Wednesday, September 18, 2013

Μπε!


Οκέι, το καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω να μη σε αγγίζει το μαχαίρι που κάθε τρεις και λίγο καρφώνεται στην κοιλιά ή στην πλάτη ενός μετανάστη. Δεν είναι γείτονας σου – και να είναι όταν σε βλέπει σκύβει το κεφάλι η αποστρέφεις το βλέμμα, οπότε δεν πάει να μαχαιρώνεται. Όσο δεν το βλέπεις δεν υπάρχει. («Κι αν δεν του αρέσει να πάει στην πατρίδα του. Εδώ πια, ούτε εμείς δε μπορούμε να ζήσουμε, θα ταΐζουμε και τους ξένους;»)

Καταλαβαίνω επίσης να μη σε αγγίζει κι ο λοστός που πέφτει στο κεφάλι ενός gay αγοριού ή κοριτσιού που απλώς διασκεδάζει με την παρέα του σε ένα μπαρ. Δεν είναι γιος σου, ούτε κολλητός σου (που μπορεί να είναι και να μην το ξέρεις, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Το πολύ – πολύ να είναι φίλος φίλου η παιδί του γείτονα που «προκαλούσε και πήγαινε γυρεύοντας».

Ούτε στα θέατρα και τις συναυλίες πηγαίνεις κι αν πηγαίνεις δεν πας σε αυτά τα βέβηλα και ιερόσυλα θεάματα, οπότε δε σου καίγεται καρφί για τον καλλιτέχνη που φιμώνεται και προπηλακίζεται από ένα μάτσο αμόρφωτους τραμπούκους. Στο κάτω – κάτω «τι θέλουν και τα βάζουν με τα ιερά και τα όσια; Δεν έχουν καταλάβει πως είναι άγριες εποχές; ας κάτσουν στην ησυχία του να μη μπλέκουν».

Ούτε αριστερός είσαι, ούτε και τις φωνές τους συμπαθείς. Δεν κατεβαίνεις σε πορείες, δεν τα βάζεις με τους μπάτσους. Είσαι φιλήσυχος και προσέχεις να μη μπλέκεις - γιατί «ποιος να τα βάλει τώρα με τα άγρια θηρία; Ας κρατάμε τις αποστάσεις κι όλα καλά».

Όμως χτες το βράδυ δεν την έπεσαν ούτε σε ένα μετανάστη, ούτε σε έναν ομοφυλόφιλο, ούτε σε έναν καλλιτέχνη, ούτε απλώς σε έναν αριστερό: την έπεσαν σε έναν τύπο σαν εσένα που έβλεπε μπάλα σε ένα καφέ στην πλατεία με την παρέα του. Τόσο απλά. Όσο απλά αύριο – μεθαύριο, που το μαχαίρι θα μπορεί να στρέφεται αδιακρίτως εναντίον του οποιουδήποτε, για οποιονδήποτε λόγο μπορεί να έρθει κι η δική σου σειρά. Γιατί όταν θα έχουν εξοντωθεί όλες οι ενδιάμεσες αποχρώσεις αυτή η χώρα θα καταλήξει να κατοικείται αποκλειστικά από αιμοβόρους μαύρους λύκους και φιλήσυχα άσπρα πρόβατα. (Και μάντεψε όταν σωθεί το πρώτο αίμα σε ποιους θα επιτεθούν οι λύκοι για να χορτάσουν.)

Δεν έχω να γράψω κάτι άλλο. Μόνο να σου πω πως αν γλίτωσες τις πρώτες τέσσερις μαχαιριές είναι γιατί εκκρεμεί η τελευταία, η οριστική και πιο ντροπιαστική: αν γλίτωσες ως μετανάστης, ως ομοφυλόφιλος, ως καλλιτέχνης, ως αριστερός, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να τη γλιτώσεις ως πρόβατο. 



Sunday, July 28, 2013

Άνω Τελεία



Στάμος Σέμσης - Νατάσσα Μποφίλιου - Jirashimosu

Νέο ταξιδάκι του κατακαλόκαιρου.





Saturday, May 11, 2013

το αγόρι που συνομιλούσε με τα όνειρα.



Υπήρχε κάποτε ένα αγόρι που συνομιλούσε με τα όνειρα. Συνομιλούσε μαζί τους όπως οι εκπαιδευτές των θηρίων. Όταν ονειρευόταν κάτι άσχημο μελαγχολούσε ολόκληρη τη μέρα. Όταν πάλι έβλεπε κάτι χαρούμενο έμενε βουβός γιατί φοβόταν πως αν το μοιραστεί θα το προδώσει. Ήξερε τρομερά μυστικά για όλους τους ανθρώπους. Δεν κοιμόταν συχνά ούτε πολύ γι’ αυτό και τα όνειρα του ήταν πολύτιμα – σα σταγόνες δροσιάς σε άγονη γη. 

Το αγόρι που συνομιλούσε με τα όνειρα ήταν με το ένα πόδι σ’ αυτό τον κόσμο και με το άλλο σκορπισμένο στο διάστημα. Δε μπορούσε να ρυθμίσει που βρισκόταν κάθε φορά. Το σώμα του ήταν έρμαιο της στιγμής και της διάθεσης. Η διάθεση κι η στιγμή ήταν επίσης έρμαια μιας άλλης δύναμης μακρινής. Αν ήσουν τυχερός μπορεί να τον πετύχαινες για λίγο στην κανονική ζωή. Ίσα να βεβαιωθείς ότι υπάρχει. Μετά αποσυρόταν και πάλι στον πλανήτη του.

Τις περισσότερες στιγμές κοίταζε τους υπόλοιπους ανθρώπους από ψηλά. Τα σύννεφα έμπαιναν στα μάτια του και δεν τους έβλεπε καθαρά. Γι’ αυτό και δεν τους πολυεμπιστευόταν. Ό, τι ήξερε γι' αυτούς ήταν διαθλάσεις ονείρων. Δεν είχαν ένα πρόσωπο και σταθερό μα μια υδάτινη μορφή που άλλαζε σημαίνοντας διαρκώς άλλα. Στην προσωπική του μυθολογία οι υπόλοιποι ήταν αδιάφοροι: ένα στιγμιαίο dejavu του γονιδιακού του κώδικα. Ωστόσο τους καταδεχόταν. Ήξερε ότι ένα μέρος του ανήκει στον πλανήτη τους.

Το αγόρι που συνομιλούσε με τα όνειρα δεν ήταν θλιμμένο. Μερικές φορές μόνο που ξεχνιόταν. Τον περισσότερο καιρό χαμογελούσε. Ήξερε να διώχνει τις άσχημες σκέψεις με την ευκολία που ανάσαινε. Ήξερε επίσης να διαβάζει σημάδια που οι άλλοι δεν υποπτεύονταν καν: μια αλλαγή στη φορά του αέρα, το ανήσυχο φτερούγισμα ενός πουλιού, τις κουβέντες των εντόμων. Ήξερε που πήγαινε ο κόσμος μα δεν το μοιραζόταν ποτέ. Δεν ενδιαφερόταν να γίνει προφήτης ούτε ν’ αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Για εκείνον ήταν ένα και το αυτό.

Το αγόρι που συνομιλούσε με τα όνειρα μια μέρα έχασε τον ύπνο του για πάντα. Ήταν έτοιμος γι’ αυτό από τη μέρα που γεννήθηκε. Στη νέα του ζωή περιφερόταν τυφλός και άυπνος από μέρος σε μέρος. Όποτε κουραζόταν έβρισκε μια ήσυχη γωνιά στη μέση του πουθενά και καθόταν να ξαποστάσει. Τότε όλα τα όνειρα της ζωής του έβγαιναν μέσα απ’ τα σκοτάδια και κούρνιαζαν στα πόδια του σαν εξημερωμένα λιοντάρια. Εκείνος έμπλεκε τα δάχτυλα του στη χαίτη τους τους και αντιστοιχούσε τα μυστήρια του σύμπαντος ένα προς ένα. 

Μια στο τόσο, όταν ένιωθε μοναξιά και νοσταλγία για την παλιά εποχή, όταν διψούσε για νέα όνειρα έστελνε τις εξημερωμένες στρατιές του στον ύπνο όσων των γνώρισαν προς αναζήτηση λείας. Και τότε οι άνθρωποι άρχισαν να ξυπνάνε το πρωί δίχως όνειρα, μόνο με μια ανεπαίσθητη γεύση αίματος στα χείλη από το νυχτερινό κυνήγι και μια αφηρημένη ανάμνηση ενός νεαρού αγοριού που έζησε κάποτε για λίγο ανάμεσά τους. 

Monday, March 11, 2013

το γατί


Το όνειρο πήγαινε κάπως έτσι: είχα -λέει- ένα αγαπημένο γατί (στα όνειρα μου υπάρχει πάντα ένα συγκεκριμένο γατί που επανέρχεται περιοδικά). Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες φορές όμως τώρα το γατί μου ήταν γερασμένο και κατάκοπο. Μόλις και μετά βίας έσερνε το λιπόσαρκο κορμί του, ενώ νιαούριζε επίμονα δίχως να παράγει κάποιο ήχο. 

Στην επόμενη εικόνα το γατί βρίσκεται ακόμα πιο κοντά μου. Παρατηρώ πόσο ταλαιπωρημένο είναι. Εκτός αυτού είναι ακρωτηριασμένο: του λείπει ένα από τα μπροστινά του πόδια. Το παίρνω με τρυφερότητα στην αγκαλιά μου. Όσο κι αν δεν αναγνωρίζω τη μορφή του, κάτι μέσα μου με διαβεβαιώνει πως πρόκειται για το πιο αγαπημένο μου πλάσμα στον κόσμο.

Το κοιτάζω βαθιά στα μάτια μου. Το γατί μου δεν έχει μάτια. Κάποιος του τα έχει βγάλει. Η καρδιά μου σφίγγεται. Νιώθω να το αγαπώ περισσότερο. Το βουβό νιαούρισμα συνεχίζεται. Διαισθάνομαι πως πεινάει. Το αφήνω προσεκτικά κάτω και πηγαίνω να του φέρω λίγο γάλα. 

Όταν επιστρέφω το γατί μου δεν είναι παρά ένα γατίσιο κεφάλι ακουμπισμένο στο πάτωμα. Δεν έχει μάτια, η μουσούδα του όμως είναι υγρή, τρυφερή κι επώδυνα οικεία. Παίρνω το κεφάλι και προσπαθώ να το ταΐσω βουτώντας το τρυφερά στο μπολάκι με το γάλα. Το γατίσιο κεφάλι πίνει με λαιμαργία. Το γάλα αδειάζει. Όταν το σηκώνω συνειδητοποιώ πως το γατί μου – ή ό, τι τέλος πάντων είχε απομείνει από αυτό – έχει πνιγεί.

Η καρδιά μου ωστόσο είναι ήσυχη. Μέσα μου κουλουριάζεται ευτυχισμένο, αρτιμελές, χορτάτο. Ξυπνάω ήρεμος. Με μια αίσθηση εξισορροπητικής απώλειας.

Monday, February 04, 2013

οι ξύλινες λέξεις


Επικρατεί η άποψη ότι κάποιες λέξεις είναι ξύλινες. Ο καιρός κι η χρήση έχουν περάσει από πάνω τους και τις έχουν αποξηράνει. Οι ξύλινες λέξεις είναι λέξεις που σε περιόδους ανάγκης χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον. Λέξεις γόνιμες που φυτεύτηκαν σε άνυδρα χωράφια της ιστορίας κι από την δίψα τους να θρέψουν την ανθρωπότητα γονιμοποίησαν το πεινασμένο χώμα, βλάστησαν και καρποφόρησαν. Κι οι λέξεις αυτές έθρεψαν τον άνθρωπο και τον πήγαν ένα βήμα παραπέρα από τη ματαιότητα του. Κι ο άνθρωπος πήρε τους καρπούς τους κι αφού χόρτασε, φύτεψε σε νέα χώματα τα κουκούτσια και τις φλούδες τους και συνέχισε να ζει, ξεχνώντας τις πρώτες ρίζες. Κι αυτές απόμειναν τα γέρικα δέντρα της αρχής. Πάντα εκεί σα σχήματα μα αποστερημένα από χυμούς τις τρέχουσας ζωής. Κι άμα έλεγες τη λέξη δεν εννοούσες αυτό που κάρπισε και σε έθρεψε στους δύσκολους καιρούς, μα τη σοδειά της χρονιάς, την παραγωγή και το εμπόριο. Κι η λέξη έγινε το κέρδος από την εκμετάλλευση της ξεχασμένης πρώτης ρίζας.

Για πολύ καιρό πήγαινε καλά το αλισβερίσι. Το χώμα ήτανε καλό με τους ανθρώπους – είχε και μια φυσική συμπάθεια προς την αυτοθυσία των μεγάλων λέξεων- και παρήγαγε με γενναιοδωρία. Και έφερναν τα δέντρα τα επόμενα ευμάρεια, και πλούτο και κέρδη στους ανθρώπους. Κι εκείνοι ολοένα και ξεχνούσαν την αρχική ρίζα κι ολοένα έκαναν το τέλος τους αρχή κι οι λέξεις σταδιακά έπαψαν να σημαίνουν το παραμικρό. Ώσπου το χώμα θύμωσε, κουράστηκε και έπαψε να δίνει τους καρπούς του. Έγινε εχθρικό, παγωμένο κι αφιλόξενο κι άφησε τους ανθρώπους να πεινάσουν. Τότε εκείνοι θυμήθηκαν την παλιά ρίζα της αρχής, μα έχοντας γεμίσει στρέμματα επί στρεμμάτων με μικρότερα δέντρα απ’ τους καρπούς της ξέχασαν που την είχανε φυτέψει. Κι άρχισαν να προσκυνάνε και να ικετεύουν κάθε παραφυάδα της μεγάλης ρίζας, κάθε δενδρύλλιο που γεννήθηκε από τη μεγάλη αρχή, κάθε μικρή λεξούλα που θύμιζε ένα σπουδαίο νόημα. Στα δύσκολα θυμήθηκαν το όνομά της πρώτης ρίζας και άρχισαν να το φωνάζουν προς τον ουρανό μα δεν έπαιρναν απόκριση καμία. Και τότε πίστεψαν πως δεν υπάρχει θεός αφού δεν τους απαντάει στην ανάγκη τους. Κι άρχισαν τότε να αποκαλούνται με τις μεγάλες λέξεις μεταξύ τους, έτσι να καλημερίζονται το πρωί, κι έτσι να καληνυχτίζονται το βράδυ. 

Και σιγά σιγά ο κάθε άνθρωπος πίστεψε πως είναι κι ένας μικρός Θεός που ορίζει τον κόσμο των λέξεων και τα νοήματα του. Και ως μικροί θεοί ξανάπιασαν τις αξίνες και τα φτυάρια και ξεχύθηκαν στα χωράφια και ξεκίνησαν να σκάβουν και να σκαλίζουν το θυμωμένο χώμα, προστάζοντας το να τους υπακούσει. Και όσο εκείνο αντιστεκόταν τόσο εκείνοι θύμωναν κι επέμεναν για να του αποδείξουν ότι είναι Θεοί κι ότι μπορούν να το δαμάσουν. Κι η μάχη ήταν χωρίς τέλος. Και το χώμα από το χτύπημα πάγωσε και τους κλείδωσε απ’ έξω. Μα οι άνθρωποι που δεν ήταν άνθρωποι πια μα μεγάλες λέξεις και μικροί θεοί συνέχισαν να το χτυπάνε με βια και επιμονή μεγάλη για να τους θρέψει με το ζόρι. Κι όταν έσπασαν τις αξίνες τους έπεσαν στα γόνατα και το χτυπούσαν με τις γροθιές τους μέρα και νύχτα για βδομάδες μήνες και χρόνια. Και μια μέρα μετά από πολύ καιρό, το χώμα τους λυπήθηκε που επέμεναν τόσο και μαλάκωσε κι αγκάλιασε τα κουρασμένα τους πόδια και χέρια. Και τους είπε πως δε χρειάζονται πια μεγάλες λέξεις και πως η επιμονή τους αρκούσε για να το συγκινήσει και πως αν ήθελαν μπορούσαν να κάνουν ανακωχή και να αναπαυθούν επιτέλους. Κι οι άνθρωποι αποκαμωμένοι κατάλαβαν πως δεν ήτανε Θεοί και δέχτηκαν. 'Εβγαλαν ρίζες και φυτεύτηκαν βαθιά στο χώμα και στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον σαν κουρασμένα δέντρα. Και τότε σώπασαν για πάντα. Και τα σπουδαία νοήματα έρχονταν και έφευγαν και ξανάρχονταν και δεν υπήρχε κανείς να τα μιλήσει. Κι οι άνθρωποι έγιναν λέξεις οριστικά. Κι οι λέξεις δε σήμαιναν τίποτα. Κι οι άνθρωποι δε σήμαιναν τίποτα. Και μόνο το χώμα τους αγαπούσε, γιατί μόνο εκείνο ήξερε τί είχαν περάσει. Μα δεν υπήρχαν λέξεις για να το περιγράψουν. Κι ούτε κανένας να νοιαστεί να το ακούσει.