Sunday, December 31, 2017

νεξτ


Καμία λίστα φέτος, κανένα τοπ 10 με τα καλά και τα άσχημα της χρονιάς που πέρασε, καμιά δέσμευση ή προγραμματισμός για τη νέα χρονιά. Καμιά υποχρέωση και κάνενα σχέδιο προς υλοποίηση.

Μόνο ευγνωμοσύνη που είμαστε ακόμα εδώ, υγιείς κι όχι απελπισμένοι και που το 2018 φαντάζει σαν προοπτική κι όχι σαν απειλή. 

Βαθιά ανάσα λοιπόν και πάμε ώριμοι, καθαροί και με φόρα στα επόμενα.


Thursday, December 28, 2017

πώς φιλιούνται οι αχινοί



Όταν μου πρότεινε η Αλεξάνδρα να μιλήσω για τους αχινούς και τα φιλιά τους στην πρώτη τους επίσημη παρουσίαση ένιωσα αμήχανα. Εντάξει, στην αρχή χάρηκα και καμάρωσα, όμως η αμηχανία ήταν το συναίσθημα που επικράτησε δυναμικά και άμεσα, παρακάμπτοντας όλα τα άλλα. Ένιωσα αμηχανία όχι επειδή απεχθάνομαι να μιλάω μπροστά σε κοινό (πράγμα που φυσικά και ισχύει), αλλά κυρίως επειδή το “πως φιλιούνται οι αχινοί” είναι ένα μυθιστόρημα που -αυθαίρετα εντελώς- το θεώρησα από την πρώτη στιγμή που το διάβασα, στην πρώτη κιόλας εκδοχή του πολύ δικό μου - σε βαθμό ορισμένες φορές να νομίζω, ακόμη και σήμερα ότι ανήκει περισσότερο σε μένα απ’ ο τι στην Αλεξάνδρα (Το παθαίνω αυτό με τα έργα τέχνης που με ενθουσιάζουν. Είμαι σίγουρος πως κάπως εξηγείται ψυχολογικά παρόλο που δεν είναι της παρούσης).

Πως μπορεί να μιλήσεις λοιπόν για κάτι τόσο δικό σου χωρίς να εκτεθείς ανεπανόρθωτα στους ακροατές σου; Η απάντηση είναι απλή. Δε μπορείς. Γι’ αυτό λέω να ακολουθήσω το παράδειγμα της Αλεξάνδρας και να σας αιφνιδιάσω μιλώντας εντελώς ανοιχτά, εκθέτοντας με ειλικρίνεια τις σκέψεις μου, όπως προκύπτουν, συνειρμικά αποφεύγοντας όσο μπορώ τις κορόνες ενθουσιασμού (όσο κι αν αυτό μου είναι δύσκολο).

Τους αχινούς λοιπόν τους ένιωσα τόσο κοντά μου γιατί είχα το σπάνιο προνόμιο να γίνω αυτόπτης μάρτυρας της δημιουργίας τους από την αρχή. Κι όταν λέω αρχή δεν εννοώ όταν η Αλεξάνδρα κλειδώθηκε στο σπίτι της με τσιγάρα και κονιάκ και ξεκίνησε πυρετωδώς να τους γράφει, ούτε όταν ο σπόρος της καταγραφής μιας λογοτεχνικής πραγματικότητας, έδωσε τη θέση του (πάλι με τσιγάρα και κονιάκ) στην αφήγηση μιας συγκεκριμένης ιστορίας με αρχή με μέση και τέλος, αλλά λίγο πριν, όταν η αντικειμενική πραγματικότητα ενός μουδιασμένου καλοκαιριού και η ιδέα ενός μυθιστορήματος ταυτίστηκαν μέσα της τόσο δυναμικά και απόλυτα, όπου αποφάσισε να παρακάμψει κάθε ενδοιασμό και να στρωθεί στη δουλειά με μια εντυπωσιακή αυταπάρνηση προκειμένου να δημιουργήσει ένα ειλικρινές χρονικό των φαντασμάτων αυτής της πόλης και της εποχής (συμπεριλαμβάνοντας με θάρρος, τόλμη και γενναιότητα και τα δικά της φαντάσματα).

Την είδα να εμπνέεται, να παρατηρεί, να σημειώνει, να σβήνει και να γράφει, να ξοδεύει μέρες ολόκληρες αναζητώντας μια συγκεκριμένη λέξη, η οποία θα εξέφραζε με ακρίβεια μια ανεπαίσθητη ανταύγεια ενός αισθήματος. Με μια αξιοθαύμαστη σιγουριά των εκφραστικών μέσων και των δρόμων που θα ακολουθούσε, πολλές φορές και κόντρα στην κοινή λογική, λες και το μυθιστόρημα ήταν γραμμένο μέσα της από πάντα και περίμενε απλώς την κατάλληλη στιγμή για να μας το παραδώσει με τη φυσικότητα μιας τυχαίας συγκυρίας. Την είδα να απομυζεί με επιμονή και υπομονή όλους τους χυμούς ενός φαινομενικά αδιάφορου καλοκαιριού, όπου δε συνέβαινε τίποτα σημαντικό σε πραγματικό χρόνο προκειμένου να μας παραδώσει ένα παλλόμενο, βαθιά προσωπικό και ειλικρινές μυθιστόρημα, που κατά την ταπεινή μου άποψη θα μπορούσε να μπει σε μια χρονοκάψουλα και να δηλώνει ξεκάθαρα στις επόμενες γενιές τι συνέβη στις χαραμάδες της ανυπαρξίας μιας κατά κοινή ομολογία αντιποιητικής και ανέραστης εποχής σε μια ναρκωμένη πόλη, όλοι οι κάτοικοι της οποίας βρίσκονται ερήμην τους μουδιασμένοι σε μια προαποφασισμένη μοιραία καταστολή.

Τους ξέρω καλά τους ήρωες του μυθιστορήματος της- όπως τους ξέρετε κι εσείς-, κι όχι αναγκαστικά επειδή τους έχω συναντήσει η συναναστραφεί. Για να είμαι ειλικρινής δε μπορώ καν να εντοπίσω καθαρά την ίδια την Αλεξάνδρα ή τους κοινούς γνωστούς και φίλους ανάμεσα στους ήρωες του βιβλίου - όσο κι αν με ξεγελούν μερικές φορές. Ωστόσο επιμένω ότι τους ξέρω καλά γιατί τα αδιέξοδα τους είναι και δικά μου, η ανάγκη τους για ουσία και ομορφιά αλλά και η επιμονή τους για επιβίωση πέρα και πάνω από τα αντικειμενικά δεδομένα της καθημερινότητάς τους, συναντιούνται με τις βαθύτερες επιθυμίες και φιλοδοξίες μου. Πάνω απ’ όλα όμως τους ξέρω γιατί στις σελίδες αυτού του βιβλίου παρελαύνουν εικόνες, κουβέντες συζητήσεις, μεθυσμένες διαπιστώσεις, σχέσεις μηχανικές και ουσιώδεις, επιδερμικές και βαθιές που μου είναι και σας είναι οικείες μιας και έτυχε να ζούμε όλοι στο εδώ και το τώρα της συγκεκριμένης χωροχρονικής συγκυρίας και κάπως προσπαθούμε να επιβιώσουμε, πιανόμενοι απ’ όπου μπορούμε. Κι όσο και να θέλουμε, μας είναι αδύνατο να κρυφτούμε από την οξυδέρκεια ενός χαρισματικού παρατηρητή που μπορεί και αφουγκράζεται ακόμα και τις πιο ενδόμυχες σκέψεις μας και καθαρίζοντας τις από τη σκόνη της κοινοτοπίας της πραγματικότητας να τις κάνει να ανασαίνουν ποιητικά μετατρέποντας τις σε λογοτεχνία που μας αφορά γιατί μας εμπεριέχει.

Αυτή είναι η μεγάλη τύχη και το δώρο των Αχινών: ότι κατέγραψε και παρέδωσε στον αθάνατο σύμπαν των βιβλίων ένα θαμπό καλοκαίρι που ξοδεύαμε αδιάφοροι τις μέρες μας χαζοπίνοντας και μισοφιλοσοφώντας στα μπαρ πέριξ του Παγκρατίου, προσπαθώντας να εξημερώσουμε κάπως τη ματαιότητα της πολυτελούς ανυπαρξίας μας. Κι είναι αυτό ακριβώς το καλοκαίρι που μετουσιώθηκε στο χρονικό μιας γενιάς, χωρίς ισχυρό ιστορικό αποτύπωμα, που λίγο πριν, λίγο μετά τα τριάντα, περιφέρεται αμήχανη, ανάμεσα στο όνειρο μιας ζωής και στην ξηρασίας της πραγματικότητας. Μιας γενιάς που απέκτησε τα εφόδια αλλά προετοιμάστηκε για λάθος μάχη και βρέθηκε σε άλλο μέτωπο, χωρίς καμιά συναίσθηση της ματαίωσής της. Αυτή την άνω τελεία, έκανε βιβλίο η Αλεξάνδρα και μας αιφνιδίασε δηλώνοντας μας πως μπορεί να γεννηθεί ομορφιά και ποίηση από τη αμηχανία, φτάνει να βρεθούν οι λέξεις, τα σχήματα και τα αισθήματα της καταγραφής. Όταν το ανεπαίσθητο φαινομενικά τυχαίο άγγιγμα μεταγραφεί σε ουσιαστική μέσα στην τυχαιότητα της έκκληση για επαφή, όταν η επιθυμία για επικοινωνία κατοχυρωθεί -έστω και περιφραστικά η υπαινικτικά με τη σαφήνεια της δηλωμένης ανάγκης.

Στους “αχινούς” αγάπησα και θαύμασα την αναμέτρηση της Αλεξάνδρας με τις λέξεις και και τα αγκάθια των νοημάτων τους, παρακολούθησα με κομμένη την ανάσα την επιμονή της να μην παραδοθεί στο προβλέψιμο και αναμενόμενο. Συγκινήθηκα με την ηρωική απόφασή της να χορέψει στην κόψη μόνο και μόνο για να ολοκληρώσει τη διαδρομή με τους δικούς της όρους και σύμφωνα με το κάλεσμα των προσωπικών της δαιμόνων, εμμονών κι αναφορών, κλείνοντας τα αφτιά στις σειρήνες των λογικών παρατηρήσεων ημών των πιο πρακτικών αναγνωστών της. Γι’ αυτό και παραδόθηκα αμαχητί στη γοητεία της γραφής της, στην αναντίρρητη αυτοτέλεια του σύμπαντός της και δε μπορώ παρά να δηλώσω την ευγνωμοσύνη μου που μας επέτρεψε αυτό το σύντομο περίπατο στα ενδότερα του κόσμου της.

Κλείνοντας, αφήνω για ελάχιστα λεπτά στην άκρη την προσωπική σχέση με την Αλεξάνδρα μπας και αποκτήσω λίγη περισσότερη αξιοπιστία και περνάω σε έναν υποθετικό συλλογισμό: ακόμα κι αν δεν την γνώριζα προσωπικά λοιπόν κι έπεφτε αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα στα χέρια μου τυχαία, νιώθω ότι θα έφτανα στην τελευταία του σελίδα με τον ίδιο ενθουσιασμό και θα το χάριζα δίχως δεύτερη σκέψη σε όποιον θεωρώ αδερφό στο αίσθημα με ένα κλείσιμο ματιού, εξακολουθώντας να χρωστώ χάρη στη συγγραφέα του. Γιατί διαβάζοντας το “πως φιλιούνται οι αχινοί” είμαι πεπεισμένος πως η γραφή της Αλεξάνδρας Κ* είναι η φωνή που έχει ανάγκη η γενιά μου για να μιλήσει με θάρρος και καθαρότητα για το παρόν της, ερχόμενη αντιμέτωπη με την ουσία και παραλείποντας τον όποιο εξωραϊσμό. Η ραψωδός του αντιηρωικού έπους των σημερινών τριαντάρηδων ευτυχώς για μας, χάρη στο ταλέντο της αφηγείται την αμηχανία μας με τρόπο ζηλευτό γι’ αυτό και μας κάνει να καμαρώνουμε μέσα στο μούδιασμά μας. Κι αν μας εκθέτει λίγο παραπάνω απ’ όσο θα θέλαμε, κάπως, κάπου μέσα στις σελίδες του βιβλίου της, μικρό το τίμημα. Στα επόμενα μεθύσια, που θα γεννήσουν τους ήρωες του επόμενου βιβλίου της, ας προσπαθήσουμε όλοι να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί.


[Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του μυθιστορήματος της Αλεξάνδρας Κ* "Πως φιλιούνται οι αχινοί" (εκδόσεις Πατάκη) στον Ιανό, τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017.]


Friday, June 23, 2017

Athens / summer / 17


Κλειστοί δρόμοι, 
βουνά από σκουπίδια, 
ζέστη, 
άνθρωποι ζαλισμένοι από τρελά φεγγάρια, 
ψυχαναγκαστικος συνωστισμός σε φεστιβαλ και συναυλίες, 
μπερδεμενες κι αμήχανες εγκαταστάσεις, 
θερινά σινεμά - σωστικες λέμβοι με το στανιό, 
μπίρες, καφέδες και σχέδια απόδρασης 
να χλιαραίνουν 
σε τραπέζια καταπατημένων συνοικιακών πεζοδρομίων, 
καθώς τα όρια της λογικής λιώνουν 
-σα παγάκια- 
σε καυτό τσιμέντο. 

Η Αθήνα του καλοκαιριού: 
μια ανελέητη περφόρμανς για γερά νεύρα.


Thursday, June 01, 2017

the great tamer


Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ως γνήσιος εμπνευσμένος δημιουργός είναι, χρόνια τώρα, ο κατασκευαστής και διαχειριστής ενός αυτόνομου καλλιτεχνικού σύμπαντος. Ο κόσμος του, μεταφυσικός, συνεπής, εμμονικός, απόλυτα αναγνωρίσιμος (γιατί επιλέγει να είναι), αν και αναμφισβήτητα προσωπικός, παραμένει φιλόξενος κι ορθάνοιχτος στους (καλόπιστους και μη) επισκέπτες. Λες κι ο ίδιος έχει αποδεχτεί την έκθεση ως αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού της δημιουργίας (μπορεί και βασικό ζητούμενο).

Κάθε κατάθεση του Παπαϊωάννου αποτελείται αναμφίβολα από βασικά γνωρίσματα: την αποδόμηση του σώματος, την ανησυχία του πνεύματος, την παιδικότητα μιας αέναης εξερεύνησης του αγνώστου, την αθεράπευτη ελπίδα που τροφοδοτεί τη συνεχή κίνηση. Στον πλανήτη του κανείς και τίποτα δε σταματά πριν το οριστικό τέλος (και πάλι, ακόμα κι εκεί υπό προϋποθέσεις), ο άνθρωπος υφίσταται τη μοίρα του, αποδομείται αδιαμαρτύρητα (ενίοτε σα να το αποζητά), διαλύεται κι ανασυντίθεται από τα κομμάτια του με την ίδια ευκολία που σκορπίζεται στον άνεμο.

Ο “Μεγάλος Δαμαστής”, το τελευταίο πόνημά του, είναι κατασκευασμένο από τα ίδια υλικά της εργογραφίας του και τροφοδοτείται από τις μόνιμες ανησυχίες του. Ποιος είναι ο άνθρωπος, τί συνιστά την ταυτότητα του, από που ξεκίνησε και που πηγαίνει; μπορεί να τα καταφέρει μόνος; και μέσα σ’ όλα αυτά ο χρόνος που περνά αμείλικτος τι ρόλο παίζει; είναι σύμμαχος ή μια διαβρωτική συνθήκη που οδηγεί την ανθρωπότητα με μαθηματική ακρίβεια στην οριστική συντριβή;

Άκουσα από κάποιους ότι ο Παπαϊωάννου επαναλαμβάνεται, ότι τα παραπάνω ερωτήματα του έχουν ξανατεθεί και εξεταστεί με παρόμοιο τρόπο στο παρελθόν (είναι βλέπεις και τα 31 χρόνια σκηνικής παρουσίας που συμπληρώνονται φέτος). Η πρώτη μου αντίδραση σε αυτό τον ισχυρισμό είναι ότι είναι πραγματικό άδικο να ψέγουμε ένα φιλόσοφο για την περιστροφή του νου του γύρω από τις προσωπικές του εμμονές, ειδικά όταν αυτές αφορούν στα θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης. Ο χρόνος, ο άνθρωπος κι η σχέση του με τον κόσμο, ο θάνατος και η μετάβαση στο μεγάλο άγνωστο, είναι ζητήματα τα οποία η Τέχνη ερευνά αδιάλειπτα από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος πάτησε στη γη.

Ο καλλιτέχνης - όποιο κι αν είναι το πεδίο δράσης του - δεν υποχρεούται να προσφέρει απαντήσεις, αλλά μια μεταφυσική παλέτα διερεύνησης του φυσικού. Δε μεταγράφει τον κόσμο σε κατανοητούς αλγόριθμους για να δώσει εξηγήσεις, αλλά τον μεταποιεί σε ήχο, εικόνα, αίσθηση, προκειμένου να διατυπώσει με την Τέχνη του το ασυνείδητο τριπλό ερώτημα που ταλανίζει τους θνητούς από την πρώτη αρχή: "από που έρχομαι - ποιος είμαι - που πηγαίνω". Κι ο τρόπος, τα μέσα κι η συχνότητα με την οποία τα χρησιμοποιεί είναι αποκλειστικά και μόνο δική του επιλογή.

Έρχεται αυτόματα στο μυαλό μου ο Edgar Degas, ο ζωγράφος που θα μπορούσαμε ευθαρσώς να κατηγορήσουμε ότι έφαγε τη ζωή του ζωγραφίζοντας μπαλαρίνες. Με μια πρώτη ματιά δε θα είχαμε κι εντελώς άδικο. Κι όμως αυτή η εμμονή του, που μέσα στα χρόνια ωρίμαζε με τον ίδιο, προχώρησε στην όλο και πιο ουσιαστική καταγραφή του μεγάλου προσωπικού του υπαρξιακού ερωτήματος. Στα χιλιόμετρα τούλινης φούστας που διέτρεξαν την καριέρα του (αυτή που κάποιος θα ισοπέδωνε χαρακτηρίζοντας τη μονομανή), ο ζωγράφος εξέλισσε τη σαφήνεια της ερώτησης του: τα χρώματα, οι κινήσεις, το βάρος κι η σύνθεση των πτυχών, μόνο στο τέλος της ζωής του φάνηκε ότι δεν ήταν παρά μια σπουδή πάνω στην πορεία του ανθρώπου από τη ζωντάνια της πρώτης νιότης προς την αναπόφευκτη φθορά του Θανάτου. Αν ο Degas δεν είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στην εργαστηριακή σχεδόν παρατήρηση μιας αίθουσας χορού, το ερώτημα του δε θα είχε διατυπωθεί τόσο εκκωφαντικά κι οι χορεύτριες του θα ήταν απλώς χορεύτριες κι όχι ολόκληρη η ανθρωπότητα μέσα από τα μάτια ενός μεταφυσικού παρατηρητή του κόσμου.  

Με άλλα λόγια είναι λάθος να βλέπουμε τα πονήματα ενός καλλιτέχνη με την απαίτηση να παίρνουμε διαφορετικές απαντήσεις, σε διαφορετικά πεδία κάθε φορά. Βλέπουμε τη σταθερή πορεία του σε ένα συγκεκριμένο δρόμο προς τη μια και μοναδική κορυφή του προσωπικού του καλέσματος. Το κέρδος το δικό μας, του προνομιούχου αυτόπτη μάρτυρα ενός εμπνευσμένου πνεύματος μιας συγκεκριμένης εποχής, είναι η δυνατότητα να παρακολουθούμε την αλλαγή στη θερμοκρασία, την πυκνότητα και την ταχύτητα μιας εντεταλμένης, σταθερής διαδρομής προς το κοινό μας άγνωστο. Η σούμα, το τελικό συμπέρασμα, αν υποθέσουμε πως θα υπάρξει ποτέ, δε θα εκτιμηθεί παρά μονάχα στο τέλος. Ακόμα κι εκεί όμως, τα έργα ενός δημιουργού δεν θα κριθούν μεμονωμένα, αλλά από τη σύνθεση της ομορφιάς και τη συγκίνησης των ενδιάμεσων σταθμών ολόκληρης της πορείας του, την οποία οι σύγχρονοι του θεατές έχουμε την τύχη να κάνουμε μαζί του βήμα - βήμα δημιουργώντας σχεδόν μαζί του το σπουδαίο καλλιτέχνημα της διατύπωσης του μεγάλου ερωτήματος της ύπαρξης.

Γι' αυτό και νιώθω τόσο τυχερός που έχω τη δυνατότητα να παρακολουθώ βήμα βήμα την πορεία του Δημήτρη Παπαϊωάννου προς την αναζήτηση της δικής του κορυφής, ακόμα κι αν σε κάποιες καταθέσεις του οι προσθαφαιρέσεις είναι ανεπαίσθητες και τα βήματα του πιο κοφτά και μαζεμένα. Τα μεγάλα άλματα άλλωστε απαιτούν ενίοτε αναστοχασμό και συνετές οπισθοχωρήσεις. Ωστόσο είναι κι αυτό αναπόσπαστο κομμάτι του μεγάλου κοινού μας ταξιδιού, το οποίο εύχομαι να διαρκέσει πολλά χρόνια ακόμα, ώστε να φωτίσουμε παρέα όσο το δυνατόν περισσότερους νέους σταθμούς στο δρόμο που έχει επιλέξει η Μούσα του. 


Sunday, May 14, 2017

38 δευτερόλεπτα


Μιλάω με τη μάνα μου στο τηλέφωνο καθημερινά (η σχεδόν καθημερινά). Συνήθως με πρωτοβουλία δική της. Ή των ενοχών μου όταν έχω αγνοήσει σερί τις κλήσεις της κι έχουμε καιρό να τα πούμε. Μιλάμε είτε πρωινές ώρες (“σε ξύπνησα;”) είτε βραδινές (“με ξέχασες!”). Ανεξαρτήτως ώρας του τηλεφωνήματος πάντα περιλαμβάνεται μια ερώτηση περί διατροφής σε διάφορες διατυπώσεις: “έφαγες;” - “θα φας;” - “μαγείρεψες;” - “πήγες σούπερ μάρκετ;” και πάντα ακολουθείται από μια γενικού ενδιαφέροντος: “πως περνάς;”, “θα βγεις το βράδυ;”, “η δουλειά πως πάει;”, “ο ύπνος σου;” “πότε θα γράψεις κάνα χαρούμενο τραγούδι;”. Μετά, τις περισσότερες φορές, γίνεται μια παύση - Η παύση - πάντα η ίδια παύση. Εκεί η μάνα μου κάνει ένα καμικάζι σερβίς της υποθετικής μπάλας της συζήτησης κι ύστερα σωπαίνει, περιμένοντας να δει τί ψάρια θα πιάσει. Αν η μπάλα βρει στόχο ξετρυπώνει καμιά έξτρα πληροφορία της μυστηριώδους και σκοτεινής ζωής μου. Αν όχι, μαζεύει τα κομμάτια της, σπεύδοντας να σκοτώσει τη σιωπή με τη φράση “πάντα καλά να είστε παιδιά μου”. Η μπαλα της επιστρέφεται με την γενική ερώτηση από πλευράς μου: “εσείς καλά; ο πατέρας;”. Εδώ το θέμα είναι ελεύθερο. Εδώ η μαμά, αναθαρρεί κι αρχίζει να μιλά για τα νέα του μικρού της βασιλείου, τις τρέλες “αυτού του πατέρα μου”, μια ωραία εκδρομή που έχει οργανωθεί και θα ήθελε πολύ να πάει, ένα ύφασμα μούρλια που έχει βάλει στο μάτι, μια νέα συνταγή που είδε σε ένα περιοδικό ή στην τηλεόραση και θέλει να μου την περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια γιατί “είναι εύκολη και μπορείς να την κάνεις κι εσύ καμιά μέρα που θα έχεις κόσμο”. Το τηλέφωνο κλείνει κάθε φορά ανεξαιρέτως με το ίδιο παράπονο: “μη με ξεχνάς, να με παίρνεις”, (“σε παίρνω μαμά, κάθε μέρα μιλάμε”), “εγώ σε παίρνω, να με παίρνεις κι εσύ πιο συχνά”. Όταν αποσπάσει την πολυπόθητη υπόσχεση να είμαι πιο τυπικός το κλείνει ανακουφισμένη. Δύσπιστη μα ανακουφισμένη.

Κάθε (μα κάθε) φορά που κλείνουμε, το μάτι μου πέφτει στην οθόνη του τηλεφώνου. Η διάρκεια της κλήσης, είτε πρωινής, είτε βραδινής, είναι σχεδόν πάντα 38 δευτερόλεπτα. Ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο. Δεν ξέρω ποια τυχαία σύμπτωση έχει αποφασίσει αυτό το χρονικό πλαίσιο, ωστόσο όσο κι αν παρεκκλίνουμε του τελετουργικού, η χρόνος του παραμένει ο ίδιος. Ελάχιστες είναι οι φορές που η συνομιλία μας έχει αγγίξει το λεπτό (για περισσότερο ούτε λόγος) κι όταν αυτό συμβαίνει το καταλαβαίνω πρωτίστως από τον ήχο της φωνής της, που γίνεται αλλιώτικος - σαν να έχει καρφώσει τη σημαία της σε μια απάτητη βουνοκορφή.

Κάθε φορά η ίδια σκέψη: την επόμενη να κρατήσω το τηλέφωνο πιο πολύ. Όλο και κάποια ερώτηση θα μπορώ να σκαρφιστώ για να της δώσω τη χαρά και το χρόνο να γιορτάσει την επικοινωνία μας, όπως λαχταρά. Όλο και κάποιο νέο μου θα της φτιάξει τη μέρα. Κάθε φορά όμως το τηλεφώνημά σκάει σε μια άσχετη στιγμή της καθημερινότητας και με αιφνιδιάζει. Κι έτσι η γιορτή της κουβέντας μας στήνεται, γιορτάζεται κι αποκαθηλώνεται στα 38 σταθερά δευτερόλεπτα που της αντιστοιχούν.

Δεν είναι οι τύψεις ο λόγος που θέλω να κάνω το τηλεφώνημα να διαρκέσει περισσότερο. Για μένα τα 38 δευτερόλεπτα δεν υφίστανται πραγματικά. Δεν είναι παρά η τυχαία διάρκεια μια καθημερινής, αναπόδραστης συνήθειας, όπως ο πρώτος καφές της μέρας. Η φωνή της μάνας μου, οι ερωτήσεις της, οι αγωνίες της, οι ανησυχίες της, τα πράγματα που της δίνουν χαρά κι αυτά που τη στεναχωρούν, ο τρόπος που βλέπει κι αισθάνεται τον κόσμο, οι πιο βαθιές επιθυμίες και οι φόβοι της είναι δίπλα μου και μέσα μου από τη μέρα που γεννήθηκα. Είναι κομμάτι του βαθύτερου εαυτού μου, των πιο αγνών πρώτων χρόνων μου, αλλά και τον πιο μακρινών, μελλοντικών προβολών μου. Αν υπάρχει ένας λόγος που θέλω κάποια στιγμή να σπάσω το φράγμα των 38 δευτερολέπτων ειναι για να νιώσει κι εκείνη με την ίδια σιγουρια που το νιώθω κι εγώ, πως βρισκόμαστε σε ανοιχτή επικοινωνία από την πρώτη μέρα που γεννήθηκα (ίσως και μερικούς μήνες πριν) και το τηλέφωνο της καθημερινής μας επαφής δε θα κλεισει παρά πολύ καιρό μετά, αφού θα έχουμε φύγει κι οι δυο, σε διαφορετικούς χρόνους απ’ τη ζωή. Εκεί, λίγο πριν το οριστικό τέλος, αν η τυχαιότητα της ύπαρξης με αξιώσει να δω βαθιά γεράματα θα κοιτάξω μια τελευταία φορά την οθόνη του τηλεφώνου και θα δω να έχει μετρήσει όλα τα δευτερόλεπτα του χρόνου μου στη γη, από το πρώτο ώς το τελευταίο. Γιατι - όσο κι αν δεν της το λέω - όσο κι αν δεν το ξέρει ή δε θα το μάθει ποτέ, με εκείνη συντονίζονται και σε εκείνη αφιερώνονται πρώτα και πάνω απ' όλους.



ΥΓ: Υπάρχει ένα τραγούδι που έχω γράψει για εκείνη και δε θα μπορούσε να λείπει σε καμιά περίπτωση από ένα κείμενο σαν αυτό. Αν η φωνή της μάνας μου ήταν τραγούδι λοιπόν, θα έλεγε τα παρακάτω:



Tuesday, May 02, 2017

Don't cry for me...


Γενική δοκιμή για την EVITA μας απόψε και μετράω τις ώρες. Από αύριο παραδίδουμε στο κοινό μια δουλειά που προσωπικά αγάπησα πολύ. Θα σκεφτεί κανείς (και με το δίκιο του) ότι κάθε φορά, σε κάθε νέα δουλειά, τα ίδια λέμε. Εδώ όμως, τουλάχιστον για μένα, είναι αλλιώς: εδώ πρόκειται ένα έργο - ανοιχτό λογαριασμό της εφηβείας μου, αλλά και μια εκκρεμότητα που έφευγε κι ερχόταν στη ζωή μου με το φύσημα του αέρα. Και να που η μοίρα άφησε για λίγο τα παιχνίδια της κι αποφάσισε να μου κάνει το δώρο και μάλιστα στο σπίτι μου, στον αγαπημένο μου Πειραιά. Από αύριο λοιπόν ένα μεγάλο στοίχημα μιας δεμένης ομάδας παραδίδεται στο κοινό προς κρίση. Ευτυχής με το αποτέλεσμα, ευτυχής με τη συνάντηση τόσων ταλαντούχων συνεργατών που έδωσαν το 100% του μόχθου, του ταλέντου και της αγάπης τους, πιστεύω βαθιά πως θα σας κερδίσει. Από εκείνες τις πολύτιμες φορές που η αγωνία για το αποτέλεσμα, αντικαθίσταται από την ανυπομονησία του μοιράσματος.

ΥΓ. Ελπίζω ο σπουδαίος, αγαπημένος μου δάσκαλος, ο Μάριος Πλωρίτης, από κάπου εκεί ψηλά, να εγκρίνει την ελληνική εκδοχή που θα ακούσετε. Κάθε μου λέξη αφιερώνεται σε εκείνον.

πληροφορίες και συντελεστές:

Evita , Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Νάντια Μπουλέ, Αιμιλιανός Σταματάκης, Μιχάλης Ψύρρας, Άλεξ Οικονόμου, Μαρία Δελετζέ, Ίαν Στρατής, Άρης Πλασκασοβίτης.
Μαζί τους οι: Έλενα Βακάλη, Ανδρέας Βούλγαρης, Γιώργος Βούντας, Ίρις Γουργιώτου, Πέτρος Ιωάννου, Ντένια Λεβέντη, Στέφανι Μακαρίτη, Πάνος Μαλακός, Πάνος Μαλικούρτης, Γιάννης Μανιατόπουλος, Σταύρος Μαρκάλας, Νία Μπαλάφα, Σταύρος Μπέκας, Αγγέλα Σιδηροπούλου, Κατερίνα Σούσουλα, Aγγελική Τρομπούκη, Εύα Τσάχρα.
Συμμετέχει: 10μελής παιδική χορωδία.
Την μουσική της παράστασης ερμηνεύει ζωντανά η MajesticSymphonicOrchestra.

Σκηνοθεσία : Δημήτρης Μαλισσόβας
Απόδοση κειμένου : Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική διδασκαλία/ Διεύθυνση ορχήστρας : Αλέξιος Πρίφτης

Χορογραφίες: Νίκος Μαριάνος
Σκηνογράφος: Ζήσης Παπαμίχος
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Ενδυματολόγος: Ηλένια Δουλαδίρη
Β' Ενδυματολόγος: Μαίρη Μαρμαρινού
Φωτογραφίες: Δημήτρης Σκουλός
Μακιγιάζ: Γιάννης Μαρκετάκης
Κομμώσεις: Τρύφωνας Σαμαράς
Artwork: Κωνσταντίνος Γεωργαντάς
Video: Νίκολας Οικονομίδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Νουρμάλα Ήστυ

Παραγωγή: People Entertainment Group Α.Ε.
Διεύθυνση παραγωγής: Γιώργος Ισαάκ - Άλεξ Ελσαμπάγ
Οργάνωση παραγωγής: Δάφνη Πιτσίκα
Βοηθός παραγωγής: Γρηγόρης Παγανίτσας

EVITA is presented by People Entertainment Group by arrangement with The Really Useful Group Ltd.

Ημέρες και ώρες παραστάσεων

Τετάρτη, Πέμπτη, Κυριακή στις 20:30
Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00
Πρεμιέρα: Τετάρτη 3 Μαΐου 2017
Τελευταία παράσταση: Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Τιμές εισιτήριων
Διακεκριμένη ζώνη: 30€
Α’ ζώνη: 25€
Β’ ζώνη: 20€
Γ’ ζώνη: 10€, 15€



Saturday, April 29, 2017

το κορίτσι στο αμφιθέατρο


Πρώτη μέρα στο αμφιθέατρο του τμηματος θεατρικών σπουδών του πανεπιστημίου Αθηνών - κάπου στις αρχές του 21ου αιώνα.Έκτος όροφος - αίθουσα 6 (ή 8;) - μάθημα: αρχές σκηνογραφίας (ή αρχαία ελληνικά;)

Ένα αλλόκοτο κορίτσι από το μπροστινό θρανίο μου πιάνει απρόσμενα εντελώς την κουβέντα. Σπάει με μια της ανάσα όλους τους τοίχους που έχω υψώσει.

“Συγγνώμη, εσείς θα ξέρετε… ποια δραματική σχολή είναι η καλύτερη στην Ελλάδα; Το Τέχνης ή η Βεάκη;”

Βαριά κυπριακή προφορά, μεγάλα μαύρα μάτια, το πιο παράξενα γοητευτικό πλάσμα που θα μπορούσε να αντικρίσει ενα καθόλου παράξενα ακοινώνητο πλάσμα την πρώτη μέρα της φοιτητικής του ζωής.

Από εκείνη τη μέρα γίναμε αχώριστοι. Μαζί για καφέ, μαζί στα μαθήματα, μαζί στις παραστάσεις μετά τη σχολή. Και τα χρόνια πέρασαν, κι οι εμπειρίες που μας ένωναν πολλαπλασιάζονταν με ρυθμούς που θα μπορουσαν να γεμίσουν βιβλίο. Μοιραστήκαμε έρωτες, σχέσεις, χωρισμούς, διαβάσματα, ξενύχτια, συγκινησεις, γέλια, παρέες, απογοητεύσεις.

Κι εκεί που μεγαλώναμε με την ασφάλεια της παρουσίας ο ένας του άλλου, ξαφνικά έφυγε. Μια παράσταση στην Κύπρο (για λίγο καιρό) και μετά άλλη (για περισσότερο) και μετά δασκάλα σε σχολείο (λίγο πιο μόνιμη θέση…) κι ύστερα άλλες δουλειές εκεί, ρόλοι σε θέατρο και τηλεόραση και ξαφνικά ένας έρωτας και γάμος και μωρό και οικογένεια…

Με λίγα λόγια ήρθε η ζωή αποφασιστική να μπει στη μέση. Η καθημερινή παρουσία αντικαταστάθηκε από μηνύματα αγάπης και αφοσίωσης μια στο τόσο… τα νέα μας μέσα από τα social media (που εμφανίστηκαν ξαφνικά στις ζωές μας), μια βραδιά σε μια βεράντα σε μια σύντομη επίσκεψη της στην Ελλάδα (όπου την είδα αρραβωνιασμένη και ευτυχισμένη) και μια φευγαλέα συνάντηση σε μια επίσκεψη μου για συναυλία στην Κύπρο που κράτησε ίσα με μια αγκαλιά κι ένα φιλί…

Κι έτσι πέρασαν 7 χρόνια. Κι οι ζωές μας χωριστές, αλλά με τη σιγουριά της παρουσιάς του καθενός καλά φυλαγμένη στα σκοτεινά σημεία της καρδιάς μας. 

Και χτες ξαφνικά την είδα και πάλι. Ήρθε απρόσμενα εντελώς στην Αθήνα για δυο παραστάσεις (με ένα μονόλογο που έκανε τόση αίσθηση στην Κύπρο, ώστε πέρασε τη θάλασσα). Ήμουν εκεί στην πρώτη σειρά. Ένα σκέτο μήνυμα την προηγούμενη: “Το βράδυ μετά την παράσταση μην κανονίσεις τίποτα! σε κλείνω! Θα βγούμε για φαγητό.”

Στην παράσταση ήταν συγκλονιστική. Είχα χρόνια να την δω να παίζει. Δεν είχε περάσει μέρα από πάνω της. Ήταν ακόμα εκείνο το κορίτσι από το αμφιθέατρο της φιλοσοφικής. Ίδια φωνή, ίδιο βλέμμα, ίδια συγκίνηση, ίδιο δόσιμο στους ρόλους…

Χειροκρότημα… υπόκλιση…

Το εστιατόριο στον τελευταίο όροφο του θεάτρου. Λακωνικό μήνυμα: “Είμαι πάνω και σε περιμένω. Ετοιμάσου κι έλα”. Ένα τέταρτο αργότερα μπαίνει στην αίθουσα με το φασαριόζικο αέρα που φύσούσε κάθε φορά έμπαινε σε ένα χώρο όσα χρόνια τη γνωρίζω. Με δυνατή φωνή φωνάζει ένα μακρόσυρτο “αγααααάπη μου”, όπως τότε που είχαμε να βρεθούμε μια μέρα το πολύ. Μια σφιχτή αγκαλιά από αυτές που σπάνια δίνω με όλη μου την καρδιά που ούτε ξέρω πόσο κράτησε. Κι ένα φιλί διαρκείας με συσσωρευμένη όλη την αγάπη μια επταετίας. 

Πιάσαμε το νήμα απο εκεί που το είχαμε αφήσει στα τελειώματα του Πανεπιστημίου. Θυμηθήκαμε τα πάντα… μιλούσαμε και μιλούσαμε και η νύχτα περνούσε και για μας ήταν όλα εκεί: ο Jean Genet κι η Λούλα Αναγνωστάκη, η Αγνή Μουζενίδου κι ο Σπύρος Ευαγγελάτος, η Bjork στο "χορεύοντας στο σκοτάδι" κι η Bette Davis σε εκείνη την ταινία που πεθαίνει από γλοίωμα ( και που όσο κι αν προσπαθήσαμε δε μπορέσαμε να θυμηθούμε τον τίτλο). Τα μάτια της (υποθέτω και τα δικά μου) άστραφταν στο χαμηλό φωτισμό της αίθουσας όπως τότε.

Καθώς μιλούσαμε ένιωσα ευγνωμοσύνη για τους σημαντικούς ανθρώπους που περνάνε από τη ζωή μας και δεν χάνονται ποτέ, ακόμα κι αν οι συνθήκες, για λόγους δικούς τους, τους απομακρύνουν, για λίγο η περισσότερο. Σήκωσα το ποτήρι μου… και δεν ήπια στα προηγούμενα. Ήπια στα επόμενα. Ήπια στους μελλοντικούς εαυτούς μας και στους νέους ρόλους που επιφυλάσσει ο χρόνος για τον έναν μέσα στη ρευστή ζωή του άλλου.

Φύγαμε τις νεαρές ώρες από το εστιατόριο ζαλισμένοι. Περπατήσαμε στο κέντρο της Αθήνας κι ήμασταν πάλι παιδιά είκοσι χρονών κι η Αθήνα μια πόλη γεμάτη προοπτικές και προσδοκίες. Μου είχε λείψει αυτό το πρόσωπο της πόλης - νόμιζα πως μου το είχε οριστικά στερήσει για πάντα τη στιγμή που έχασα την πρώτη νεανική αθωότητα. 

Μια αγκαλιά για αποχαιρετισμό. Προσωρινό. Μέχρι οι μελλοντικές προβολές μας να βρεθούν σε μια τυχαία συγκυρία. Αμοιβαίες υποσχέσεις οτι η επόμενη συνάντησή μας δε θα καθυστερήσει. Μπορεί να συμβεί μπορεί και όχι. Μπορεί άμεσα, μπορεί αργότερα. Είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση βαθιά στην καρδιά έχω τη σιγουριά ότι οι γεροί δεσμοί δεν κόβονται ποτέ όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Θα τα πούμε σύντομα.  Κανόνισε. Να προσέχεις. Σ’ αγαπώ…

Η Αθήνα διατηρεί το παλιό της πρόσωπο όση ώρα είμαι στο ταξί. Ακόμα κι όταν γυρίζω το κλειδί στην πόρτα μου και πέφτω στο κρεβάτι, νιώθω ότι μου έχει ανοίξει και πάλι, αναπάντεχα εντελώς, μια χαραμάδα στο χρόνο. Κοιμήθηκα και ξύπνησα 20 χρονών...

Thursday, April 27, 2017

παλιός θυμός


Κάθε ξημέρωμα
Βγάζω βόλτα ενα θυμό
Που θελει ημέρωμα
Ενα χάδι σου στο λαιμό

Θυμό για τα άχρηστα ξενύχτια μου
Θυμό για τα άσκοπα μεθύσια μου.

Ενα χάδι
Κι ο τι προλάβει
Ο θυμός μου να καταλαβει.

Παλιός θυμός
από παλιά καψόνια
Μια καινούργια έλξη φτάνει
κι όλα τα ξεχνώ.

Παλιός θυμός
απ’ τα παλιά τα χρόνια
Δε γυρεύω κάτι
ένα χάδι αληθινό.

Ένα χάδι κι ό, τι προλάβει.
Ένα χάδι κι ο, τι προλάβει
Ένα χάδι κι ό, τι προλάβει.
Ένα χάδι.

Κάθε ξημέρωμα
Ζούσα χρόνια μ’ ένα θυμό
Τον ελευθέρωνα
Μόνη χόρευα στο ρυθμό

Θυμό για τα βράδια τα ξενέρωτα
Θυμό για τα ψέμματα του έρωτα

Ενα χάδι
Κι ο τι προλάβει
Ο θυμός μου να καταλαβει.

Παλιός θυμός
από παλιά καψόνια
Μια καινούργια έλξη φτάνει
κι όλα τα ξεχνώ.

Παλιός θυμός
απ’ τα παλιά τα χρόνια
Δε γυρεύω κάτι
ένα χάδι αληθινό.


Φωνές: Στάμος Σέμσης - Μύρτα Σακελλαρίου
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος Μουσική: Στάμος Σέμσης
Ενορχήστρωση: Στάμος Σέμσης
Μουσικοί: Μύρτα Σακελλαρίου - κιθάρα, Στάμος Σέμσης - βιόλα & programming

Μίξη - Παραγωγή: Ορέστης Πλακίδης & Στάμος Σέμσης

Η φωτογραφία είναι του Κάρολου Χρηστίδη.
Πρωτοακούστηκε στην παράσταση "Εδώ και Τώρα".



Tuesday, April 04, 2017

fine al rito


Ο Πειραιάς συννεφιασμένος.
Μια μπάντα προβάρει ποστ ροκ όνειρα.
- To σετ του Απρίλη -
Ντραμς ρυθμικά.
Θορυβημένα περιστέρια.
Γόπες και άδειοι αναπτήρες.
Ο αέρας μετριέται, κόβεται και μοιράζεται - 
πρόσφορο στους περαστικούς.
Μια γυναίκα τακτοποιεί την πραμάτεια της.
Χαμογελάει μόνη της
- και δεν ειναι καν εφτά -
Ένα τρένο περνάει.
Δεύτερο.
Καφές στο χέρι.
Τρίτο.
Ο Πειραιάς συννεφιασμένος.
Norma - Πράξη πρώτη: Casta Diva.
“Αγνή θέα σκέπασε μας με ασήμι.”
Κανονικά νυχτώνει αργά.
Απόγευμα Δευτέρας.
Προάγγελος.


Saturday, April 01, 2017

τοπία


Υπέροχη άγνωστη μου φιλόμουση κυρία μυθικής ηλικίας μού έπιασε την κουβέντα χτες βράδυ στην πρεμιέρα των "Τοπίων" στη Νέα Λυρική μας Σκηνή στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

“Μόνο εσείς βλέπετε καλά εδώ μέσα… Εγώ έχω μπροστά μου ένα κάγκελο και πρέπει να στέκομαι διαρκώς όρθια. Ανεπίτρεπτο. Κι εκτός αυτού, είναι χρώμα αυτό; πόνεσαν τα μάτια μου...”

Εν ολίγοις δεν ήταν ικανοποιημένη με τίποτα και προφανώς είχε ανάγκη κάπου να εμπιστευτεί τον πόνο της. Εκτός από την κακή ορατότητα από τη θέση της, την ενοχλούσαν τα πάντα: τα ευτελή υλικά στην κατασκευή ("μα τί είναι αυτά τα χαρτόνια που κρέμονται από το ταβάνι;") , η προβληματική και εντελώς πασέ αρχιτεκτονική της αίθουσας, ο μικρός χώρος (ω ναι!), οι πολλοί εξώστες (“πως θα ακούει και θα βλέπει τόσος κόσμος εκεί πάνω;”). Ακόμα και η απόσταση από το παρκινγκ (“θα βρέξει καμιά μέρα και θα θέλουμε βάρκα για να έρθουμε”.)

Γύρισα να την κοιτάξω καλύτερα. Το βλέμμα στο περιποιημένο κοντοκουρεμένο κεφάλι της ήταν πραγματικά έντρομο. Ντυμένη με ένα εκτυφλωτικό καναρινί ταγέρ, έμοιαζε με ένα κοκέτικο μικροκαμωμένο κίτρινο ψαράκι έξω απ’ τα νερά του. Δεν άργησε να αποκαλύψει τον πραγματικό λόγο της ολοκληρωτικής της δυσαρέσκειας:

“Ήμασταν τόσο καλά στο Ολύμπια: όμορφο, αρχοντικό, μαζεμένο… βλέπαμε από παντού, ξέραμε κάθε γωνιά του. Αχ και τί παραστάσεις είχαμε δει εκεί μέσα. Όμορφες εποχές, αξέχαστες…”

Μιλούσε με πραγματική νοσταλγία για “όμορφες κι αξέχαστες εποχές” κι ας μην έχουν περάσει παρά ελάχιστοι μήνες από την τελευταία παράσταση στο Ολύμπια και τη μεταφορά της λυρικής στο Ίδρυμα Νιάρχος. Η σχεδόν ψιθυριστή, υγρή φωνή της πενθούσε μέσα από τον καταιγισμό των παραπόνων της μια ολόκληρη εποχή που άφηνε πίσω και το καταναγκαστικό της πέρασμα σε μια καινούργια. Μια μικρή πολιτιστική εξόριστη τσαρίνα στην παγωμένη σιβηρία της Καλλιθέας.

Χτύπησε το τρίτο κουδούνι…

“Άντε να σας αφήσω να απολαύσουμε την παράσταση… Εσείς δηλαδή, γιατί εγώ ούτε που ξέρω τί θα καταφέρω να δω με αυτό το κάγκελο…”

Τα φώτα χαμήλωσαν, η αυλαία σηκώθηκε, αποκαλύπτοντας μια υπέροχη, εξαιρετικά φωτισμένη σκηνή ισάξια των ομορφότερων (όσων τέλος πάντων έχω δει) σκηνών της Ευρώπης. Η επιλογή των “Τοπίων” - ενός τριπτύχου τριών σύγχρονων χορογράφων (ανάμεσα στους οποίους κι ο Αντώνης Φωνιαδάκης - διευθυντής πια του μπαλέτου της λυρικής σκηνής) φάνταζε ιδανική. Ένα χορογραφημένο μανιφέστο - κλείσιμο ματιού, για τις προθέσεις της λυρικής σκηνής ως προς τη νέα της κατεύθυνση.

Δε μου φάνηκαν και τα τρία έργα το ίδιο πετυχημένα (ο πολυαναμενόμενος Μπενζαμέν Μιλπιέ σα να απογοήτευσε λίγο). Κι όμως η δύναμη, η φρεσκάδα, η φόρα με την οποία η Λυρική μπαίνει καλπάζοντας σε μια νέα φάση ήταν αφοπλιστική. Είδα νέες ιδέες, νιάτα, ελευθερία αλλά κι ένα σεβασμό στις κλασικές φόρμες συγκινητικό. Ένιωσα πως μια όμορφη εντελώς νέα εποχή ξημέρωνε για τον εντός της χώρας πολιτισμό μας κι ήμουν παρών σε μια ιστορική πρώτη βραδιά, που θα αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε παράσταση που θα παρακολουθήσω εκεί μέσα μέσα στα (ελπίζω πολλά) επόμενα χρόνια.

Στα διαλείμματα ύστερα από κάθε κομμάτι γύριζα να κοιτάξω την απογοητευμένη φίλη μου. Φυσικά κανένα κάγκελο δεν εμπόδιζε το οπτικό της πεδίο. Ωστόσο το βλέμμα της ήταν χαμένο σε βαθιές σκέψεις. Ίσως να μην της άρεσε καθόλου αυτό που έβλεπε· ίσως πάλι να πρόβαλε με το νου της σκηνές από θρυλικές παραστάσεις που αγάπησε στο “Ολύμπια” εκείνες τις “παλιές ωραίες εποχές”· ίσως απλώς το τόσο κόκκινο να της πονούσε τα μάτια.

Η παράσταση τέλειωσε με το ηλεκτροφόρο “Shaker Loops” του Φωνιαδάκη· ενέργεια εκρηκτική - το ιδανικό φινάλε μιας βραδιάς υποσχέσεων. Μετά την υπόκλιση, όταν άναψαν τα φώτα, γύρισα πάλι να κοιτάξω τη μυθική κυρία μου. Είχε εξαφανιστεί χωρίς να την καταλάβω, μέσα σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Προφανώς είχε γλιστρήσει αθόρυβη και βιαστική από την έξοδο προς το πάρκινγκ φοβούμενη μην πνιγεί από καμιά απρόσμενη, ξαφνική καταιγίδα.

Βγαίνοντας στο ανοιχτό αίθριο του ιδρύματος, ανάμεσα σε ενθουσιώδεις (και λιγότερο ενθουσιώδεις) θεατές, χαμογελαστά λαμπερά πρόσωπα που φωτογραφίζονταν με φόντο τους διάφορους χώρους του ΚΠΙΣΝ, ανυποψίαστα παιδιά με ποδήλατα και ανθρώπους κάθε ηλικίας που απολάμβαναν απλώς την ανοιξιάτικη βόλτα τους, αναρωτήθηκα πόσες είναι οι πιθανότητες να ξαναπετύχω κάποτε σε κάποια από τις επόμενες παράστασεις τη φιλενάδα μου. Θα αποφασίσει να αποσυρθεί στο σπίτι της νοσταλγώντας τις χρυσές εποχές του "Ολύμπια" συμφιλιωμένη με το χρόνο που περνάει ή θα δώσει μια ευκαιρία στη Νέα Λυρική να διασκεδάσει την απογοήτευσή της προδομένης φιλόμουσης καρδιάς της μέσα στα χρόνια που θα έρθουν; Φαντάζομαι είναι κι αυτό ένα απ' τα πολλά, μεγάλα στοιχήματα της νέας εποχής που ξημερώνει.