Wednesday, October 27, 2010

Rooibos


Θα 'ναι τρεις μέρες πια. Έτσι ξαφνικά συνέβη. Σε ένα τραπέζι των starbucks. Μπροστά σε ένα χάρτινο κύπελλο Rooibos με άρωμα βανίλιας. Απροσδόκητα. Όπως συνέβαιναν πάντα όλα. Πριν γίνει συνήθεια να συμβαίνουν ερήμην της συγκίνησης. Τότε που κάθε τι είχε δικαίωμα στην καταγραφή και στην αποταμίευση. Και γίνονταν μικρές και μεγάλες στιγμές σωρός αποκομμάτων που συνέθεταν κάτι ενιαίο. Και το ονόμαζες "η ζωή μου", σαν έκθεση του δημοτικού.

Σαν μια αποκάλυψη συνέβη. Ξεκίνησε αθόρυβα από κάπου μέσα στο στήθος, σα σταγόνα μελιού που έσταξε κάποιος σε μια πέτρα και πέρασε σε ολόκληρο το σώμα, σε όλα τα μέλη απ' άκρη σ' άκρη κι έγινε ζέστη και κάτι που παλιά το λέγαμε θαλπωρή και με τον καιρό έγινε ξεπερασμένο - σαν προπολεμική εικονογράφηση αναγνωστικού μιας γάτας που κοιμάται μπρος στο τζάκι.

Και δεν ήμουν προετοιμασμένος. Δεν ήξερα πως να το πω. Εγώ που έχω μια λέξη και για τα πιο αφηρημένα. Δεν ήξερα που να το φυλάξω, σε ποια τσέπη κι ανάμεσα σε ποια αποκόμματα, εισιτήρια κι αποδείξεις. Το άφησα απλώς να κυλάει στο σώμα μου σε δόσεις και να με ζεσταίνει: σαν τις κοφτές γουλιές ενός ροφήματος που δε θέλεις να τελειώσει άμεσα.

Το ονόμασα κάπως αυθαίρετα (αν και ημερολογιακά ακριβές) "φθινόπωρο" και το τοποθέτησα στις μικρές ασήμαντες στιγμές που συνθέτουν αναρχοαυτόνομα κάτι δικό τους απροσδιόριστο. Κι έτσι αιφνίδια, αυτός ο απρόσωπος Οκτώβρης - η καρδιά μιας συγκεχυμένης εποχής που ακολουθεί τον καύσωνα και προηγείται της παγωνιάς, απόκτησε μια ταυτότητα.

Μια κανονική ταυτότητα, που όπως όλες οι πραγματικές ταυτότητες δε δήλωνε ούτε από που ήρθε, ούτε που πηγαίνει. Έδωσε απλά ένα τυχαίο όνομα σε μια τυχαία στιγμή, έτσι για να την ξεχωρίζω μέσα στα πλήθη των άλλων ανούσιων στιγμών και να την ανακαλώ καμιά φορά στη μνήμη. Ίσα για να μοιραστούμε ένα χάρτινο κύπελο Rooibos με άρωμα βανίλιας.

Sunday, October 17, 2010

Caro Gianni


"Ο Κροκόδειλος παίρνει το ασανσέρ. Αναγκάζεται να σκύψει λίγο για να μπει γιατί είναι δύο μέτρα ψηλός, χώρια το μωβ ημίψηλο καπέλο του. Φοράει μια μακριά κίτρινη μπέρτα και μια κυρία που δεν αντέχει όλες αυτές τις χρωματικές αντιθέσεις, λιποθυμάει".

Ο αγαπημένος παραμυθάς, Gianni Rodari, με μία μόνο παράγραφο καταφέρνει να προκαλέσει το πιο απρόσμενο χαμόγελο των τελευταίων ημερών. Σε δεκαπέντε μόλις λεπτά και τρεις από τις ιστορίες του τις "φτιαγμένες για μηχανή", θυμήθηκα τα εικονογραφημένα πρωινά των παιδικών μου χρόνων. Τότε που οι μεγαλύτερες αλήθειες ξεκινούσαν από ένα απλό παραμύθι.

Αν πέσει στα χέρια σου, διάβασέ το.


Monday, October 04, 2010

Συνέπεια

Όταν ήμουν μικρός φανταζόμουν τις αφηρημένες έννοιες να κατοικούν σε διάφορα σημεία του σώματος: η μελαγχολία κατοικούσε στο στήθος , η ψυχή κατοικούσε στο σαγόνι. Η τρυφερότητα στους καρπούς. Η οικειότητα στο λαιμό. Ο θυμός βρισκόταν ανάμεσα στα φρύδια. Η χαρά χαμηλά στο στομάχι.

Όταν ήμουν μικρός οι μέρες μου είχαν χρώματα: η Δευτέρα ήταν γαλάζια, η Τρίτη κίτρινη, η Τετάρτη πορτοκαλί, η Πέμπτη σκούρο καφέ κι η Παρασκευή βυσσινί. Το Σάββατο ήταν μοβ κι η Κυριακή κατακόκκινη. Κι όσο νύχτωνε γινόταν γκρίζα. Μετά μαύρη, μέχρι που ξημέρωνε και πάλι μια γαλάζια Δευτέρα.

Όταν ήμουν μικρός το Ψ ήταν αριθμός και το 8 γράμμα. Όσες φορές κι αν με διόρθωναν, αρνιόμουν πεισματικά να παραχωρήσω είτε το ένα είτε το άλλο στην αντίπαλη ομάδα.

Όταν ήμουν μικρός, τα βράδια φανταζόμουν πως το κρεβάτι μου ήταν μαγικό και πετούσε πάνω από την Αθήνα. Αποκοιμιόμουν χαζεύοντας την πόλη από ψηλά με μια καθησυχαστική ανάμεικτη αίσθηση κινδύνου και ασφάλειας.

Τώρα που δεν είμαι πια μικρός, οι αφηρημένες έννοιες κατοικούν στα ίδια σημεία του σώματος, οι μέρες μου έχουν τα ίδια χρώματα με τότε, μου παίρνει λίγο χρόνο να εντοπίσω το ψ στα γράμματα όταν πληκτρολογώ και φαντάζομαι ακόμα ιπτάμενα κρεβάτια για να κοιμηθώ.

Κι αν με παρηγορεί κάτι σ' αυτή τη σκέψη είναι πως μια πιθανή αυτοβιογραφία μου θα άρχιζε και θα τελείωνε με τις ίδιες αυτές φράσεις. Ακριβώς.


Sunday, October 03, 2010

της κυριακης

Μπαίνουν μέρες, βγαίνουν μέρες, κι η σιωπή - σιωπή.
(πάλι καλά που χρόνια τώρα είναι δρόμος και πάντα κάπου βγάζει)