Saturday, May 01, 2010

hey babe...


Ήταν ένα μεγάλο ανούσιο τραπέζι, από αυτά που συντίθενται από πρόσωπα αβάσιμης οικειότητας. Φίλους που τους μάζεψαν οι περιστάσεις, η τυχαιότητα, οι χαμηλές αντιστάσεις, οι δεδομένες συνθήκες – σίγουρα πάντως όχι η συνειδητή επιλογή. Τα ποτά διαδέχονταν το ένα το άλλο, εξίσου ανούσια κι άσκοπα με την ίδια τη συνεστίαση. Ήταν ένα ανοιξιάτικο Σάββατο βράδυ. Ψυχαναγκαστικής –ίσως και λίγο εκβιασμένης- διασκέδασης. Ένα «μη μείνεις μέσα μωρέ – θα μιζεριάσεις χειρότερα». Ένα σπρώξιμο φίλων απ’ το κενό στο άλλο κενό το μεγαλύτερο: το αβάσιμο.

Από τα ηχεία του μαγαζιού ακούγονταν αδιάφορα τραγούδια του συρμού, επιλεγμένα δίχως προσοχή και φροντίδα (τη φροντίδα του dj στα μαγαζιά τη νιώθεις πάντα, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή). Οι κουβέντες περιστρέφονταν γύρω απο φιλοσοφικά ζητήματα, λάθη που έγιναν, αποφάσεις που δεν πάρθηκαν, υπερβολικές προσδοκίες, ματαιότητα, ματαιότητα, ματαιότητα...

Σταδιακά τα πρόσωπα έγιναν κάτι παραπάνω από ανοίκεια: ξένα. Τα χαμόγελα έγιναν απειλή και το τραπέζι παγίδα. Μια εχθρική επικράτεια από την οποία έπρεπε πάση θυσία να ξεφύγω. Ο χρόνος είχε σταματήσει μαζί με την ψύχραιμη σκέψη. Οι τάσεις φύγεις είναι μια παρόρμηση που δε μπορείς να την παλέψεις – όσο κι αν θες (που συνήθως δε θες). Το να μην ανήκεις κάπου είναι ένα ένστικτο τόσο απόλυτο και δυνατό που όταν πυροδοτηθεί δεν έχει επιστροφή.

Καθώς έψαχνα τις τσέπες μου για ψιλά ένιωσα μαζί με τα κέρματα να αφήνω στο τραπέζι και μια χούφτα μεταλλικούς κρίκους από τις αλυσίδες που με έσφιγγαν. Η νυχτερινή μυρωδιά μιας ανοιξιάτικης γαζίας έδωσε την οριστική ώθηση. Έσπρωξα την καρέκλα, είπα μια βιαστική καληνύχτα κι άφησα πίσω μου τα οκτώ πρόσωπα της απόλυτης απορίας να συνεχίσουν την ανοιξιάτικη συνωμοσία τους. Εγώ δεν ήμουν μέρος της. Όχι αυτή τη νύχτα τουλάχιστον.

Η νυχτερινή ησυχία όσο απομακρυνόμουν από το μαγαζί επανέφερε τους παλμούς μου στο ρυθμό τους. Ησυχία. Ο πεζόδρομος της Ερμού ήταν άδειος με μόνη εξαίρεση την επίμονη μυρωδιά της γαζίας. Μέχρι τις αρχές της Πειραιώς η απόλυτη σιωπή. Έξω απ’ το γκάζι ο πανικός των αυτοκινήτων. Δεν ήταν αυτός ο ήχος της στιγμής. Ένα κλικ στο discman: Nina and Strings: η Simone την άνοιξη είναι μεγάλη ευθύνη, Δεν παίζεις μαζί της τις δύσκολες στιγμές. Άλλο κλικ: o Keith Jarrett στο κονσέρτο της Κολονίας: κάτι πιο άγριο, αυτή η πρώτη κίνηση παραφέρνει πολλές μνήμες που δεν είναι της παρούσης.

Το ένα κλικ μετά το άλλο. Η Αθήνα είναι ήχοι, τραγούδια, μουσικές ακροάσεις και ηχητικά τοπία. Θα ήθελα να έχω κάτι πιο επιθετικό στα mp3 μου. Κάτι να βάζει φωτιά στα πάντα. Να συντονίζεται με το βήμα μου καθώς δαμάζει την Πειραιώς και κατευθύνεται στην Πέτρου Ράλλη αποφασισμένο να τη διασχίσει μεταμεσονύχτια μέχρι να φτάσει κάπου, σε ένα συμπέρασμα... σε μια απάντηση... έστω σε ένα «δεν πειράζει, δεν τρέχει και τίποτα, χαλάρωσε...»

Βγαίνω Πέτρου Ράλλη στο ύψος του Ρουφ - Lou Reed: “hey babe, take a walk on the wild side”… μια ζωή ειρωνικό από το αγαπημένο transformer. Οι κιθάρες του Reed είναι ακριβώς ο τι χρειάζεται να συνοδέψει το βήμα ενός χαμένου ανθρώπου σε ένα δρόμο φτιαγμένο αποκλειστικά και μόνο για αυτοκίνητα. Κι ακόμα πιο ιδανικό να συνοδέψει μια βόλτα σε σκέψεις κι αποφάσεις ακόμα πιο άγριες από ένα δρόμο – επικράτεια της ερημιάς και των αδέσποτων σκυλιών...

Όλοι και όλα έμοιαζαν να είναι κόσμους μακριά. Είχε μόνο άνοιξη, νύχτα, ένα ελαφρύ αεράκι εκεί στα ψηλά της γέφυρας, με τα τρένα από κάτω να περνούν, και σταθερά μια επίμονη μυρωδιά γαζίας, λυτρωτική σαν υπαρξιακή απάντηση‧ σαν ένα σήκωμα των ώμων που έκλεινε ένα τεράστιο γιατί. Σε ποια ερώτηση όμως; Ούτε που θυμόμουν. Το μόνο που είχε πια σημασία ήταν μια αίσθηση: πως ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι γραφόταν εκείνη τη στιγμή...




3 comments:

Χρήστος Σιορίκης said...

γιατί τελείωσε αυτό το κείμενο; άφησε τη λύτρωση λίγο πριν το τέλος...

Aντώνης said...

τι έπαθες; ξαναγύρισες στον παλιό Γεράσιμο;

Unknown said...

το "Αεράκι"?