Ήμασταν πάνω – κάτω 10. Ήταν Κυριακή μεσημέρι. Βλέπαμε την Παναγιά των Παρισίων σε κρατικό κανάλι‧ τη δεύτερη έκδοση νομίζω: Άντονι Κουίν – Τζίνα Λολομπριτζιτα. Ασπρόμαυρη ταινία. Παιδί νόμιζα πως τα παλιά τα χρόνια ο κόσμος μας ήταν ασπρόμαυρος. Το χρώμα μπήκε στις ζωές μας ξαφνικά. Επιστροφή στο θέμα μας. Ξέραμε ήδη γι’ αυτόν ότι είναι ένας καμπούρης κωδωνοκρούστης. Γι’ αυτήν ότι είναι όμορφη και τσιγγάνα. Ρωτήσαμε τους μεγάλους και μάθαμε: Ελεύθερη σήμαινε τότε το τσιγγάνα. Είχαμε καθίσει κι οι τρεις στον καναπέ ενός σκοτεινού σαλονιού, σκεπασμένοι με μια καρώ κουβέρτα και χάσκαμε μπροστά από την οθόνη. Οι γονείς εξαφανισμένοι στις δικές τους ζωές στα μέσα δωμάτια. Τρώγαμε μανταρίνια. Μια γεμάτη χαρτοσακούλα. Κλαίγαμε και τρώγαμε. Στην αρχή αυτός ήταν το τέρας. Όποτε εμφανιζόταν τραβούσαμε την κουβέρτα στα μάτια μας. Στην πορεία τέρατα έγιναν οι άλλοι. Όποτε εμφανίζονταν τους πετούσαμε τις φλούδες των μανταρινιών. Γιατί τον χτυπάνε; Είναι καλός. Γιατί να τιμωρείται η καλοσύνη; Γιατι να μη δείχνουν αυτόματα αγάπη σε ένα πλάσμα που τη χρειάζεται; Εκείνος πονούσε κι η Εσμεράλδα χόρευε σαν τρελή. Θυμάμαι σε κάποια φάση να του χαιδεύει το πρόσωπο κι αυτός να την κοιτά στα μάτια έκπληκτος κι ευτυχισμένος σαν να τον άγγιξε το χέρι του ίδιου του Θεού. Δεν πίστευα στο Θεό. Πίστευα όμως στην ομορφιά. Ένιωσα την απόλυτη αποκάλυψη του να σε αγγίζει η ανέλπιστη ομορφιά. Τα μάτια μας γεμάτα δάκρυα. Τα χέρια μας μυρίζαν μανταρίνια. Όταν τέλειωσε η ταινία ορκιστήκαμε μεταξύ μας να μην πληγώσουμε ποτέ κάποιον λιγότερο τυχερό. Στην αλήθεια φοβόμαστε μην πληγώσουν εμάς. Μην είμαστε εμείς οι λιγότερο τυχεροί. Ακούσαμε το μπαμπά να πλησιάζει σιγοτραγουδώντας: «Ραμόνα, θυμίσου πάλι τα παλιά...». Ξεκινήσαμε για το σπίτι. Στο δρόμο περπατούσα σαν τον Κουασιμόδο. Γελούσαμε.
3 comments:
κι ο όρκος; τηρήθηκε; ή μάλλον, πιο σημαντικό, υπάρχει στη μνήμη;
όλη η ανάρτηση μύρισε μανταρινα, μεσημερι κυριακης και οικογένεια
:)
Post a Comment