Thursday, December 30, 2010

10+1


Το κάνω κάθε χρόνο. Πιέζω τον εαυτό μου να το κάνει και φέτος. Έχοντας διαπιστώσει ότι η μνήμη μου εξασθενεί χρόνο με το χρόνο, το blog είναι –τελικά- το μόνο μέσο για να μπορώ να ανατρέξω στο παρελθόν όταν παραστεί ανάγκη.

Ιδού λοιπόν τα 10+1 πράγματα που κρατώ από τη χρονιά που πέρασε (με όσο το δυνατόν πιο αυστηρή χρονολογική σειρά):

1. Studio για το Μέτρημα. Το σημαδιακό βράδυ που ακολούθησε την ηχογράφηση.
2. Ένα ταξίδι – αστραπή στη Θεσσαλονίκη χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Απλά για μια βόλτα κατά μήκος του λιμανιού.
3. Το La vie en Rose από τον Louis Armstrong και την σημασία που απέκτησε.
4. Οι «ρώσικες νύχτες» κι η Άνοιξη που σηματοδότησαν.
5. Το «Μην παίζεις με τα χώματα» της Γιατρού της Καρδιάς μου κι η ευλογία να παρακολουθήσω μια παράσταση - συνεδρία με τη συγγραφέα παλλόμενη πλάι μου.
6. «Εισιτήρια Διπλά». Κι όλη η μνήμη, οι αναφορές, οι άνθρωποι που περιέχουν. Όσο υπάρχει αυτός ο δίσκος νιώθω τις αναμνήσεις μου ασφαλείς.
7. Πρόβες και παράσταση στο ΜΕΤΡΟ. Ένας χώρος που η σκηνή του για μας ήταν όνειρο. Φέτος επιστρέφουμε.
8. Το καλοκαίρι στο Παρίσι. Τα Ispahan στο Laduree, ο noisette, τα croque monsieur, το βροχερό Marais, το γέλιο μιας νύχτας στη Champs Elysees, η Νίκη της Σαμοθράκης, οι lomo.
9. Το φθινόπωρο στο Λονδίνο. Το Passion στο Donmar, o Jonsi, οι βόλτες στο Hyde Park και στη νότια όχθη, τα sushi και τα veggie και το τελευταίο γεύμα των 6 λιρών.
10. Ο Άλεξ κι η Ρίτα. Όλα όσα σηματοδοτούν κι η ανυπομονησία να τους δω μπροστά μου. Το φως κι η αγάπη που έφεραν στη ζωή μου.

+1. Που ακόμα χρωστάω κι ακόμα μου χρωστάνε κι έμαθα να μη βιάζομαι. Που αν έρθουν όσα επιθυμώ καλώς, αν όχι δεν έγινε και τίποτα. Που κάνω ακόμα σχέδια.


Wednesday, December 15, 2010

θα 'ρθει μια μέρα


Θα 'ρθει μια μέρα που θα αναθεωρήσουμε το αίμα μας, θα σφίξουμε τα χέρια και θα πούμε "χαίρω πολύ".

Στην αρχή θα είναι τυπικό κι έπειτα αυτονόητο. Θα λέμε πως η σπίθα ήταν εκεί από πάντα. Και θα ‘μαστε πραγματικά ανόητοι, γιατί όντως υπήρχε εκεί από πάντα.

Απλά ξεχνάμε. Από τη φύση μας. Γιατί αλλιώς θα κινδυνεύαμε από πρόωρο θάνατο, ή από θλίψη με αιτία.

Τα μεταφυσικά που κάποτε μας ένωσαν θα γίνουν γέρικα σκυλιά του καναπέ, που θα τρομάζουν στον παραμικρό θόρυβο.

Το σπίτι θα είναι ήσυχο. Το ιδανικό καταφύγιο.

Θα πίνουμε αρωματικά τσάγια με ασυνήθιστες προσμίξεις και θα συζητάμε επί παντός επιστητού, μπερδεύοντας γεγονότα μιας παλιάς και μακρινής ζωής, με τα ψώνια της εβδομάδας η την κατάντια της τηλεόρασης.

Θα τελειώσουμε τις μέρες μας, σαν ένας άνθρωπος. Ένας και μόνος άνθρωπος στην αναζήτηση του άλλου του μισού.

Θα μας λείπει κάτι. Κάτι που κάποτε το ξέραμε καλά και τώρα μας διαφεύγει. Λόγω της μνήμης. Και της σκόνης. Κυρίως της μνήμης.

Τα βράδια θα λέμε ένα «δε βαριέσαι»και θα πέφτουμε για ύπνο - κρατώντας από ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου ο καθένας.

Το επόμενο πρωί θα μας ξυπνάει το τέλος του ίδιου ονείρου. Θα μοιραζόμαστε τα όνειρα μας, εκτός από μερικές μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες, που θα τις λέμε ασυνείδητο.

Θα παίρνουμε μια βαθιά αναπνοή, θα τινάζουμε τα χώματα από το κρεβάτι και τα γόνατά μας και θα σηκωνόμαστε.

Ώσπου θα 'ρθει και πάλι μια μέρα, ίδια κι απαράλλακτη με την πρώτη, που θα αναθεωρήσουμε και πάλι το αίμα μας, θα σφίξουμε τα χέρια και θα πούμε «χαίρω πολύ».

Θα έχει περάσει μια ζωή κι εμείς θα είμαστε μόλις στην αρχή.

Monday, December 13, 2010

Έπιασε κρύο


«Έπιασε κρύο...»

Είπε κι άναψε τσιγάρο. Μηχανικά. Κινηματογραφικά. Δεν είχε ανάγκη τη νικοτίνη, αλλά την κίνηση. Όταν ανάβεις τσιγάρο αποπνέεις μια αυτοπεποίθηση.

Επαναλαμβάνοντας αυτή την κίνηση που έχεις κάνει εκατομμύρια φορές στο παρελθόν, μοιάζεις να ξέρεις τι κάνεις, τι λες, τι ετοιμάζεσαι να πεις. Κι ας μην έχεις ιδέα.

Το κρύο ήταν μια αφορμή. Ο καιρός είναι πάντα αφορμή. Αποσυμπιέζει μια κατάσταση. Ο καιρός είναι οικείος. Κάθε καιρός. Βάζει λέξεις, οικείες λέξεις, στη σειρά και δημιουργεί ασφάλεια. Όταν μιλάμε για βροχή, για συννεφιές, για κρύο ή για ζέστη, είμαστε αδέρφια. Όλοι από κάτι κρύο θέλουμε να ξεφύγουμε και κάπου ζεστά να πάμε.

Το πρόσωπο απέναντι ένωσε το βλέμμα με τις πλάκες του πεζοδρομίου. Ένιωσε ένα σύννεφο καπνού να τυλίγει το κεφάλι του, βαθιά, μέχρι τις σκέψεις. Οι οικείες λέξεις μπερδεύονταν με έννοιες άγνωστες. Η αμηχανία είχε εξαφανιστεί. Είχε δώσει τη θέση της σε μια βαθιά συγγένεια. Όχι τόσο με το συνομιλητή, όσο με τη νύχτα.

Το πρόσωπο απέναντι σήκωσε το βλέμμα και το κάρφωσε με αποφασιστικότητα στο σύννεφο του καπνού. Άνοιξε το στόμα: Ακατάληπτες λέξεις μαγνήτισαν η μία την άλλη και μπήκαν σε μια αυτονόητη σειρά.

Επανέλαβε καθαρά:

«Έπιασε κρύο...»

Όταν διαλύθηκε το σύννεφο μπόρεσε να δει το βλέμμα του να καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των χιλίων ρολογιών της φωτισμένης βιτρίνας.

Friday, December 10, 2010

ο συνεπιβάτης


Ανέβαινα στο κέντρο με το λεωφορείο, όταν ήρθε και κάθισε δίπλα μου ένας καλοντυμένος νεαρός άνδρας. Κρίνοντας από τη φωνή του ήταν πάνω κάτω στην ηλικία μου. Μιλούσε στο κινητό του. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην ωτακουστία (άλλωστε είναι ένα από τα κεράσματα της μετακίνησης με μέσα μαζικής μεταφοράς), όταν διατύπωσε τη φράση «είναι οι τελευταίες μου μέρες εδώ. Την Παρασκευή το απόγευμα φεύγω για πάντα».

Η αφήγηση συνεχίστηκε για το πως απολύθηκε τον Ιούλιο κι από τότε δεν έχει βρει καμία σταθερή δουλειά, για το πως τον τελευταίο καιρό, εργάζεται «μαύρα» ακόμα και τις Κυριακές σε ένα γραφείο τελετών ενός οικογενειακού γνωστού και πως πήρε τη σημαντική απόφαση να τα μαζέψει και να φύγει μια και καλή από την Ελλάδα, περνώντας απέναντι, στην Τουρκία, όπου στόχευε να ανοίξει ένα μαγαζί στα Άδανα. Το τουρκικό κράτος, είπε, θα του προσέφερε ένα σημαντικό αρχικό κεφάλαιο, μείωση στο επιτόκιο αν κατάφερνε να κρατήσει για 3 χρόνια μια επιχείρηση, έστω με έναν υπάλληλο και το βασικότερο αστυνομική στήριξη ενάντια σε κάθε είδους «προστασία». Μια αντίστοιχη ευκαιρία στην Ελλάδα, φαίνεται -λέει- ασύλληπτη: Μόνο το κεφάλαιο για ένα υποτυπώδες συνοικιακό καφέ ξεπερνάει τις 250.000 ευρώ – χώρια τα λαδώματα.

Ο νεαρός ακουγόταν ψύχραιμος και κατασταλαγμένος. Σαν να είχε περάσει πολλές ώρες σκέψης πριν καταλήξει στο μοναδικό συμπέρασμα: Η πατρίδα του δεν τον χωράει. Αυτό που με αναστάτωσε ήταν ότι η φωνή του δεν είχε ίχνος από την απογοήτευση ή το παράπονο που θα περίμενα. Αν το διάβαζα σε μυθιστόρημα, ο συγγραφέας θα είχε φροντίσει να προσδώσει αυτό τον απαραίτητο δραματικό τόνο που θα έκανε το συμβάν κοινωνική καταγγελία. Όμως το αγόρι που καθόταν δίπλα μου, αρνιόταν να πάρει τη μορφή ενός σύγχρονου μετανάστη, εκπρόσωπου μιας εθνικής τραγωδίας. Ήταν μάλλον ένας πρακτικός άνθρωπος που αντιμετώπιζε μια κατάσταση. Ένας νέος που δεν ένιωθε απογοήτευση για την προδοσία της πατρίδας, γιατί προφανώς δεν ένιωθε τη γη που τον γέννησε περισσότερο πατρίδα από την ευημερία του.

Είδα πρώτη φορά την κρίση σα μια πραγματικότητα της εποχής. Σαν την αρχή ή το τέλος ενός ταξιδιού, που όταν ξεφύγει από τις κορώνες θα δείξει τον πραγματικό του προορισμό. Είδα ότι πρόκειται για μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει πέρα από τις δαιμονοποιήσεις και τις εσχατολογίες των μέσων και του ψιθύρου του όχλου, ως η αναπόφευκτη πορεία μιας γενιάς. Είδα ότι η κρίση πριν σε αγγίξει, σε σκουντάει τυχαία στο δρόμο λέγοντας ένα «με συγχωρείτε» με το στόμα ενός αγνώστου, κι έρχεται και κάθεται δίπλα σου στο λεωφορείο. Την είδα σαν ένα ιστό που περιπλέκεται αθόρυβα, γύρω από ένα Έθνος τυχαίων περαστικών.

Ο νεαρός άνδρας κατέβηκε στο Φωταέριο. Όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να δω το πρόσωπό του. Όχι φυσικά ότι θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Οι πιθανότητες να ξαναδώ ένα πρόσωπο που την επόμενη μέρα θα άφηνε τη χώρα για πάντα είναι μηδαμινές. Τον άφησα να χαθεί σαν μια μικρή απρόσωπη ιστορία που ακούσια έδωσε σάρκα και οστά σε μια έννοια μέχρι χτες αφηρημένη.

Στην Πανεπιστημίου είχε πορεία. Δεκάδες άνθρωποι, που δεν είχαν πάρει την απόφαση του νεαρού να φύγουν μακριά, διαδήλωναν για ένα καλύτερο αύριο. Εδώ, στη χώρα που τους γέννησε. Έμεινα να αναρωτιέμαι για το πόσο είμαστε ριζωμένοι σε έναν τόπο και πόσο δυνατός πρέπει να είναι ένας άνεμος για να μας πάρει μακριά. Κι αν το καταφέρει τελικά πόσο μεγάλο είναι το τίμημα της αλλαγής μιας προκαθορισμένης πορείας. Ποιο ποσοστό του εαυτού σου αφήνεις πίσω και ποιο παίρνεις μαζί.

Σκέφτομαι πως αν είχα καταφέρει να δω τα μάτια του νεαρού στο λεωφορείο, ίσως και να είχα την απάντηση. Η μελαγχολία του ίσως μου έδινε ελπίδα γι΄αυτό που λέγεται δεσμός, αφοσίωση, πατρίδα. Έχοντας όμως ως μοναδικό στοιχείο την ψυχραιμία της φωνής του, μένω να αναρωτιέμαι.