Έχω ένα μουσείο. Ψέματα. Έχω πολλά. Για το κάθε τι κι από ένα. Έχω ένα μουσείο για το πιο παλιό παρελθόν μου το γονιδιακό. Έχω ένα άλλο για το πρόσφατο. Έχω ένα τρίτο για τη συλλογική μνήμη. Κι άλλο για τα συνταγματικά μου δικαιώματα και την πορεία μου προς αυτά (πως έφτασα να είμαι ελεύθερος και τα ρέστα). Σε ένα άλλο μουσείο έχω ζωγραφιές τούτου του τόπου και σε ένα άλλο αγάλματα. Απομεινάρια ενός παρελθόντος. Που είναι και μέλλον. Μάλλον. Απομεινάρια όμως σ’ αυτή τη γη την ευλογημένη δεν έχει μόνο μέσα σε μουσεία, αλλά παντού. Περπατάω ανάμεσα σε αρχαίους ναούς και αγορές. Χτίζω σπίτια σε αρχαία νεκροταφεία. Βρίσκω στις θάλασσες κομμάτια από αμφορείς και σκεύη. Βλέπω θέατρο σε αρχαίες ορχήστρες. Είμαι το θραύσμα ενός αγγείου. Το κομμένο χέρι ενός αγάλματος. Βγαίνω στον κόσμο κι ανταλλάζω το παρελθόν μου. Παίρνω λίγο από εδώ, λίγο από εκεί. Αναζητώ τον εαυτό μου στην Τέχνη και τη γλώσσα άλλων λαών. Δεν έχω πατρίδα. Ούτε όνομα συγκεκριμένο. Στην πραγματικότητα είμαι κι εγώ ένα απομεινάρι. Ενός πολιτισμού. Και στην πορεία μου στον κόσμο εκθέτω εαυτόν σε μια σειρά από μουσεία.
Friday, May 21, 2010
Tuesday, May 18, 2010
Μεταβάσεις
Σου 'χω μιλήσει για τη σχέση μου με τις μεταβάσεις, έτσι; Αν με διαβάζεις τακτικά, αυτή τη στιγμή γνέφεις καταφατικά με συγκατάβαση. Και σε ευχαριστώ γι' αυτό. Μου δίνει δύναμη να συνεχίσω.
Με τις μεταβάσεις λοιπόν έχω ζήτημα: ακόμα και τον παράδεισο να μου τάξεις ενώ είμαι κλεισμένος σε ένα υπόγειο, καθώς θα πακετάρω θα έχω δεύτερες σκέψεις. Θα κοιτάζω τριγύρω το άδειο δωμάτιο και θα λέω: "μα αν φύγω από δω θα είμαι εγώ; ή θα γίνω κάτι άλλο;"
Το δράμα με μένα είναι ότι νομίζω πως άλλους μας κάνει ακόμα κι ένα αριστερό βήμα που διαδέχεται ένα δεξί. Η ένα ποτήρι κόκκινο κρασί αντί για το λευκό που έχουμε συνηθίσει. Τυχαία τα παραδείγματα, αλλά το πιάνεις το θέμα. Είμαστε φτιαγμένοι για να είμαστε συνεχώς άλλοι. Θα μου πεις : "τί τις φοβάσαι τις αλλαγές; καλό πράμα είναι ν' αλλάζουμε: εξέλιξη, πρόοδος, ποικιλία" κι ένα σωρό άλλα τέτοια, απολύτως λογικά - κι εγώ θα στα 'λεγα στη θέση σου- επιχειρήματα αγνών προθέσεων.
Δυστυχώς όμως, με μένα δε λειτουργεί ακριβώς έτσι. "Είμαι πιο πιστός απ' όσο σχεδιάζω" (δεν το έγραψα τυχαία προφανώς αυτό το τραγουδάκι της Τάνιας). Είναι μάλλον που έχω αυτό το θέμα με τη σταθερότητα. Μπορεί να γκρινιάζω, να διαμαρτύρομαι, να βαριέμαι εύκολα, αν με βγάλεις όμως από τις σταθερές μου αποσυντονίζομαι. Νιώθω σαν ψάρι έξω απ' το νερό, αμήχανος και μουδιασμένος.
Κι όλο αυτό γιατί μου φαίνεται αδιανόητο να αλλάξω το παραμικρό πριν καταφέρω να εξηγήσω επαρκώς το φλέγον, όσο και διαχρονικό, ερώτημα του κυρίου Edward Kleban: "who am I anyway..?" πριν την όποια μετάβαση. Και κάθε φορά εκεί που είμαι στο παρά πέντε να βγάλω ένα πόρισμα για μένα, εκεί πρέπει να αρχίσω να δουλεύω με νέα δεδομένα και φτου κι απ' την αρχή - σαν τον δόλιο το Σίσυφο, που έσερνε το βράχο της ύπαρξης μέχρι την κορφή και λίγο πριν τα καταφέρει κυλούσε πάλι πίσω.
Τουλάχιστον στην πτώση αυτού του επεισοδίου κατέληξα στο αναπαυτικό στρώμα ενός ολοκαίνουργιου υπέρδιπλου designάτου κρεβατιού. Δεν το λες κι άσχημα. Κι όμως ο ύπνος δεν ήταν τόσο ειδυλλιακός όσο θα περίμενε κάποιος: γιατί σήμερα το πρωί, ξύπνησα έχοντας την αίσθηση πως έχω ξεπουλήσει ένα προς ένα τα καταγεγραμμένα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής.
Με τις μεταβάσεις λοιπόν έχω ζήτημα: ακόμα και τον παράδεισο να μου τάξεις ενώ είμαι κλεισμένος σε ένα υπόγειο, καθώς θα πακετάρω θα έχω δεύτερες σκέψεις. Θα κοιτάζω τριγύρω το άδειο δωμάτιο και θα λέω: "μα αν φύγω από δω θα είμαι εγώ; ή θα γίνω κάτι άλλο;"
Το δράμα με μένα είναι ότι νομίζω πως άλλους μας κάνει ακόμα κι ένα αριστερό βήμα που διαδέχεται ένα δεξί. Η ένα ποτήρι κόκκινο κρασί αντί για το λευκό που έχουμε συνηθίσει. Τυχαία τα παραδείγματα, αλλά το πιάνεις το θέμα. Είμαστε φτιαγμένοι για να είμαστε συνεχώς άλλοι. Θα μου πεις : "τί τις φοβάσαι τις αλλαγές; καλό πράμα είναι ν' αλλάζουμε: εξέλιξη, πρόοδος, ποικιλία" κι ένα σωρό άλλα τέτοια, απολύτως λογικά - κι εγώ θα στα 'λεγα στη θέση σου- επιχειρήματα αγνών προθέσεων.
Δυστυχώς όμως, με μένα δε λειτουργεί ακριβώς έτσι. "Είμαι πιο πιστός απ' όσο σχεδιάζω" (δεν το έγραψα τυχαία προφανώς αυτό το τραγουδάκι της Τάνιας). Είναι μάλλον που έχω αυτό το θέμα με τη σταθερότητα. Μπορεί να γκρινιάζω, να διαμαρτύρομαι, να βαριέμαι εύκολα, αν με βγάλεις όμως από τις σταθερές μου αποσυντονίζομαι. Νιώθω σαν ψάρι έξω απ' το νερό, αμήχανος και μουδιασμένος.
Κι όλο αυτό γιατί μου φαίνεται αδιανόητο να αλλάξω το παραμικρό πριν καταφέρω να εξηγήσω επαρκώς το φλέγον, όσο και διαχρονικό, ερώτημα του κυρίου Edward Kleban: "who am I anyway..?" πριν την όποια μετάβαση. Και κάθε φορά εκεί που είμαι στο παρά πέντε να βγάλω ένα πόρισμα για μένα, εκεί πρέπει να αρχίσω να δουλεύω με νέα δεδομένα και φτου κι απ' την αρχή - σαν τον δόλιο το Σίσυφο, που έσερνε το βράχο της ύπαρξης μέχρι την κορφή και λίγο πριν τα καταφέρει κυλούσε πάλι πίσω.
Τουλάχιστον στην πτώση αυτού του επεισοδίου κατέληξα στο αναπαυτικό στρώμα ενός ολοκαίνουργιου υπέρδιπλου designάτου κρεβατιού. Δεν το λες κι άσχημα. Κι όμως ο ύπνος δεν ήταν τόσο ειδυλλιακός όσο θα περίμενε κάποιος: γιατί σήμερα το πρωί, ξύπνησα έχοντας την αίσθηση πως έχω ξεπουλήσει ένα προς ένα τα καταγεγραμμένα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής.
Tuesday, May 11, 2010
Evita
Ναι, εσύ... με τα υψωμένα χέρια στο μπαλκόνι της Casa Rosada.
Εκεί στην αρχή της Δεύτερης Πράξης.
Κοίτα που θα ανταμώσουμε ξανά τόσα χρόνια μετά.
Και θα με δεις να θυμάμαι τον παραμικρό στίχο
και την πιο ανεπαίσθητη νότα.
Και θα μαι πάλι εκείνο το παιδάκι το κλειστό,
που μάθαινε επιμελώς το μιούζικαλ,
και αποκαλούσε τους ανθρώπους του
με τα μικρά τους ονόματα
και αποστήθιζε,
και μετέφραζε
και έφτιαχνε στο κεφάλι του
φανταστικά ανεβάσματα.
Και το Don't cry for me Argentina
γι' απόψε μόνο - και για μένα,
τόσα χρόνια μετά,
θα επιστρέψει σ' εκείνη την πρώτη του εκδοχή:
It's only your lover returning...
Friday, May 07, 2010
το κακτάκι
Η φροντίδα μου δεν αξιώθηκε ποτέ κανένα ζωντανό πλάσμα. Καμιά ευθύνη δε μου ανατέθηκε ποτέ και τίποτα απροστάτευτο δε βρήκε καταφύγιο στην προσοχή μου. Το ‘χω μεγάλο παράπονο, που όταν ανατρέχω στα παιδικά μου χρόνια δεν ανακαλώ την μιμητική γονεϊκή ιδιότητα των παιδιών. Ούτε θυμάμαι να έχω υπάρξει ιδιαίτερα χρήσιμος και αναγκαίος σε κάποιο ζώο ή φυτό ή άνθρωπο.
Θυμάμαι μόνο ένα-δυο μεμονωμένα χρυσόψαρα, αραιά και που, που ξέχναγα να ταίσω ή που τάιζα υπερβολικά συχνά και πολύ γιατί με ενθουσίαζε η εμμονή τους να τρώνε ό, τι και όσο τους δίνεις. Τα χρυσόψαρα όμως δεν είναι ευθύνη. Απλά υπάρχουν σε έναν αυστηρά δικό τους χώρο που τυχαίνει να πιάνει ένα μικρό μέρος του δικού σου χώρου. Δε σου ανταποδίδουν αγάπη, ούτε δίνουν ιδιαίτερη σημασία αν είσαι χαρούμενος η λυπημένος. Δε γνωρίζουν καν το πρόσωπό σου – πώς θα μπορούσαν άλλωστε, έτσι παραμορφωμένος που φαίνεσαι μέσα από το νερό- αλλά ακόμα κι αν το γνώριζαν θα το ξεχνούσαν την επόμενη στιγμή μιας κι η μνήμη δεν είναι το δυνατό τους σημείο. Ακόμα κι οτι τα ταίζεις δεν στο αναγνωρίζουν‧ θεωρούν ότι η τροφή τους πέφτει ως μάννα εξ’ ουρανού κι αν τα αφήσεις νηστικά δε θα σου χρεώσουν το θάνατό τους. Κατά πάσα πιθανότητα θα σκεφτούν πως ο θεός αποφάσισε να κόψει τις παρτίδες μαζί τους. Έτσι απλά.
Θυμάμαι κι ένα μικρό άσχημο πουλί – νομίζω καρδερίνα – που άφησα ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού του μια μέρα που πάσχιζα να το ταίσω, γιατί μου φαινόταν υπερβολικά θλιμμένο στη φυλακή του. Θυμάμαι να πετάει τρομαγμένο άτσαλα έξω απ’ το κλουβί μαζί με το βάρος της δικής μου ευθύνης. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου θύμωσε και μου είπε ότι αυτό το πουλί δε θα πάει μακριά γιατί δεν έχει μάθει να επιβιώνει μόνο του κι είτε θα πεθάνει αποκαμωμένο σε κάποια γωνιά του δρόμου, είτε θα το κατασπαράξουν γάτες από τις οποίες δεν έχει ιδέα πως να προστατευτεί. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ευθύνη είναι βάρος που κουβαλάς ακόμα κι όταν δεν έχεις την ευθύνη, κι ενοχές για τη μοίρα ενός πλάσματος ακόμα κι όταν κόψεις τους δεσμούς μαζί του. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από εφτά χρονών.
Σκύλο δεν είχα ποτέ. Αυτό το πλάσμα που μπορεί να σου μάθει τι σημαίνει φροντίδα, ανταπόδοση, πίστη, αφοσίωση δεν πέρασε ποτέ το κατώφλι των ευθυνών μου. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα, δεν έχω μάθει να επικοινωνώ με αυτό το είδος. Με αγχώνουν οι ρυθμοί του και η κίνηση του στο χώρο. Η δίχως αντάλλαγμα τρυφερότητά του μου φέρνει μέχρι και σήμερα αμηχανία κι έχει διαμορφώσει σε ένα μεγάλο βαθμό την πίστη μου στους ανθρώπους. Γάτες ναι, ένα σωρό. Κλεμμένες, δανεικές, αδέσποτες, απροστάτευτες, έβρισκαν πάντα αθόρυβες και νωχελικές το δρόμο τους στη ζωή μου κι είχαν όλες το ίδιο πρόσωπο και την ίδια αίσθηση στο χάδι. Το δέσιμο μαζί τους είναι μεταφυσικό και με έναν ιδιαίτερο τρόπο σε τακτά χρονικά διαστήματα στοιχειώνουν μέχρι και σήμερα τα όνειρα μου. Οι γάτες όμως δεν είναι ευθύνη. Είναι το ακριβώς αντίθετο της ευθύνης. Είναι ελεύθερες κι ανεξάρτητες. Δεν έχουν να κερδίσουν από σένα τίποτα που δε θα μπορούσαν να κερδίσουν από οποιονδήποτε άλλο. Κι αν μένουν μαζί σου είναι γιατί κάτι στην ενέργεια σου τις κρατάει κοντά σου. Έχω βαθιά πίστη ότι οι γάτες είναι μεταφυσικά διαισθητικές. Ίσως πάλι και όχι. Ευθύνη όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση. Και δεν αποκλείεται αυτός να είναι ο κύριος λόγος που τις αγαπώ με έναν τρόπο μυστήριο κι ανεξήγητο από παιδί.
Με τα φυτά δεν είχα ποτέ πάρεδωσε, ούτε όμως κι επιθυμία να αποκτήσω. Δε με έχουν πείσει ότι είναι πραγματικά ζωντανά, ακόμα κι αν το ισχυρίζονται με ιδιαίτερη θέρμη πολλοί, κι ομολογώ πως δε συμμερίζομαι ιδιαίτερα την ομορφιά τους. Πρόσφατα όμως απέκτησα ένα κακτάκι. Ένα μικρό ατσούμπαλο αγκαθωτό κακτάκι σε ένα πλαστικό γλαστράκι. Το κακτάκι αυτό, όταν μου δωρίστηκε, το συνόδευε η φράση: «πρόσεξέ το, είναι ευθύνη». Η λέξη χτύπησε καμπανάκι και μάλλον φάνηκε στο πρόσωπό μου γιατί ήρθε αμέσως το συμπλήρωμα: «...όχι μεγάλη! Θέλει σπάνια λίγο πότισμα. Οι κάκτοι έχουν μάθει να επιβιώνουν». Τύλιξα το κακτάκι σε μια χαρτοσακούλα και το έβαλα στην τσάντα μου. Όταν επέστρεψα σπίτι το θυμήθηκα.
Το βρήκα ταλαιπωρημένο και λίγο στραπατσαρισμένο. Το χώμα του είχε σκορπίσει στη σακούλα. Εκείνη τη στιγμή το ένιωσα ζωντανό. Και θλιμμένο. Και ευθύνη. Το έβγαλα προσεκτικά, φύσηξα το χώμα που είχε σκεπάσει τα μικρά του αγκάθια, έστρωσα με ένα κουτάλι το υπόλοιπο που είχε φύγει από το γλαστράκι και το ακούμπησα πάνω σε ένα ράφι. Το κακτάκι που ξέρει να επιβιώνει τα είχε καταφέρει ακόμη μια φορά. Κι εκείνη τη στιγμή μου πέρασε απ’ το νού πως η μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να σου δώσει μια ευθύνη, είναι να μην σου καταλογιστεί ποτέ ως τέτοια. Να περιορίζεται στο χώρο που δίνεις σε κάποιον ή κάτι για να επιβιώσει. Κι ας μη σου αναγνωριστεί ποτέ η βοήθεια. Ας είναι η μοναδική ανταμοιβή η αμοιβαία ελευθερία μιας συνύπαρξης απαλλαγμένης από ευθύνες...
Θυμάμαι μόνο ένα-δυο μεμονωμένα χρυσόψαρα, αραιά και που, που ξέχναγα να ταίσω ή που τάιζα υπερβολικά συχνά και πολύ γιατί με ενθουσίαζε η εμμονή τους να τρώνε ό, τι και όσο τους δίνεις. Τα χρυσόψαρα όμως δεν είναι ευθύνη. Απλά υπάρχουν σε έναν αυστηρά δικό τους χώρο που τυχαίνει να πιάνει ένα μικρό μέρος του δικού σου χώρου. Δε σου ανταποδίδουν αγάπη, ούτε δίνουν ιδιαίτερη σημασία αν είσαι χαρούμενος η λυπημένος. Δε γνωρίζουν καν το πρόσωπό σου – πώς θα μπορούσαν άλλωστε, έτσι παραμορφωμένος που φαίνεσαι μέσα από το νερό- αλλά ακόμα κι αν το γνώριζαν θα το ξεχνούσαν την επόμενη στιγμή μιας κι η μνήμη δεν είναι το δυνατό τους σημείο. Ακόμα κι οτι τα ταίζεις δεν στο αναγνωρίζουν‧ θεωρούν ότι η τροφή τους πέφτει ως μάννα εξ’ ουρανού κι αν τα αφήσεις νηστικά δε θα σου χρεώσουν το θάνατό τους. Κατά πάσα πιθανότητα θα σκεφτούν πως ο θεός αποφάσισε να κόψει τις παρτίδες μαζί τους. Έτσι απλά.
Θυμάμαι κι ένα μικρό άσχημο πουλί – νομίζω καρδερίνα – που άφησα ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού του μια μέρα που πάσχιζα να το ταίσω, γιατί μου φαινόταν υπερβολικά θλιμμένο στη φυλακή του. Θυμάμαι να πετάει τρομαγμένο άτσαλα έξω απ’ το κλουβί μαζί με το βάρος της δικής μου ευθύνης. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου θύμωσε και μου είπε ότι αυτό το πουλί δε θα πάει μακριά γιατί δεν έχει μάθει να επιβιώνει μόνο του κι είτε θα πεθάνει αποκαμωμένο σε κάποια γωνιά του δρόμου, είτε θα το κατασπαράξουν γάτες από τις οποίες δεν έχει ιδέα πως να προστατευτεί. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ευθύνη είναι βάρος που κουβαλάς ακόμα κι όταν δεν έχεις την ευθύνη, κι ενοχές για τη μοίρα ενός πλάσματος ακόμα κι όταν κόψεις τους δεσμούς μαζί του. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από εφτά χρονών.
Σκύλο δεν είχα ποτέ. Αυτό το πλάσμα που μπορεί να σου μάθει τι σημαίνει φροντίδα, ανταπόδοση, πίστη, αφοσίωση δεν πέρασε ποτέ το κατώφλι των ευθυνών μου. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα, δεν έχω μάθει να επικοινωνώ με αυτό το είδος. Με αγχώνουν οι ρυθμοί του και η κίνηση του στο χώρο. Η δίχως αντάλλαγμα τρυφερότητά του μου φέρνει μέχρι και σήμερα αμηχανία κι έχει διαμορφώσει σε ένα μεγάλο βαθμό την πίστη μου στους ανθρώπους. Γάτες ναι, ένα σωρό. Κλεμμένες, δανεικές, αδέσποτες, απροστάτευτες, έβρισκαν πάντα αθόρυβες και νωχελικές το δρόμο τους στη ζωή μου κι είχαν όλες το ίδιο πρόσωπο και την ίδια αίσθηση στο χάδι. Το δέσιμο μαζί τους είναι μεταφυσικό και με έναν ιδιαίτερο τρόπο σε τακτά χρονικά διαστήματα στοιχειώνουν μέχρι και σήμερα τα όνειρα μου. Οι γάτες όμως δεν είναι ευθύνη. Είναι το ακριβώς αντίθετο της ευθύνης. Είναι ελεύθερες κι ανεξάρτητες. Δεν έχουν να κερδίσουν από σένα τίποτα που δε θα μπορούσαν να κερδίσουν από οποιονδήποτε άλλο. Κι αν μένουν μαζί σου είναι γιατί κάτι στην ενέργεια σου τις κρατάει κοντά σου. Έχω βαθιά πίστη ότι οι γάτες είναι μεταφυσικά διαισθητικές. Ίσως πάλι και όχι. Ευθύνη όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση. Και δεν αποκλείεται αυτός να είναι ο κύριος λόγος που τις αγαπώ με έναν τρόπο μυστήριο κι ανεξήγητο από παιδί.
Με τα φυτά δεν είχα ποτέ πάρεδωσε, ούτε όμως κι επιθυμία να αποκτήσω. Δε με έχουν πείσει ότι είναι πραγματικά ζωντανά, ακόμα κι αν το ισχυρίζονται με ιδιαίτερη θέρμη πολλοί, κι ομολογώ πως δε συμμερίζομαι ιδιαίτερα την ομορφιά τους. Πρόσφατα όμως απέκτησα ένα κακτάκι. Ένα μικρό ατσούμπαλο αγκαθωτό κακτάκι σε ένα πλαστικό γλαστράκι. Το κακτάκι αυτό, όταν μου δωρίστηκε, το συνόδευε η φράση: «πρόσεξέ το, είναι ευθύνη». Η λέξη χτύπησε καμπανάκι και μάλλον φάνηκε στο πρόσωπό μου γιατί ήρθε αμέσως το συμπλήρωμα: «...όχι μεγάλη! Θέλει σπάνια λίγο πότισμα. Οι κάκτοι έχουν μάθει να επιβιώνουν». Τύλιξα το κακτάκι σε μια χαρτοσακούλα και το έβαλα στην τσάντα μου. Όταν επέστρεψα σπίτι το θυμήθηκα.
Το βρήκα ταλαιπωρημένο και λίγο στραπατσαρισμένο. Το χώμα του είχε σκορπίσει στη σακούλα. Εκείνη τη στιγμή το ένιωσα ζωντανό. Και θλιμμένο. Και ευθύνη. Το έβγαλα προσεκτικά, φύσηξα το χώμα που είχε σκεπάσει τα μικρά του αγκάθια, έστρωσα με ένα κουτάλι το υπόλοιπο που είχε φύγει από το γλαστράκι και το ακούμπησα πάνω σε ένα ράφι. Το κακτάκι που ξέρει να επιβιώνει τα είχε καταφέρει ακόμη μια φορά. Κι εκείνη τη στιγμή μου πέρασε απ’ το νού πως η μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να σου δώσει μια ευθύνη, είναι να μην σου καταλογιστεί ποτέ ως τέτοια. Να περιορίζεται στο χώρο που δίνεις σε κάποιον ή κάτι για να επιβιώσει. Κι ας μη σου αναγνωριστεί ποτέ η βοήθεια. Ας είναι η μοναδική ανταμοιβή η αμοιβαία ελευθερία μιας συνύπαρξης απαλλαγμένης από ευθύνες...
Tuesday, May 04, 2010
the boy
Κι όσο τα συγκινητικά έρχονται από εκεί που δεν τα περιμένεις, υπάρχει ακόμα η χαρά μιας Άνοιξης...
Sunday, May 02, 2010
backstage
Σβήνουν τα φώτα. Οι φωνές του κόσμου σταδιακά γίνονται ψίθυροι. Περιμένεις στην κουίντα. Εγώ μαζί σου λίγο πιο πίσω. Στην οθόνη ξεκινά να παίζει το αρχικό βίντεο - ακούγεται το πιάνο του Legrand κι ο άνεμος της Simone. Έχεις τραβήξει λίγο το ύφασμα να τσεκάρεις τον κόσμο, να εξοικειωθείς οπτικά με τη σκηνή (κι ας την έχεις οργώσει αμέτρητες φορές). Παίζεις νευρικά με το μικρόφωνο που κρατάς στο χέρι σου. Το πιάνο σου δίνει τόνο. Με κοιτάς και μου χαμογελάς. Μου κλείνεις το μάτι. Κατεβάζεις το κεφάλι, κλείνεις τα μάτια, παίρνεις βαθιά ανάσα κι αρχίζεις να τραγουδάς - κρυμμένη ακόμα, στην ασφάλεια της κουίντας. Η φωνή σου μεταδίδεται στην κεντρική αίθουσα από τα μεγάφωνα. Η εικόνα σου είναι ακόμα εκεί μαζί μου. Η φωνή ανήκει στη σκηνή, η φιγούρα σε ένα αγχωμένο κοριτσάκι στα παρασκήνια. Στο ρεφρέν δίνεις μια και χάνεσαι στο φως. Χειροκρότημα. Την είσοδο σου την έχουμε προβάρει - κι είσαι σίγουρη. Παρακολουθώ λίγο απ' το πλάι. Ο μηχανισμός πυροδοτήθηκε. Η παράσταση ξεκίνησε. Ανοίγω την πόρτα των παρασκηνίων και βυθίζομαι αθόρυβα στο σκοτάδι της αίθουσας. Σε κοιτάζω από την άκρη της σκηνής να καίγεσαι στο φως των προβολέων και των βλεμμάτων. Όταν σου είχα χαρίσει το Σχοινοβάτη του Genet, σου είχα πει "δε νοείται άνθρωπος να πατάει τη σκηνή χωρίς να τον μελετήσει". Από τότε λες ότι είναι το αγαπημένο σου βιβλίο. Όσο το δηλώνεις είσαι ασφαλής. Αλλάζω θέση στο χώρο να τσεκάρω την ορθότητα της εικόνας: τις κινήσεις, τις μεταβάσεις. Φτάνω στο σημείο που 5 χρόνια πριν είχαμε αναρωτηθεί αν θα κάναμε ποτέ μια τέτοια παράσταση σε μια τέτοια σκηνή. Κι είχαμε κι οι δυο το λαμπερό βλέμμα ενός μακρινού ονείρου. Παράξενη ζωή. Τα παιδιά που κάθονται στη θέση μας έχουν ακριβώς το ίδιο βλέμμα. Θέλω να τους πω πως 5 χρόνια δεν είναι πολύ για ένα όνειρο. Μοιάζουν να το ξέρουν. Όπως κι εμείς -φαντάζομαι- τότε. Είναι όμορφοι οι άνθρωποι όταν ονειρεύονται. Σηκώνω το βλέμμα όπως η σκηνή σηκώνει τη μορφή σου και την κάνει σήμα φλογερό για το κοινό. Εσύ στη σκηνή, εγώ στο σκοτάδι. Ένα αγόρι να περιμένει πάντα στην πλατεία, ένα κορίτσι να περιμένει πάντα στα παρασκήνια. Χειροκρότημα. Πότε φτάσαμε εδώ;
Saturday, May 01, 2010
hey babe...
Ήταν ένα μεγάλο ανούσιο τραπέζι, από αυτά που συντίθενται από πρόσωπα αβάσιμης οικειότητας. Φίλους που τους μάζεψαν οι περιστάσεις, η τυχαιότητα, οι χαμηλές αντιστάσεις, οι δεδομένες συνθήκες – σίγουρα πάντως όχι η συνειδητή επιλογή. Τα ποτά διαδέχονταν το ένα το άλλο, εξίσου ανούσια κι άσκοπα με την ίδια τη συνεστίαση. Ήταν ένα ανοιξιάτικο Σάββατο βράδυ. Ψυχαναγκαστικής –ίσως και λίγο εκβιασμένης- διασκέδασης. Ένα «μη μείνεις μέσα μωρέ – θα μιζεριάσεις χειρότερα». Ένα σπρώξιμο φίλων απ’ το κενό στο άλλο κενό το μεγαλύτερο: το αβάσιμο.
Από τα ηχεία του μαγαζιού ακούγονταν αδιάφορα τραγούδια του συρμού, επιλεγμένα δίχως προσοχή και φροντίδα (τη φροντίδα του dj στα μαγαζιά τη νιώθεις πάντα, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή). Οι κουβέντες περιστρέφονταν γύρω απο φιλοσοφικά ζητήματα, λάθη που έγιναν, αποφάσεις που δεν πάρθηκαν, υπερβολικές προσδοκίες, ματαιότητα, ματαιότητα, ματαιότητα...
Σταδιακά τα πρόσωπα έγιναν κάτι παραπάνω από ανοίκεια: ξένα. Τα χαμόγελα έγιναν απειλή και το τραπέζι παγίδα. Μια εχθρική επικράτεια από την οποία έπρεπε πάση θυσία να ξεφύγω. Ο χρόνος είχε σταματήσει μαζί με την ψύχραιμη σκέψη. Οι τάσεις φύγεις είναι μια παρόρμηση που δε μπορείς να την παλέψεις – όσο κι αν θες (που συνήθως δε θες). Το να μην ανήκεις κάπου είναι ένα ένστικτο τόσο απόλυτο και δυνατό που όταν πυροδοτηθεί δεν έχει επιστροφή.
Καθώς έψαχνα τις τσέπες μου για ψιλά ένιωσα μαζί με τα κέρματα να αφήνω στο τραπέζι και μια χούφτα μεταλλικούς κρίκους από τις αλυσίδες που με έσφιγγαν. Η νυχτερινή μυρωδιά μιας ανοιξιάτικης γαζίας έδωσε την οριστική ώθηση. Έσπρωξα την καρέκλα, είπα μια βιαστική καληνύχτα κι άφησα πίσω μου τα οκτώ πρόσωπα της απόλυτης απορίας να συνεχίσουν την ανοιξιάτικη συνωμοσία τους. Εγώ δεν ήμουν μέρος της. Όχι αυτή τη νύχτα τουλάχιστον.
Η νυχτερινή ησυχία όσο απομακρυνόμουν από το μαγαζί επανέφερε τους παλμούς μου στο ρυθμό τους. Ησυχία. Ο πεζόδρομος της Ερμού ήταν άδειος με μόνη εξαίρεση την επίμονη μυρωδιά της γαζίας. Μέχρι τις αρχές της Πειραιώς η απόλυτη σιωπή. Έξω απ’ το γκάζι ο πανικός των αυτοκινήτων. Δεν ήταν αυτός ο ήχος της στιγμής. Ένα κλικ στο discman: Nina and Strings: η Simone την άνοιξη είναι μεγάλη ευθύνη, Δεν παίζεις μαζί της τις δύσκολες στιγμές. Άλλο κλικ: o Keith Jarrett στο κονσέρτο της Κολονίας: κάτι πιο άγριο, αυτή η πρώτη κίνηση παραφέρνει πολλές μνήμες που δεν είναι της παρούσης.
Το ένα κλικ μετά το άλλο. Η Αθήνα είναι ήχοι, τραγούδια, μουσικές ακροάσεις και ηχητικά τοπία. Θα ήθελα να έχω κάτι πιο επιθετικό στα mp3 μου. Κάτι να βάζει φωτιά στα πάντα. Να συντονίζεται με το βήμα μου καθώς δαμάζει την Πειραιώς και κατευθύνεται στην Πέτρου Ράλλη αποφασισμένο να τη διασχίσει μεταμεσονύχτια μέχρι να φτάσει κάπου, σε ένα συμπέρασμα... σε μια απάντηση... έστω σε ένα «δεν πειράζει, δεν τρέχει και τίποτα, χαλάρωσε...»
Βγαίνω Πέτρου Ράλλη στο ύψος του Ρουφ - Lou Reed: “hey babe, take a walk on the wild side”… μια ζωή ειρωνικό από το αγαπημένο transformer. Οι κιθάρες του Reed είναι ακριβώς ο τι χρειάζεται να συνοδέψει το βήμα ενός χαμένου ανθρώπου σε ένα δρόμο φτιαγμένο αποκλειστικά και μόνο για αυτοκίνητα. Κι ακόμα πιο ιδανικό να συνοδέψει μια βόλτα σε σκέψεις κι αποφάσεις ακόμα πιο άγριες από ένα δρόμο – επικράτεια της ερημιάς και των αδέσποτων σκυλιών...
Όλοι και όλα έμοιαζαν να είναι κόσμους μακριά. Είχε μόνο άνοιξη, νύχτα, ένα ελαφρύ αεράκι εκεί στα ψηλά της γέφυρας, με τα τρένα από κάτω να περνούν, και σταθερά μια επίμονη μυρωδιά γαζίας, λυτρωτική σαν υπαρξιακή απάντηση‧ σαν ένα σήκωμα των ώμων που έκλεινε ένα τεράστιο γιατί. Σε ποια ερώτηση όμως; Ούτε που θυμόμουν. Το μόνο που είχε πια σημασία ήταν μια αίσθηση: πως ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι γραφόταν εκείνη τη στιγμή...
Από τα ηχεία του μαγαζιού ακούγονταν αδιάφορα τραγούδια του συρμού, επιλεγμένα δίχως προσοχή και φροντίδα (τη φροντίδα του dj στα μαγαζιά τη νιώθεις πάντα, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή). Οι κουβέντες περιστρέφονταν γύρω απο φιλοσοφικά ζητήματα, λάθη που έγιναν, αποφάσεις που δεν πάρθηκαν, υπερβολικές προσδοκίες, ματαιότητα, ματαιότητα, ματαιότητα...
Σταδιακά τα πρόσωπα έγιναν κάτι παραπάνω από ανοίκεια: ξένα. Τα χαμόγελα έγιναν απειλή και το τραπέζι παγίδα. Μια εχθρική επικράτεια από την οποία έπρεπε πάση θυσία να ξεφύγω. Ο χρόνος είχε σταματήσει μαζί με την ψύχραιμη σκέψη. Οι τάσεις φύγεις είναι μια παρόρμηση που δε μπορείς να την παλέψεις – όσο κι αν θες (που συνήθως δε θες). Το να μην ανήκεις κάπου είναι ένα ένστικτο τόσο απόλυτο και δυνατό που όταν πυροδοτηθεί δεν έχει επιστροφή.
Καθώς έψαχνα τις τσέπες μου για ψιλά ένιωσα μαζί με τα κέρματα να αφήνω στο τραπέζι και μια χούφτα μεταλλικούς κρίκους από τις αλυσίδες που με έσφιγγαν. Η νυχτερινή μυρωδιά μιας ανοιξιάτικης γαζίας έδωσε την οριστική ώθηση. Έσπρωξα την καρέκλα, είπα μια βιαστική καληνύχτα κι άφησα πίσω μου τα οκτώ πρόσωπα της απόλυτης απορίας να συνεχίσουν την ανοιξιάτικη συνωμοσία τους. Εγώ δεν ήμουν μέρος της. Όχι αυτή τη νύχτα τουλάχιστον.
Η νυχτερινή ησυχία όσο απομακρυνόμουν από το μαγαζί επανέφερε τους παλμούς μου στο ρυθμό τους. Ησυχία. Ο πεζόδρομος της Ερμού ήταν άδειος με μόνη εξαίρεση την επίμονη μυρωδιά της γαζίας. Μέχρι τις αρχές της Πειραιώς η απόλυτη σιωπή. Έξω απ’ το γκάζι ο πανικός των αυτοκινήτων. Δεν ήταν αυτός ο ήχος της στιγμής. Ένα κλικ στο discman: Nina and Strings: η Simone την άνοιξη είναι μεγάλη ευθύνη, Δεν παίζεις μαζί της τις δύσκολες στιγμές. Άλλο κλικ: o Keith Jarrett στο κονσέρτο της Κολονίας: κάτι πιο άγριο, αυτή η πρώτη κίνηση παραφέρνει πολλές μνήμες που δεν είναι της παρούσης.
Το ένα κλικ μετά το άλλο. Η Αθήνα είναι ήχοι, τραγούδια, μουσικές ακροάσεις και ηχητικά τοπία. Θα ήθελα να έχω κάτι πιο επιθετικό στα mp3 μου. Κάτι να βάζει φωτιά στα πάντα. Να συντονίζεται με το βήμα μου καθώς δαμάζει την Πειραιώς και κατευθύνεται στην Πέτρου Ράλλη αποφασισμένο να τη διασχίσει μεταμεσονύχτια μέχρι να φτάσει κάπου, σε ένα συμπέρασμα... σε μια απάντηση... έστω σε ένα «δεν πειράζει, δεν τρέχει και τίποτα, χαλάρωσε...»
Βγαίνω Πέτρου Ράλλη στο ύψος του Ρουφ - Lou Reed: “hey babe, take a walk on the wild side”… μια ζωή ειρωνικό από το αγαπημένο transformer. Οι κιθάρες του Reed είναι ακριβώς ο τι χρειάζεται να συνοδέψει το βήμα ενός χαμένου ανθρώπου σε ένα δρόμο φτιαγμένο αποκλειστικά και μόνο για αυτοκίνητα. Κι ακόμα πιο ιδανικό να συνοδέψει μια βόλτα σε σκέψεις κι αποφάσεις ακόμα πιο άγριες από ένα δρόμο – επικράτεια της ερημιάς και των αδέσποτων σκυλιών...
Όλοι και όλα έμοιαζαν να είναι κόσμους μακριά. Είχε μόνο άνοιξη, νύχτα, ένα ελαφρύ αεράκι εκεί στα ψηλά της γέφυρας, με τα τρένα από κάτω να περνούν, και σταθερά μια επίμονη μυρωδιά γαζίας, λυτρωτική σαν υπαρξιακή απάντηση‧ σαν ένα σήκωμα των ώμων που έκλεινε ένα τεράστιο γιατί. Σε ποια ερώτηση όμως; Ούτε που θυμόμουν. Το μόνο που είχε πια σημασία ήταν μια αίσθηση: πως ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι γραφόταν εκείνη τη στιγμή...
Subscribe to:
Posts (Atom)