάει ο φόβος και ο κίνδυνος. Απλώς χάνονται πιο αργά γιατί έχουν ταμπουρωθεί σε φρούρια. Θα γκρεμιστούν κι αυτά. Αποκαθήλωση. Οι δυνατοί είναι οι ελεύθεροι, εκείνοι που έχουν την προδιάθεση, τη θέληση, τη φρόνηση. Πραγματικά δυνατοί είναι οι αδέσμευτοι, όσοι μπορούν να ζήσουν με τα λίγα, με το τίποτα, με το νερό, το ψωμί και το οξυγόνο. 

Ναι, άνθρωποι θα πεινάσουν, θα κρυώσουν, θα πληρώσουν ένα άδικο τίμημα. Δεν ξέρω όμως κατά πόσο είναι άδικο, αφού τόσα χρόνια το επέτρεπαν. Τα εγκλήματα γίνονταν μπροστά στα μάτια όλων μας κι εμείς εθελοτυφλούσαμε, μόνο και μόνο για χάρη της προοπτικής ενός παραπήγματος στη γη της επαγγελίας. Για μια θέση στο δημόσιο, στη μονιμότητα ή μπροστά από μια υψηλής ευκρίνειας τηλεόραση. Θεατές αξίας με την έμφαση στη λάθος λέξη. 

Ο κόσμος θα τελειώσει για να μαλακώσουν οι άνθρωποι που σκλήρυναν από την αδιαφορία, για να επανεκτιμήσουν την αξία της απλής ζωής, του ελεύθερου πνεύματος, της γνώσης και της ευχαρίστησης που αποκτάται με κόπο και προσπάθεια. Από τις στάχτες μιας διαβρωμένης κοινωνίας θα γεννηθεί η ευχαρίστηση της συνύπαρξης, η ελεύθερη επιλογή, η οξυδέρκεια. Θα ακούσουμε και πάλι τις ανάσες, τις καρδιές και τις φωνές μας. Τον διπλανό μας, τον φίλο και τον ξένο. Τον εαυτό μας. 

Ναι ο κόσμος τελειώνει άχαρα, δεν ρίχνει αυλαία καν θεαματικά. Δεν επιφυλάσσει ένα μεγάλο μονόλογο για τους πρωταγωνιστές, ούτε υποκλίσεις ή χειροκροτήματα. Απλώς σχολάμε. Ξεβάφουμε τα πρόσωπα μας, βγάζουμε τα άβολα εκκεντρικά κοστούμια, τυλιγόμαστε με παλτά κανονικότητας και παίρνουμε τους δρόμους σαν κανονικοί άνθρωποι και πάλι. Δε χρειαζόμαστε τίποτα. Την υγεία μας, τους ανθρώπους μας, τη γνώση της αλήθειας και καθαρή συνείδηση. Όλα τα άλλα θα τα φτιάξουμε από την αρχή. 

Monday, October 10, 2011

Midnight in Paris


Η αλήθεια είναι ότι ο Woody Allen έχει μεγαλώσει. Κι αυτή η εμμονική τακτική του να βγάζει μια ταινία το χρόνο είναι αδύνατον να αποδίδει κάθε φορά. Τα τελευταία χρόνια (έχω παρατηρήσει ότι συμβαίνει πια ανά δυο ταινίες), μας παρουσιάζει μια αρχική ιδέα, η οποία όμως έχει πραγματωθεί κάπως τσαπατσούλικα (όσο μπορεί να το επιτρέψει ένα ασκημένο ένστικτο και μια εμπειρία άνω των 50 χρόνων). Ως εκ τούτου, έχουμε μια εξαιρετική κεντρική ιδέα, η οποία εμφανώς προέρχεται είτε από άτακτες σημειώσεις μιας ολόκληρης ζωής, είτε από ανολοκλήρωτα project και αναπάντητα φιλοσοφικά ερωτήματα που ταλανίζουν το δημιουργό (όσο ωριμάζει και νιώθει το τέλος να πλησιάζει, τόσο πιο έντονα). Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας αυτή η ιδέα γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, χωρίς ο σκηνοθέτης να αναπτύσσει ιδιαίτερα, ούτε την πλοκή, ούτε τους χαρακτήρες, ούτε το στιλ, ούτε όμως και τα διανοήματα που αποτελούν την αρχική αφορμή. 

Το Midnight in Paris είναι μια πανέμορφη ταινία, ίσως από τις πιο όμορφες αισθητικά ταινίες του Allen, όμως το θέμα της, υπό άλλες συνθήκες ο δαιμόνιος σκηνοθέτης θα το είχε καλύψει σε μια από εκείνες τις ολιγόλεπτες συζητήσεις ομοτράπεζων διανοούμενων που συνήθιζε να παρεμβάλλει κάποτε στις ταινίες του. Ωστόσο επιλέγει να εξαπλώσει τη βασική του θέση σε μιάμιση ώρα, αρκούμενος στο να παραθέτει λογοτεχνικά ανέκδοτα και πνευματικά gags στο διαβασμένο κοινό του (για τους υπόλοιπους, που δεν έχουν ιδέα από τον πριμιτίφ ορθολογισμό της Γερτρούδης Στάιν ή τον τραχύ ηρωισμό του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, φτιάχνει απλώς γοητευτικές, κι άμεσα εξαργυρώσιμες φιλμικές καρικατούρες). Το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ο πυρήνας, ενός από τα πιο πνευματώδη διηγήματα του, ακόμα κι αν παραμέριζε το φιλοσοφικό υπόβαθρο κι άφηνε απλώς τις πιο λαμπρές πνευματικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα να αλληλεπιδρούν. 

Αυτό δε σημαίνει ότι είναι μια κακή ή αδύναμη ταινία. Αντιθέτως, μπορεί κάλλιστα να καταμετρηθεί ανάμεσα στις πιο γοητευτικές και φιλικές προς τον αμύητο θεατή κινηματογραφικές του καταθέσεις. Τι είναι αυτό όμως που κάνει το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» με όλες τις αδυναμίες της μια ακαταμάχητη ταινία; Παραβλέπω (με δυσκολία ομολογώ) το Παρίσι, το οποίο είναι από μόνο του μιας εγγύηση ομορφιάς και συναισθηματικής φόρτισης, ακόμα κι αν δεν το έχεις επισκεφτεί ποτέ. Η πραγματική γοητεία του φιλμ βρίσκεται αλλού: στην αφοπλιστική ειλικρίνεια του. Στην πραγματική υπαρξιακή αγωνία που βιώνει ο δημιουργός Allen (ας μην κρυβόμαστε μεταξύ μας είναι κοινή αίσθηση και παραπάνω από εμφανές ότι ο Owen Wilson στην ταινία δεν είναι παρά μια προβολή του ίδιου του σκηνοθέτη) στο κυνήγι της μούσας. Είναι αυτή η ουσιαστική ανησυχία ότι δε θα καταφέρει ποτέ να αφομοιώσει ολοκληρωτικά (όσο κι αν το επιθυμεί) την Τέχνη, τη γνώση και τη δημιουργία. Είναι η συνειδητοποίηση ότι όσο πλησιάζει το τέλος, τόσο πιο σαφές γίνεται ότι οφείλει να συμφιλιωθεί με την αδυναμία να φτάσει το όλον, ακόμα κι αν έχει βρει το δρόμο προς αυτό κι έχει αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στο ταξίδι. Και πλάι σε όλα αυτά ένα μεγάλο συγνώμη της Αμερικής στην ευρωπαϊκή διανόηση και μια ειλικρινής έκφραση πίστης του ίδιου του Allen στην πνευματική του πατρίδα.

Έχω την αίσθηση ότι με τα «Μεσάνυχτα» ο Allen ξορκίζει αυτούς ακριβώς τους φόβους του. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο ήρωας του ονειρεύεται το Παρίσι της δεκαετίας του 30, λίγα χρόνια πριν την άνοδο του ναζισμού και τις αρχές του β’ παγκοσμίου πολέμου, που θα σκόρπιζαν τις χαρούμενες συντροφιές του Παρισιού στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σπάζοντας τις αδύναμες γοητευτικές τους κλίκες. Ο Allen μοιάζει να θέλει να προσδώσει στο παρελθόν τις σωστές του διαστάσεις: αυτές του φευγαλέου πόθου μιας άλλης πραγματικότητας, της γοητευτικής απόστασης από την αναμέτρηση με την συντριπτική για τον καλλιτέχνη πραγματικότητα. Ο κόσμος των ιδεών, αν ξεφύγει από τη σφαίρα της ιδέας, δεν είναι παρά ένας κόσμος σαν τον δικό μας, εξίσου απομυθοποιημένος και το βασικότερο με λιγότερες ανέσεις κι ευκολίες. Η μόνη που μπορεί με ευκολία να αλλάζει εποχές και χρόνους, χωρίς να δίνει δεκάρα, είναι η Μούσα, η έμπνευση, η καλλιτεχνική αφορμή, η οποία είναι έτσι κι αλλιώς απρόσιτη, αφηρημένη, κι εκτός αυτού του κόσμου. 

Κι αφού ξορκίσει το παρελθόν, έρχεται να αθωώσει το παρόν, να ανιχνεύσει και να απενοχοποιήσει την ποιητικότητα και το λυρισμό του. Και ποιο μέρος του κόσμου είναι ιδανικότερο για κάτι τέτοιο από το ίδιο το Παρίσι; Και ποιος σκηνοθέτης είναι καταλληλότερος από τον Woody Allen των ρομαντικών κομεντί; Έρχεται λοιπόν σαν από μηχανής Θεός, έχοντας πια την εξουσία να το κάνει και χαρίζει στον καταραμένο ήρωα του, μια κάπως καταχρηστική κάθαρση. Του επιτρέπει να τη βγάλει καθαρή, τον αφήνει να ελπίζει ότι δεν έχουν τελειώσει οι παρτίδες του με τη Μούσα, απλώς έχουν μετασχηματιστεί σε κάτι που μπορεί να διαχειριστεί πιο εύκολα και με λιγότερη υπαρξιακή αγωνία. Κι αν του συγχωρείς το εύκολο ρομαντικό φινάλε είναι γιατί πίσω απ’ αυτό βλέπεις την ανάγκη του δημιουργού για ένα ευτυχισμένο τέλος. Έναν ανοιχτό δρόμο, χωρίς χρωστούμενα στο παρελθόν και συγγένειες - φαντάσματα. Κι ας μην είναι μια βόλτα στη νύχτα με τα αστέρια του Van Gogh. Ας είναι απλώς μια βόλτα δίχως ομπρέλα στη βροχή. 


Friday, September 30, 2011

Απουσία


Απουσία είναι οι αμέτρητες μικρές παρουσίες που δεν έχουν αρκετή δύναμη να προφέρουν ένα όνομα‧ είναι τα ξεχασμένα ρούχα σου πάνω στην καρέκλα‧ Η τσακισμένη σελίδα στα αγαπημένα σου βιβλία λες και θα τα συνεχίσεις αύριο‧ είναι που απαγγέλω δυνατά τους αγαπημένους σου στίχους του Whitman: «Σταμάτησε τούτη τη μέρα και τη νύχτα μαζί μου και θα γνωρίσεις την προέλευση των ποιημάτων...» κι είναι που θέλω να με ακούσεις να σε γνωρίζω‧ απουσία είναι η αυτογνωσία μέσα απ’ την απώλεια‧ είναι το repeat στο τέταρτο κομμάτι απ’ το αγαπημένο σου CD‧ είναι να συνεχίζεται η μουσική και στη σιωπή‧ απουσία είναι το μισοσκόταδο‧ η άδεια κούπα στο τραπέζι της κουζίνας‧ απουσία είναι η στάθμη ενός μισοάδειου μπουκαλιού στο ψυγείο, που δεν προλάβαμε να το γιορτάσουμε όπως του άξιζε‧ είναι η λίστα με τα ψώνια του Σαββάτου που δεν έγιναν ποτέ‧ είναι το άδειο εκείνο Σάββατο με τα σταματημένα του ρολόγια‧ είναι ένα άδειο μπρελόκ σε σχήμα καρδιάς‧ απουσία είναι μια άδεια καρδιά ‧ είναι μια κρέμα για τα χέρια χωρίς χέρια να δροσίσει‧ είναι το αγαπημένο σου άρωμα που όσο περισσότερο λείπεις τόσο πιο έντονα μυρίζει‧ απουσία είναι η συντροφιά της τηλεόρασης‧ είναι η τελευταία σκηνή της αγαπημένης σου ταινίας που ποτέ δεν την κατάλαβα μέχρι σήμερα‧ είναι η αυριανή μέρα που ξημερώνει και θα σκεφτώ πως θα σε φέρω πίσω‧ απουσία είναι η βεβαιότητα που καταρρέει με τους τίτλους του τέλους‧ είναι που αισθάνομαι ξεχωριστός χωρίς να έχω κάποιον να το εκτιμήσει‧ είναι το κρύο κι η διπλωμένη κουβέρτα στον καναπέ που δε ζεσταίνει‧ απουσία είναι το άδειο βάζο και τα ξεραμένα απο μέρες λουλούδια στα σκουπίδια‧ είναι η λάθος φωνη που απαντάει στο τηλέφωνο‧ η ειρωνεία του να χτυπάει τηλέφωνο σε σπίτι που δεν υπάρχει ψυχή‧ είναι οι φίλοι που έχουν όλοι το ίδιο ξένο πρόσωπο‧ είναι οι δικαιολογίες για να μην απαλλαγώ απ’ τα φαντάσματα‧ απουσία είναι οι πιθανότητες και οι προσδοκίες‧ ένα σωρό μικροπράγματα που άφησες πίσω σου και δε θα σε απασχολήσουν ποτέ ξανά‧ απουσία είναι οι αμέτρητες μικρές παρουσίες που δεν έχουν αρκετή δύναμη να προφέρουν ένα όνομα‧ απουσία είσαι εσύ. Και η ολοκαίνουργια διάσταση του να μου ανήκεις ολοκληρωτικά. 

Tuesday, September 27, 2011

Εκδοχές


Νύχτα στο ταξί. Χάζευα ως συνήθως. Ώσπου πέρασε από δίπλα. Κι ήταν και δεν ήταν. Ήταν γιατί ήταν. Δεν ήταν γιατί είναι χρόνια μακριά. Κι είναι καλά. Σίγουρα καλύτερα από δω που απλώς υπήρχε ζητώντας κάτι που δεν το έβρισκε. Κι όμως στο διπλανό αμάξι υπήρχε μια παράλληλη απρόσμενη εκδοχή της, όπως θα ήταν αν δεν είχε φύγει ποτέ. Αν είχε βρει εδώ αυτό που ζητούσε, ή αν ζητούσε κάτι άλλο. Στο διπλανό αυτοκίνητο είχε ένα χαμόγελο που ταίριαζε εξαιρετικά στο πρόσωπό της και δεν το είχα καν υποπτευθεί τότε που τη συναντούσα καθημερινά και την έβλεπα να χαμογελά γοητευτικά κι αβίαστα. Ήταν το χαμόγελο της ηρεμίας, της συνειδητής πραγματικότητας, της ολοκλήρωσης. 

Στο πρώτο φανάρι το ταξί μου την προσπέρασε. Είχε όμως ήδη μετεπιβιβαστεί στο κεφάλι μου. Άρχισα να αναρωτιέμαι ποια πραγματικότητα μας κερδίζει τελικά, από αυτές που μας διεκδικούν: η πιο δυνατή; Η πιο ταιριαστή; Η πιο εύκολη; Η πιο κοντινή; Η μήπως μια τυχαία; Κι εμείς νιώθουμε άραγε νοσταλγία για τις εναλλακτικές πραγματικότητες που συμβαίνουν ερήμην μας σε κάποια παράλληλη διάσταση ή μαθαίνουμε προσαρμοστικά να ανασαίνουμε τον αέρα που μας περιβάλλει; 

Δεν κρύβω πως καμιά φορά με απασχολούν οι άλλες εκδοχές μου. Παίζω συχνά το παιχνίδι «τί θα συνέβαινε αν...» Ανακατεύω τα δεδομένα μου, τους δίνω νέες αδοκίμαστες ιδιότητες και με προβάλλω σε άδειες οθόνες, υποβάλλοντας με σε εναλλακτικές αλληλεπιδράσεις με τον κόσμο που με περιβάλλει. Το παράδοξο είναι πως αρκετές φορές αναγνωρίζω περισσότερο τις νέες εκδοχές μου. Καταφέρνω ευκολότερα να πω ή να κάνω αυτά που θέλω. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει τρόπος να γίνω κάποιος από τους παράλληλους εαυτούς μου. Να τον κλέψω για λίγο από τον κόσμο του και να αρχίσω να ενεργώ με την ταυτότητα του. Καταλήγω πως αν αλλάξουμε πραγματικότητα στις εκδοχές, απλούστατα θα χάσουν τις μαγικές τους ιδιότητες, θα πάρουν τα χαρακτηριστικά που εμείς οι ίδιοι έχουμε αναπτύξει μέσα στον κόσμο μας. Δώρον – άδωρον: δε μπορούμε να εκπληρώσουμε τους στόχους μια ζωής, ζώντας μία άλλη. 

Τη σκέφτομαι και πάλι μέσα στο αυτοκίνητο με όλη αυτή την ηρεμία της παράλληλης εναλλακτικής ζωής της. Κι είμαι σίγουρος πως αν μπορούσα να παγώσω το χρόνο, να σταματούσα πλάι – πλάι τα δυο αυτοκίνητα, αν άνοιγα την πόρτα της, την κατέβαζα και της μιλούσα, θα την όριζε και πάλι η πραγματικότητα που μας δένει: στα δυο λεπτά θα έχανε πάλι το χαμόγελο της και θα ήθελε να φύγει. Κάτι θα της έλειπε. Κάτι θα έπρεπε να βρει. Κι όταν ο χρόνος άρχιζε ξανά, το αμάξι της θα ξαναγινόταν αεροπλάνο και θα πετούσε και πάλι μακριά. 

Γιατί από τους ανθρώπους της ζωής μας, τελικά μας ανήκει μια μονάχα εκδοχή. Μπορεί να είναι καλή ή κακή, ταιριαστή ή αταίριαστη, ευλογημένη ή καταδικασμένη. Το σίγουρο όμως είναι ότι πρόκειται για τη μία και μοναδική εκδοχή που μας αντιστοιχεί. Κι όλες οι άλλες εκδοχές, αν τύχει ποτέ και τις συναντήσουμε, δε θα είναι παρά φευγαλέα φαντάσματα που μας προσπερνούν απρόσμενα τις νύχτες μέσα σε διερχόμενα αυτοκίνητα. 


Friday, September 23, 2011

εμείς, ο άλλος.


Όσο εγώ κι εσύ θα είμαστε άλλοι, θα είμαστε διαφορετικοί - ο καθένας με το δικό του τρόπο. Και θα έχουμε δικαίωμα να είμαστε διαφορετικοί, ακόμα κι αν στο τέλος καταλήξουμε να είμαστε το ίδιο. Κι αυτό το δικαίωμα θα πρέπει να είναι αυτονόητο όσο κι η αναπνοή μας.

Από τις 3 ως τις 9 Οκτωβρίου 2011 η διαφορετικότητα γίνεται αφορμή για γιορτή, σκέψη, δημιουργία, προβληματισμό και συνύπαρξη σε μια σειρά εκδηλώσεων με ελεύθερη είσοδο και την αφιλοκερδή συμμετοχή καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι δέχτηκαν με συγκινητική προθυμία το κάλεσμα της Be positive.

Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο της Ελένης Ρουμπάνη, το οποίο νομίζω μιλάει με τον καλύτερο τρόπο γι' αυτή την αμφιλεγόμενη έννοια, που αποτελεί την αφορμή του φεστιβάλ:

Η διαφορετικότητα είναι αδόκιμος όρος. Δε στέκει, δεν υπάρχει στα λεξικά, πώς να σου το πω. Ή τέλος πάντων δεν τη βρίσκω. Έτσι ορισμό δεν μπορώ να σου δώσω. Απ’ τα συμφραζόμενα ό,τι πιάνω.

Να μου πεις για τη διαφορά μάλιστα. Αυτή υπάρχει. Ορίζεται. Έχει και συνώνυμο. Αντίθεση το λένε. Κάνει και αντίθεση με την ομοιότητα. Πώς λέμε ίδιος, καμία σχέση.

Και επειδή τα ουσιαστικά που καταλήγουν σε -ότητα βγάζουν κάτι πανανθρώπινο και ευγενές συνάμα, φόρεσαν στη διαφορά την επίσημη την κατάληξη κι έτσι μπορεί να συμμετέχει μέχρι και σε πάνελ.

Η διαφορετικότητα έχει χτιστεί πάνω σε αντιθέσεις. Κι όπως όλα τα χρηστικά και τα καταχρηστικά σε τούτον εδώ τον κόσμο οι αντιθέσεις κυκλοφορούν σε ζευγάρια. Σαν τις κάλτσες και τα παπούτσια. Και τους ανθρώπους.

Έχουμε λοιπόν το αρσενικό και το θηλυκό, το χοντρό και το λιγνό, το ξένο και το δικό. Κι άμα δεν είσαι όμορφος είσαι άσχημος, κι άμα δεν είσαι στρέιτ είσαι γκέι, κι άμα δεν είναι παλιό είναι νέο. Κι έτσι διπλά και όμορφα βολεύεις μια κοσμοθεωρία να έχεις να πορεύεσαι.

Κι εδώ φυτρώνει η διαφορετικότητα, κι ας μη στέκει στα λεξικά. Γιατί τ’ αυτονόητα δε χρειάζονται ορολογίες για να σταθούν. Και σου φωνάζει το αδόκιμο να κάνεις μια πρόχειρη επαλήθευση στα κλισέ σου τα ζευγάρια. Αυτά που νομίζεις παπούτσια, δεξί, αριστερό, ένα για κάθε πόδι, πάει και τελείωσε. Αλλά να σου πω κάτι; Μπορεί να είναι κάλτσες. Ολόιδιες. Μόνο που τη μία τη βρίσκεις αμέσως. Για την άλλη συνήθως ψάχνεις λίγο περισσότερο.

Υστερόγραφο πολύ ύστερο: Στο «Μικρό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας» (όχι στο οφίσιαλ, σε αυτό που λέει «απαραίτητο βοήθημα για το μαθητή», σα να λέμε στο παιδικό μενού) του Γ. Μπαμπινιώτη, η διαφορετικότητα υπάρχει. Ορίζεται ως «το να διαφέρει κάποιος από τους άλλους (τους πολλούς)». Δεν είμαστε λίγοι κύριε καθηγητά.

Το 3ο Φεστιβάλ διαφορετικότητας θα λάβει χώρα από 3-9 Οκτωβρίου 2011 στα
TAF / the art foundation, six d.o.g.s, Booze Cooperativa με την ευγενική συμμετοχή των:
Αφροδίτη Αλ Σάλεχ, Μαρί-Πιερ Αμαλβύ, Βάσια Αναγνωστοπούλου, Τάσος Αναστασίου, Ελευθερία Άνθη, Αντώνης Βαβαγιάννης, Νίκος Βενιανάκης, Κωνσταντίνος Γεωργαντάς, Gaudi, Γιώργος Γκιζάρης, Χρήστος Δήμας, Empty Frame, Ματίνα Καβαλάρη, Δημήτρης Καμένος, Μάρω Κουρή, Πάνος Μαραγκός, Μάρω Μαρκέλλου, Πάνος Μιχαήλ, Έλλη Μόκα, Σίσσυ Μόρφη, Γιάννης Μπουγιούκας, Σπύρος Παγιατάκης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, Παναγιώτης Πανταζής, Χρήστος Παπαμιχάλης, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Σταύρος Πετρόπουλος, Κωνσταντίνος Πιλάβιος, Λουκία Ρικάκη, Δημήτρης Σούλτας, Σπύρος Στάβερης, Μαρία Τζαμπούρα, Στάθης, Cyanna, Γιάννης Φουντουλάκης, Παντελής Φραντζής, Θανάσης Χειμωνάς, Χρήστος Χωμενίδης.

Για περισσότερες πληροφορίες και πλήρες πρόγραμμα εκδηλώσεων τσεκάρεις εδώ.

Τα λέμε εκεί!

Tuesday, September 20, 2011

η αληθινή ζωή


Αναρωτιέμαι που βρίσκεται η αληθινή ζωή. Νόμιζω σταδιακά χάνονται τα σημεία αναφοράς της. Το είδα χτες αχνογραμμένο στις σελίδες ενός βιβλίου. Το επιβεβαίωσα σήμερα στο μηχανικό φλιτζάνι του πρώτου καφέ μου. Τη θέση της έχουν πάρει ιδέες, αφηρημένες κι άγριες, που αιωρούνται σε ένα συγκεχυμένο σύμπαν χωρίς καμία διάθεση εκπολιτισμού. Το πνεύμα που αναζητούσε την προσωρινή φιλοξενία μιας ταυτότητας, παραιτείται από κάθε αναζήτηση κι απλώς περιφέρεται χαμένο στο διάστημα. Τα καθορισμένα όρια μιας έστω και πλασματικής προσωπικότητας (κάτι τυπικό για την πρωτογενή αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους ανθρώπους) σπάνε και μόνο μια απροσδιόριστη ονειρική ουσία παραμένει στα χείλη σαν επίγευση αλήθειας. 

Οι μέρες δεν είναι παρά τυπικά πλαίσια που διαδέχονται το ένα το άλλο - το ίδιο κι οι ώρες ή τα λεπτά. Σκέψεις και κινήσεις σαν τις λούπες ενός κολλημένου γραμμοφώνου με απανωτά déjà vu από άλλες ζωές, μακρινές που κάποιος κάποτε τις έζησε και σου τις αφηγήθηκε παραλείποντας τα όποια συμπεράσματα. Τα γεγονότα καταγράφονται προκαθορισμένα κι ακόμα και τις απροσδόκητες ανατροπές τις δέχεσαι ασυγκίνητος ως αναμενόμενες εναλλαγές του βίου. Ένα φως ανάβει, δύο σβήνουν. Δεν υπάρχει αλληλουχία στη διαδοχή των γεγονότων. 

Σκέφτεσαι τα σωστά και τα δίκαια, τις ιδανικές εκδοχές των πραγμάτων και όλα τα εναλλακτικά σενάρια, που θα μπορούσαν να φωτίσουν αλλιώς τη σκηνή. Που και που διαπερνά το μυαλό σου σα ριπή ψυχρού αέρα η σκέψη ότι η αλλαγή είναι στο χέρι σου, ότι έχεις τον έλεγχο. Την αμέσως επόμενη στιγμή αυτή η υποψία αισιοδοξίας σε εγκαταλείπει παραχωρώντας τη θέση της σε ένα εκδικητικό κοπάδι από ενοχές - για την τόλμη, το θράσος, την παρανόηση. Ακόμα κι η προοπτική της απόπειρας σε εξαντλεί. Τα λόγια σπανίως δηλώνουν τα νοήματα, γι’ αυτό και κανείς δε φιμώνει κανέναν. Τα παράλογα εκπαιδεύονται να μοιάζουν φυσιολογικά. Τα λογικά παραμερίζονται. 

Καμιά φορά σκέφτεσαι «αν είχα την επιλογή, αν μπορούσα να κάνω μια επανεκκίνηση, αν γύριζα στην αφετηρία τί θα έκανα για να αλλάξω την κατάσταση;» Δεν υπάρχει απάντηση. Κι αν υπήρχε όμως δεν είμαι σίγουρος πως θα μπορούσαμε να την εκμεταλλευτούμε αποδοτικά. Γιατί δεν έχω πειστεί ακόμα τελικά τί μπορεί να είναι η αληθινή ζωή: όλος αυτός ο καταιγισμός υψηλών νοημάτων και υπέρτατης αλήθειας που μας παρασύρουν σα δύνη και μας γκρεμίζουν εξακολουθητικά ή εκείνες οι αμέτρητες μικρές αυτοαναφορικές συμβάσεις που μας προστατεύουν από όσα δε μπορεί να συλλάβει ο νους μας; Αν είναι ένα από τα δύο, πώς γίνεται ο άνθρωπος να μην είναι ευτυχισμένος σε κανένα απ’ αυτά; Αν είναι και τα δυο μαζί πως μπορεί κανείς να γλιτώσει από την ολοκληρωτική συντριβή; Αν πάλι δεν είναι τίποτα απ’ αυτά; Αν παίζουμε μπάλα σε λάθος γήπεδο κι η αλήθεια βρίσκεται κάπου άλλου; 

Μένει να ψάχνουμε απαντήσεις ανάμεσα στις γραμμές των βιβλίων και σε μηχανικά φλιτζάνια καφέ‧ σε τυχαίες συναντήσεις και σε συννεφιασμένες μέρες. Όπως η σημερινή. Η εντελώς ανυποψίαστη κι ανέτοιμη για οποιαδήποτε εκδοχή αληθινής ζωής. 


Saturday, September 17, 2011

Ένα τραγουδάκι.


Τα έχουμε ξαναπεί. Με την ελληνική μουσική δεν είχα πάντα καλές σχέσεις. Κι η μεγαλύτερη ειρωνεία της ζωής μου (μπορεί και κάποιου είδους τιμωρία) είναι οτι βρέθηκα να γράφω στίχους για ένα είδος τραγουδιού που σνόμπαρα μέχρι την ενηλικίωση μου. Κάπου στις αρχές του 2000 κι ενώ έχω αρχίσει σιγά – σιγά να γνωρίζω τους θησαυρούς της εγχώριας παραγωγής συναντιέμαι με έναν χιουμορίστα μαθηματικό και επίδοξο συνθέτη, τον Κώστα Τσίρκα, με τον οποίο βρισκόμαστε από το πουθενά λόγω τυχαίων συγκυριών να φτιάχνουμε τραγούδια. 

Εκείνη την εποχή ο Τσίρκας μου φτιάχνει ένα compliation με αγαπημένα του ελληνικά τραγούδια για να διευρύνει λίγο τους – ομολογουμένως περιορισμένους τότε – μουσικούς μου ορίζοντες. Υποθέτω θα του είχα φτιάξει κι εγώ ένα αντίστοιχο με τζαζιές κι αλτερνατιβιές αλλά δεν το ανακαλώ ξεκάθαρα. Είχαμε αρχίσει να συνεργαζόμαστε κι ήταν η φάση που έπρεπε ο καθένας να γνωρίσει τις αναφορές του άλλου προκειμένου να βρούμε έναν κοινό δημιουργικό κώδικα. 

Κάπου υπάρχει ακόμα εκείνο το δισκάκι με τραγούδια από Beatles και Moody Blues, μέχρι Θανάση Παπακωνσταντίνου και Σωκράτη Μάλαμα. Θυμάμαι ότι το άκουσα αμέτρητες φορές μαθαίνοντας το σχεδόν απ’ έξω. Απ’ όλα τα τραγούδια όμως εκείνο που μου τραβάει την προσοχή περισσότερο είναι ένα σύντομο τραγουδάκι του Μάνου Λοϊζου σε στίχους του Άκου Δασκαλόπουλου, το οποίο δεν το είχα ξανακούσει ποτέ. Ο τίτλος ήταν «Κι αν τα μάτια σου» κι αν δεν κάνω λάθος πρωτοκυκλοφόρησε στις «Μπαλάντες του Μάνου». Θυμάμαι πόσο αφοπλιστική και σπαρακτική μου είχε φανεί αυτή η σχεδόν ερασιτεχνική ερμηνεία του Λοίζου και πως ξεκλείδωσε με μιας ολόκληρη την ουσία και το μεγαλείο της εκφραστικής απλότητας. Νομίζω με αυτό το τραγούδι εγκαινίασα την ουσιαστική μου είσοδο στην ειλικρινή συγκίνηση ως απόλυτο οδηγό και ζητούμενο.

Ο Κώστας δεν έμαθε ποτέ πως αυτό το κοντά ενάμιση λεπτό στάθηκε ο οδηγός ολόκληρης της συνεργασίας μας (που έφερε στο φως τις «Ανάσες») καθώς και η βάση της φιλίας μας που αισίως μετράει πάνω από δεκαετία. Η ευαισθησία του Λοϊζου φώτισε μέσα μου μια πτυχή της ελληνικής μουσικής που δεν υποπτευόμουν καν και ο ίδιος τοποθετήθηκε μέσα μου πλάι σε εμβληματικούς τραγουδοποιούς όπως ο Bob Dylan ή ο Leonard Cohen, χωρίς να υστερεί σε τίποτα. Από εκείνη την εποχή, ακόμα κι η αναφορά του ονόματός του αρκεί για να νιώσω την οικειότητα που θα μου προκαλούσε κάτι εντελώς προσωπικό. 

Σήμερα συμπληρώνονται 29 χρόνια από το Θάνατο του Λοϊζου . Σήμερα συμπληρώνονται 29 χρόνια από τη Γέννηση του Κώστα. Για τον γράφοντα υπάρχει ένα σχεδόν άγνωστο στους πολλούς τραγουδάκι που συνοδεύει κάθε χρόνο τέτοια μέρα αυτή την ασήμαντη σύμπτωση . Νομίζω δεν έχει παίξει ποτέ σε τούτο εδώ το blog. Ας είναι σήμερα η πρώτη φορά. 

Tuesday, September 13, 2011

flash back


Έριξα μια πρόχειρη ματιά στους περασμένους Σεπτεμβρίους. Την έχει αυτή τη δυνατότητα το αδιάλειπτο blogging: να σου επιτρέπει να ανατρέχεις σε σκέψεις και γεγονότα παλιότερων ετών που λογικά θα είχες ξεχάσει.

Τα κοινά μοτίβα των αρχών του Φθινοπώρου μου λοιπόν ήταν πάντα τα εξής: α) ένας αγώνας να ζήσω όσο το δυνατόν περισσότερο την πόλη και να αφομοιωθώ από τις συγκινήσεις της, β) η αναζήτηση νοήματος σε ο, τι με περιέβαλε και γ) (το βασικότερο) να βρω έναν τρόπο να συνυπάρξω με ότι με ξεπερνούσε. 

Από αυτή την άποψη και φέτος στα ίδια είμαστε. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Αν εξαιρέσεις ότι τα προηγούμενα χρόνια ήμουν κάπως πιο γενναιόδωρος με όσα μοιραζόμουν στις αναρτήσεις μου.

Ελπίζω το Φθινόπωρο του 2012 να γυρίσω πίσω και να έχω την απάντηση. Ή τέλος πάντων να έχω αφήσει αρκετά στοιχεία ανάμεσα στις γραμμές για να θυμάμαι όσα δε λέω.


Monday, September 12, 2011

Night of Hunters


Ξεκινάμε απ’ αυτό: η Tori Amos δεν είναι πια ούτε η frontwoman του Y Kant Tori Read, ούτε το Cornflake Girl των charts, ούτε η Πασιονάρια της γυναικείας τραγουδοποιίας. Για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν υπήρξε ποτέ απόλυτα και εντελώς κάτι απ’ όλα αυτά. Αν ωστόσο επιμένεις στην προσκόλληση σου σε μια από τις προαναφερθείσες ιδιότητές της, φοβάμαι πως διατρέχεις τον κίνδυνο να διακόψεις μια για πάντα τον παραμικρό δεσμό μαζί της. Γιατί η Amos, όπως όλοι οι γνήσιοι καλλιτέχνες δεν έμεινε ποτέ αιχμάλωτη σε μια μορφή έκφρασης, όσο βολική, επιτυχημένη και προσοδοφόρα κι αν υπήρξε. Και εννοείται ότι σε μια τέτοια περιπλάνηση ρισκάρεις να μην είναι κάθε σου πείραμα επιτυχημένο, ούτε εξίσου προσιτό και άμεσο, στην πορεία της εκφραστικής αναζήτησης όμως όλα είναι θεμιτά, σεβαστά κι ίσως τελικά ζητούμενα.

Το τελευταίο της ερευνητικό πεδίο είναι η συμφωνική μουσική, ένα ενδιαφέρον που προφανώς προέκυψε από την ενασχόληση της με το score του musical The Light Princess για το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας. Σε αυτή την κομβική στιγμή την προσέγγισε η ιστορική Deutsche Grammophon - γνωστή για cross over συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως ο Elvis Costello ή ο Sting - για την κυκλοφορία ενός κύκλου τραγουδιών (φόρμα όχι άγνωστη στην τραγουδοποιία της δημιουργού), που θα συνομιλεί ανοιχτά με τους αντίστοιχους κύκλους της κλασικής μουσικής. Το αποτέλεσμα είναι ένα μουσικό μωσαϊκό, που διατρέχει την ιστορία της ευρωπαϊκής (κατά κύριο λόγο) μουσικής παράδοσης των τελευταίων 400 ετών, με μια μικρή προσήλωση στους κλασικούς συνθέτες που επηρέασαν καθοριστικά το πέρασμα προς αυτό που θα λέγαμε σύγχρονη μουσική. Σχεδόν ολόκληρο το υλικό της προέρχεται από παραλλαγές σε κλασικά θέματα των Satie, Schumman, Stravinsky Bach, Mussorgksy κ.α, τα οποία όμως φιλτράρει μέσα από μια καθαρά δική της οπτική, δημιουργώντας ίσως έναν από τους πιο δυνατούς και συνοχικούς δίσκους της ώριμης περιόδου της.

Ο νοηματικός της άξονας – το ερωτικό ταξίδι μιας νύχτας, με την εναλλαγή κυνηγού και θηράματος που γυρνάνε μέσα στο χρόνο (το δικό τους και τον αέναο των εποχών που διαδέχονται η μια την άλλη) αποτελεί το ιδανικό πλαίσιο για να μας παρουσιάσει μερικά από τα πιο δυνατά στιχουργήματά της. Η μυστικιστική θεματική των τελευταίων της δίσκων, η θεοποίηση των φυσικών φαινομένων και μια μυθολογική διάσταση των βαθύτερων ενστίκτων του ερωτευμένου, δημιουργούν ένα κυριολεκτικό tour de force, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις πιο δυνατές στιγμές της τραγουδοποιίας της ίδιας της Tori. Κι ενώ φροντίζει έξυπνα να κρατάει δομικά και νοηματικά το ρομαντισμό των ευρωπαϊκών lieder, την ίδια στιγμή μπολιάζει τα τραγούδια της με γερές δόσεις σύγχρονης πραγματικότητας. Έτσι έχουμε ένα διαχρονικό ταξίδι με αλλεπάλληλα déjà vu από το πάντα στο απόλυτο σήμερα. Κι αυτό είναι ίσως κάτι που θα έπρεπε να εξετάσουν όσοι διατείνονται ότι το Night of Hunters είναι ένας ακαδημαϊκός δίσκος à la manière, αποκομμένος από το σήμερα. Στην πραγματικότητα, έχουμε πολύ καιρό να ακούσουμε τόσο άμεσα ερωτικά τραγούδια από την Tori, κάτι που αναδεικνύεται και από τις εξαιρετικές και απόλυτα προσωπικές ερμηνείες της.

Μπορεί βέβαια, κάποιος να κουραστεί από την εμμονή σε αυτή την κλασσικότητα καθώς κι από την παντελή απουσία σύγχρονης ενορχήστρωσης ή να διαπιστώσει πως σε κάποια σημεία το τελικό αποτέλεσμα εγκλωβίζεται από αυτή την πληθωρική εμμονή στα έγχορδα και τα πνευστά. Αν ακούσεις όμως το Night of Hunters σαν μια ξεχωριστή συνθήκη κι όχι σαν όλα όσα θα μπορούσε να είναι (κι ας είναι αυτά πολλά), τότε ίσως καταφέρεις να περάσεις τη μαγική πόρτα που θα σε μεταφέρει στον κόσμο που έχει φανταστεί η δημιουργός του φροντίζοντας στην εντέλεια ως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αν επιτύχεις το πέρασμα, τότε θα διαπιστώσεις πως ο κόσμος του Night of Hunters σου είναι πιο οικείος από ότι φαντάζεσαι ίσως αρχικά. Είναι ένας κόσμος όπου έχει φροντίσει ήδη να στον αφηγηθεί η Tori από πολύ νωρίς στη δισκογραφία της: ένας κόσμος περιπλάνησης και φαντασίας, περιπέτειας και εσωτερικής αναζήτησης‧ σα να λέμε το ίδιο ταξίδι με άλλο μέσο. Ένας δίσκος νέος και οικείος την ίδια στιγμή. Σαν να επιστρέφεις από άλλο δρόμο στην παλιά πατρίδα του Hesse.

Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου ωστόσο παραμένει ένα: τελικά ακούς ένα δίσκο της Deutche ή ένα δίσκο της Tori Amos; Η απάντηση είναι νομίζω αυτονόητη μετά από τις πρώτες ακροάσεις: στο Night of Hunters έχεις τη σπάνια τύχη να έρχεσαι αντιμέτωπος με μια πραγματική συνάντηση κορυφής, χωρίς την έκπτωση των αμοιβαίων υποχωρήσεων. Λες και ήταν η κατάλληλη στιγμή δυο παράλληλοι δρόμοι να βρουν το σημείο τομής τους. Από την πλευρά της D.G. έχουμε ένα επικοινωνιακό άνοιγμα του θησαυρού του καταλόγου και του ανθρώπινου δυναμικού της (οι σολίστες του δίσκου είναι ονειρικοί) σε ένα κοινό που ίσως αγνοεί τη δυναμική της κλασικής μουσικής, ενώ από την πλευρά της Amos γινόμαστε μάρτυρες της ύψιστης μορφής εξέλιξης ενός αυθεντικού καλλιτέχνη: τον ανοιχτό διάλογο της ελεύθερης προσωπικής του έκφρασης με μια καλλιτεχνική γλώσσα και δομές που προηγούνται της εποχής του μα αποτελούν την αφετηρία της Τέχνης του.