Sunday, October 14, 2012

Χυτήριο 12/10


Την Παρασκευή που μας πέρασε ήμουν έξω από το θέατρο Χυτήριο. Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ήταν μια παρουσία που τη χρωστούσα σε κάθε ελεύθερη και συνειδητή επιλογή που έχω κάνει μέχρι σήμερα στη ζωή μου. Ένα χρέος στο δικαίωμα μου να μιλάω και να γράφω συντάσσοντας όπως θέλω τις λέξεις που επιλέγω και να τις δημοσιεύω σε τούτο εδώ το blog, ή στα στάτους μου στο facebook ή στο twitter χωρίς να σκέφτομαι τις συνέπειες‧ χρέος στο δικαίωμα μου να γυρίζω στους δρόμους μέχρι ότι ώρα επιθυμώ, να κάνω παρέα, να θαυμάζω και να ερωτεύομαι τους ανθρώπους που μου κάνει κέφι, χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν πλην του εαυτού μου. Η παρουσία μου στο Χυτήριο δεν ήταν οικειοθελής ούτε συμβολική: ο κατάλογος είχε ήδη ανοιχτεί και κάποιος φώναζε το όνομά μου.

Μια μέρα πριν. ΄Όταν πληροφορήθηκα τα γεγονότα κι ένιωσα προσβεβλημένος: λες και κάποιος είχε εισβάλλει με το έτσι θέλω στο δικό μου σπίτι, είχε σκίσει τα βιβλία μου, είχε τσαλαπατήσει τους δίσκους και τις ταινίες μου και στο τέλος είχε ρίξει ένα σπίρτο κι είχε βάλει φωτιά σε ό,τι μικρό κι ασήμαντο συνέθετε τον κόσμο μου. Σαν κάποιος αόρατος δικτάτορας να καταργούσε βίαια κι αποφασιστικά το όνομα μου, στο όνομα κάποιων αλλόκοτων αρχών ενός ηθικού κώδικα που δεν ενέκρινα ποτέ, ούτε εφήρμοσα στην καθημερινότητα μου. Ένιωσα περιττός αριθμός, εκκρεμής υπόθεση προς διευθέτηση, επόμενο θύμα. Και βρέθηκα ξαφνικά από τον ελεύθερο κόσμο μου να κατοικώ στις ολοκληρωτικές κοινωνίες του Fahrenheit 451, του 1984 και των θρύλων του Θανάση Τριαρίδη.

Η φυσική παρουσία έξω από το θέατρο – το όποιο θέατρο, εκδοτικό οίκο ή μουσική σκηνή τίθεται στόχος του ανελεύθερου σκοταδισμού – ήταν πάνω απ’ όλα προσωπική ανάγκη. Οι 200-300 άνθρωποι που συγκεντρωθήκαμε έξω από το Χυτήριο δεν το κάναμε μόνο για να δείξουμε ότι υπερτερούμε αριθμητικά από τις οργισμένες μειονότητες, ούτε για να προτάξουμε τα στήθη μας ενάντια στους τραμπούκους, προκειμένου να διασφαλίσουμε την ομαλή διεξαγωγή της συγκεκριμένης παράστασης. Το κάναμε πρώτα και κύρια για να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας και τους άλλους πως είμαστε ακόμα άνθρωποι ελεύθεροι, που μπορούμε να σταθούμε στο πλευρό άλλων ελεύθερων ανθρώπων που επιλέγουν ένα συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε όλους. Στόχος δεν ήταν να προασπίσουμε μια συγκεκριμένη αισθητική, ιδεολογική ή θρησκευτική προσέγγιση αλλά το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να επικοινωνεί ελεύθερα τους προβληματισμούς του με όσους το επιθυμούν, με την απαραίτητη προϋπόθεση να σέβεται το δικαίωμα των υπόλοιπων στην αντίθετη άποψη.

Κι ήμασταν αρκετοί. Όχι αριθμητικά μα δυναμικά αρκετοί. Είδα στο γραφικό παραλογισμό της απέναντι πλευράς να αντιτίθενται καθαρά μάτια και όμορφα ήρεμα πρόσωπα. Είδα βλέμματα να γυαλίζουν μέσα στη νύχτα από σιγουριά για το τί είναι σωστό, τι ηθικό, τι ανεπίτρεπτο. Άκουγα απόψεις με συνοχή, αρθρωμένες με δυνατές στιβαρές φωνές κι ωραίες λέξεις. Αισθάνθηκα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό πως δεν έχει χαθεί κάθε ελπίδα σε αυτή τη χώρα‧ δεν έχουν πάρει οριστικά τα ηνία οι ανεγκέφαλοι, οι τραμπούκοι, οι φασίστες. Αν και βρισκόμασταν συγκεντρωμένοι στο ημίφως της Ιεράς Οδού,  ο καθένας έμοιαζε να κρατά στο χέρι του μια προσωπική δέσμη φωτός, ενάντια στο ολοκληρωτικό σκοτάδι της εποχής. 

Θα μπορούσαμε ομολογουμένως να ήμαστε πολύ περισσότεροι. Υποθέτω πως όσοι δεν βρέθηκαν εκεί, το έκαναν είτε γιατί είχαν σημαντικότερα σχέδια για το βράδυ της Παρασκευής τους, είτε γιατί θεωρούν πως η ελευθερία τους δεν είναι υπό διαπραγμάτευση. Εύχομαι κι ελπίζω να συνεχίζουν να το πιστεύουν. Όπως το πίστευα κι εγώ ως το βράδυ της Πέμπτης που ενημερώθηκα βάναυσα κι απρόσμενα για τα επεισόδια, ράγισε η βιτρίνα του προστατευμένου μου μικρόκοσμου, γύρισα το κλειδί στο σπίτι μου και το βρήκα παραβιασμένο. Με όλες τις ελεύθερες μέρες από τούδε και στο εξής υπό διαπραγμάτευση.


Friday, October 12, 2012

Άνθρωποι - χελώνες.


Είμαι μια χελώνα. Νιώθω σαν να κουβαλάω στην πλάτη μου βάρος πολύ. Έναν κόσμο ολόκληρο. Βάρος που με κάνει δυσκίνητο. Βάρος που πλακώνει την οργή μου κι ενώ θέλω να φωνάξω δυνατά ίσα που ψιθυρίζω. Ξέρω πως η λογική είναι με το μέρος μου και με θυμώνει που δε μπορεί να ακουστεί. Είναι το όπλο μου το μοναδικό και την ίδια στιγμή το πιο ανίσχυρο, αυτό που πρώτο καταλύθηκε και άφησε έναν παράλογο όχλο να εισβάλλει στην ζωή μου. 

Θέλω να βγω στο δρόμο με τα αργά μου βήματα, να κοιτάξω έναν – προς έναν αυτούς που συναντώ για να δω αν μας ενώνει η κοινή λογική, ο βασικός ανθρωπισμός, το αυτονόητο. Αν έβρισκα έναν κώδικα να ενώσει όλους εμάς τους μουδιασμένους θα ξεχυνόμουν στο δρόμο. Θα τραβούσα από το μανίκι όσους περισσότερους μπορούσα να παρασύρω. Θα μοιραζόμουν μαζί τους τη σοφία των αιωνόβιων: θα εξηγούσα ξανά και ξανά γιατί το μίσος είναι ο λάθος τρόπος. 

Φοβάμαι όμως τί θα αντικρίσω αν το προσπαθήσω. Οι άνθρωποι – χελώνες στο φόβο γινόμαστε παράξενοι, απρόβλεπτοι, απόκοσμοι. Τραβάμε διαχωριστικές. Κοιτάμε καχύποπτα ο ένας τον άλλον. Δεν έχουμε κοινές γραμμές. Περιχαρακωνόμαστε. Κλείνουμε τα αφτιά και τα μάτια μας και στο τέλος της μέρας κλεινόμαστε στο ασφαλές μας καβούκι, κάνοντας μια γρήγορη καταμέτρηση των κεκτημένων, αναστενάζουμε ανακουφισμένοι που όλα είναι ακόμα στη θέση τους και πέφτουμε ήσυχοι για ύπνο. Άλλη μια μέρα που ο τρόμος δε μας άγγιξε. Άλλη μια μέρα που τη σκαπουλάραμε. Ο κόσμος είναι ακόμα φιλόξενος για τις ιδέες μας, αφού δεν τις προσέβαλε κανείς. Την επόμενη το κεφαλάκι μας ξεπροβάλλει από το καβούκι κι αντικρίζει με αγαλλίαση τον ήλιο να εξακολουθεί να λάμπει πάνω από την πλάτη μας. Είμαστε ελεύθεροι.

Μέχρι να έρθει εκείνο το δρομολογημένο πρωινό που η πόρτα μας θα είναι παραβιασμένη, το σαλόνι μας κατειλημμένο, κι εμείς θα το έχουμε επιτρέψει γιατί ποτέ δε δηλώσαμε ότι δε συναινούμε στο αντίθετο. Θα προσπαθήσουμε σε μια έσχατη απόπειρα αυτοάμυνας να επικαλεστούμε όλα τα δεδομένα ιδανικά μας και δε θα υπάρχει ούτε ένα να μας υπερασπιστεί. Θα κείτονται στο πάτωμα ποδοπατημένα, γιατί δεν τα επισημάναμε όταν έπρεπε, όταν δε διακυβεύονταν τα δικά μας κεκτημένα. Κι από το πουθενά θα βρεθούμε σαν αναποδογυρισμένες χελώνες με τα πόδια στον ουρανό και τον ευαίσθητο θώρακά μας εκτεθειμένο στον κίνδυνο, ανίκανοι να αντιδράσουμε ή να περισώσουμε το παραμικρό. Απλώς θα μένουμε να αναρωτιόμαστε τί συνέβη, πώς την πάθαμε έτσι και βρεθήκανε τα πάνω κάτω.

Δε θέλω να έρθει αυτή η μέρα. Ξέρω ότι φορτώθηκα τον κόσμο μου στην πλάτη γιατί φτιάχτηκα γι’ αυτόν. Κι αυτός που μου τον φόρτωσε να τον σέρνω για αιώνες, πηγαίνοντας σαν αργοκίνητο καράβι, προφανώς κατάλαβε ότι μόνο εγώ έχω τη δύναμη να διαχειριστώ αυτό τον κόσμο. Μόνο εγώ μπορώ να τον προστατέψω απ’ τους εχθρούς, απ’ τη βία κι απ’ τον παραλογισμό. Κι ο λόγος που μου έδωσε αργά βήματα είναι γιατί μου έδωσε σκληρό κόσμο. Έναν κόσμο που αξίζει να πολεμήσω για χάρη του. Με τα αργά μου βήματα. Με την τρυφερή πλευρά του καλά προστατευμένη. Όμως νιώθω πως τον κόσμο μου πρέπει να τον υπερασπιστώ στο δρόμο. Με αργά και σταθερά βήματα – γεννήθηκα χελώνα, δε γίνεται αλλιώς. Με αμφιβολία συνοδοιπόρων - δυστυχώς οι ελεύθεροι δε χρειάστηκε να συνασπιστούμε ποτέ στο παρελθόν. Με μια στρατιά επικίνδυνων ερπετών να επιβουλεύονται κάθε αξία και ιδανικό. Με όποιο τρόπο κι εναντίον οποιουδήποτε όμως κι αν παραστεί ανάγκη να υπερασπιστώ το φορητό μου κόσμο, για ένα είμαι σίγουρος: θα συμβεί στο δρόμο, επισημαίνοντας μέχρι τέλους το αυτονόητο.

Monday, October 01, 2012

οι ελιές



(Παύση)

- Θα 'θελα μια ελιά.

ΣΤΕΛΑ: 
Ελιά; Δεν έχουμε.

ΤΖΕΙΜΣ: 
Πως το ξέρεις;

ΣΤΕΛΑ:
Το ξέρω.

ΤΖΕΙΜΣ:
Κοίταξες;

ΣΤΕΛΑ:
Δεν είναι ανάγκη να κοιτάξω. Ξέρω τί έχω.

ΤΖΕΙΜΣ:
Ξέρεις τι έχεις;

(Παύση)

- Γιατί δεν έχουμε ελιές;

ΣΤΕΛΑ:
Δεν ήξερα πως σ' αρέσουν.

ΤΖΕΙΜΣ:
Ώστε γι' αυτό δεν είχαμε ποτέ ελιές εδώ μέσα! Γιατί δε νοιάστηκες ποτέ σου να ρωτήσεις αν μ' αρέσουν οι ελιές...



(Όλη η ανθρωπότητα σε λίγες αράδες από τον ιδιοφυή Κύριο Χάρολντ Πίντερ.)