Όλες οι εμπειρίες εγγράφονται στο υποσυνείδητό μας ως ατμόσφαιρες συγκεκριμένες κι αδιαπραγμάτευτες. Κι όταν μιλάω για εμπειρίες δεν εννοώ μόνο όσες έχουμε ζήσει αλλά κι όσες ενδέχεται η φοβόμαστε ότι πρόκειται. Είναι όλες ξεκάθαρα καταγεγραμμένες.
Εξηγούμαι:
Είχα όνειρο. Πνιγμού. Ήμουν λέει σε ένα αυτοκίνητο χωρίς οδηγό, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα και σε ανύποπτο χρόνο βρέθηκε να βουλιάζει στο νερό. Ή αίσθηση ξεκάθαρη: Η υγρασία, ο αέρας που εγκαταλείπει σιγά σιγά τα πνευμόνια, τα ενδεχόμενα που χάνονται και εκείνη η αίσθηση που πολλοί περιγράφουν ως ένα στιγμιαίο φλας μπακ ολόκληρης (μα ολόκληρης) της ζωής σου. Όχι μόνο όσης έχεις ζήσει, αλλά κι εκείνης που σκόπευες και μάλλον δεν θα καταφέρεις.
Πασχίζοντας να βρω έναν τρόπο να ξεφύγω, παίζω το τελευταίο μου χαρτί (ευτυχώς υπάρχει τέτοιο). Συνειδητοποιώ ότι ονειρεύομαι και αποφασίζω να ξυπνήσω. Έχοντας αυτό το αλεξίπτωτο στην πλάτη το τραβάω λίγο περισσότερο. Μέχρι την τελευταία ανάσα. Δε θα χρειαστεί καν να υπολογίσω το χρόνο που χρειάζομαι για να κολυμπήσω στην επιφάνεια. Όταν πω «ξυπνάω» θα ξυπνήσω. Έτσι απλά. Πόσες φορές μας δίνεται η ευκαιρία να ρυθμίσουμε το αναπόφευκτο;
Γίνεται έτσι ακριβώς. Στην τελευταία ανάσα ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι ακίνητος στο κρεβάτι μου προσπαθώντας να δώσω στην αναπνοή μου τον κανονικό της ρυθμό. Όταν τα καταφέρνω να συντονιστώ με το χώρο και το χρόνο, έχω μια πολύ συγκεκριμένη αίσθηση Πάσχα. Νιώθω την ανοιξιάτικη υγρασία της μεγάλης εβδομάδας, την ασφυκτική μελαγχολία της εποχής και μια επίγευση όλων των ανοίξεων που πέρασαν απ’ τη ζωή μου ως τώρα. Συμπυκνωμένες σε τέτοια υπερδοσολογία που αν δεν είχα γλιτώσει μόλις από πνιγμό, θα στοιχημάτιζα ότι πάω για άλλον ένα.
Ακόμα δεν έχω συνέλθει εντελώς. Σαν να κόλλησε πάνω μου ένα προαίσθημα (ή να πω βέβαιη προσδοκία για κάτι;) Το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν ο εγκέφαλος σου φτάσει τόσο κοντά στο τέλος όσο ο δικός μου σήμερα το πρωί, κάτι μέσα σου αρνείται πεισματικά να είναι το ίδιο με πριν.
Μάλλον φταίει ότι μπαίνουμε όλο και βαθύτερα στο Μάρτη…Γμτ.