Η ιδέα μιας γυναίκας μέσα στη νυχτερινή αϋπνία της να κυνηγάει το φεγγάρι μου φάνηκε απείρως θελκτική. Το "παιδική παράσταση" δεν ήταν παρά ψιλά γράμματα. Άλλωστε το πως αποφασίζεις να προσλάβεις κάτι είναι αποκλειστικά δικό σου θέμα καθώς και η βασική αρχή της επικοινωνίας του καθενός με ένα έργο Τέχνης.
Αγαπώ το συμβολισμό των απλών εικόνων και γνωρίζω πως όταν κάποιος ασχολείται με την Τέχνη για παιδιά με σοβαρότητα κι ευθύνη (είτε μιλάμε για θέατρο, κινηματογράφο, μουσική, ή λογοτεχνία) παρέχει πάντα αρκετό υλικό, προβληματισμό για σκέψη και -κυρίως- συναισθηματικά ερεθίσματα και στο ενήλικο κοινό.
Το παιδικό θέατρο έχει την ιερή αποστολή να προετοιμάσει τα παιδιά για όσα θα συναντήσουν στο ταξίδι τους στον κόσμο, με συναρπαστικές ιστορίες, όμορφες ευπρόσληπτες εικόνες και απλά νοήματα. Τα παιδιά αποστρέφονται το διδακτισμό και αναπτύσσουν άμυνες στις παρατηρήσεις και τις διδαχές μιας μαμάς, ακόμα κι αν είναι ντυμένη σαν πολύχρωμος κλόουν. Αντιθέτως αγαπούν το σουρεαλισμό - κι ας μη μπορούν να το κατονομάσουν - και μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν πολύ εύκολα μια κίνηση, αν αυτή τους ενεργοποιεί έστω και λίγο τη φαντασία.
Στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών η αγαπημένη Ξένια Καλογεροπούλου, (που συνειδητοποίησα με πόση αγάπη έχει εγγραφεί στο υποσυνείδητο της γενιάς μου) φόρεσε τις πορτοκαλί της πιτζάμες, χώθηκε στο παραμυθένιο της κρεβάτι και μεταμορφώθηκε σε έναν ανήσυχο κλόουν που μπαίνει σε φασαρίες όταν συνειδητοποιεί πως στο δωμάτιο του βρίσκεται ένας απρόσκλητος επισκέπτης.
Τα πιτσιρίκια που γέμισαν την Πόρτα φάνηκαν να το καταδιασκεδάζουν. Συμμετείχαν στη δράση, μιλούσαν στην "παράξενη Κυρία" της σκηνής και τη βοηθούσαν να εντοπίσει το φεγγάρι που άλλαζε θέσεις στο δωμάτιο. Γελούσαν, αγανακτούσαν, αγωνιούσαν και θύμωναν και επικοινωνούσαν απόλυτα με κάθε σκηνικό εύρημα της ηθοποιού (πόση εμπειρία χρόνων αλήθεια να χρειάζεται για να μπορείς να ελέγχεις τόσο απόλυτα και επιτυχημένα το ενδιαφέρον και την προσοχή 100 και βάλε νηπίων).
Το "'Ελα, έλα" όμως, πήγαινε τόσο πιο πέρα απ' αυτή την πρώτη παιδική ανάγνωση. Όσο παρακολουθούσα την Καλογεροπούλου να κάνει τα μαγικά της στη σκηνή σκεφτόμουν πως είχε καταφέρει να φτιάξει ένα μυστικό αλγόριθμό άμεσα εγγράψιμο στο παιδικό ασυνείδητο, που θα ενεργοποιούνταν πλήρως αρκετά χρόνια μετά, όταν αυτά τα αθώα σήμερα παιδάκια θα έρχονταν πραγματικά αντιμέτωπα με το τί σημαίνει να μη μπορείς να πιάσεις κάτι που κυνηγάς, ή να μην ξέρεις τί είναι αυτό που σου λείπει όταν πέφτεις το βράδυ για ύπνο.
Την είδαμε να αλλάζει θέσεις στο κρεβάτι για να βολευτεί, να ψάχνει ικανοποίηση σε υπερμεγέθεις σοκολάτες, να ανοίγει με ανυπομονησία άδεια εντυπωσιακά κουτιά, να γοητεύεται από κάτι μακρινό επίμονο και άπιαστο και να της γεννίεται η επιθυμία να το σαγηνεύσει, να το δαμάσει, να το αποκτήσει κι όταν δεν τα κατάφερε να το σκοτώνει. Την είδαμε να του κάνει κακό και μετά να το μετανιώνει. Να του επιβάλλεται και να νιώθει ενοχή κι αμηχανία την αμέσως επόμενη στιγμή. Να του ζωγραφίζει χαμόγελα κι όταν αρνούνταν να χαμογελάσει μαζί της να το διαγράφει με θυμό. Την είδαμε να το καταβροχθίζει (η ψυχανάλυση μιλά από μόνη της) και να μην αντέχει την ευθύνη να το κουβαλά μέσα της. Την είδαμε να το καλοπιάνει, να κάνει την αδιάφορη, να του υποτάσσεται και μόνο τότε να παραδίδεται σε ύπνο: σε έναν ήρεμο ύπνο με όνειρα και την ικανοποίηση της κατοχής του αγαπημένου. Ενώ την ίδια στιγμή ο αγαπημένος είχε ήδη ξεγλιστρήσει από το κρεβάτι και έλαμπε ολόφωτος έξω από το παράθυρο...
Δεν ξέρω τί απ΄όλα τα παραπάνω πρόσεξαν τα παιδάκια. Έχω την αίσθηση πως τα είδαν όλα - και πως η Καλογεροπούλου δεν έπαιξε κανένα από αυτά τα ανεύθυνα παιχνίδια εντυπώσεων που η κάθε ηλικία έχει τα κομμάτια που της αντιστοιχούν από μια παράσταση. Σαν έμπειρη και σπουδαία καλλιτέχνις, έστησε μια ιδιοφυή performance, ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, που λειτουργούσε απόλυτα, ανάλογα με το κάτοπτρο του δέκτη, χωρίς αυτός να χρειαστεί να αφαιρέσει το οτιδήποτε για να έχει ολόκληρη την εικόνα.
Αυτό σκεφτόμουν κατηφορίζοντας το βράδυ την Πειραιώς, χαζεύοντας τη χτεσινή (τυχαία;) πανσέληνο του Ιουνίου. Τα πάντα είναι τελικά θέμα οπτικής και θέσης. Σκέφτηκα πόσα από τα παιδάκια θα παραμόνευαν στο κρεβάτι τους να πιάσουν το φεγγάρι. Και πόσα θα ξυπνούσαν το πρωί διαβεβαιώνοντας τη μαμά τους ότι τα είχαν καταφέρει. Και μετά ο νους μου πήγε και σε εκείνο το ένα παιδάκι το πιο σιωπηλό από όλα. Που ξέρει από τα πέντε του πως το φεγγάρι δε μπορεί να το αποκτήσει τελικά πραγματικά κανείς.