Wednesday, November 30, 2011
Monday, November 28, 2011
Photos de Paris.
To Marais από άκρη σε άκρη, o Munch και το Danser sa Vie στο Pompidou, το Απόγευμα ενός Φαύνου κι ο Nijinsky, το Pain Quotidien με τα Croissants aux Amandes, τα feuilles mortes (ή φύγε μόρτε), η στάση της Republique, η Boulangerie με τις baguettes jambon et fromage, οι tartelettes aux framboises, τα parisprix, το beaujolais του 2011, το αόρατο τιρμπουσόν, τα πλαστικά πιρούνια στο χρηματοκιβώτιο, οι "τελευταίες μέρες" σε πρώτη ακρόαση, το ηλεκτροσόκ της Diane Arbus στο Jeu de Paume, η βροχή έξω και μέσα, το τελευταίο της σημειωματάριο κι ο υπογραμμισμένος Πλάτωνας, το Voluptas κι ο Oscar Wilde στο Orsay, η μικρή χορεύτρια του Degas που χωρίσαμε στο Λονδίνο κι ανταμώσαμε δυο βδομάδες μετά στο Παρίσι, ο Monet, ο Van Gogh κι όλοι εκείνοι που ξεφυλλίζεις από παιδί στα λευκώματα και συναντάς ένα φθινοπωρινό απόγευμα από κοντά, η Isabelle Huppert ως Blanche στο Odéon, το Etat Libre d’Orange με τον Tom of Finland, το Fat Electrician και το Jasmin et Cigarettes, το παραμύθι που πάντα θα το αγοράζουμε όσο κι αν κοστίζει, που πάντα θα το μετανιώνουμε μετά, "Mon professeur de français" (με την αμερικάνικη προφορά της Margo Martindale), το Both Sides Now της Joni Mitchel και η Adele κατά μήκος του Σηκουάνα, η νυχτερινή βόλτα στην Παναγιά των Παρισίων και στα χριστουγεννιάτικα περίπτερα, το vin chaud, τα ζαχαρωτά, τα σαπούνια Μασσαλίας, το entrecote, η Place des Vosges και η βεράντα της Isabella Rosselini, το la Menteuse της Corinne Marchand, οι μυστικοί κώδικες, το Corbeau στη Rue des Archives, το Merci και το Face με τον κινηματογραφικό τροβαδούρο του, ο δρόμος της γάτας που ψαρεύει, που είναι ο πιο στενός δρόμος του Παρισιού, η Τσούλρι και το Σάτλε, η πλατεία της Μονμάρτρης που είναι σαν πίνακας του Monet, τα παρακμιακά sex shop της Pigalle, οι δεκάδες γλυκιές Ίρμες, οι Ρώσοι πρίγκιπες του Kusmi, η τσαγιερί του Mariage Freres με το So in Love του Cole Porter στα ηχεία, το τσάι των ιμπρεσιονιστών με τα γαλάζια λουλούδια του, τα πολύχρωμα πουκάμισα του Cotondoux κι ένα ψυχεδελικό μπλέ – ηλεκτρίκ φουλάρι – παρόρμηση, τα σορμπέ κι η crème brulee, οι παγωμένες Quiche Lorraine και τα ζεστά starbucks, το Cox κι η φωτισμένη Παναγιά των Λουλουδιών στη βιτρίνα του Mille Feuilles, η επίθεση των οργισμένων πτηνών, οι κήποι του Λουξεμβούργου και το πικ νικ κάτω από τα δέντρα, το Café de Flore στην Boulevard St Germain και το Les Amies de places blanche, τα φαντάσματα του Sartre και της Beauvoir, το πλανόδιο παζάρι με τους ανεκτίμητους θησαυρούς, το συλλεκτικό Façade με την Catherine Deneuve, τα λευκώματα τέχνης σε ένα κρυφό βιβλιοπωλείο σε μια στοά, ο τελευταίος απογευματινός περίπατος στη Avenue Montaigne με φόντο τον πύργο του Άιφελ κι ένα αόρατο κέρμα που κύλησε στο ποτάμι. Μια υπόσχεση. Και μια εκπλήρωση.
Αν υπάρχει ένας τρόπος να μιλήσεις για ένα ταξίδι είναι μόνο με εικόνες.
Monday, November 21, 2011
Thursday, November 17, 2011
εδώ σχολείο...
Έχω μια φίλη δασκάλα. Σε σχολείο. Σχολεία είναι τα ιδρύματα που παρέχουν βασική εκπαίδευση. Προσοχή! όχι παιδεία‧ εκπαίδευση. Είναι γνωστό πως η παιδεία – η βασική έστω - δίνεται από την οικογένεια αρχικά και στη συνέχεια από την κοινωνία. Τα σχολεία λοιπόν δεν είναι φορείς παιδείας, εκτός κι αν πέσει στο δρόμο των παιδιών κάνας λοξός δάσκαλος, ο οποίος θα αποφασίσει να αφήσει στην άκρη το δημοσιοϋπαλληλίκι και να τους διδάξει κάποια βασικά πράγματα πνευματικής επιβίωσης, όπως λόγου χάρη τα πραγματικά γεγονότα με την κριτική τους αντιμετώπιση, την αισθητική και το πιο επικίνδυνο και αντισχολικό απ’ όλα, την αμφιβολία.
Είχα μια συζήτηση με τη φίλη δασκάλα για τη γιορτή του Πολυτεχνείου και για το πως τη χειρίζεται το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Θεωρώ τη συγκεκριμένη γιορτή την πιο ζόρικη του σχολικού εορτολογίου μιας και οι προεκτάσεις της φτάνουν ευδιάκριτες κι επιθετικές μέχρι τις μέρες μας και σε πολύ μεγάλο βαθμό ευθύνονται για πολλά από τα σημερινά κακώς κείμενα. Σε αντίθεση με τις άλλες δυο εθνικές γιορτές, που εύκολα περιορίζονται σε επετείους μνήμης με αποστάσεις ασφαλείας από το παρόν, το Πολυτεχνείο είναι μια αφορμή αφύπνισης της σκέψης και επεξήγησης όρων τόσο παρεξηγημένων όσο και ζωτικής σημασίας, όπως η δημοκρατία κι η κατάλυσή της, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, η ελευθερία σκέψης και λόγου, το δικαίωμα του ανθρώπου στην αυτοδιάθεση και τόσα άλλα.
Η νέα δασκάλα, από εκείνους τους μαχόμενους, προικισμένους και λοξούς εκπαιδευτικούς που ανέφερα παραπάνω, μου επιβεβαίωσε απογοητευμένη αυτό που έτσι κι αλλιώς υποπτευόμουν. Το ελληνικό σχολείο αντιμετωπίζει την 17η Νοεμβρίου διεκπεραιωτικά, επιδερμικά, ακίνδυνα και ίσως διαβρωτικά. Τα πραγματικά γεγονότα περιορίζονται στην είσοδο του Τανκ στο πολυτεχνείο, ενώ δε δίνονται ξεκάθαροι ορισμοί για καμία έννοια. Για τα παιδάκια του δημοτικού η δικτατορία είναι στην καλύτερη περίπτωση το βαρύ όχημα που σκότωσε κάποιους φοιτητές στο πολυτεχνείο, και στη χειρότερη η προσωποποιημένη Κυρία Ρία Δικτατορία που θέλει να μπει στο σπίτι της Κυρα Δημοκρατίας για να την κλέψει. Με άλλα λόγια στο παιδικό μυαλό που αγαπά τις εικόνες, τα δυο πολιτεύματα για τα οποία έχει χυθεί αίμα χιλιάδων ανθρώπων ανά την υφήλιο δεν είναι παρά ο καυγάς δυο γυναικών της γειτονιάς, σε ανόητα θεατρικά σκετσάκια αγοραίου επιθεωρησιακού χαρακτήρα. Για την ιστορία, σημαντικότατα ποιήματα, τραγούδια και κείμενα έχουν γραφτεί από πλήθος πνευματικών ανθρώπων της εποχής και είναι άμεσα προσλήψιμα από παιδιά με την κατάλληλη φυσικά καθοδήγηση. Ποιος όμως να κάτσει να ασχοληθεί με τέτοια επικίνδυνα πράγματα, όταν μάλιστα δεν το πληρώνεται υπερωρία.
Το πιο τρομακτικό απ’ όλα όμως δεν εντοπίζεται στη διεκπεραιωτική αντιμετώπιση του σχολείου. Το ελληνικό σχολείο άλλωστε, εδώ και χρόνια λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο, κυνηγώντας μάλλον ένα πρόγραμμα παρά τη γνώση. Το πραγματικά απογοητευτικό βρίσκεται στην αντιμετώπιση της ημέρας της 17ης Νοεμβρίου από τα σπίτια των παιδιών, από τους γονείς και το άμεσο περιβάλλον τους. Για κάποιους μαθητές η δικτατορία είναι κάτι αφηρημένα κακό, κάποιοι άλλοι δεν κατανοούν τι αρνητικό έχει ένα πολίτευμα που μας επιτρέπει να καθόμαστε ήσυχοι στα σπίτια μας και να αποφεύγουμε τις φασαρίες (αυτά είναι προφανώς τα παιδιά που έχουν στο σπίτι τουλάχιστον έναν παππού η γιαγιά με την καραμέλα «μια χούντα μας χρειάζεται») και υπάρχουν κι εκείνοι οι μαθητές – κι αυτό οφείλω να ομολογήσω πως με σόκαρε περισσότερο – που έχουν παγιωμένη άποψη από το σπίτι τους, ότι η γιορτή του Πολυτεχνείου είναι κάτι κακό κι «επιβεβλημένο από τους ξένους». Η φίλη μου με διαβεβαίωσε μάλιστα πως αυτή η τελευταία άποψη δεν οφείλεται στην παρεξήγηση ενός εφτάχρονου αλλά σε επιβεβαιωμένη θεωρία από τους ίδιους τους (νεαρούς) γονείς του.
Έρχομαι λοιπόν κι αναρωτιέμαι: για ποια αλλαγή παλεύουμε αν η επόμενη γενιά έχει ήδη στρατολογηθεί στην αποχαύνωση; Ποια νέα τάξη πραγμάτων θα δρομολογηθεί όταν στην ουσία τα παιδιά δεν είναι παρά μικρογραφίες των δικών μας λαθών; Για τη δική μου γενιά είχα πάντα έναν κρυφό φόβο ότι πηγαίναμε ντουγρού στην απώλεια κάθε υπαρξιακής αυτονομίας. Δε ζήσαμε αρκετά φτωχοί για να παλέψουμε, ούτε αρκετά πλούσιοι για να φτιαχτούμε δια βίου. Δεν αφυπνίστηκε ποτέ ιδιαίτερα το πνεύμα μας γιατί δε χρειάστηκε. Μαζέψαμε ειδικές γνώσεις για καλύτερη αποκατάσταση αλλά – η μεγάλη τραγωδία μας – ούτε αυτές μας χρειάστηκαν. Γεννηθήκαμε από εξίσου φοβισμένους γονείς οι οποίοι είχαν περάσει πολλά και γλίτωσαν παρά τρίχα. Μας φόρτωναν με περιττά για να μη ζήσουμε το ίδιο, παραλείποντας όμως κάθε ουσία. Και γίναμε η γενιά των αιωνίων παιδιών που δεν ενηλικιώθηκαν ποτέ. Η γενιά που σιγά – σιγά τεκνοποιεί και ανανεώνει τον πληθυσμό αυτού του πολύπαθου έθνους με άλλα παιδιά, αδυνατώντας να τους διδάξει επιβίωση, γιατί δεν χρειάστηκε να τη μάθει ποτέ ως τώρα. Κι όμως είναι ακριβώς αυτά τα καινούργια παιδιά που πρέπει να προφυλαχτούν από την άγνοια, την αλλοίωση, την παθητικότητα. Γιατί αν υπάρχει μια ελπίδα να πάει ο κόσμος ένα βήμα πιο μπροστά, την κουβαλάνε αυτά τα παιδιά.
Tuesday, November 08, 2011
London Walk
Ένα ταξίδι στο Λονδίνο. Μια παρόρμηση της στιγμής που δεν κατεστάλη. Γιατί όσο μεγαλώνεις κι η ζωή σοβαρεύει συνειδητοποιείς πως δεν αξίζει να καταπιέζεις αυτά που θέτουν υποψηφιότητες σωτηρίας. Με όποιο κόστος. Και γιατί η ομορφιά πλέον κοστίζει κι είναι σπάνια. Και πέντε μέρες είναι αρκετές για να ανανεώσεις τους δεσμούς με μια επιλεγμένη πατρίδα και να πάρεις λίγο από τον αέρα της. Σε μια εποχή που το οξυγόνο περιορίζεται όλο και περισσότερο. Ανάσες. Υπάρχουν ακόμα. Σκορπισμένες ανά τον κόσμο. Σε δρόμους που δεν περπατάς όσο συχνά θα ήθελες. Σε ανθρώπους που δε συναντάς καθημερινά. Σε μουσεία και παραστάσεις. Σε συναυλίες και εκθέσεις. Σε καταστήματα και σε εστιατόρια. Σε συνθήκες, σε κουβέντες, σε καφέδες, σε αγγίγματα και βλέμματα. Σε πιθανότητες. Σε βεβαιότητες. Σε εκπληρώσεις κι υποσχέσεις. Σε ο, τι μπορεί να σε μεταφέρει τέλος πάντων σε μια παράλληλη ουσιαστική πραγματικότητα – έστω και προσωρινή. Μια πραγματικότητα που σου λέει ότι η ζωή συνεχίζεται έξω από τις δυσκολίες σε ένα μέλλον ανοιχτό κι όχι τόσο απρόσιτο, όσο υπαγορεύει ο φόβος.
Όσο μπορώ να ταξιδεύω, θα μπορώ να ανασαίνω. Κι όσο δε θα έχω συγκεκριμένη πατρίδα, θα είμαι ελεύθερος να κατοικώ σε στιγμές που κανείς δεν προγραμμάτισε για μένα, παρά μόνο μια σύμπτωση που καταγράφεται ως βιωμένο γεγονός, από καθαρή τύχη και μόνο. Δεν είναι λίγο. Είναι η μία και μοναδική ουσία της ύπαρξης.
Sunday, November 06, 2011
o superman
Ω Υπεράνθρωπε. Ω κριτή. Ώ Μαμά και Μπαμπά. Μαμά και Μπαμπά. Ο Υπεράνθρωπε. Ο Κριτή. Ώ Μαμά και Μπαμπά. Μαμά και Μπαμπά. Γεια. Αυτή τη στιγμή απουσιάζω. Αν θέλετε να αφήσετε μήνυμα, αρχίστε να μιλάτε με το χαρακτηριστικό σας ήχο.
Εμπρός; Είμαι η Μαμά. Είσαι εκεί; Έρχεσαι σπίτι; Εμπρός; Είναι κανείς εκεί; Λοιπόν, δε με ξέρεις, μα εγώ σε ξέρω. Κι έχω ένα μήνυμα για σένα. Έρχονται τα αεροπλάνα. Γι’ αυτο ετοιμάσου. Ετοιμάσου να φύγεις. Μπορείς να έρθεις όπως είσαι, και πληρώνεις όταν φύγεις. Πληρώνεις καθώς φεύγεις.
Και είπα: Εντάξει. Ποιος είναι στ’ αλήθεια;
Κι η φωνή είπε: Είμαι το χέρι. Το χέρι που παίρνει. Είμαι το χέρι, το χέρι που παίρνει. Είμαι το χέρι, το χέρι που παίρνει. Έρχονται τα αεροπλάνα. Τα αμερικάνικα αεροπλάνα. Τα φτιαγμένα στην Αμερική. Καπνιζόντων ή μη;
Κι η φωνή είπε: Ούτε το χιόνι, ούτε η βροχή, ούτε η θλίψη της νύχτας εμποδίζουν αυτούς τους μεταφορείς από την ταχεία ολοκλήρωση των καθορισμένων τους πτήσεων. Γιατί όταν χάνεται η αγάπη, υπάρχει η δικαιοσύνη. Κι όταν χάνεται η δικαιοσύνη, υπάρχει η δύναμη. Κι όταν χάνεται κι η δύναμη, υπάρχει πάντα η Μαμά.
Γεια σου Μαμά!
Κράτα με, Μαμά, στα μακριά σου χέρια. Κράτα με Μαμά, στα μακριά σου χέρια. Στα αυτόματα σου χέρια. Στα ηλεκτρονικά σου χέρια. Στα δικά σου χέρια.
Κράτα με, Μαμά, στα μακριά σου χέρια. Στα πετροχημικά σου χέρια. Στα πολεμικά σου χέρια. Στα ηλεκτρονικά σου χέρια.
-Laurie Anderson
Subscribe to:
Posts (Atom)