Υπήρχε κάποτε ένα αγόρι που συνομιλούσε με τα όνειρα. Συνομιλούσε μαζί τους όπως οι εκπαιδευτές των θηρίων. Όταν ονειρευόταν κάτι άσχημο μελαγχολούσε ολόκληρη τη μέρα. Όταν πάλι έβλεπε κάτι χαρούμενο έμενε βουβός γιατί φοβόταν πως αν το μοιραστεί θα το προδώσει. Ήξερε τρομερά μυστικά για όλους τους ανθρώπους. Δεν κοιμόταν συχνά ούτε πολύ γι’ αυτό και τα όνειρα του ήταν πολύτιμα – σα σταγόνες δροσιάς σε άγονη γη.
Το αγόρι που συνομιλούσε με τα όνειρα ήταν με το ένα πόδι σ’ αυτό τον κόσμο και με το άλλο σκορπισμένο στο διάστημα. Δε μπορούσε να ρυθμίσει που βρισκόταν κάθε φορά. Το σώμα του ήταν έρμαιο της στιγμής και της διάθεσης. Η διάθεση κι η στιγμή ήταν επίσης έρμαια μιας άλλης δύναμης μακρινής. Αν ήσουν τυχερός μπορεί να τον πετύχαινες για λίγο στην κανονική ζωή. Ίσα να βεβαιωθείς ότι υπάρχει. Μετά αποσυρόταν και πάλι στον πλανήτη του.
Τις περισσότερες στιγμές κοίταζε τους υπόλοιπους ανθρώπους από ψηλά. Τα σύννεφα έμπαιναν στα μάτια του και δεν τους έβλεπε καθαρά. Γι’ αυτό και δεν τους πολυεμπιστευόταν. Ό, τι ήξερε γι' αυτούς ήταν διαθλάσεις ονείρων. Δεν είχαν ένα πρόσωπο και σταθερό μα μια υδάτινη μορφή που άλλαζε σημαίνοντας διαρκώς άλλα. Στην προσωπική του μυθολογία οι υπόλοιποι ήταν αδιάφοροι: ένα στιγμιαίο dejavu του γονιδιακού του κώδικα. Ωστόσο τους καταδεχόταν. Ήξερε ότι ένα μέρος του ανήκει στον πλανήτη τους.
Το αγόρι που συνομιλούσε με τα όνειρα δεν ήταν θλιμμένο. Μερικές φορές μόνο που ξεχνιόταν. Τον περισσότερο καιρό χαμογελούσε. Ήξερε να διώχνει τις άσχημες σκέψεις με την ευκολία που ανάσαινε. Ήξερε επίσης να διαβάζει σημάδια που οι άλλοι δεν υποπτεύονταν καν: μια αλλαγή στη φορά του αέρα, το ανήσυχο φτερούγισμα ενός πουλιού, τις κουβέντες των εντόμων. Ήξερε που πήγαινε ο κόσμος μα δεν το μοιραζόταν ποτέ. Δεν ενδιαφερόταν να γίνει προφήτης ούτε ν’ αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Για εκείνον ήταν ένα και το αυτό.
Το αγόρι που συνομιλούσε με τα όνειρα μια μέρα έχασε τον ύπνο του για πάντα. Ήταν έτοιμος γι’ αυτό από τη μέρα που γεννήθηκε. Στη νέα του ζωή περιφερόταν τυφλός και άυπνος από μέρος σε μέρος. Όποτε κουραζόταν έβρισκε μια ήσυχη γωνιά στη μέση του πουθενά και καθόταν να ξαποστάσει. Τότε όλα τα όνειρα της ζωής του έβγαιναν μέσα απ’ τα σκοτάδια και κούρνιαζαν στα πόδια του σαν εξημερωμένα λιοντάρια. Εκείνος έμπλεκε τα δάχτυλα του στη χαίτη τους τους και αντιστοιχούσε τα μυστήρια του σύμπαντος ένα προς ένα.
Μια στο τόσο, όταν ένιωθε μοναξιά και νοσταλγία για την παλιά εποχή, όταν διψούσε για νέα όνειρα έστελνε τις εξημερωμένες στρατιές του στον ύπνο όσων των γνώρισαν προς αναζήτηση λείας. Και τότε οι άνθρωποι άρχισαν να ξυπνάνε το πρωί δίχως όνειρα, μόνο με μια ανεπαίσθητη γεύση αίματος στα χείλη από το νυχτερινό κυνήγι και μια αφηρημένη ανάμνηση ενός νεαρού αγοριού που έζησε κάποτε για λίγο ανάμεσά τους.