Το όνειρο πήγαινε κάπως έτσι: είχα -λέει- ένα αγαπημένο γατί (στα όνειρα μου υπάρχει πάντα ένα συγκεκριμένο γατί που επανέρχεται περιοδικά). Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες φορές όμως τώρα το γατί μου ήταν γερασμένο και κατάκοπο. Μόλις και μετά βίας έσερνε το λιπόσαρκο κορμί του, ενώ νιαούριζε επίμονα δίχως να παράγει κάποιο ήχο.
Στην επόμενη εικόνα το γατί βρίσκεται ακόμα πιο κοντά μου. Παρατηρώ πόσο ταλαιπωρημένο είναι. Εκτός αυτού είναι ακρωτηριασμένο: του λείπει ένα από τα μπροστινά του πόδια. Το παίρνω με τρυφερότητα στην αγκαλιά μου. Όσο κι αν δεν αναγνωρίζω τη μορφή του, κάτι μέσα μου με διαβεβαιώνει πως πρόκειται για το πιο αγαπημένο μου πλάσμα στον κόσμο.
Το κοιτάζω βαθιά στα μάτια μου. Το γατί μου δεν έχει μάτια. Κάποιος του τα έχει βγάλει. Η καρδιά μου σφίγγεται. Νιώθω να το αγαπώ περισσότερο. Το βουβό νιαούρισμα συνεχίζεται. Διαισθάνομαι πως πεινάει. Το αφήνω προσεκτικά κάτω και πηγαίνω να του φέρω λίγο γάλα.
Όταν επιστρέφω το γατί μου δεν είναι παρά ένα γατίσιο κεφάλι ακουμπισμένο στο πάτωμα. Δεν έχει μάτια, η μουσούδα του όμως είναι υγρή, τρυφερή κι επώδυνα οικεία. Παίρνω το κεφάλι και προσπαθώ να το ταΐσω βουτώντας το τρυφερά στο μπολάκι με το γάλα. Το γατίσιο κεφάλι πίνει με λαιμαργία. Το γάλα αδειάζει. Όταν το σηκώνω συνειδητοποιώ πως το γατί μου – ή ό, τι τέλος πάντων είχε απομείνει από αυτό – έχει πνιγεί.
Η καρδιά μου ωστόσο είναι ήσυχη. Μέσα μου κουλουριάζεται ευτυχισμένο, αρτιμελές, χορτάτο. Ξυπνάω ήρεμος. Με μια αίσθηση εξισορροπητικής απώλειας.