Θα 'ναι τρεις μέρες πια. Έτσι ξαφνικά συνέβη. Σε ένα τραπέζι των starbucks. Μπροστά σε ένα χάρτινο κύπελλο Rooibos με άρωμα βανίλιας. Απροσδόκητα. Όπως συνέβαιναν πάντα όλα. Πριν γίνει συνήθεια να συμβαίνουν ερήμην της συγκίνησης. Τότε που κάθε τι είχε δικαίωμα στην καταγραφή και στην αποταμίευση. Και γίνονταν μικρές και μεγάλες στιγμές σωρός αποκομμάτων που συνέθεταν κάτι ενιαίο. Και το ονόμαζες "η ζωή μου", σαν έκθεση του δημοτικού.
Σαν μια αποκάλυψη συνέβη. Ξεκίνησε αθόρυβα από κάπου μέσα στο στήθος, σα σταγόνα μελιού που έσταξε κάποιος σε μια πέτρα και πέρασε σε ολόκληρο το σώμα, σε όλα τα μέλη απ' άκρη σ' άκρη κι έγινε ζέστη και κάτι που παλιά το λέγαμε θαλπωρή και με τον καιρό έγινε ξεπερασμένο - σαν προπολεμική εικονογράφηση αναγνωστικού μιας γάτας που κοιμάται μπρος στο τζάκι.
Και δεν ήμουν προετοιμασμένος. Δεν ήξερα πως να το πω. Εγώ που έχω μια λέξη και για τα πιο αφηρημένα. Δεν ήξερα που να το φυλάξω, σε ποια τσέπη κι ανάμεσα σε ποια αποκόμματα, εισιτήρια κι αποδείξεις. Το άφησα απλώς να κυλάει στο σώμα μου σε δόσεις και να με ζεσταίνει: σαν τις κοφτές γουλιές ενός ροφήματος που δε θέλεις να τελειώσει άμεσα.
Το ονόμασα κάπως αυθαίρετα (αν και ημερολογιακά ακριβές) "φθινόπωρο" και το τοποθέτησα στις μικρές ασήμαντες στιγμές που συνθέτουν αναρχοαυτόνομα κάτι δικό τους απροσδιόριστο. Κι έτσι αιφνίδια, αυτός ο απρόσωπος Οκτώβρης - η καρδιά μιας συγκεχυμένης εποχής που ακολουθεί τον καύσωνα και προηγείται της παγωνιάς, απόκτησε μια ταυτότητα.
Μια κανονική ταυτότητα, που όπως όλες οι πραγματικές ταυτότητες δε δήλωνε ούτε από που ήρθε, ούτε που πηγαίνει. Έδωσε απλά ένα τυχαίο όνομα σε μια τυχαία στιγμή, έτσι για να την ξεχωρίζω μέσα στα πλήθη των άλλων ανούσιων στιγμών και να την ανακαλώ καμιά φορά στη μνήμη. Ίσα για να μοιραστούμε ένα χάρτινο κύπελο Rooibos με άρωμα βανίλιας.
Σαν μια αποκάλυψη συνέβη. Ξεκίνησε αθόρυβα από κάπου μέσα στο στήθος, σα σταγόνα μελιού που έσταξε κάποιος σε μια πέτρα και πέρασε σε ολόκληρο το σώμα, σε όλα τα μέλη απ' άκρη σ' άκρη κι έγινε ζέστη και κάτι που παλιά το λέγαμε θαλπωρή και με τον καιρό έγινε ξεπερασμένο - σαν προπολεμική εικονογράφηση αναγνωστικού μιας γάτας που κοιμάται μπρος στο τζάκι.
Και δεν ήμουν προετοιμασμένος. Δεν ήξερα πως να το πω. Εγώ που έχω μια λέξη και για τα πιο αφηρημένα. Δεν ήξερα που να το φυλάξω, σε ποια τσέπη κι ανάμεσα σε ποια αποκόμματα, εισιτήρια κι αποδείξεις. Το άφησα απλώς να κυλάει στο σώμα μου σε δόσεις και να με ζεσταίνει: σαν τις κοφτές γουλιές ενός ροφήματος που δε θέλεις να τελειώσει άμεσα.
Το ονόμασα κάπως αυθαίρετα (αν και ημερολογιακά ακριβές) "φθινόπωρο" και το τοποθέτησα στις μικρές ασήμαντες στιγμές που συνθέτουν αναρχοαυτόνομα κάτι δικό τους απροσδιόριστο. Κι έτσι αιφνίδια, αυτός ο απρόσωπος Οκτώβρης - η καρδιά μιας συγκεχυμένης εποχής που ακολουθεί τον καύσωνα και προηγείται της παγωνιάς, απόκτησε μια ταυτότητα.
Μια κανονική ταυτότητα, που όπως όλες οι πραγματικές ταυτότητες δε δήλωνε ούτε από που ήρθε, ούτε που πηγαίνει. Έδωσε απλά ένα τυχαίο όνομα σε μια τυχαία στιγμή, έτσι για να την ξεχωρίζω μέσα στα πλήθη των άλλων ανούσιων στιγμών και να την ανακαλώ καμιά φορά στη μνήμη. Ίσα για να μοιραστούμε ένα χάρτινο κύπελο Rooibos με άρωμα βανίλιας.