Μιλάω με τη μάνα μου στο τηλέφωνο καθημερινά (η σχεδόν καθημερινά). Συνήθως με πρωτοβουλία δική της. Ή των ενοχών μου όταν έχω αγνοήσει σερί τις κλήσεις της κι έχουμε καιρό να τα πούμε. Μιλάμε είτε πρωινές ώρες (“σε ξύπνησα;”) είτε βραδινές (“με ξέχασες!”). Ανεξαρτήτως ώρας του τηλεφωνήματος πάντα περιλαμβάνεται μια ερώτηση περί διατροφής σε διάφορες διατυπώσεις: “έφαγες;” - “θα φας;” - “μαγείρεψες;” - “πήγες σούπερ μάρκετ;” και πάντα ακολουθείται από μια γενικού ενδιαφέροντος: “πως περνάς;”, “θα βγεις το βράδυ;”, “η δουλειά πως πάει;”, “ο ύπνος σου;” “πότε θα γράψεις κάνα χαρούμενο τραγούδι;”. Μετά, τις περισσότερες φορές, γίνεται μια παύση - Η παύση - πάντα η ίδια παύση. Εκεί η μάνα μου κάνει ένα καμικάζι σερβίς της υποθετικής μπάλας της συζήτησης κι ύστερα σωπαίνει, περιμένοντας να δει τί ψάρια θα πιάσει. Αν η μπάλα βρει στόχο ξετρυπώνει καμιά έξτρα πληροφορία της μυστηριώδους και σκοτεινής ζωής μου. Αν όχι, μαζεύει τα κομμάτια της, σπεύδοντας να σκοτώσει τη σιωπή με τη φράση “πάντα καλά να είστε παιδιά μου”. Η μπαλα της επιστρέφεται με την γενική ερώτηση από πλευράς μου: “εσείς καλά; ο πατέρας;”. Εδώ το θέμα είναι ελεύθερο. Εδώ η μαμά, αναθαρρεί κι αρχίζει να μιλά για τα νέα του μικρού της βασιλείου, τις τρέλες “αυτού του πατέρα μου”, μια ωραία εκδρομή που έχει οργανωθεί και θα ήθελε πολύ να πάει, ένα ύφασμα μούρλια που έχει βάλει στο μάτι, μια νέα συνταγή που είδε σε ένα περιοδικό ή στην τηλεόραση και θέλει να μου την περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια γιατί “είναι εύκολη και μπορείς να την κάνεις κι εσύ καμιά μέρα που θα έχεις κόσμο”. Το τηλέφωνο κλείνει κάθε φορά ανεξαιρέτως με το ίδιο παράπονο: “μη με ξεχνάς, να με παίρνεις”, (“σε παίρνω μαμά, κάθε μέρα μιλάμε”), “εγώ σε παίρνω, να με παίρνεις κι εσύ πιο συχνά”. Όταν αποσπάσει την πολυπόθητη υπόσχεση να είμαι πιο τυπικός το κλείνει ανακουφισμένη. Δύσπιστη μα ανακουφισμένη.
Κάθε (μα κάθε) φορά που κλείνουμε, το μάτι μου πέφτει στην οθόνη του τηλεφώνου. Η διάρκεια της κλήσης, είτε πρωινής, είτε βραδινής, είναι σχεδόν πάντα 38 δευτερόλεπτα. Ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο. Δεν ξέρω ποια τυχαία σύμπτωση έχει αποφασίσει αυτό το χρονικό πλαίσιο, ωστόσο όσο κι αν παρεκκλίνουμε του τελετουργικού, η χρόνος του παραμένει ο ίδιος. Ελάχιστες είναι οι φορές που η συνομιλία μας έχει αγγίξει το λεπτό (για περισσότερο ούτε λόγος) κι όταν αυτό συμβαίνει το καταλαβαίνω πρωτίστως από τον ήχο της φωνής της, που γίνεται αλλιώτικος - σαν να έχει καρφώσει τη σημαία της σε μια απάτητη βουνοκορφή.
Κάθε φορά η ίδια σκέψη: την επόμενη να κρατήσω το τηλέφωνο πιο πολύ. Όλο και κάποια ερώτηση θα μπορώ να σκαρφιστώ για να της δώσω τη χαρά και το χρόνο να γιορτάσει την επικοινωνία μας, όπως λαχταρά. Όλο και κάποιο νέο μου θα της φτιάξει τη μέρα. Κάθε φορά όμως το τηλεφώνημά σκάει σε μια άσχετη στιγμή της καθημερινότητας και με αιφνιδιάζει. Κι έτσι η γιορτή της κουβέντας μας στήνεται, γιορτάζεται κι αποκαθηλώνεται στα 38 σταθερά δευτερόλεπτα που της αντιστοιχούν.
Δεν είναι οι τύψεις ο λόγος που θέλω να κάνω το τηλεφώνημα να διαρκέσει περισσότερο. Για μένα τα 38 δευτερόλεπτα δεν υφίστανται πραγματικά. Δεν είναι παρά η τυχαία διάρκεια μια καθημερινής, αναπόδραστης συνήθειας, όπως ο πρώτος καφές της μέρας. Η φωνή της μάνας μου, οι ερωτήσεις της, οι αγωνίες της, οι ανησυχίες της, τα πράγματα που της δίνουν χαρά κι αυτά που τη στεναχωρούν, ο τρόπος που βλέπει κι αισθάνεται τον κόσμο, οι πιο βαθιές επιθυμίες και οι φόβοι της είναι δίπλα μου και μέσα μου από τη μέρα που γεννήθηκα. Είναι κομμάτι του βαθύτερου εαυτού μου, των πιο αγνών πρώτων χρόνων μου, αλλά και τον πιο μακρινών, μελλοντικών προβολών μου. Αν υπάρχει ένας λόγος που θέλω κάποια στιγμή να σπάσω το φράγμα των 38 δευτερολέπτων ειναι για να νιώσει κι εκείνη με την ίδια σιγουρια που το νιώθω κι εγώ, πως βρισκόμαστε σε ανοιχτή επικοινωνία από την πρώτη μέρα που γεννήθηκα (ίσως και μερικούς μήνες πριν) και το τηλέφωνο της καθημερινής μας επαφής δε θα κλεισει παρά πολύ καιρό μετά, αφού θα έχουμε φύγει κι οι δυο, σε διαφορετικούς χρόνους απ’ τη ζωή. Εκεί, λίγο πριν το οριστικό τέλος, αν η τυχαιότητα της ύπαρξης με αξιώσει να δω βαθιά γεράματα θα κοιτάξω μια τελευταία φορά την οθόνη του τηλεφώνου και θα δω να έχει μετρήσει όλα τα δευτερόλεπτα του χρόνου μου στη γη, από το πρώτο ώς το τελευταίο. Γιατι - όσο κι αν δεν της το λέω - όσο κι αν δεν το ξέρει ή δε θα το μάθει ποτέ, με εκείνη συντονίζονται και σε εκείνη αφιερώνονται πρώτα και πάνω απ' όλους.
ΥΓ: Υπάρχει ένα τραγούδι που έχω γράψει για εκείνη και δε θα μπορούσε να λείπει σε καμιά περίπτωση από ένα κείμενο σαν αυτό. Αν η φωνή της μάνας μου ήταν τραγούδι λοιπόν, θα έλεγε τα παρακάτω: