Saturday, November 20, 2010
Thursday, November 04, 2010
ΣπΚα
Όσες φορές έπιασα τη γλώσσα του θεάτρου για να μιλήσω, το έκανα γιατί μέσα απ' αυτό το πρίσμα έβλεπα πάντα καθαρότερα τον κόσμο. Ήταν σαν να λέμε, μια γλώσσα φυσική και γι' αυτό σαφέστερη.
Προτού γράψω πεζά κείμενα, ποιήματα, τραγούδια, έγραψα διαλόγους. Πρίν και πρώτα απ' όλα. Σ' αυτό το τόσο βολικά ανεύθυνο κι αποστασιοποιημένο πρώτο πρόσωπο της πρόζας. Ήμουνα κάτι σαν Θεός. Κι ήταν μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική του Φόβου.
Στην αρχή ήταν ο Α κι ο Β. Μετά απέκτησαν ονόματα. Κωδικοποιημένα. Άλλοτε ζούσαν στο μύθο, άλλοτε σε μια δική τους διάσταση. Μετά σε αφηρημένες χώρες και κάποτε ξεθάρεψαν κι άρχισαν να βολτάρουν στις γειτονιές της Αθήνας. Ειρωνικό αν σκεφτείς ότι στην πραγματικότητα δεν ξεμύτισαν ποτέ απ' τα χαρτιά μου.
Με τον καιρό απέκτησαν πρόσωπα, συγγένειες, μεταξύ τους σχέσεις, παράλληλες ιστορίες, όνειρα, ταχυδρομικές διευθύνσεις. Κάποιες φορές μοιράζονταν φόβους και μυστικά που δεν τολμούσαν να ομολογήσουν ούτε σε μένα.
Μερικές φορές εκτροχιάζονταν και γίνονταν εγώ και τότε τους κλείδωνα σε συρτάρια καταδικάζοντας τους για την Ύβρη σε αιώνια σιωπή. Είπαμε: Θεός.
Μετά έγιναν τραγούδια. Μονόλογοι. Εγώ που ξέρω το παρελθόν τους τους ξεχωρίζω. Ξέρω πότε μιλάει ο Α, πότε ο Β, πότε Εκείνος και πότε Εκείνη. Ξέρω και τα ονόματά τους κι ας τα έχω καταχωνιάσει στη μνήμη. Ξέρω σε τι φάση ήταν όταν άρχισαν να συλλαβίζουν τον πρώτο στίχο. Αν ήταν πιωμένοι ή αν είχαν ανάψει τσιγάρο. Αν τους είχε χτυπήσει η τραγωδία τους ή αν τους περίμενε στη γωνία.
Τώρα που βρέθηκα σχεδόν ανυποψίαστος να ξαναμιλάω αυτή τη γλώσσα, ανυπομονώ να συστήσω σ' αυτή την πινακοθήκη των σκοτεινών πλασμάτων τους δυο νεότερους τους συγγενείς, αυτούς που κατα πως φαίνεται θα τους τη φέρουν και θα δουν πρώτοι το φως του έξω κόσμου.
Κι αυτό που με βάζει σε σκέψη είναι ότι αυτά τα δυο πλάσματα που ακόμα σπαρταράνε σα νεογέννητα, είναι από τη φύση τους φορείς του Φωτός. Δυο αισιόδοξα κομμάτια σε έναν κόσμο απόλυτης μελαγχολίας, πανάλαφρα σαν τις πρώτες αχτίδες του πρωινού ήλιου.
Και νομίζω ως παλιός Θεός, με την ελάχιστη δύναμη που μου απομένει, μία και μοναδική θα είναι η προίκα που θα τους δώσω πριν τους ξεπροβοδίσω στον κόσμο, ένα και μοναδικό το δώρο και το φορτίο τους. Θα φύγουν από μένα σαν πρωτόπλαστοι με ένα σταθερό χαμόγελο στα πρόσωπά τους. Έτσι θα αποικίσουν -όσο και όπου φτάσουν- τον άγνωστο κόσμο που ξεκινά έξω απ' το συρτάρι μου: Χαμογελαστοί. Κι ας κουβαλάνε στις μέσα τσέπες τους τη σκοτεινή μελαγχολία ενός ολόκληρου αφανούς θιάσου.
Προτού γράψω πεζά κείμενα, ποιήματα, τραγούδια, έγραψα διαλόγους. Πρίν και πρώτα απ' όλα. Σ' αυτό το τόσο βολικά ανεύθυνο κι αποστασιοποιημένο πρώτο πρόσωπο της πρόζας. Ήμουνα κάτι σαν Θεός. Κι ήταν μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική του Φόβου.
Στην αρχή ήταν ο Α κι ο Β. Μετά απέκτησαν ονόματα. Κωδικοποιημένα. Άλλοτε ζούσαν στο μύθο, άλλοτε σε μια δική τους διάσταση. Μετά σε αφηρημένες χώρες και κάποτε ξεθάρεψαν κι άρχισαν να βολτάρουν στις γειτονιές της Αθήνας. Ειρωνικό αν σκεφτείς ότι στην πραγματικότητα δεν ξεμύτισαν ποτέ απ' τα χαρτιά μου.
Με τον καιρό απέκτησαν πρόσωπα, συγγένειες, μεταξύ τους σχέσεις, παράλληλες ιστορίες, όνειρα, ταχυδρομικές διευθύνσεις. Κάποιες φορές μοιράζονταν φόβους και μυστικά που δεν τολμούσαν να ομολογήσουν ούτε σε μένα.
Μερικές φορές εκτροχιάζονταν και γίνονταν εγώ και τότε τους κλείδωνα σε συρτάρια καταδικάζοντας τους για την Ύβρη σε αιώνια σιωπή. Είπαμε: Θεός.
Μετά έγιναν τραγούδια. Μονόλογοι. Εγώ που ξέρω το παρελθόν τους τους ξεχωρίζω. Ξέρω πότε μιλάει ο Α, πότε ο Β, πότε Εκείνος και πότε Εκείνη. Ξέρω και τα ονόματά τους κι ας τα έχω καταχωνιάσει στη μνήμη. Ξέρω σε τι φάση ήταν όταν άρχισαν να συλλαβίζουν τον πρώτο στίχο. Αν ήταν πιωμένοι ή αν είχαν ανάψει τσιγάρο. Αν τους είχε χτυπήσει η τραγωδία τους ή αν τους περίμενε στη γωνία.
Τώρα που βρέθηκα σχεδόν ανυποψίαστος να ξαναμιλάω αυτή τη γλώσσα, ανυπομονώ να συστήσω σ' αυτή την πινακοθήκη των σκοτεινών πλασμάτων τους δυο νεότερους τους συγγενείς, αυτούς που κατα πως φαίνεται θα τους τη φέρουν και θα δουν πρώτοι το φως του έξω κόσμου.
Κι αυτό που με βάζει σε σκέψη είναι ότι αυτά τα δυο πλάσματα που ακόμα σπαρταράνε σα νεογέννητα, είναι από τη φύση τους φορείς του Φωτός. Δυο αισιόδοξα κομμάτια σε έναν κόσμο απόλυτης μελαγχολίας, πανάλαφρα σαν τις πρώτες αχτίδες του πρωινού ήλιου.
Και νομίζω ως παλιός Θεός, με την ελάχιστη δύναμη που μου απομένει, μία και μοναδική θα είναι η προίκα που θα τους δώσω πριν τους ξεπροβοδίσω στον κόσμο, ένα και μοναδικό το δώρο και το φορτίο τους. Θα φύγουν από μένα σαν πρωτόπλαστοι με ένα σταθερό χαμόγελο στα πρόσωπά τους. Έτσι θα αποικίσουν -όσο και όπου φτάσουν- τον άγνωστο κόσμο που ξεκινά έξω απ' το συρτάρι μου: Χαμογελαστοί. Κι ας κουβαλάνε στις μέσα τσέπες τους τη σκοτεινή μελαγχολία ενός ολόκληρου αφανούς θιάσου.
Subscribe to:
Posts (Atom)