Εξηγούμαι: είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε κάθε είδους διαδήλωση, πορεία, διαμαρτυρία. Όχι λόγω αδιαφορίας και φιλησυχίας. Ούτε λόγω της φυσικής αποστροφής μου προς τη βία και τη φασαρία. Θεωρώ ότι μια αποτελεσματική δημόσια έκφραση δυσαρέσκειας, απαιτεί παιδεία, ενημέρωση, ψυχραιμία και καθαρή θέση. Και δε θεωρώ κανένα από τα παραπάνω ίδιον του λαού μας. Αντιθέτως πιστεύω πως είμαστε παρορμητικοί, φασαριόζοι, αψυχολόγητοι και χειραγωγήσιμοι. Όλα όσα καταδικάζουν την οποιαδήποτε συλλογική διαμαρτυρία δηλαδή, σε πεδίο δράσης επιτήδειων, οι οποίοι παραμονεύουν την ιδανική στιγμή για να επωφεληθούν από την όποια αναταραχή.
Γι’ αυτό το λόγο ήμουν επιφυλακτικός και για την χτεσινή πρόσκληση διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα. Η αφορμή μου φαινόταν βεβιασμένη. Αυτό το χαρακτηριστικό του Έλληνα, που δεν ανέχεται κάποιος να του τη «λέει» και να βγαίνει από πάνω. Μου φάνηκε πως αφορμή στάθηκε όχι το «αμήν» - το οποίο έτσι κι αλλιώς μετράει αρκετούς μήνες, αλλά αυτό το σλόγκαν των Ισπανών, το «σιγά, μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες», που, ως εθνική προσβολή, έπληξε το ελληνικό φιλότιμο και την περηφάνια μας, λες και πρόκειται για γηπεδική αντιπαράθεση.
Εκτός αυτού, πόση εγκυρότητα μπορεί να έχει μια αυθαίρετη πρόσκληση, χωρίς ξεκάθαρο αίτημα, που μάλιστα ξεκινάει πρακτικά ανώνυμα από το facebook; Στη σύντομη χρονικά παρουσία μας σε αυτή την ψηφιακή κοινότητα, ο καθένας μας έχει δεχτεί αψυχολόγητες εκκλήσεις παράφορων ταγών για τα πάντα: από προσκλήσεις σε συναυλίες, πρεμιέρες και dj set, μέχρι δημόσιο λιθοβολισμό, πολιτική αναδιάρθρωση και κοινωνική αναστήλωση. Αρκεί μια παρόρμηση, μια πολυπληθής λίστα φίλων κι απανωτά ποσταρίσματα για να μπορεί ο καθένας να οργανώσει την προσωπική του μίνι επανάσταση.
Με χαρά αυτή τη φορά διαψεύστηκα. Άφησα πίσω αφορμές, επικρίσεις και δεύτερες σκέψεις και διαπίστωσα πως ο “αγανακτισμένος” κόσμος, μπορεί όντως να κινητοποιηθεί και να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του με ψυχραιμία και ενότητα. Με ακόμα μεγαλύτερη χαρά, είδα πως σε τέτοιες περιόδους παλλαϊκής κρίσης, ο Έλληνας έχει την νηφαλιότητα και τον καθαρό νου να αποκλείσει την εξαρτημένη γονεϊκή σχέση με τα κάθε λογής και διαλογής κόμματα, τους κρατικούς φορείς και τους επιτήδειους μεσάζοντες. Ένιωσα πως ήρθαμε σε επαφή με το πρόβλημα, ένα μέρος της ουσίας του κι αν όχι ακριβώς τη λύση, σίγουρα την απαγκίστρωση από όσα την παρεμποδίζουν.
Για να είμαι ειλικρινής, χάρηκα ακόμα και για τη μεθοδευμένη απόκρυψη των πραγματικών διαστάσεων της χτεσινής εκδήλωσης από τα χειραγωγούμενα ΜΜΕ. Χάρηκα γιατί με πλάγιους τρόπους, είτε από στόμα σε στόμα, το θέμα ταξίδεψε κι έφτασε στα αφτιά ακόμα κι όσων δεν παραβρέθηκαν στις εστίες της διαμαρτυρίας: tweet και φωτογραφίες από κινητά, status στο facebook, αναρτήσεις σε blog απλών πολιτών, το νέο κυκλοφόρησε, ο ενθουσιασμός απλώθηκε, η επιστολή επιδόθηκε στους πολλαπλούς απανταχού παραλήπτες της. Κι ας μην έγινε πρώτο θέμα στις τηλεοπτικές ειδήσεις, που έτσι κι αλλιώς σε περιόδους κρίσης ηδονίζονται ακόμα είτε με πιπεράτα σεξοσκάνδαλα είτε ομφαλοσκοπώντας. Χάρηκα που ένιωσα πως απογαλακτιζόμαστε σιγά – σιγά από την συμπυκνωμένη ενημέρωση και τον καταιγισμό της άχρηστης πληροφορίας, που μετατοπίζει την κοινή γνώμη και συντελεί στη συντήρηση απαθών πολιτών.
Δεν άλλαξε ο κόσμος με τις χτεσινές πορείες, ούτε βρέθηκε η λύση. Έχουμε ακόμα δρόμο. Αυτά όμως είναι έτσι κι αλλιώς ο επίλογος του έργου. Το πρώτο βήμα είναι να ξυπνήσει ο νους και ν’ αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα. Θέλω να πιστεύω πως αυτό το βήμα έχει συντελεστεί και στις επόμενες μέρες αυτό θα γίνει ακόμα πιο εμφανές: οι παρωπίδες μοιάζουν σταδιακά να πέφτουν, τα μυαλά να ανοίγουν,τα πήλινα πόδια να σπάνε. Δεν υπάρχουν ακόμα λύσεις, θέσεις, μέθοδοι, προτάσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Υπάρχει όμως αντίθεση στην ανεύθυνη διοίκηση, διεκδίκηση στη στρατηγική εξόδου από την κρίση, καθαρό σήμα λαϊκής παρουσίας. Περισσότερο απ’ όλα όμως μόνο αισιοδοξία μπορεί να προκαλέσει το γεγονός ότι μια νέα γενιά πολιτών ενός διαλυμένου κράτους, βρήκε την απαραίτητη ενότητα να βγει στο δρόμο για να διεκδικήσει μια θέση στη διαχείριση ενός προβλήματος που είναι πάνω και πρώτα απ’ όλα δικό της.