Την Παρασκευή που μας πέρασε ήμουν έξω από το θέατρο Χυτήριο. Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ήταν μια παρουσία που τη χρωστούσα σε κάθε ελεύθερη και συνειδητή επιλογή που έχω κάνει μέχρι σήμερα στη ζωή μου. Ένα χρέος στο δικαίωμα μου να μιλάω και να γράφω συντάσσοντας όπως θέλω τις λέξεις που επιλέγω και να τις δημοσιεύω σε τούτο εδώ το blog, ή στα στάτους μου στο facebook ή στο twitter χωρίς να σκέφτομαι τις συνέπειες‧ χρέος στο δικαίωμα μου να γυρίζω στους δρόμους μέχρι ότι ώρα επιθυμώ, να κάνω παρέα, να θαυμάζω και να ερωτεύομαι τους ανθρώπους που μου κάνει κέφι, χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν πλην του εαυτού μου. Η παρουσία μου στο Χυτήριο δεν ήταν οικειοθελής ούτε συμβολική: ο κατάλογος είχε ήδη ανοιχτεί και κάποιος φώναζε το όνομά μου.
Μια μέρα πριν. ΄Όταν πληροφορήθηκα τα γεγονότα κι ένιωσα προσβεβλημένος: λες και κάποιος είχε εισβάλλει με το έτσι θέλω στο δικό μου σπίτι, είχε σκίσει τα βιβλία μου, είχε τσαλαπατήσει τους δίσκους και τις ταινίες μου και στο τέλος είχε ρίξει ένα σπίρτο κι είχε βάλει φωτιά σε ό,τι μικρό κι ασήμαντο συνέθετε τον κόσμο μου. Σαν κάποιος αόρατος δικτάτορας να καταργούσε βίαια κι αποφασιστικά το όνομα μου, στο όνομα κάποιων αλλόκοτων αρχών ενός ηθικού κώδικα που δεν ενέκρινα ποτέ, ούτε εφήρμοσα στην καθημερινότητα μου. Ένιωσα περιττός αριθμός, εκκρεμής υπόθεση προς διευθέτηση, επόμενο θύμα. Και βρέθηκα ξαφνικά από τον ελεύθερο κόσμο μου να κατοικώ στις ολοκληρωτικές κοινωνίες του Fahrenheit 451, του 1984 και των θρύλων του Θανάση Τριαρίδη.
Η φυσική παρουσία έξω από το θέατρο – το όποιο θέατρο, εκδοτικό οίκο ή μουσική σκηνή τίθεται στόχος του ανελεύθερου σκοταδισμού – ήταν πάνω απ’ όλα προσωπική ανάγκη. Οι 200-300 άνθρωποι που συγκεντρωθήκαμε έξω από το Χυτήριο δεν το κάναμε μόνο για να δείξουμε ότι υπερτερούμε αριθμητικά από τις οργισμένες μειονότητες, ούτε για να προτάξουμε τα στήθη μας ενάντια στους τραμπούκους, προκειμένου να διασφαλίσουμε την ομαλή διεξαγωγή της συγκεκριμένης παράστασης. Το κάναμε πρώτα και κύρια για να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας και τους άλλους πως είμαστε ακόμα άνθρωποι ελεύθεροι, που μπορούμε να σταθούμε στο πλευρό άλλων ελεύθερων ανθρώπων που επιλέγουν ένα συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε όλους. Στόχος δεν ήταν να προασπίσουμε μια συγκεκριμένη αισθητική, ιδεολογική ή θρησκευτική προσέγγιση αλλά το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να επικοινωνεί ελεύθερα τους προβληματισμούς του με όσους το επιθυμούν, με την απαραίτητη προϋπόθεση να σέβεται το δικαίωμα των υπόλοιπων στην αντίθετη άποψη.
Κι ήμασταν αρκετοί. Όχι αριθμητικά μα δυναμικά αρκετοί. Είδα στο γραφικό παραλογισμό της απέναντι πλευράς να αντιτίθενται καθαρά μάτια και όμορφα ήρεμα πρόσωπα. Είδα βλέμματα να γυαλίζουν μέσα στη νύχτα από σιγουριά για το τί είναι σωστό, τι ηθικό, τι ανεπίτρεπτο. Άκουγα απόψεις με συνοχή, αρθρωμένες με δυνατές στιβαρές φωνές κι ωραίες λέξεις. Αισθάνθηκα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό πως δεν έχει χαθεί κάθε ελπίδα σε αυτή τη χώρα‧ δεν έχουν πάρει οριστικά τα ηνία οι ανεγκέφαλοι, οι τραμπούκοι, οι φασίστες. Αν και βρισκόμασταν συγκεντρωμένοι στο ημίφως της Ιεράς Οδού, ο καθένας έμοιαζε να κρατά στο χέρι του μια προσωπική δέσμη φωτός, ενάντια στο ολοκληρωτικό σκοτάδι της εποχής.
Θα μπορούσαμε ομολογουμένως να ήμαστε πολύ περισσότεροι. Υποθέτω πως όσοι δεν βρέθηκαν εκεί, το έκαναν είτε γιατί είχαν σημαντικότερα σχέδια για το βράδυ της Παρασκευής τους, είτε γιατί θεωρούν πως η ελευθερία τους δεν είναι υπό διαπραγμάτευση. Εύχομαι κι ελπίζω να συνεχίζουν να το πιστεύουν. Όπως το πίστευα κι εγώ ως το βράδυ της Πέμπτης που ενημερώθηκα βάναυσα κι απρόσμενα για τα επεισόδια, ράγισε η βιτρίνα του προστατευμένου μου μικρόκοσμου, γύρισα το κλειδί στο σπίτι μου και το βρήκα παραβιασμένο. Με όλες τις ελεύθερες μέρες από τούδε και στο εξής υπό διαπραγμάτευση.