Showing posts with label ;. Show all posts
Showing posts with label ;. Show all posts

Thursday, April 21, 2011

Ένας ευτυχισμένος άνδρας


Ένας ευτυχισμένος άνδρας στα 32. Όχι ότι ήξερε και πολλούς ευτυχισμένους, πριν τα 32 ή μετά. Όμως αυτός ήταν φτιαγμένος από γνήσιο υλικό ευτυχίας. Τα μέλη του γερά και πλήρως λειτουργικά. Αγύμναστος και κάπως πλαδαρός, υγιέστατος όμως και ροδοκόκκινος. Μόνο το βλέμμα του ήταν μελαγχολικό κι οι κινήσεις του νωχελικές. Κατά τ’ άλλα οι πρώτες ύλες φώναζαν πως αν ήθελε να αρπάξει την ευτυχία εκείνη θα του παραδινόταν άνευ όρων.

Αυτός όμως, ειδικά τα ανοιξιάτικα απογεύματα όπως το σημερινό, επέλεγε να είναι δυστυχισμένος. Κρατούσε τη μάνα του αγκαζέ και σε κάθε βιτρίνα που τον τραβολογούσε η ακαταπόνητη πενηνταοχτάρα, κοντοστεκόταν κι έκανε πως κοιτά με ενδιαφέρον. Εκείνη κάθε φορά που της κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι σφιγγόταν με όλο και περισσότερη δύναμη πάνω του.

Αν πρόσεχε τις βιτρίνες που σταματούσαν, θα μετρούσε με τη σειρά ένα dvd-club, ένα ζαχαροπλαστείο, ένα κατάστημα με είδη οικιακής χρήσης, ένα ανθοπωλείο και μια δευτεροκλασάτη μπουτίκ. Στη μπουτίκ χάθηκε λίγο. Το κατάλαβε από το ξαφνικό σκούντημα κι ένα ασύνδετο «που ταξιδεύεις, σου μιλάω» που ήρθε από το πουθενά.

Δεν ταξίδευε, απλώς αφαιρέθηκε λίγο. Το απριλιάτικο απόγευμα του έφερε μια χαύνωση. Όλη μέρα χωμένος στα βιβλία του διδακτορικού του, είχε φορτίσει τις περιορισμένες του εξόδους με μια τρομακτική ηλεκτροφόρα ενέργεια.

- Θα ήμουν γελοία μ’ αυτή τη φούστα;
- Ποιά φούστα; Όχι.
Όσο κι αν έψαξε με το βλέμμα να βρει την πιθανή φούστα απέτυχε. Απάντησε μηχανικά.

- Μιχάλη, που χαζεύεις;
- Πουθενά. Είμαι λίγο αφηρημένος.
- Όλη μέρα πάνω απ' τα βιβλία, θα κλουβιάνεις...
- Έχω μείνει πίσω...
Καθώς το είπε ανέβηκε στον ουρανίσκο του μια γεύση βανίλιας. Όχι γεύση ακριβώς. Περισσότερο αίσθηση, συνοδευμένη από ένα επίμονο τσίμπημα στο στήθος. Η γυναίκα μίλησε:

- Θες να γυρίσουμε;
- Ναι καλύτερα.
- Θα πάρουμε παγωτό;
- Να πάρουμε...
Μέχρι να φτάσουν στη γωνία του σπιτιού τους είχε αρχίσει να νυχτώνει. Εκείνη ήταν ακόμη κρεμασμένη στο μπράτσο του.

- Αγαπώ τα νυχτολούλουδα. Μοσχοβολάει ο τόπος. Δεν είναι υπέροχα καρδιά μου;
- Μμμ..
Έγνεψε περισσότερο, παρά ακούστηκε. Η αλήθεια είναι πως πάντα τα σιχαινόταν. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του τα νυχτολούλουδα του έφερναν αναγούλα. Μπορεί να σιχαινόταν την Άνοιξη μόνο και μόνο γι αυτά τα θρασύτατα ανθάκια.

- Θα πάρουμε έναν πύραυλο σοκολατένιο; Ή μήπως γρανίτα; Όχι, σοκολάτα. Σάββατο βράδυ είναι, δικαιούμαστε μια κατάχρηση. Πάρε κι εσύ ο, τι τραβάει η ψυχή σου. Μισό, να σου δώσω λεφτά. Α! Και τον «αστρολόγο» τον καινούργιο. Είναι Απρίλης. Είναι ο μήνας μου...

Friday, April 08, 2011

περί Μύθων


Ή η ψυχανάλυση έχει λάθος πρότυπα, ή οι τραγωδίες λάθος πλοκή.

Σύγχρονε μου Οιδίποδα, είσαι τυφλός γιατί σκότωσες τον πατέρα σου κατά λάθος. Έναν ξένο καθάρισες. Γι’ αυτό και δε λυτρώθηκες ποτέ.

Κι η γυναίκα με την οποία κοιμήθηκες δεν ήταν το αιώνιο σύμβολο μητρότητας που αναζητούσες μια ζωή στις ερωμένες σου, αλλά η δύναμη προσωποποιημένη. Με άλλα λόγια το θρόνο πήδηξες‧ τη δύναμη‧ το βασιλιά‧ τον πατέρα. Όχι το δικό σου. Εσύ δεν είχες πατέρα‧ ένα φάντασμα είχες, ένα γέρο Άμλετ.

Τον Πατέρα σου τον πραγματικό όχι μόνο δεν τον σκότωσες. Όχι μόνο δεν απαλλάχτηκες. Τον έστησες σε βάθρο κι ας μην τον γνώρισες ποτέ. Έζησες στο σπίτι του, τρώγοντας το βιος του, μέχρι που δεν ήσουνα παιδί. Κι όταν ήρθε η στιγμή να αλλάξεις ρούχα και να γίνεις άνδρας της δικής σου ζωής, φόρεσες τα ρούχα και το στέμμα του. Κοιμήθηκες στο σπίτι του, έκανες σεξ στο γονεϊκό κρεβάτι. Πήρες τη γυναίκα του. Έγινες Αυτός. Κι όταν αναρωτήθηκες ποιος είσαι και δεν είχες ούτε πρόσωπο, ούτε απάντηση, έβαλες φωτιά σε σένα για να απαλλαγείς απ’ την εικόνα του. Κι έσβησες εσένα για να σβήσεις τη μνήμη της ανικανότητάς σου από τον κόσμο.

Κι εσύ σύγχρονη μου Ηλέκτρα, που κουβαλάς το θρήνο και κοιμάσαι με αντικαταθλιπτικά τις νύχτες: τον πατέρα σου πρέπει να σκοτώσεις για να προχωρήσεις τη ζωή σου κι όχι τη μάνα σου. Αυτή ήταν η μόνη υγιής σου διέξοδος, αν δεν ήταν ο μοναδικός γονιός διαθέσιμος να φταίει. Δε σε εγκατέλειψε ποτέ. Δε γύρισε εκείνη από τη μάχη με ένα κορίτσι στην ηλικία σου στο πλευρό. Δεν καθάρισε εκείνη τη μεγάλη σου αδερφή, θέτοντας σε δεύτερη στη σειρά κι εκτεθειμένη σε έναν επικείμενο νέο κίνδυνο. Όταν η ζωή τέλειωσε, εκείνη συνέχισε, αγάπησε, διέθεσε εαυτόν. Ίσως αυτό σε τρόμαξε. Ότι μπορεί να διαδέχεται το θρήνο ένα κατακόκκινο φουστάνι. Αυτό θα σε διέλυε. Ένας θρήνος που τελειώνει. Μια ζωή που συνεχίζει. Μια ενηλικίωση.

Κι ο αδερφός που περιμένεις, ο Μεσσίας, έρχεται να πάρει τη δόξα του φόνου, να σώσει το δικό του τομάρι. Αν σε υπολόγιζε, έστω και λίγο, θα είχε έρθει πιο νωρίς κι όχι όταν έφτασε η κατάσταση στο απροχώρητο. Και θα σε έπαιρνε μαζί στο φόνο. Δε θα σε καταδίκαζε στη γυναικεία σου φύση, στερώντας σου την εκδίκηση που περίμενες τόσα χρόνια. Θα σε λύτρωνε. Και δε θα σε πάντρευε αμέσως με την ίδια τη σιωπηλή σκιά του μη και προλάβεις και δεις πόσο ήσουνα η μάνα σου.

Γι’ αυτό σας λέω: Ή η ψυχανάλυση έχει λάθος πρότυπα, ή οι τραγωδίες λάθος πλοκή.

Αν αλλάζατε μοίρες εσείς οι δυο, τα πάντα θα ήταν αλλιώς. Οι ψυχές των απογόνων σας, θα είχαν σωθεί.

Sunday, April 03, 2011

ΜΕΣΑ


Ένα διαμέρισμα με θέα στην Αθήνα. Άνθρωποι πηγαίνουν κι έρχονται μέσα σ’ αυτό, αναπαράγοντας κινήσεις από τη ζωή ενός σύγχρονου κατοίκου της πόλης‧ απλές, οικείες εικόνες, με μια μικρή διαφορά: ο τέταρτος τοίχος απουσιάζει κι οι απροσδιόριστοι κάτοικοι του διαμερίσματος βρίσκονται εκτεθειμένοι στα μάτια μιας κινούμενης μάζας θεατών, οι οποίοι έχουν την ελευθερία να επιλέξουν πότε θα μπουν και θα βγουν από την αίθουσα, πόσο θα παρακολουθήσουν, που θα κάτσουν.

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο της νέας ιδέας του Δημήτρη Παπαιωάννου, που ξεκινάει στο Παλλάς από τις 13 Απριλίου. Το ΜΕΣΑ αποτελεί για τα ελληνικά δεδομένα ένα μάλλον ιδιότυπο πείραμα, μια σύνθεση που είναι οργανικά δεμένη με τον κάθε θεατή ξεχωριστά, εξ ου και δε μπορεί να τεθεί σε στενά περιγραφικά πλαίσια. Για να τα πούμε πιο σωστά: πρόκειται για μια προσωπική υπόθεση του καθενός και δε θα με εκπλήξει καθόλου αν δεν καταφέρουμε ποτέ να εξηγήσουμε ο ένας στον άλλον τι σήμαινε για τον καθένα μας ξεχωριστά.

Η πρώτη αίσθηση που σου αφήνει η είσοδος σου στο Παλλάς είναι αυτή της εκκρεμότητας, σαν κάτι να περιμένεις να συμβεί. όταν συντονίζεσαι όμως με τις συνθήκες και την (ας την πούμε) δράση, καταλαβαίνεις ότι δε θα συμβεί τίποτα περισσότερο από αυτό που βλέπεις. Καθώς μπαίνεις σταδιακά μέσα στο πράγμα, σε εκπλήσσει η οικειότητα που νιώθεις με τα επι σκηνής τεκταινόμενα. Η φυσικότητα των κινήσεων των performer σε παραπέμπει άμεσα σε προσωπικές εμπειρίες, άλλωστε εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με χορό (την συγκεκριμένη δηλαδή άποψη ενός χορογράφου) αλλά με γνώριμες σε όλους μας κινήσεις: ο ύπνος, το φαγητό, το ντουζ, η κανονικότητα της οικιακής ζωής.

Ο σκηνικός σχεδιασμός του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου και της Σοφίας Ντώνα και τα ηχητικά τοπία του Κωνσταντίνου Βήτα και Κωνσταντίνου Μιχόπουλου συμβάλλουν σ’ αυτή την αίσθηση της οικειότητας με το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν οι performer. Στο πρώτο πεντάλεπτο π.χ. ένιωσα με σαφήνεια τη μεταμεσονύχτια καλοκαιρινή ησυχία ενός διαμερίσματος στο κέντρο. Κι από κει και πέρα ελευθερώθηκαν οι δικές μου αναφορές, οι δικές μου εμπειρίες και σκέψεις. Η παράσταση δηλαδή μπολιάστηκε με το προσωπικό μου στοιχείο, εκτροχιάστηκε και ήξερα ότι από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ζούσα μια εντελώς διαφορετική εμπειρία από τους συνθεατές μου.

Για να εξηγούμαστε λοιπόν: το μέσα δεν είναι παράσταση. Είναι μια συνθήκη. Ένας τρόπος θεώρησης (κι όχι απλώς θέασης) της ζωής. Αυτό που σου προσφέρει το εισιτήριο σου είναι η είσοδος σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης, μια χαλαρωτική συνεδρία, την οποία μπορείς ανά πάσα στιγμή να διακόψεις, και να επιστρέψεις όποια στιγμή μέσα στη μέρα επιθυμείς για να τη συνεχίσεις. Είναι περισσότερο μια διαδικασία που επαναπροσδιορίζει τη σχέση σου με το θέατρο, την πόλη, το χρόνο αφομοίωσης ενός έργου Τέχνης. Δε θα δεις να συμβαίνει κάτι, δεν έχει πλοκή, ούτε χαρακτήρες. Δεν έχει εξέλιξη και δραματική κορύφωση και σε καμιά περίπτωση δεν περιμένεις επιμύθιο. Είναι λεπτά που τρέχουν το ένα μετά το άλλο και σε υπνωτίζουν, μια συνεχόμενη ροή ζωής που συνεχίζεται ακόμα κι όταν κλείνουν οι πόρτες του Θεάτρου και γυρίζει σπίτι του κι ο τελευταίος θεατής.

Ο Παπαιωάννου δεν ανακαλύπτει την Αμερική. Το έχουμε δει το concept είτε στην αγοραία εκδοχή των τηλεοπτικών reality είτε στην ακραία συμβολική και βίαια μορφή των performance της Marina Abramovic (όπως στο the house with the ocean view του 2002). Ο Παπαιωάννου όμως αυτό το γνώριμο πια πλαίσιο το χειρίζεται με τόση ποίηση και τρυφερότητα, που αυτομάτως του προσθέτει μια μεταφυσική υπόσταση. Στερώντας από τους ανθρώπους του οποιοδήποτε υλικό βοήθημα της καθημερινής ζωής ,τους μετατρέπει σε ποιητικά όντα, σε σύμβολα εσωτερικότητας, εκθέτοντας περισσότερο την ψυχολογική τοποθέτηση του σύγχρονου αστού στο χώρο και το χρόνο του.

Στην ουσία μας παραχωρεί τις πρώτες ύλες για να φτιάξουμε το δικό μας σενάριο. Βλέποντας τους ανθρώπους του ΜΕΣΑ (άντρες, γυναίκες) να πηγαινοέρχονται στο χώρο, πιάνεις τον εαυτό σου να υποθέτει τις ιστορίες τους, ακριβώς όπως θα έκανες για τους άγνωστους ενοίκους της απέναντι πολυκατοικίας αν είχες οπτική πρόσβαση στις ιδιωτικές στιγμές τους. Επειδή όμως η θέαση παρέχεται ελεύθερα, δεν υπάρχει ίχνος ηδονοβλεψίας σε αυτό που βλέπεις. Ο σκηνοθέτης έχει φροντίσει να δαμάσει κάθε κανιβαλιστικό ένστικτό του θεατή που παρεμβαίνει οπτικά στη δράση της σκηνής.

Κι αν από τα παραπάνω συμπέρανες ότι ο Παπαιωάννου απλά συνέλαβε μια γενική ιδέα και άφησε τους ερμηνευτές του να την αποδώσουν βάζοντας αυθαίρετα την υπογραφή του, πρέπει να σου πω ότι το ΜΕΣΑ αισθητικά έχει εμφανέστατη την καλλιτεχνική σφραγίδα του, παρέχοντας μας εξαίρετες εικαστικά εικόνες, που χαράσσονται στη μνήμη πλάι στις ομορφότερες στιγμές από τις προηγούμενες δουλειές του.

Το μόνο ίσως που προσωπικά κάπως με ξένισε (τουλάχιστον στο κομμάτι που παρακολούθησα) είναι η έλλειψη αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους performer. Φαντάζομαι ότι έχει να κάνει με μια πρόθεση να τονιστεί η έλλειψη επικοινωνίας στο σύγχρονο κόσμο, θα προτιμούσα όμως να μη δηλωνόταν τόσο ξεκάθαρα. Ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης, όπως ο Παπαιωάννου που έχει κατορθώσει να δαμάσει τη σωματικότητα και να συμβολοποιήσει την παραμικρή της κίνηση, έχω την αίσθηση πως θα μπορούσε να δείξει την απομόνωση του εγώ ακόμα και με την επαφή (άλλωστε εκεί εστιάζεται και το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος στη σύγχρονη κοινωνία.)

Παρόλα αυτά το ΜΕΣΑ είναι ένα κομβικό έργο στην πορεία του Παπαιωάννου και της Τέχνης του. Όσο απλό κι αν είναι ως ιδέα κι ως υλοποίηση, άλλο τόσο επίκαιρο και ταιριαστό είναι σε μια εποχή που έχουμε χάσει το μέσα μας προσανατολισμό. Σε μια πόλη σε κατάθλιψη που υστεριάζει και ζει το δράμα της υπερβολής της, η σκηνή του Παλλάς μοιάζει με μια κοιτίδα οξυγόνου, κάτι που μπορεί να εξισορροπήσει τη φασαρία του κόσμου.

Από την άλλη όσοι σπεύδουν να το αποκαλέσουν αριστούργημα μοιάζουν να το αδικούν, δίνοντας του διαστάσεις που δεν είχε καν στις προθέσεις του. Είναι σαν να λες αριστούργημα το απέναντι μπαλκόνι, γιατί αυτό ακριβώς έχει καταφέρει ο Παπαιωάννου: να στήσει ολόκληρη την Αθήνα σε μια σκηνή, αφαιρετικά μα και με τόση σαφήνεια. Τονίζοντας μικρές λεπτομέρειες, όπως το μωσαϊκό στο πάτωμα και την αρχιτεκτονική της αστικής πολυκατοικίας που συνέθεσε το τοπίο της Αττικής από το 70 και μετά και σπεύδουμε να κατοικήσουμε όσοι αναζητάμε το νέο, εκτός του πατρικού, σπίτι στο κέντρο, θέτει όχι μόνο το τοπικό αλλά και το χρονικό πλαίσιο. Γι’ αυτό και το ΜΕΣΑ είναι ένα έργο γενιάς για την αυτοδιάθεση και το αδιέξοδό της από έναν καλλιτέχνη που μπορεί να καυχιέται ότι ακόμα κι αν παίζει με όρους κατεστημένου, μπορεί και παραμένει νέος, ανήσυχος και δημιουργικός.

To ΜΕΣΑ είναι από αυτά τα ιδιαίτερα έργα τέχνης που δε μπορείς να αποκαλέσεις με τίποτα αριστούργημα, εκτός κι αν αυτό που συντελεστεί μέσα σου σε κάνει να το δεις έτσι. Μπορώ να σεβαστώ αυτόν που θα μου πει ότι είναι μια φούσκα, εξίσου μ’ εκείνον που θα μιλήσει για μια εμπειρία ζωής. Γιατί αυτό που κάνει ουσιαστικά το ΜΕΣΑ είναι να σε θέσει απέναντι στον εαυτό σου. Αν έχεις κάτι να πεις μαζί του ή όχι αυτό είναι αποκλειστικά και μόνο δική σου υπόθεση.


(για περισσότερες πληροφορίες μπες ΜΕΣΑ.)

Saturday, March 26, 2011

The Umbrellas of Cherbourg


Αν είσαι τακτικός επισκέπτης στο Jirashimoσπιτο, γνωρίζεις ήδη ότι οι Ομπρέλες του Χερβούργου (Les Parapluies de Cherbourg – 1964) είναι εμβληματική αναφορά του γράφοντος (click here).

Αν έρχεσαι πρώτη φορά, αυτό που πρέπει ίσως να ξέρεις αν δεν έχεις δει την ταινία, είναι ότι πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο σημαντικό ευρωπαϊκό μιούζικαλ, γυρισμένο στον πυρετό του κινήματος της Nouvelle Vague (παίρνοντας όμως και σεβαστές αποστάσεις από τις υπόλοιπες ταινίες του είδους).

Ενώ οι δημιουργοί των ταινιών του κινήματος γύριζαν κατά κύριο λόγο free style ταινίες, ως απάντηση στην αυστηρότητα της προηγούμενης περιόδου, και υποβάλλοντας τα σέβη τους στο αμερικάνικο σινεμά – με έμφαση στο film noir- o Jacques Demy αποδίδει τις αναφορικές του δάφνες στο χολιγουντιανό μιούζικαλ των δεκαετιών 30-40-50, με μια πειραματική κατά κύριο λόγο ταινία, γυρισμένη σε ένα technicolor που κόβει την ανάσα, και που διέπεται από τραγούδι (sing through στη γλώσσα του μουσικού έργου), που όμως αντί να αποτελείται από μια εναλλαγή recitativi και αριών, χρησιμοποιεί ως λιμπρέτο ένα κανονικότατο ανομοιοκατάληκτο, προζάτο σενάριο.

Στη γοητεία του εγχειρήματος συνέβαλε κι η εξαιρετική free jazz μουσική του Michel Legrand, που εστιάζει στο μπάσο και τα πνευστά δίνοντας μια ρέουσα αίσθηση ελευθερίας στο score. Το soundtrack της ταινίας κατάφερε να μείνει στην ιστορία, χαρίζοντας στο Legrand δυο διεθνείς επιτυχίες, με την αμερικάνικη εκδοχή δύο μελωδικών θεμάτων της ταινίας: του “Watch what Happens” και φυσικά του θρυλικού “I will wait for you”, ενός ίσως από τα πιο γνωστά κινηματογραφικά θέματα της δεκαετίας του 60.

Ο Jacques Demy στις Ομπρέλες -με λίγα λόγια- παίρνοντας ένα κλισέ μελό σενάριο (αγόρι συναντά κορίτσι κι η ζωή τους χωρίζει), φτιάχνει μια ταινία ύμνο στο κινηματογραφικό ρομάντζο και στην απόλυτη απομυθοποίηση του. Στην πραγματικότητα σκοπός του είναι να υμνήσει το ψέμα του κινηματογράφου και το πως η ζωή παίρνει ασυγκίνητη τις αποστάσεις της απ’ αυτό. Το αποτέλεσμα είναι ένα sui generis δισυπόστατο φιλμ που λειτουργεί ως μια ρομαντική ιστορία (σημείο αναφοράς για τους εραστές των love stories), αλλά και ως ένα σαρκαστικό κινηματογραφικό πείραμα, πλημμυρισμένο από συνωμοτικά κλεισίματα ματιών στους έμπειρους σινεφίλ.

Αυτή η αγαπημένη ταινία, φέτος διασκευάστηκε από την αρχή ειδικά για την αγγλική σκηνή (έχουν προηγηθεί τα ανεβάσματα – γαλλικό και αγγλικό- της δεκαετίας του 70) και ανέβηκε στο Gielgud Theatre του Λονδίνου. Επικεφαλής η ταλαντούχα σκηνοθέτις και χορογράφος Emma Rice και η θεατρική της ομάδα, Kneehigh Company. Η Rice ήταν επιλογή του ίδιου του Legrand, ο οποίος της ζήτησε προσωπικά να επιμεληθεί του ανεβάσματος, όταν παρακολούθησε την επιτυχημένη προηγούμενη παράστασή της, τη σκηνική μεταφορά του Brief Encounter του Noel Coward στο Broadway.

Η Rice, όπως δήλωσε, δεν είχε ιδέα για την ταινία πριν την ανάθεση και μπήκε στη διαδικασία χωρίς να έχει το φιλμ του Demy ως αισθητική αναφορά. Εδώ ξεκινάει και η γοητευτική ανατροπή της θεατρικής εκδοχής. Όποιος περιμένει τα εκτυφλωτικά παστέλ της οθόνης, κατά πάσα πιθανότητα θα απογοητευτεί, καθώς η Rice τα χρησιμοποιεί μόνο υπαινικτικά, ενώ εστιάζει σε ένα υπέροχο θεατρικότατο σκοτάδι που κατατροπώνεται κατά τόπους από τη σοφή χρήση πινακίδων neon και μακρινά φώτα της πόλης. Οι ομπρέλες της είναι εξαρχής πιο ενήλικες, σκοτεινές και σκληρές. Οι ήρωες κινούνται σαν μαριονέτες ενώ και το ίδιο το λιμάνι του Cherbourg αποτελείται από κτίρια μινιατούρες που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται σύμφωνα με τις σκηνικές ανάγκες.

Προκειμένου να κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός διεθνούς κοινού, που δεν έχει αναγκαστικά την ταινία ως σημείο αναφοράς, εστιάζει στην πιο γοητευτική εκδοχή του γαλλικού romance, όπως έχει επικρατήσει στην κοινή συνείδηση, δίνοντας μια απόχρωση cabaret στο όλο εγχείρημα. Γι’ αυτό εισαγάγει τον χαρακτήρα της Maitresse, μιας mistress of ceremonies, σκοτεινής όσο και προσιτής για να μας ξεναγήσει σε μια από τις πολλές, τυχαίες, σημαντικές κι ασήμαντες ερωτικές ιστορίες που λαμβάνουν χώρα στα λιμάνια της Γαλλίας. Η Maitresse μπαίνει και βγαίνει στη δράση με διάφορες ιδιότητες: γίνεται πελάτισσα στο μαγαζί με τις ομπρέλες της Madame Emery, μια πριμαντόνα στην Όπερα, μια πόρνη, η Lola, η παλιά ερωμένη του Roland Cachard (από την ομώνυμη ταινία του Demy του 1961) και για μια μόνο στιγμή η Cleo η μυστηριώδης ηρωίδα της Agnes Varda, αγαπημένης συζύγου του Demy.

Το Cherbourg της Rice θυμίζει την ίδια στιγμή τις στιλιζαρισμένες φωτογραφήσεις των Pierres et Gilles, τις καμπάνιες του Jean Paul Gaultier, τον Καυγατζή του Jean Genet και του Reiner Werner Fassbinder, αλλά κι ένα παιδικό δωμάτιο με διασκορπισμένα παιχνίδια παντού. Το κατάστημα με τις ομπρέλες, το γκαράζ, το κλαμπ, τα καταστήματα, η γέφυρα με την επιγραφή Je t’ aime που συναντιούνται κρυφά οι εραστές και που σταδιακά αρχίζει να σβήνει μέχρι να απομείνει αναμμένο μονάχα το ame της ψυχής, όλα συνθέτουν μια μικρή πόλη που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη –πραγματική ή φανταστική- στην οποία έχει παιχτεί μια οποιαδήποτε ερωτική ιστορία.

Ώσπου φτάνει το θρυλικό φινάλε. Το μοναδικό κομμάτι της παράστασης που είναι φωτογραφική αναπαραγωγή της ταινίας: η τελευταία συνάντηση του Guy και της Genevieve, μετά από χρόνια, όταν οι ζωές τους έχουν πάρει το δρόμο τους (χωριστά) και κανείς από τους δυο δεν πέθανε από θλίψη. Η Rice έχει στήσει το ακριβές χιονισμένο τοπίο, τα ακριβή κοστούμια και σκηνικά, το μόνο που διαφοροποιεί την εικόνα από το φιλμ, είναι η θλιμμένη μαυροφορεμένη maitresse στη στέγη του γκαράζ που κοιτάζει τους δυο παλιούς εραστές από ψηλά. Ξαφνικά η μουσική του I will wait for you ακούγεται ρεμιξαρισμένη και σαμπλαρισμένη με διαλόγους από την ταινία, ενώ μέσα από το κοινό βγαίνουν και κάθονται στην άκρη της σκηνής όλα τα πρόσωπα του δράματος: η νεκρή Madame Emery, ο Roland Cachard, η Madelaine, o Monsieur Dubourg, ναύτες και πόρνες του λιμανιού.

Τα σκηνικά αποσύρονται, απογυμνώνοντας τη σκηνή, ενώ στο βάθος προβάλλονται εικόνες από το δρόμο σε πραγματικό χρόνο. Αρχίζει να χιονίζει στην πλατεία. Το Cherbourg είναι πια το Gielgud Theatre, το 1962 είναι τώρα. Η maitresse με το κοστούμι της παράστασης έχει βγει μέσα στο πλήθος και ζητάει φωτιά από τους ξαφνιασμένους περαστικούς, ίσως κι αφορμή για να τους ξαναπεί αυτή την τυχαία ερωτική ιστορία που άρχισε με τους όρους του σινεμά και τέλειωσε με εκείνους της πραγματικής ζωής. Με μια μικρή στάση σε ένα θέατρο της Shaftesbury Avenue.



Wednesday, March 23, 2011

cat off the roof


Maggie the cat is alive. I'm alive.

[Elizabeth Taylor /
February 27, 1932 – March 23, 2011]



Monday, March 14, 2011

Αναλύσεις


Τη ζωή δεν την υπεραναλύεις. Δε θα καταλήξεις πουθενά. Κι όσο καλύτερα νομίζεις πως εξασκείς το άθλημα, τόσο πιο γελασμένος θα βγεις στο τέλος. Έχεις ένα κάποιο λέγειν και έναν διαισθητικό τρόπο σκέψης. Σε επαινούν από παιδί γι’ αυτό και έμαθες να φτάνει. Το βλέπεις όμως πως δεν καταλήγεις κάπου. Εστιάζεις σε λάθος πράγματα. Γι’ αυτό.

Μίλησες για ιδέες‧ φιλοσόφησες‧ ανέλυσες‧ τοποθετήθηκες‧ συμπέρανες. Έχεις απόψεις, παγιωμένες για τα περισσότερα πολύπλοκα ζητήματα της ύπαρξης. Γύρνα τώρα λίγο στα απλά μπας κι οσφρανθείς τα σύνθετα:

Ξύπνησα. Έβαλα μουσική. Έφτιαξα καφέ. Προσεγμένο. Με ζάχαρη. Δεν αγαπώ τη ζάχαρη, όμως δεν ξέρω πως αλλιώς προσέχεται ο καφές.

Αφήνω ανοιχτά ενδεχόμενα. Οι δουλειές της μέρας. Στα απλά φιλοσοφείς. Καθώς πληρώνεις λογαριασμούς ή πας στην εφορία.

Στο δρόμο σκέφτεσαι. Στη φασαρία. Στην ησυχία δε σκέφτεσαι ποτέ. Στην ησυχία φοβάσαι κι εφευρίσκεις τεχνητές φασαρίες που σε αποσυντονίζουν: μια τηλεόραση, ένα τηλέφωνο, ραδιόφωνο. Πολλές φορές όλα μαζί.

Μπαίνω στο λεωφορείο. Φτάνω στο τέρμα κι από εκεί ταξί. Στη θάλασσα. Οι μέρες γλύκαναν.

Η φασαρία του δρόμου είναι καλή. Δεν την αφοράς. Κινείται ερήμην σου, εξ ου και σε προστατεύει. Στη φασαρία του δρόμου, μπορείς ακόμα και να μονολογήσεις ή να ψιθυρίσεις 2-3 στιχάκια να δεις να δένουν μεταξύ τους.

Καφές στο χέρι. Μαύρη ζάχαρη. Έτσι προσέχεται ο καφές. Δεν έχει άλλο τρόπο.

Με τα απλά να συνομιλείς. Με τις βιτρίνες. Αυτές φέρνουν την άνοιξη. Όχι οι ορμόνες σου. Οι καινούργιες γραμμές στα ρούχα και τα παπούτσια φέρνουν την άνοιξη. Αυτά μας ντύνουν. Όχι τα ρούχα ακριβώς, μα όσα κουβαλούν μαζί τους. Τα πλαστικά σώματα που αποκαλύπτονται λίγο περισσότερο απ' όσο αντέχουν οι προσδοκίες σου.

Στους βιαστικούς των δρόμων είναι η φιλοσοφία. Στους αργόσχολους των καφενείων, στους εργάτες του δήμου, στους επιβάτες των λεωφορείων, στους μετανάστες των φαναριών. Σε μια φευγαλέα ανεπιτήδευτη κίνηση δυο χεριών. Δε θα τη φανταζόσουν. Όλη την ησυχία του κόσμου να είχες διαθέσιμη, δε θα πήγαινε ποτέ ο νους σου πως μπορεί ένα ζευγάρι χέρια να κινηθεί έτσι για να εκφράσει μια ιδέα -την αγανάκτηση πες.

Κι εκεί που θα καθόμουν δέκα ώρες να σου αναλύω το αίσθημα της αγανάκτησης, μπορώ να σου περιγράψω δυο χέρια σε μια φευγαλέα ανεπιτήδευτη κίνηση. Κι αυτό θα είναι η αγανάκτηση. Αυτό και μόνο. Δε θα έχει υπάρξει τίποτα άλλο στον κόσμο πιο αγανάκτηση απ’ αυτό.

Μισή ώρα έξω από τους ρυθμούς σου είναι η φιλοσοφία. Μισή ώρα παραδίπλα απ’ την ρουτίνα. Μέσα στους μηχανισμούς του κόσμου. Γιατί τον κόσμο θες να περιγράψεις κι εσύ. Απ’ την αρχή αυτό ήθελες κι ας ξέφυγες. Κι ας νόμισες πως βρέθηκες εντεταλμένος να εξηγήσεις τα μεγάλα μυστήρια του σύμπαντος.

Το μεγαλύτερο μυστήριο του σύμπαντος όμως είναι αυτό: πως να νιώθεις δικαιωμένος χωρίς καμιά αιτία. Αυτονόητος μέσα στα αυτονόητα. Μέρος του κόσμου αναπόσπαστο. Μυστηριώδης κι ανεξήγητος όπως όλα.

Friday, February 18, 2011

Το σώμα


Το σώμα – λένε – προειδοποιεί για τα πάντα.

Ακόμα κι όσα το στόμα κρύβει, το σώμα τα μιλάει.

Είναι έξυπνο το σώμα.

Σωπαίνει το στόμα, μιλάει το σώμα.

Όσο πιο πολύ σωπαίνει το στόμα, τόσο πιο πολύ μιλάει το σώμα.

Κι επειδή δεν έχει άλλο τρόπο να μιλήσει, αναγκάζει το στόμα να τα πει με σημασία παραλλαγμένη.

Το σώμα ξέρει μόνο ότι κάτι φταίει. Γιατί το σώμα αγγίζεται από σώματα κι οι επαφές μιλούν με γεγονότα.

Και μια κρίσιμη στιγμή το σώμα θυσιάζεται για όσα δε λέει το στόμα κι εφευρίσκει έναν πόνο να υποφέρει.

Για να πει το στόμα επιτέλους «υποφέρω» - γι’ άλλο λόγο, κι άλλο να εννοεί.

Κι αφού τα πει και βγουν ελεύθερα γυρνάει το στόμα και λέει στο σώμα: "Ήρεμα τώρα: Δηλωθήκαμε". Σπάνιες λέξεις - δώρα που το σώμα το βουβό το συγκινούν.

Τότε χαλαρώνει το σώμα, σωπαίνει το στόμα κι είναι όλα όπως πριν.

Πλην της απόφασης.

Monday, February 07, 2011

το Υποβολείο


Υπάρχει ένας υποβολέας. Σε ένα έργο πολύ δημοφιλές. Στις μέρες του είχε παίξει κι ο ίδιος το βασικό ρόλο. Οι φήμες λένε με μεγάλη επιτυχία και διθυραμβικές κριτικές. Πέρασαν όμως τα χρόνια, αλλάξαν οι απαιτήσεις των καιρών και των σκηνοθετών, και βρέθηκε απ’ τη σκηνή στο υποβολείο.

Ο ρόλος που του ανατέθηκε να υπαγορεύει είναι πολύ απαιτητικός, γι’ αυτό προφανώς κι ο θεατρώνης επέλεξε αυτόν. Κάποιοι σύγχρονοί του έλεγαν πως τον είχε βιώσει τόσο έντονα, που τον ζούσε ακόμα, αραδιάζοντας σκόρπιες ατάκες απ’ το έργο στην καθημερινότητά του.

Να ‘τος λοιπόν και πάλι, αιώνες μετά, αντιμέτωπος με τον ίδιο ρόλο και τα φαντάσματα του. Τι κι αν βρίσκεται πια σφηνωμένος σ’ αυτό το στενό κουτί της σκηνής, αθέατος από παντού. Στο κεφάλι του είναι και πάλι ο ρόλος. Νιώθει όπως η ήρωας του‧ μοιράζεται τη σκέψη και τα πάθη του.

Όσο κι αν ταυτίζεται όμως, όσο κι αν συμπάσχει, ελάχιστη σημασία έχει για το κοινό ή το έργο αν κουνά χέρια και πόδια με πάθος. Κανείς δεν τον κοιτάζει, έτσι κρυμμένος που βρίσκεται.

Στη θέση που είναι τον βλέπει μόνο ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Ακούει ξεκάθαρα τα λόγια. Είναι ατσίδα – τα πιάνει, είναι εμφανές όμως πως τον έχουν αιφνιδιάσει τα φώτα της σκηνής και τα αδηφάγα βλέμματα των θεατών και έχει πελαγώσει.

Ο έμπειρος υποβολέας γνωρίζει καλά πως, ακόμα κι αν μόλις άνοιξε η αυλαία, το έργο σύντομα θα τελειώσει. Κι οι δυο τους, ηθοποιός κι υποβολέας, θα βρεθούν στα προσφιλή τους παρασκήνια, ασφαλείς στα κανονικά τους μέτρα.

Μέχρι τότε όμως χωμένος στην υπόγεια κρυψώνα του, ο υποβολέας μας μπορεί μόνο να υποθέτει τις αντιδράσεις των θεατών. Δεν έχει ιδέα αν επικροτούν ή όχι την παράσταση. Κι ο ηθοποιός του, ο επί σκηνής εαυτός του, εγκλωβισμένος στα στενά όρια του ρόλου του δε μπορεί να δώσει ξεκάθαρο σήμα.

Ο υποβολέας πρέπει να προσέχει να μη βγει λάθος λέξη από το στόμα του. Έχει μεγάλη ευθύνη. Δεν κρατά μόνο τα λόγια, αλλά ξέρει και πόσο άγριο μπορεί να γίνει το κοινό αν δεν πειστεί. Γι’ αυτό κι οφείλει να αφήσει τον ηθοποιό εκτεθειμένο στους κινδύνους του ρόλου- απροειδοποίητο. Ο Καίσαρας δεν πρέπει να μάθει για το μαχαίρι του Βρούτου, πριν την ώρα του. Το κοινό δε συγχωρεί ένα υποψιασμένο θύμα.

Αυτό το κοινό όμως -όπως κι ο ρόλος, το έργο ή το χειροκρότημα- ανήκει μόνο σ’ αυτόν που εκτίθεται στα μάτια του κι όχι σ’ όποιον βρέθηκε κάποτε μπροστά του। Το κοινό έτσι κι αλλιώς δεν έχει μνήμη। Γι’ αυτό κι αρέσκεται να κατασπαράζει τους ηθοποιούς, αφού παίξουν ένα ρόλο. Κι αφού τελειώσει μαζί τους, τους στέλνει κάτω από τη γη. Σ’ ένα στενό ξύλινο κουτί γεμάτο σκόρπια λόγια και μνήμες. Ένα κουτί που κατ΄ευφημισμό το λένε «υποβολείο».

Sunday, January 30, 2011

η Απουσία


Πιστεύεις στο Θεό;

Ο Θεός δεν υπάρχει.

Ο Θεός είναι πολύ μακριά. Κι αν υπάρχει δεν έχει χρόνο για όλους εμάς.

Ίσως πάλι δε μας συμπαθεί ιδιαίτερα.

Γι’ αυτό και λείπει. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως υπάρχει, λείπει.

Τον φωνάζεις και δεν απαντά. Τον καλοπιάνεις και δεν απάντα. Τον βρίζεις και δεν απαντά. Γίνεσαι Άγγελος ή Διάβολος και δεν απαντά. Δε σε μαλώνει, ούτε σε ανταμοίβει.

Ο Θεός αδιαφορεί. Είναι κακός γονιός. Και τα παιδιά του, εμείς, γινόμαστε αλήτες. Του πετάμε πέτρες από εκδίκηση.

Γι’ αυτό σου λέω – είναι πανταχού και πάντοτε Απών. Είναι έτη Φωτός μακριά.

Ο Θεός είναι μια απέραντη απουσία. Κι έχουμε ήδη αρκετές απουσίες στη ζωή μας. Έχουμε να μετράμε απουσίες γι’ αυτή τη ζωή και την επόμενη.

Τι ανάγκη έχουμε από μία ακόμα;

Μα γι’ αυτό ακριβώς πιστεύουμε:

Γιατί από τις απουσίες της ζωής μας, έχουμε ανάγκη μία- ας είναι κι η μεγαλύτερη- να πάρει εκδίκηση απ’ όλες και να μας φροντίσει.

Saturday, January 22, 2011

woof


Η μνήμη είναι σαν τα σκυλιά.

Θάβει τις αναμνήσεις στα πιο απίθανα σημεία.

Όσο κι αν την έχεις εκπαιδεύσει, η μνήμη από ένστικτο, στις μεγάλες πείνες θα τρέξει στην καλά φυλαγμένη κρυψώνα της και θα ξεθάψει το αποστεωμένο γνώριμο «μια φορά κι έναν καιρό» μιας άλλης εποχής.

Όσο καλά κι αν ταΐζεις τη μνήμη με νέες, ολοζώντανες, ερεθιστικές εικόνες, οφείλεις να έχεις υπόψη πως κατά κύριο λόγω τρέφεται από τα λάφυρα ενός ένδοξου (ενίοτε κι άδοξου) παρελθόντος.

Γιατί η μνήμη – σαν τα σκυλιά - έχει μια πίστη πιο ισχυρή κι απ΄την ανάγκη.

Δεν καταδέχεται να τραφεί με ό, τι να ‘ναι.

Δεν την ξεγελάς.

Μπορεί να πεθάνει περιμένοντας έξω από μια κλειδωμένη πόρτα.

Tuesday, January 11, 2011

περι Τέχνης


Ακολουθεί το προσωπικό μανιφέστο του Jirashimosu σχετικά με το τί είναι Τέχνη. Εννοείται είναι καθαρά υποκειμενικό και δεν έχει καθολικές αξιώσεις. Λοιπόν, έχουμε και λέμε:

• Η Τέχνη που υπερκοστολογείται χάνει το στόχο της. Κι όταν λέω στόχο δεν εννοώ σε ποιον απευθύνεται, γιατί η Τέχνη που υπερχρεώνεται είναι πάντα πολύ συγκεκριμένο σε ποιον απευθύνεται. Ακόμα κι αν ο μεταπράτης της δεν την ονομάζει τέχνη αλλά πατάτες. Στόχο εννοώ το σκοπό για τον οποίον πρωτογενώς παράγεται.

• Η Τέχνη δεν χαϊδεύει ματαιοδοξίες, δε χτίζει ούτε επιβεβαιώνει στάτους, δε λειτουργεί ως πεδίο επίδειξης δύναμης, πλούτου, κοινωνικής θέσης. Η Τέχνη εξισώνει τους πάντες, πλούσιους και φτωχούς, εκπαιδευμένους και απαίδευτους. Κι αυτός που διαχωρίζει τη θέση του από το διπλανό του σε ένα καλλιτεχνικό γεγονός, επισημαίνοντας τις διαφορές που τους χωρίζουν, απλά δεν έχει καταφέρει να βρίσκεται εκεί που πρέπει.

• Η Τέχνη δεν πουλιέται, ούτε αγοράζεται. Όταν πληρώνεις ένα έργο τέχνης, είτε αυτό είναι μουσική, είτε ζωγραφική είτε θέατρο, δεν πληρώνεις το ταλέντο ή το χρόνο του δημιουργού. Αγοράζεις απλά τη διαθεσιμότητά του να δημιουργεί για να κοινωνεί το χάρισμά του αναπόσπαστος. Γι’ αυτό κι ο καλλιτέχνης που ζει με υπερβολή, δεν είναι πραγματικός καλλιτέχνης. Στην Τέχνη έχεις ανάγκη ακριβώς όσα χρειάζεται το σώμα σου για να μένει το μυαλό σου ελεύθερο.

• Η Τέχνη δεν είναι επί τούτου διεργασία. Δεν χρειάζεται προαπαιτούμενες γνώσεις για να την κοινωνήσεις. Η Τέχνη είναι καθαρή συγκίνηση. Όσο πιο καθαρός και άδειος σταθείς ενώπιον της, τόσο περισσότερη αξία έχει η χαρά που θα σου προσφέρει. Η διακειμενικότητα, οι αναφορές, η ιστορική και καλλιτεχνική συνέχεια είναι παιχνίδια που παίζουν οι καλλιτέχνες, οι μελετητές και το έμπειρο κοινό. Η ουσία της αληθινής Τέχνης προκύπτει όταν την κοινωνήσεις παιδί, ξεχνώντας όλα όσα έμαθες ποτέ. Κι όταν επιστρέψεις στις γνώσεις σου θα τις βρεις πλούσιες. Η πρωταρχική συγκίνηση θα βρει τη θέση της στο οπλοστάσιό σου.

• Η Τέχνη δεν μπαίνει σε καλούπια και νόρμες. Δεν ακολουθεί κανόνες. Δεν έχει συγκεκριμένη ηθική. Μπορεί να καταπιαστεί με το πιο σκληρό πράγμα, όταν χρειάζεται για να δηλώσει κάτι. Η Τέχνη ποτέ δε θα καταφέρει να γίνει πιο βίαια από την πραγματικότητα γιατί εκπορεύεται πάντα από αυτήν. Αν δεις ένα έργο τέχνης που σε σοκάρει μη σπεύσεις να επιτεθείς στη διαστροφή του Καλλιτέχνη. Κοίτα πρώτα γύρω σου ή μέσα σου, γιατί μάλλον κάτι υπάρχει εκεί που οι κεραίες του δημιουργού έχουν διαισθανθεί. Η Τέχνη επισημαίνει τον Κίνδυνο, δεν τον προκαλεί.

• Δεν υπάρχει καλή και κακή Τέχνη, σωστή και λάθος. Τέχνη είναι η αισθητική κι οι ιστορίες σου. Το πως βιώνεις τον κόσμο που σε περιβάλλει και τη σχέση σου με το σύμπαν. Αν καταφέρει κάτι να σε συγκινήσει αυθεντικά, ακόμα κι αν είναι ευτελές, δέξου το σαν την προσωπική σου μορφή Τέχνης. Μην το αρνηθείς, μην το υποτιμήσεις. Το ζητούμενο της Τέχνης είναι η συγκίνηση. Αρκεί αυτό που σε συγκινεί να είναι δημιούργημα. Να έχει φτιαχτεί γι’ αυτό το λόγο, ανασυνθέτοντας στοιχεία της πραγματικότητας. Η φύση δεν είναι Τέχνη. Η Τέχνη προϋποθέτει το ψέμα, τη μίμηση. Η φύση είναι η αφετηρία της Τέχνης. Είναι η Έμπνευση.

• Τέλος, αν δεν μπορείς να κάνεις Τέχνη, να δημιουργήσεις, να αφιερωθείς, μην απογοητευτείς. Οι παραγωγικοί δέκτες της Τέχνης είναι η Ύψιστη μορφή καλλιτεχνών. Συχνά το παραβλέπουν. Κι είναι ειλικρινά αυτοί που έχουν τη δύναμη να εκτοξεύσουν την Τέχνη σε άλλες, υπαρξιακές, σφαίρες. Χωρίς αυτούς η μουσική θα ήταν θόρυβοι, η ζωγραφική τελάρα και μπογιές, η γλυπτική μάρμαρα και πέτρες, το Θέατρο ένα τσούρμο αλαφροΐσκιωτοι απατεώνες κι ο Δημιουργός - Καλλιτέχνης η ζωντανή απόδειξη ότι δεν υπάρχει Θεός κι ούτε ποτέ υπήρξε.


Monday, January 10, 2011

μια αλήθεια


Βρέθηκα προχτές αντιμέτωπος με μια εναλλακτική αλήθεια. Τόσο δίπλα στην απόλυτη ψευτιά, που σχεδόν τις μπέρδευες. Κι όμως: ήταν μια από τις πιο αυθεντικές αλήθειες που έχω συναντήσει ποτέ. Τόσο σίγουρη για την αξιοπιστία της, που ακόμα κι αν την ακολουθούσε ένας παράλογος ισχυρισμός, όπως πχ ότι η γη είναι επίπεδη ή ότι οι άνθρωποι πετάνε, δε θα τολμούσες να το αμφισβητήσεις.

Κι ένιωσα άλλη μια φορά προχτές, πως αλήθεια μπορεί να είναι και το ψέμα αν βγαίνει στο μέγεθος, το χρώμα και το ύφασμα που θέλει κάποιος να ντυθεί. Ένιωσα πως η αλήθεια είναι μια επιλογή που ορίζεται από αμέτρητους παράγοντες και συναστρίες και την τελευταία ώρα δεν είναι παρά μι’ αυτονόητη ταυτότητα που υπήρχε από πάντα αιωρούμενη ανάμεσα στις αλήθειες των άλλων. Χρειάζεται μόνο ένα αποφασιστικό άλμα στο κενό την κατάλληλη στιγμή (συνήθως την τελευταία).

Προχτές λοιπόν, είδα ανθρώπους - φορείς μιας απόλυτης αλήθειας και της γενναιοδωρίας να της επιτρέψουν να συντελεστεί ενώπιον κοινού. Όχι από αυτοθυσία, αλτρουισμό ή οποιαδήποτε άλλη ανθρωπιστική διάθεση. Δεν ήταν ιεραπόστολοι που ήθελαν να μας διδάξουν την αλήθεια, ούτε προφήτες. Κάθε άλλο. Είχαν όλη τη θνητή ματαιοδοξία των ανθρώπων που κάνουν ότι κάνουν αποκλειστικά και μόνο για την προσωπική τους ικανοποίηση, σχεδόν εγωιστικά, ασφαλισμένοι πίσω από ένα παραπέτασμα που δε μπορούσε κανείς να το παραβιάσει, ακόμα κι αν τους απειλούσε με περίστροφο.

Κι είδα πρόσωπα και πράγματα τετριμμένα, που τα είχα ξαναδεί και νόμιζα πως είχα στραγγίξει κάθε ρανίδα συγκίνησης, να στέκονται και πάλι μπροστά μου αυθεντικά και πρωτόγνωρα. Όχι με τον τρόπο της αρχικής τους μορφής, ούτε καν με τη δική μου υποκειμενική ανάγνωση και συγκινησιακή προσαρμογή. Στέκονταν μπροστά μου με έναν ολοκαίνουργιο τρόπο, τόσο αυστηρά και λεπτομερώς διατυπωμένο, που ήταν σχεδόν απαγορευτικό να τα αμφισβητήσεις. Τόσο αληθινά, καινούργια μα και πρωτότυπα που άρχισα να αμφιβάλλω για την λεγόμενη αντικειμενική αλήθεια και την αξιοπιστία της.

Κι έτσι μπερδεμένος στους καπνούς των τσιγάρων και στο αλκοόλ έφτασα στο συμπέρασμα πως η αλήθεια κι η πραγματικότητα δεν έχουν καμία σχέση. Η αλήθεια κι η αλήθεια δεν έχουν σχέση. Κι από εκεί που δεν το περιμένεις, καμιά φορά, ένα παρεξηγημένο ψέμα έρχεται να σταθεί μπροστά σου με τόση αφοπλιστική ειλικρίνεια που δε σου αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης. Απλά επιλέγεις: αποδέχεσαι την αποκάλυψη ή κλείνεις τα μάτια κι αδιαφορείς;

Βασικά, αυτό είναι το καλό με τις αλήθειες. Αν σε κάνουν να νιώθεις αμήχανα ή άβολα μπορείς πάντα να ισχυριστείς ότι ετούτη η αλήθεια δεν έχει καμία σχέση με τη δική σου. Και την ίδια στιγμή να εφεύρεις μια άλλη, βολική, ελαστική κι ανώδυνη, στην οποία κανείς δε θα μπορεί να επιτεθεί, απλά και μόνο γιατί σ’ αυτό τον κόσμο, όλα μπορούν να ισχύσουν. Ακόμα κι όσα δεν έχει δει ή νιώσει άνθρωπος ποτέ. Ως τη στιγμή που θα βρεθεί κάποιος να τα διατυπώσει.

Sunday, January 09, 2011

Η εποχή της Κρίσης


Πολύ πριν γίνει κατάσταση, η «κρίση» ήταν προαίσθημα, μετά ψίθυρος και μετά γεγονός. Ακόμα κι όταν έγινε γεγονός όμως η κρίση δεν έγινε κατάσταση. Όχι για όλους τουλάχιστον. Όχι καθολικά. Ο φόβος ναι, ο φόβος ήταν και είναι καθολικός. Φόβος απέναντι στο άγνωστο, στο κοινό κακό, όπως ο φόβος για τον πόλεμο και το σεισμό, ή ο φόβος για τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές.

Την κρίση βιαστήκαμε να την κάνουμε κατάσταση γιατί υπήρχαν πολλοί λόγοι να γίνει. Θα δικαιολογούσε πολλά θέματα που είχαν προκύψει τον τελευταίο καιρό και παραφούσκωσαν για να τα βασίζουν στην αδιαφορία, την καλή διάθεση ή την ηλιθιότητα του λαού όσοι είχαν το συμφέρον, την πίτα και το μαχαίρι.

Σαφέστατα υπάρχει μια γερή βάση: Άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο, οι νέοι κόβουν τις αναβολές τους και μπαίνουν στο στρατό να γλιτώσουν την καταιγίδα (για ένα χρόνο – κάτι είναι κι αυτό). Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή εκλογές: οι πολιτικοί βρίσκουν έδαφος να αρχίσουν τις διακηρύξεις, ποιος φταίει, ποιος δε φταίει, ποιος το προέβλεπε, ποιος θα τα έκανε αλλιώς. Όλοι έχουν απαντήσεις και θέσεις. Λύση δεν έχει κανείς. Η λύση είναι λογική και δε μας περισσεύει. Η λύση είναι και όρεξη για δουλειά (αυτή κι αν δεν περισσεύει).

Η κρίση πολύ πριν γίνει κατάσταση έγινε αφορμή, αφορμή για γκρίνιες και αψιμαχίες. Έγινε όχημα και πεδίο αντιπαραθέσεων. Οι πονηροί επιτήδειοι την κατάλαβαν σα διαθέσιμο εργαλείο για να στηρίξουν τις θέσεις τους. Η κρίση φορτώθηκε και βάρη που δεν της αντιστοιχούσαν. Δεν υπάρχει κρατική υποδομή, κοινωνικοί μηχανισμοί, παιδεία, περίθαλψη, πνευματική ζωή. Για όλα ευθύνεται η κρίση. Ισοπεδωτικά. Ότι παράπαιε σ’ αυτή τη χώρα είναι σαν να βρήκε την απόλυτη ενσάρκωση του στην κρίση. Σαν να προετοιμαζόταν από πάντα για την άφιξή της.

Πέρασε η εποχή των παχέων αγελάδων. Τέρμα τα ρωμαϊκά θεάματα και οι γαστριμαργικές εξτραβαγκάντζες που πνίγονται στο αλκοόλ σε νυχτερινές εξόδους δίχως τέλος. Οι ρωμαϊκές αρένες πια μόνο στην τηλεόραση. Το ίδιο και τα λουκούλλεια γεύματα στις χιλιάδες κατσαρόλες που αχνίζουν στους δέκτες. Η αυτοκρατορία υψώνει την τόγα και αποκαλύπτει τα πήλινα πόδια της. Είναι σκάνδαλο να υπερχρεώνεις για να ψυχαγωγείς. Έχεις υποχρέωση να εμψυχώνεις δωρεάν (η με ένα συμβολικό πόσο) την καταπονημένη μάζα. Είναι καθήκον ιερό. Σαν τις πόρνες που στρατολογούνταν στους πολέμους για να ανυψώσουν το ηθικό των φαντάρων.

Ποιοι είναι όμως αυτοί που κατέβασαν τις τιμές; Οι υπερχρεωστες; Όχι βέβαια. Αυτοί εξακολουθούν να θησαυρίζουν προσφέροντας τα προσφιλή τους φούμαρα. Τις τιμές τις «κατέβασαν» αυτοί που δεν τις είχαν ποτέ υψηλές. Στην ουσία δεν κατέβασαν τίποτα. Απλά δημοσιοποίησαν ότι στη χώρα αυτή, οι πραγματικοί καλλιτέχνες, πάντα για το δεκάευρο έκαναν την Τέχνη τους. Μόνο που τώρα αυτό αρχίζει να αποκτά νόημα στη συνείδηση των πολλών.

Η κρίση όμως δεν είναι παρά ένα παραπέτασμα που έπεσε βίαια γιατί ήταν σαθρά τα δοκάρια που το στήριζαν κι αποκάλυψε γυμνή τη σκηνή. Δεν ήμασταν έτοιμοι για την παράσταση κι η πλατεία είχε γεμίσει. Άνοιξαν οι προβολείς και βρεθήκαμε γυμνοί κι εκτεθειμένοι στα μάτια του κόσμου. Τι κι αν προβάραμε όλο τον Αισχύλο, το Σοφοκλή και τον Ευριπίδη σε μια ώρα. Όταν ήρθε η ώρα της κρίσης και άνοιξε η αυλαία, το κοινό μας έπιασε με τα σώβρακα, πριν ανεβούμε στους κοθόρνους και φορέσουμε τα σοβαρά μας προσωπεία.

Η κρίση δεν είναι κατάσταση. Είναι ένα γεγονός που αποτελείται από δεκάδες άλλα γεγονότα. Η κρίση δεν είναι καν παράσταση. Είναι το έργο. Η σκηνική συνθήκη που μας έπιασε απροετοίμαστους. Καλύτερα σκέφτομαι. Δωρεάν είσοδος. Δεν έχουμε σκηνικά και κοστούμια. Δεν έχουμε φώτα. Έχουμε ένα βίαιο φωτιστικό κανόνι που λέγεται το βλέμμα της υπόλοιπης Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου. Κι επειδή ποτέ δε μάθαμε καλά τα αρχαία ας κατέβουμε από τους βωμούς και τις θυμέλες. Η κρίση επιτάσσει να παίξουμε απλά. Τον εαυτό μας. Και να συστήσουμε στον κόσμο τον Νεοέλληνα. Απλά τώρα που τέλειωσαν τα σταριλίκια κι όλοι μοιραζόμαστε ένα καμαρίνι, ας κάνουμε τον κόπο, κάπου ανάμεσα σε δεύτερο και τρίτο κουδούνι, πριν βγούμε μια και καλή για την πρεμιέρα, να συστηθούμε μεταξύ μας.

(Κείμενο του Jirashimosu που δημοσιεύτηκε στις Μητροπολιτικές Ιστορίες - τεύχος 8)

Friday, January 07, 2011

η αρχή μιας μονοφωνικής εποχής;



Θα μπορούσα να μιλήσω για το Δίφωνο σα μνήμη. Να αρχίσω να λέω για το περιοδικό που διαμόρφωσε συλλογική αισθητική σε μια περίοδο που ψαχνόμασταν όλοι για το τί ειναι καλό και τι κακό. Τότε που ψάχναμε ταυτότητα. Τότε που γνωρίζαμε τους παλιούς, αγαπούσαμε τους σύγχρονους, πλάθαμε στο νου μας τους επόμενους.

Αποφάσισα όμως να μην εστιάσω στο τί ήταν κάποτε το Δίφωνο. Αυτό ευτυχώς είναι ήδη καταγεγραμμένο και αδιαμφισβήτητο. Και δυστυχώς η σημερινή πραγματικότητα, αμείλικτη και ζοφερή, κάνει εκείνες τις εποχές να φαντάζουν έτη φωτός μακριά κι όσους τις νοσταλγούμε τουλάχιστον ονειροπόλους.

Τα τελευταία χρόνια το Δίφωνο –όπως και κάθε τι που επιχειρεί συνειδητά να μη συμπορευτεί με τον όχλο- είχε απομείνει το τελευταίο οχυρό μιας διαφορετικής στάσης απέναντι στη μουσική της συγκίνησης. Δε μιλάω για είδη (μακριά από μένα οι καταχρηστικοί όροι, σε μια εποχή που όλοι είναι τα πάντα αρκεί να το δηλώσουν). Μιλώ για μουσική που το κοινό της επέμενε ακόμα να την ακούει, να την αγοράζει, να τη στηρίζει, να συνδέεται μαζί της με προσωπικούς δεσμούς αισθηματος και συγκίνησης. Όπως παλιά. Όπως πάντα.

Ένα αντάρτικο είχε καταλήξει το Δίφωνο, που αγωνιζόταν να βρει την ταυτότητα του για να επιβιώσει σε μια χώρα που απαιτεί να δηλώσεις άμεσα το πως και σε τι εξαργυρώνεσαι. Άντε τώρα να εξηγείς για συναίσθημα, για συγκίνηση, για ενημέρωση και άλλα τέτοια αταξινόμητα στους εμπόρους. Άντε να διεκδικήσεις την ανάγκαία πολυτέλεια να ξεχυθείς στις σκοτεινές γωνίες της μουσικής του τόπου, στις μουσικές σκηνές και τα λαιβάδικα, για να οσφρανθείς το εναλλακτικό το καινούργιο, το διαφορετικό, το ζωντανό.

Και μην παρεξηγηθώ. Σκοπός μου δεν είναι να κάνω μια αγιογραφία ενός εντύπου. Δεν ήταν τέλειο το Δίφωνο, είχε πολλά από τα ελαττώματα που του καταλογίζαν, δεν είχε ξεκάθαρο κι ισχυρό σήμα (και πως θα μπορούσε άλλωστε όταν κάθε μήνα έπρεπε να αποδεικνύει ότι δεν είναι ελέφαντας). Παρέμενε όμως η εναλλακτική φωνή στην επιβεβλημένη σκηνή του life style και της πίστας. Κι οι συντάκτες του, κάποιους από τους οπόιους έχω την τύχη να γνωρίζω προσωπικά και να έχω νιώσει τη σχέση τους με τη μουσική ως αίσθημα κι όχι ως προιόν, αγωνίζονταν ηρωικά να προωθήσουν το τραγούδι της καρδιάς τους, αντιστεκόμενοι μέχρι τελευταία στιγμη σε εμπορικές πιέσεις με πάθος και ειλικρινείς προθέσεις.

Κι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι, αντί να ανταμειφθούν για την επιμονή και τις αντιστάσεις τους, βρέθηκαν απολυμένοι εν μια νυκτί, απλήρωτοι, ταπεινωμένοι. Δεν ανησυχώ για τις πένες τους. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα βρουν διέξοδο να κοινωνούν το λόγο, τη γνώση, τις απόψεις και την αισθητική τους. Ανησυχώ όμως για μια πολιτική που φαίνεται να σαρώνει τα πάντα κι εμείς να την παραπαίρνουμε ελαφρά δίνοντας της έδαφος να προχωρήσει σε περισσότερη ισοπέδωση.

Το λουκέτο σε ένα περιοδικό που δε φέρνει τα προσδοκώμενα κέρδη δεν είναι απλά μια εμπορική κίνηση. Είναι μάλλον η αρχή μιας κατρακύλας στην οποία οφείλουμε να αντισταθούμε: ως καλλιτέχνες, ως ακροατές, ως αναγνώστες, ως ελεύθεροι πολίτες. Όσο αξιώνουμε τουλάχιστον να έχουμε κριτήριο, άποψη, αισθητική και μια στοιχειώδη κι αυτονόητη προσωπική ελευθερία.

Αυτονόητη έγραψα; Ας το ξανασκεφτούμε καλύτερα. Την έχουμε κοστολογήσει τελευταία; Αν έχουμε σκοπό να το κάνουμε, μάλλον θα πρέπει να βιαστούμε. Γιατί, όπως δείχνουν τα πρόσφατα γεγονότα, προτίθενται να το κάνουν άλλοι για μας.

(Για περισσότερη ενημέρωση και συμπαράσταση στο άδικο λουκέτο του Διφώνου πατάς εδώ).

Thursday, December 30, 2010

10+1


Το κάνω κάθε χρόνο. Πιέζω τον εαυτό μου να το κάνει και φέτος. Έχοντας διαπιστώσει ότι η μνήμη μου εξασθενεί χρόνο με το χρόνο, το blog είναι –τελικά- το μόνο μέσο για να μπορώ να ανατρέξω στο παρελθόν όταν παραστεί ανάγκη.

Ιδού λοιπόν τα 10+1 πράγματα που κρατώ από τη χρονιά που πέρασε (με όσο το δυνατόν πιο αυστηρή χρονολογική σειρά):

1. Studio για το Μέτρημα. Το σημαδιακό βράδυ που ακολούθησε την ηχογράφηση.
2. Ένα ταξίδι – αστραπή στη Θεσσαλονίκη χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Απλά για μια βόλτα κατά μήκος του λιμανιού.
3. Το La vie en Rose από τον Louis Armstrong και την σημασία που απέκτησε.
4. Οι «ρώσικες νύχτες» κι η Άνοιξη που σηματοδότησαν.
5. Το «Μην παίζεις με τα χώματα» της Γιατρού της Καρδιάς μου κι η ευλογία να παρακολουθήσω μια παράσταση - συνεδρία με τη συγγραφέα παλλόμενη πλάι μου.
6. «Εισιτήρια Διπλά». Κι όλη η μνήμη, οι αναφορές, οι άνθρωποι που περιέχουν. Όσο υπάρχει αυτός ο δίσκος νιώθω τις αναμνήσεις μου ασφαλείς.
7. Πρόβες και παράσταση στο ΜΕΤΡΟ. Ένας χώρος που η σκηνή του για μας ήταν όνειρο. Φέτος επιστρέφουμε.
8. Το καλοκαίρι στο Παρίσι. Τα Ispahan στο Laduree, ο noisette, τα croque monsieur, το βροχερό Marais, το γέλιο μιας νύχτας στη Champs Elysees, η Νίκη της Σαμοθράκης, οι lomo.
9. Το φθινόπωρο στο Λονδίνο. Το Passion στο Donmar, o Jonsi, οι βόλτες στο Hyde Park και στη νότια όχθη, τα sushi και τα veggie και το τελευταίο γεύμα των 6 λιρών.
10. Ο Άλεξ κι η Ρίτα. Όλα όσα σηματοδοτούν κι η ανυπομονησία να τους δω μπροστά μου. Το φως κι η αγάπη που έφεραν στη ζωή μου.

+1. Που ακόμα χρωστάω κι ακόμα μου χρωστάνε κι έμαθα να μη βιάζομαι. Που αν έρθουν όσα επιθυμώ καλώς, αν όχι δεν έγινε και τίποτα. Που κάνω ακόμα σχέδια.


Wednesday, December 15, 2010

θα 'ρθει μια μέρα


Θα 'ρθει μια μέρα που θα αναθεωρήσουμε το αίμα μας, θα σφίξουμε τα χέρια και θα πούμε "χαίρω πολύ".

Στην αρχή θα είναι τυπικό κι έπειτα αυτονόητο. Θα λέμε πως η σπίθα ήταν εκεί από πάντα. Και θα ‘μαστε πραγματικά ανόητοι, γιατί όντως υπήρχε εκεί από πάντα.

Απλά ξεχνάμε. Από τη φύση μας. Γιατί αλλιώς θα κινδυνεύαμε από πρόωρο θάνατο, ή από θλίψη με αιτία.

Τα μεταφυσικά που κάποτε μας ένωσαν θα γίνουν γέρικα σκυλιά του καναπέ, που θα τρομάζουν στον παραμικρό θόρυβο.

Το σπίτι θα είναι ήσυχο. Το ιδανικό καταφύγιο.

Θα πίνουμε αρωματικά τσάγια με ασυνήθιστες προσμίξεις και θα συζητάμε επί παντός επιστητού, μπερδεύοντας γεγονότα μιας παλιάς και μακρινής ζωής, με τα ψώνια της εβδομάδας η την κατάντια της τηλεόρασης.

Θα τελειώσουμε τις μέρες μας, σαν ένας άνθρωπος. Ένας και μόνος άνθρωπος στην αναζήτηση του άλλου του μισού.

Θα μας λείπει κάτι. Κάτι που κάποτε το ξέραμε καλά και τώρα μας διαφεύγει. Λόγω της μνήμης. Και της σκόνης. Κυρίως της μνήμης.

Τα βράδια θα λέμε ένα «δε βαριέσαι»και θα πέφτουμε για ύπνο - κρατώντας από ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου ο καθένας.

Το επόμενο πρωί θα μας ξυπνάει το τέλος του ίδιου ονείρου. Θα μοιραζόμαστε τα όνειρα μας, εκτός από μερικές μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες, που θα τις λέμε ασυνείδητο.

Θα παίρνουμε μια βαθιά αναπνοή, θα τινάζουμε τα χώματα από το κρεβάτι και τα γόνατά μας και θα σηκωνόμαστε.

Ώσπου θα 'ρθει και πάλι μια μέρα, ίδια κι απαράλλακτη με την πρώτη, που θα αναθεωρήσουμε και πάλι το αίμα μας, θα σφίξουμε τα χέρια και θα πούμε «χαίρω πολύ».

Θα έχει περάσει μια ζωή κι εμείς θα είμαστε μόλις στην αρχή.

Monday, December 13, 2010

Έπιασε κρύο


«Έπιασε κρύο...»

Είπε κι άναψε τσιγάρο. Μηχανικά. Κινηματογραφικά. Δεν είχε ανάγκη τη νικοτίνη, αλλά την κίνηση. Όταν ανάβεις τσιγάρο αποπνέεις μια αυτοπεποίθηση.

Επαναλαμβάνοντας αυτή την κίνηση που έχεις κάνει εκατομμύρια φορές στο παρελθόν, μοιάζεις να ξέρεις τι κάνεις, τι λες, τι ετοιμάζεσαι να πεις. Κι ας μην έχεις ιδέα.

Το κρύο ήταν μια αφορμή. Ο καιρός είναι πάντα αφορμή. Αποσυμπιέζει μια κατάσταση. Ο καιρός είναι οικείος. Κάθε καιρός. Βάζει λέξεις, οικείες λέξεις, στη σειρά και δημιουργεί ασφάλεια. Όταν μιλάμε για βροχή, για συννεφιές, για κρύο ή για ζέστη, είμαστε αδέρφια. Όλοι από κάτι κρύο θέλουμε να ξεφύγουμε και κάπου ζεστά να πάμε.

Το πρόσωπο απέναντι ένωσε το βλέμμα με τις πλάκες του πεζοδρομίου. Ένιωσε ένα σύννεφο καπνού να τυλίγει το κεφάλι του, βαθιά, μέχρι τις σκέψεις. Οι οικείες λέξεις μπερδεύονταν με έννοιες άγνωστες. Η αμηχανία είχε εξαφανιστεί. Είχε δώσει τη θέση της σε μια βαθιά συγγένεια. Όχι τόσο με το συνομιλητή, όσο με τη νύχτα.

Το πρόσωπο απέναντι σήκωσε το βλέμμα και το κάρφωσε με αποφασιστικότητα στο σύννεφο του καπνού. Άνοιξε το στόμα: Ακατάληπτες λέξεις μαγνήτισαν η μία την άλλη και μπήκαν σε μια αυτονόητη σειρά.

Επανέλαβε καθαρά:

«Έπιασε κρύο...»

Όταν διαλύθηκε το σύννεφο μπόρεσε να δει το βλέμμα του να καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των χιλίων ρολογιών της φωτισμένης βιτρίνας.

Friday, December 10, 2010

ο συνεπιβάτης


Ανέβαινα στο κέντρο με το λεωφορείο, όταν ήρθε και κάθισε δίπλα μου ένας καλοντυμένος νεαρός άνδρας. Κρίνοντας από τη φωνή του ήταν πάνω κάτω στην ηλικία μου. Μιλούσε στο κινητό του. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην ωτακουστία (άλλωστε είναι ένα από τα κεράσματα της μετακίνησης με μέσα μαζικής μεταφοράς), όταν διατύπωσε τη φράση «είναι οι τελευταίες μου μέρες εδώ. Την Παρασκευή το απόγευμα φεύγω για πάντα».

Η αφήγηση συνεχίστηκε για το πως απολύθηκε τον Ιούλιο κι από τότε δεν έχει βρει καμία σταθερή δουλειά, για το πως τον τελευταίο καιρό, εργάζεται «μαύρα» ακόμα και τις Κυριακές σε ένα γραφείο τελετών ενός οικογενειακού γνωστού και πως πήρε τη σημαντική απόφαση να τα μαζέψει και να φύγει μια και καλή από την Ελλάδα, περνώντας απέναντι, στην Τουρκία, όπου στόχευε να ανοίξει ένα μαγαζί στα Άδανα. Το τουρκικό κράτος, είπε, θα του προσέφερε ένα σημαντικό αρχικό κεφάλαιο, μείωση στο επιτόκιο αν κατάφερνε να κρατήσει για 3 χρόνια μια επιχείρηση, έστω με έναν υπάλληλο και το βασικότερο αστυνομική στήριξη ενάντια σε κάθε είδους «προστασία». Μια αντίστοιχη ευκαιρία στην Ελλάδα, φαίνεται -λέει- ασύλληπτη: Μόνο το κεφάλαιο για ένα υποτυπώδες συνοικιακό καφέ ξεπερνάει τις 250.000 ευρώ – χώρια τα λαδώματα.

Ο νεαρός ακουγόταν ψύχραιμος και κατασταλαγμένος. Σαν να είχε περάσει πολλές ώρες σκέψης πριν καταλήξει στο μοναδικό συμπέρασμα: Η πατρίδα του δεν τον χωράει. Αυτό που με αναστάτωσε ήταν ότι η φωνή του δεν είχε ίχνος από την απογοήτευση ή το παράπονο που θα περίμενα. Αν το διάβαζα σε μυθιστόρημα, ο συγγραφέας θα είχε φροντίσει να προσδώσει αυτό τον απαραίτητο δραματικό τόνο που θα έκανε το συμβάν κοινωνική καταγγελία. Όμως το αγόρι που καθόταν δίπλα μου, αρνιόταν να πάρει τη μορφή ενός σύγχρονου μετανάστη, εκπρόσωπου μιας εθνικής τραγωδίας. Ήταν μάλλον ένας πρακτικός άνθρωπος που αντιμετώπιζε μια κατάσταση. Ένας νέος που δεν ένιωθε απογοήτευση για την προδοσία της πατρίδας, γιατί προφανώς δεν ένιωθε τη γη που τον γέννησε περισσότερο πατρίδα από την ευημερία του.

Είδα πρώτη φορά την κρίση σα μια πραγματικότητα της εποχής. Σαν την αρχή ή το τέλος ενός ταξιδιού, που όταν ξεφύγει από τις κορώνες θα δείξει τον πραγματικό του προορισμό. Είδα ότι πρόκειται για μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει πέρα από τις δαιμονοποιήσεις και τις εσχατολογίες των μέσων και του ψιθύρου του όχλου, ως η αναπόφευκτη πορεία μιας γενιάς. Είδα ότι η κρίση πριν σε αγγίξει, σε σκουντάει τυχαία στο δρόμο λέγοντας ένα «με συγχωρείτε» με το στόμα ενός αγνώστου, κι έρχεται και κάθεται δίπλα σου στο λεωφορείο. Την είδα σαν ένα ιστό που περιπλέκεται αθόρυβα, γύρω από ένα Έθνος τυχαίων περαστικών.

Ο νεαρός άνδρας κατέβηκε στο Φωταέριο. Όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να δω το πρόσωπό του. Όχι φυσικά ότι θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Οι πιθανότητες να ξαναδώ ένα πρόσωπο που την επόμενη μέρα θα άφηνε τη χώρα για πάντα είναι μηδαμινές. Τον άφησα να χαθεί σαν μια μικρή απρόσωπη ιστορία που ακούσια έδωσε σάρκα και οστά σε μια έννοια μέχρι χτες αφηρημένη.

Στην Πανεπιστημίου είχε πορεία. Δεκάδες άνθρωποι, που δεν είχαν πάρει την απόφαση του νεαρού να φύγουν μακριά, διαδήλωναν για ένα καλύτερο αύριο. Εδώ, στη χώρα που τους γέννησε. Έμεινα να αναρωτιέμαι για το πόσο είμαστε ριζωμένοι σε έναν τόπο και πόσο δυνατός πρέπει να είναι ένας άνεμος για να μας πάρει μακριά. Κι αν το καταφέρει τελικά πόσο μεγάλο είναι το τίμημα της αλλαγής μιας προκαθορισμένης πορείας. Ποιο ποσοστό του εαυτού σου αφήνεις πίσω και ποιο παίρνεις μαζί.

Σκέφτομαι πως αν είχα καταφέρει να δω τα μάτια του νεαρού στο λεωφορείο, ίσως και να είχα την απάντηση. Η μελαγχολία του ίσως μου έδινε ελπίδα γι΄αυτό που λέγεται δεσμός, αφοσίωση, πατρίδα. Έχοντας όμως ως μοναδικό στοιχείο την ψυχραιμία της φωνής του, μένω να αναρωτιέμαι.

Saturday, November 20, 2010

London Calling


13 χρόνια μετά, ένα κέρμα περιμένει ακόμα στο βυθό του Τάμεση. Δεν έχει μνήμη. Εγώ όμως έχω. Κι επιστρέφω σε μια από τις πρώτες επιλεγμένες πατρίδες της ζωής μου, τόσο άλλος από εκείνο το Νοέμβρη, που ακόμα κι εγώ ο ίδιος δε με αναγνωρίζω καλά - καλά.

Thursday, November 04, 2010

ΣπΚα


Όσες φορές έπιασα τη γλώσσα του θεάτρου για να μιλήσω, το έκανα γιατί μέσα απ' αυτό το πρίσμα έβλεπα πάντα καθαρότερα τον κόσμο. Ήταν σαν να λέμε, μια γλώσσα φυσική και γι' αυτό σαφέστερη.

Προτού γράψω πεζά κείμενα, ποιήματα, τραγούδια, έγραψα διαλόγους. Πρίν και πρώτα απ' όλα. Σ' αυτό το τόσο βολικά ανεύθυνο κι αποστασιοποιημένο πρώτο πρόσωπο της πρόζας. Ήμουνα κάτι σαν Θεός. Κι ήταν μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική του Φόβου.

Στην αρχή ήταν ο Α κι ο Β. Μετά απέκτησαν ονόματα. Κωδικοποιημένα. Άλλοτε ζούσαν στο μύθο, άλλοτε σε μια δική τους διάσταση. Μετά σε αφηρημένες χώρες και κάποτε ξεθάρεψαν κι άρχισαν να βολτάρουν στις γειτονιές της Αθήνας. Ειρωνικό αν σκεφτείς ότι στην πραγματικότητα δεν ξεμύτισαν ποτέ απ' τα χαρτιά μου.

Με τον καιρό απέκτησαν πρόσωπα, συγγένειες, μεταξύ τους σχέσεις, παράλληλες ιστορίες, όνειρα, ταχυδρομικές διευθύνσεις. Κάποιες φορές μοιράζονταν φόβους και μυστικά που δεν τολμούσαν να ομολογήσουν ούτε σε μένα.

Μερικές φορές εκτροχιάζονταν και γίνονταν εγώ και τότε τους κλείδωνα σε συρτάρια καταδικάζοντας τους για την Ύβρη σε αιώνια σιωπή. Είπαμε: Θεός.

Μετά έγιναν τραγούδια. Μονόλογοι. Εγώ που ξέρω το παρελθόν τους τους ξεχωρίζω. Ξέρω πότε μιλάει ο Α, πότε ο Β, πότε Εκείνος και πότε Εκείνη. Ξέρω και τα ονόματά τους κι ας τα έχω καταχωνιάσει στη μνήμη. Ξέρω σε τι φάση ήταν όταν άρχισαν να συλλαβίζουν τον πρώτο στίχο. Αν ήταν πιωμένοι ή αν είχαν ανάψει τσιγάρο. Αν τους είχε χτυπήσει η τραγωδία τους ή αν τους περίμενε στη γωνία.

Τώρα που βρέθηκα σχεδόν ανυποψίαστος να ξαναμιλάω αυτή τη γλώσσα, ανυπομονώ να συστήσω σ' αυτή την πινακοθήκη των σκοτεινών πλασμάτων τους δυο νεότερους τους συγγενείς, αυτούς που κατα πως φαίνεται θα τους τη φέρουν και θα δουν πρώτοι το φως του έξω κόσμου.

Κι αυτό που με βάζει σε σκέψη είναι ότι αυτά τα δυο πλάσματα που ακόμα σπαρταράνε σα νεογέννητα, είναι από τη φύση τους φορείς του Φωτός. Δυο αισιόδοξα κομμάτια σε έναν κόσμο απόλυτης μελαγχολίας, πανάλαφρα σαν τις πρώτες αχτίδες του πρωινού ήλιου.

Και νομίζω ως παλιός Θεός, με την ελάχιστη δύναμη που μου απομένει, μία και μοναδική θα είναι η προίκα που θα τους δώσω πριν τους ξεπροβοδίσω στον κόσμο, ένα και μοναδικό το δώρο και το φορτίο τους. Θα φύγουν από μένα σαν πρωτόπλαστοι με ένα σταθερό χαμόγελο στα πρόσωπά τους. Έτσι θα αποικίσουν -όσο και όπου φτάσουν- τον άγνωστο κόσμο που ξεκινά έξω απ' το συρτάρι μου: Χαμογελαστοί. Κι ας κουβαλάνε στις μέσα τσέπες τους τη σκοτεινή μελαγχολία ενός ολόκληρου αφανούς θιάσου.