Friday, October 30, 2009

Προσωπογραφία

Δυο τραγούδια μονόλογοι. Όχι σχήμα λόγου. Κανονικοί θεατρικοί μονόλογοι. Ένας ανδρικός κι ένας γυναικείος. Χωρίς σαφείς ταυτότητες: σαν τον Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ. Η μοναξιά των ψυχών σε δυο διαφορετικές εποχές, με διαφορετικές αφορμές κι αιτίες.

Από τη μεσοκαλοκαιριάτικη Νύχτα της Φωτιάς της Δεσποινίδας Τζούλιας του Στρίντμπεργκ, μέχρι τους υγρούς δρόμους του Σαιντ Λιούις του Γυάλινου κόσμου του Τέννεσι Ουίλλιαμς.

Η συνάντησή μου με αυτό το μυθικό πλάσμα των πιο προσωπικών μου ακροάσεων δε θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από αυτά τα δύο τραγούδια. Καλά, μέτρια ή κακά δεν ξέρω. Αληθινά σίγουρα. Όσο αληθινή είναι μια αυλαία όταν κλείνει.

Κυρία μου, τιμή αφάνταστη η συνάντηση με την αύρα σας και την ιστορία σας.

[η προσωπογραφία της Τάνιας Τσανακλίδου μετράει ήδη μια μέρα ζωής και 2 πινελιές από μένα και το Θεμάκο...]






Wednesday, October 21, 2009

Πρεμιέρα


Πρεμιέρα απόψε για τη "Μουσική μας Συνωμοσία"
στο club του Σταυρού του Νότου.
Η Σαντέζα σε ιστορίες για τα ταξίδια που έγιναν
και - κυρίως- γι' αυτά που έμειναν στα λόγια.

[Στα δεύτερα άλλωστε χρωστάμε περισσότερα].

Κάθε Τετάρτη στις 22.30 και Δευτέρες στο Orient της Θεσσαλονίκης


Sunday, October 11, 2009

los abrazos rotos


Καθώς έβγαινα από το σινεμά σήμερα το βράδυ αναρωτιόμουν: Έχει δικαίωμα ένας auter-σύμβολο στο απόλυτο τίποτα; Να πει ρε παιδί μου, "εντάξει με τα αριστουργήματα και τη δεξιοτεχνία. Εντάξει και με τα πολύπλοκα σενάρια και τα στοιχειωμένα πλάνα. Τα παίζω όλα αυτά στα δάχτυλα και το ξέρετε. Τώρα γουστάρω να κάνω μια ταινία για δυο υγρά μάτια και δυο σαρκώδη χείλη. Για να χωρέσω το αιώνιο θήλυ της εφηβικής μου σινεμανίας σε μια μεγάλη οθόνη. Για να γυρίσω ένα homage στα κόντινα της Jean Moreau του Louis Malle, τις σκάλες του Hitchcock, και τις femme fatale του Preminger".

Στις πολυαναμενόμενες ραγισμένες αγκαλιές ο Almodovar κάνει αυτό ακριβώς: μοντάρει σκόρπια καρέ από τις κινηματογραφικές αναφορές του (από το νουάρ και το μελό μέχρι - πόσο διαβολικό- το δικό του σινεμά) και μας παραδίδει μια χρυσή μετριότητα.

Κι είναι η πρώτη φορά μετά από καιρό που έχουμε μια δική του -μάλλον άχρωμη- ταινία χωρίς σενάριο. Η υποτυπώδης ιστορία- πρόσχημα (που εμφανώς παρωδεί τα δαιδαλώδη σενάρια παλαιότερων ταινιών του), φαίνεται πως χρησιμεύει μόνο και μόνο στο να παραθέσει μπροστά στα μάτια μας όλα αυτά τα μαγικά πλάνα που έχει φαντασιωθεί ο δημιουργός της τα χρόνια που έχει ξοδέψει στις σκοτεινές αίθουσες.

Κι εντάξει, μπορεί σινεμά χωρίς σενάριο να μην είναι παρά μια ανούσια παράθεση κινούμενων εικόνων, όταν όμως σου έρχονται από το πουθενά αυτά τα υπέροχα κοντινά της Penelope, λες ότι δε χάλασε κι ο κόσμος αν για μια φορά παραδοθείς στην απατηλή επιφανειακή μαγεία ενός απλού πλάνου απόλυτης ομορφιάς.


keeper



Dying love will leave no doubt


Monday, October 05, 2009

Sunday, October 04, 2009

φμ


Γεμίζει. Αδειάζει.
Γεμίζω. Αδειάζω.
Μου μοιάζει.
Του μοιάζω.


Friday, October 02, 2009

Σαμποτάζ


Η Λένα Πλάτωνος ανήκει στη μυθολογία αυτής της πόλης. Κι ανήκει στη μυθόλογια γιατί όπως όλοι οι αυθεντικοί μύθοι, μοιάζει να μην έχει καταγωγή. Σαν να ήρθε από το πουθενά και να πηγαίνει στο άπειρο, περνώντας φευγαλέα από την εποχή μας για να την καταγράψει και να μας την εξηγήσει κάπως καλύτερα.

Πολλοί θα σπεύσουν να το αμφισβητήσουν εντοπίζοντας τη συγγένεια της με τον ηλεκτρονικό ήχο της δεκαετίας του 80, ταυτίζοντας της συχνότατα με τη Laurie Anderson, ή υπερτονίζοντας την επιρροή του Μάνου Χατζιδάκι στην αισθητική και το έργο της, παρερμηνεύοντας ίσως την αδυναμία που της έδειξε ο τελευταίος από τα πρώτα της κιόλας βήματα.

Η αλήθεια είναι πως το ξωτικό Λένα Πλάτωνος, παρά τις αγάπες, τις επιρροές και τις αναφορές της, ήρθε στην ελληνική μουσική της δεκαετίας του 80 σας ένας απρόσμενος κομήτης. Σε μια εποχή που το βασανισμένο ελληνικό τραγούδι, ακολουθώντας τις κοινωνικές ανακατατάξεις της Χούντας και της μεταπολίτευσης, με τη μυθική δεκαετία του 60 να μοιάζει έτη φωτός μακριά, έμοιαζε να αναζητά μια νέα έκφραση, η Πλάτωνος, παιδί της εποχής της, μαζί με την τρομερή παρέα της Λιλιπούπολης μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι της ελεύθερης έκφρασης μια νέας γενιάς που ακούει ροκ, διαβάζει επαναστατικά βιβλία, βλέπει ταινίες σκηνοθετών με παράξενα ονόματα, διεκδικεί την ερωτική, πολιτική και κοινωνική αυτοδιάθεση, εξερευνώντας περιοχές –του μέσα κι έξω κόσμου- άγνωστες μέχρι τότε.

Φυσικά η Πλάτωνος δε θα ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ακόμη βουβό παιδί της εποχής της ή μια εξαιρετική κλασική πιανίστα, αν δε βρισκόταν στο δρόμο της η σπινθηροβόλα διαίσθηση του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν επίκεφαλής του αναδιαμορφωμένου –στα όρια του ριζοσπαστικού- τρίτου προγράμματος της Κρατικής Ραδιοφωνίας. Ο Χατζιδάκις με δική του πρωτοβουλία, συστήνει μια νεανική ομάδα (εκτός της Πλάτωνος επιλέγονται ο Νίκος Κυπουργός κι ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος στη μουσική κι η Μαριανίνα Κριεζή στους στίχους) και τους αναθέτει τη θρυλική πλέον «Λιλιπούπολη», μια καθημερινή παιδική εκπομπή, που επί 3 χρόνια (από τις 19 Δεκεμβρίου του 1977 μέχρι τις 6 Μαίου του 1980) κάνει ρεκόρ ακροαματικότητας όχι μόνο ανάμεσα στα παιδιά αλλά και στους μεγάλους. Πολλοί μάλιστα έφτασαν να κατηγορήσουν τη φιλοσοφία της φανταστικής πολιτείας κομμουνιστική, κάτι όμως που δεν εμπόδισε τους φανατικούς ακροατές να κάνουν τη «Λιλιπούπολη» σημείο αναφοράς (προσδίδοντας της τη μυθική υπόσταση που διατηρεί ως σήμερα).

Το 1981, κι ενώ η Λιλιπούπολη έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της, η Πλάτωνος ετοιμάζει στη Λύρα την πρώτη της δισκογραφική δουλειά. Ο περίφημος Καρυωτάκης της – ο κύκλος τραγουδιών που έκανε το Μάνο Χατζιδάκι να την αποκαλέσει διάδοχό του, πρωτοπαρουσιάζοντας τον ακέραιο ζωντανά στο Β’ μέρος δικής του συναυλίας- έχει ήδη δρομολογηθεί, ο Αλέκος Πατσιφάς όμως, ο παραγωγός της Λύρα, θεωρεί καλύτερη ιδέα η νέα συνθέτις να συστηθεί στο «ενήλικο» κοινό με κάτι πιο ανάλαφρο. Ο Καρυωτάκης μπαίνει για λίγο στην άκρη, επιστρατεύεται η φίλη και συνεργάτις της Πλάτωνος από τις μέρες της Λιλιπούπολης, Μαριανίνα Κριεζή και το (κυριολεκτικό) Σαμποτάζ μπαίνει μπροστά...

Τραγούδια πρωτοποριακά, που όμοια τους δεν είχαν εμφανιστεί ως τότε στην ελληνική δισκογραφία, έρχονται στα πρότυπα των σουρεαλιστικών παραμυθοτράγουδων της παιδικής Λιλιπούπολης να καταπιαστούν με μια εμφανώς ενήλικη μα και συνάμα νεανική θεματολογία. Από τον πρώτο έρωτα, το φλερτ, τη θλίψη του χωρισμού και της απώλειας, μέχρι τη δηλωμένη αναφορά στη συνουσία και τον ενθουσιασμό της ένωσης των σωμάτων (που για πρώτη φορά στην ελληνική δισκογραφία ξεφεύγει από συμβολισμούς και νύξεις και δηλώνεται ανοιχτά με το κλασικό πια «αν μ’ αγαπάς έλα να κάνουμε έρωτα...»)


Οι μουσικές της Πλάτωνος εξ’ ολοκλήρου ηλεκτρονικές φλερτάρουν πότε με την ψυχεδελική ροκ και πότε με την εύθραυστη μελωδικότητα ενός μουσικού κουτιού, πότε γίνονται το τρυφερό χάδι ενός απογευματινού αέρα και πότε σαρώνουν σαν οργισμένος τυφώνας. Κι οι στίχοι της Κριεζή από την άλλη, ισορροπούν στην κόψη της λογικής με την παράνοια, άλλοτε παιχνιδιάρικοι κι εξωστρεφείς κι άλλοτε σκοτεινοί και βαθιά ενδοσκοπικοί, αναμφίβολα πάντως ριζοσπαστικοί και καινοτόμοι.

Οι δυο γυναίκες μοιάζουν με το Σαμποτάζ να μας παρουσιάζουν μια πιο σκοτεινή εκδοχή της Λιλιπούπολης, λες και τα παιδιά από τα παιδικά παιχνίδια της επικράτειας του δήμαρχου Χαρχούδα μετοικούν στα ερωτικά παιχνίδια των μεγάλων, σαν να περνούν τη μικροσκοπική πόρτα της Αλικής στη Χώρα των Θαυμάτων. Οι φωνές που επιλέγονται γι’ αυτό το ταξίδι δεν είναι δίολου τυχαία δύο, αυτή ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ο μαγικός αριθμός του ζεύγους που χάνεται σε έναν κόσμο πρωτόγνορο, απειλητικό και την ίδια στιγμή μαγικό. Ο κοριτσίστικος χατζιδακικός λυρισμός της Σαβίνας Γιαννάτου, συναντά τη στιβαρή και πολυσχιδή θεατρικότητα του Γιάννη Παλαμίδα κι είναι σαν να εξερευνουν πιασμένοι χέρι – χέρι το σύμπαν που ονομάζεται «ένηλικίωση».


Κι ακριβώς στην Καρδιά του δίσκου, ανάμεσα σε Ινδιάνους και φλογάτα παγωτά, γαλάζιες κιθάρες, μαγικά μπλουτζιν, κινούμενα σκίτσα και φωτάκια αεροπλάνων βρίσκεται ένα από τα πιο σπάνια κοσμήματα της ελληνικής δισκογραφίας, ένα τραγούδι απουσίας, ειλικρινές και ευθύ σαν σκοτεινό καταφύγιο. Μακρία από την ψυχεδελική ατμόσφαιρα λούνα παρκ του δίσκου σαν να έρχεται από το βάθος της ύπαρξης και της μελαγχολίας, σαν αλληγορικό παιδικό παιχνίδι καθεστώς κι ιεροτελεστία πια, παιγμένο απ’ όλους μας σε κάποια αυλή του αιώνιου σχολείου που ονομάζεται απώλεια, ο Γιάννης Παλαμίδας, αφοπλιστικά ειλικρινής ερμηνεύει το κοπερτί, έναν ύμνο στα «παιδιά» που ένα-ένα αφήνουν τον κύκλο κι απομακρύνονται απ’ την παρέα και τις ζωές μας...

Άκουσα το «Σαμποτάζ» πρώτη φορά στα 19 μου, όταν συνειδητά αποφάσισα να κάνω τη μετάβαση από την ξένη μουσική που άκουγα ως τότε αποκλειστικά, καταδικάζοντας ως άσχετο με τα βιώματα μου οτιδήποτε ελληνικό. Το δισκάκι με το αλλόκοτο εξώφυλλο χαρισμένο από χέρι που τότε θα με έκανε να ακούσω τα πάντα, μπήκε στο discman ένα απόγευμα σε ένα τρόλει καθώς επέστρεφα σπίτι... άκουσα τον Ινδιάνο από το απέναντι βουνό να μου στέλνει σήματα ξανά με τον καπνό, σε μια γλώσσα περίεργη συνωμοτική και πρωτόγνωρη που ως εκ θαύματος φάνηκε να μ’ εξηγεί απόλυτα. Ένας συμβολικός κώδικας που στην πορεία ενός τρόλει στην Πειραιώς έμοιαζε να καταγράφει στο χρόνο, στιγμές, πρόσωπα και γεγονότα... Στη μισή ώρα της διαδρομής προς στο σπίτι είχε συντελεστεί μέσα στο κεφάλι μου ολόκληρο το Σαμποτάζ... Το τρόλει είχε μεταμορφωθεί στο «τρένο με τις κούκλες των ενοχών και των αραχνιασμένων παραμυθιών»...

Αυτό που, από τότε και για πάντα «μέσα μου έχει χαρακτεί σαν τατουάζ...»

(Κείμενο του Jirashimosu που δημοσιεύτηκε στη Metropolis Weekend αυτής της εβδομάδας με αφορμή την παρουσίαση του λατρεμένου Σαμποτάζ στο Παλλάς. Θα είμαι εκεί. Κι εσύ. Το ξέρω...)