Thursday, April 21, 2011

Ένας ευτυχισμένος άνδρας


Ένας ευτυχισμένος άνδρας στα 32. Όχι ότι ήξερε και πολλούς ευτυχισμένους, πριν τα 32 ή μετά. Όμως αυτός ήταν φτιαγμένος από γνήσιο υλικό ευτυχίας. Τα μέλη του γερά και πλήρως λειτουργικά. Αγύμναστος και κάπως πλαδαρός, υγιέστατος όμως και ροδοκόκκινος. Μόνο το βλέμμα του ήταν μελαγχολικό κι οι κινήσεις του νωχελικές. Κατά τ’ άλλα οι πρώτες ύλες φώναζαν πως αν ήθελε να αρπάξει την ευτυχία εκείνη θα του παραδινόταν άνευ όρων.

Αυτός όμως, ειδικά τα ανοιξιάτικα απογεύματα όπως το σημερινό, επέλεγε να είναι δυστυχισμένος. Κρατούσε τη μάνα του αγκαζέ και σε κάθε βιτρίνα που τον τραβολογούσε η ακαταπόνητη πενηνταοχτάρα, κοντοστεκόταν κι έκανε πως κοιτά με ενδιαφέρον. Εκείνη κάθε φορά που της κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι σφιγγόταν με όλο και περισσότερη δύναμη πάνω του.

Αν πρόσεχε τις βιτρίνες που σταματούσαν, θα μετρούσε με τη σειρά ένα dvd-club, ένα ζαχαροπλαστείο, ένα κατάστημα με είδη οικιακής χρήσης, ένα ανθοπωλείο και μια δευτεροκλασάτη μπουτίκ. Στη μπουτίκ χάθηκε λίγο. Το κατάλαβε από το ξαφνικό σκούντημα κι ένα ασύνδετο «που ταξιδεύεις, σου μιλάω» που ήρθε από το πουθενά.

Δεν ταξίδευε, απλώς αφαιρέθηκε λίγο. Το απριλιάτικο απόγευμα του έφερε μια χαύνωση. Όλη μέρα χωμένος στα βιβλία του διδακτορικού του, είχε φορτίσει τις περιορισμένες του εξόδους με μια τρομακτική ηλεκτροφόρα ενέργεια.

- Θα ήμουν γελοία μ’ αυτή τη φούστα;
- Ποιά φούστα; Όχι.
Όσο κι αν έψαξε με το βλέμμα να βρει την πιθανή φούστα απέτυχε. Απάντησε μηχανικά.

- Μιχάλη, που χαζεύεις;
- Πουθενά. Είμαι λίγο αφηρημένος.
- Όλη μέρα πάνω απ' τα βιβλία, θα κλουβιάνεις...
- Έχω μείνει πίσω...
Καθώς το είπε ανέβηκε στον ουρανίσκο του μια γεύση βανίλιας. Όχι γεύση ακριβώς. Περισσότερο αίσθηση, συνοδευμένη από ένα επίμονο τσίμπημα στο στήθος. Η γυναίκα μίλησε:

- Θες να γυρίσουμε;
- Ναι καλύτερα.
- Θα πάρουμε παγωτό;
- Να πάρουμε...
Μέχρι να φτάσουν στη γωνία του σπιτιού τους είχε αρχίσει να νυχτώνει. Εκείνη ήταν ακόμη κρεμασμένη στο μπράτσο του.

- Αγαπώ τα νυχτολούλουδα. Μοσχοβολάει ο τόπος. Δεν είναι υπέροχα καρδιά μου;
- Μμμ..
Έγνεψε περισσότερο, παρά ακούστηκε. Η αλήθεια είναι πως πάντα τα σιχαινόταν. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του τα νυχτολούλουδα του έφερναν αναγούλα. Μπορεί να σιχαινόταν την Άνοιξη μόνο και μόνο γι αυτά τα θρασύτατα ανθάκια.

- Θα πάρουμε έναν πύραυλο σοκολατένιο; Ή μήπως γρανίτα; Όχι, σοκολάτα. Σάββατο βράδυ είναι, δικαιούμαστε μια κατάχρηση. Πάρε κι εσύ ο, τι τραβάει η ψυχή σου. Μισό, να σου δώσω λεφτά. Α! Και τον «αστρολόγο» τον καινούργιο. Είναι Απρίλης. Είναι ο μήνας μου...

Friday, April 08, 2011

περί Μύθων


Ή η ψυχανάλυση έχει λάθος πρότυπα, ή οι τραγωδίες λάθος πλοκή.

Σύγχρονε μου Οιδίποδα, είσαι τυφλός γιατί σκότωσες τον πατέρα σου κατά λάθος. Έναν ξένο καθάρισες. Γι’ αυτό και δε λυτρώθηκες ποτέ.

Κι η γυναίκα με την οποία κοιμήθηκες δεν ήταν το αιώνιο σύμβολο μητρότητας που αναζητούσες μια ζωή στις ερωμένες σου, αλλά η δύναμη προσωποποιημένη. Με άλλα λόγια το θρόνο πήδηξες‧ τη δύναμη‧ το βασιλιά‧ τον πατέρα. Όχι το δικό σου. Εσύ δεν είχες πατέρα‧ ένα φάντασμα είχες, ένα γέρο Άμλετ.

Τον Πατέρα σου τον πραγματικό όχι μόνο δεν τον σκότωσες. Όχι μόνο δεν απαλλάχτηκες. Τον έστησες σε βάθρο κι ας μην τον γνώρισες ποτέ. Έζησες στο σπίτι του, τρώγοντας το βιος του, μέχρι που δεν ήσουνα παιδί. Κι όταν ήρθε η στιγμή να αλλάξεις ρούχα και να γίνεις άνδρας της δικής σου ζωής, φόρεσες τα ρούχα και το στέμμα του. Κοιμήθηκες στο σπίτι του, έκανες σεξ στο γονεϊκό κρεβάτι. Πήρες τη γυναίκα του. Έγινες Αυτός. Κι όταν αναρωτήθηκες ποιος είσαι και δεν είχες ούτε πρόσωπο, ούτε απάντηση, έβαλες φωτιά σε σένα για να απαλλαγείς απ’ την εικόνα του. Κι έσβησες εσένα για να σβήσεις τη μνήμη της ανικανότητάς σου από τον κόσμο.

Κι εσύ σύγχρονη μου Ηλέκτρα, που κουβαλάς το θρήνο και κοιμάσαι με αντικαταθλιπτικά τις νύχτες: τον πατέρα σου πρέπει να σκοτώσεις για να προχωρήσεις τη ζωή σου κι όχι τη μάνα σου. Αυτή ήταν η μόνη υγιής σου διέξοδος, αν δεν ήταν ο μοναδικός γονιός διαθέσιμος να φταίει. Δε σε εγκατέλειψε ποτέ. Δε γύρισε εκείνη από τη μάχη με ένα κορίτσι στην ηλικία σου στο πλευρό. Δεν καθάρισε εκείνη τη μεγάλη σου αδερφή, θέτοντας σε δεύτερη στη σειρά κι εκτεθειμένη σε έναν επικείμενο νέο κίνδυνο. Όταν η ζωή τέλειωσε, εκείνη συνέχισε, αγάπησε, διέθεσε εαυτόν. Ίσως αυτό σε τρόμαξε. Ότι μπορεί να διαδέχεται το θρήνο ένα κατακόκκινο φουστάνι. Αυτό θα σε διέλυε. Ένας θρήνος που τελειώνει. Μια ζωή που συνεχίζει. Μια ενηλικίωση.

Κι ο αδερφός που περιμένεις, ο Μεσσίας, έρχεται να πάρει τη δόξα του φόνου, να σώσει το δικό του τομάρι. Αν σε υπολόγιζε, έστω και λίγο, θα είχε έρθει πιο νωρίς κι όχι όταν έφτασε η κατάσταση στο απροχώρητο. Και θα σε έπαιρνε μαζί στο φόνο. Δε θα σε καταδίκαζε στη γυναικεία σου φύση, στερώντας σου την εκδίκηση που περίμενες τόσα χρόνια. Θα σε λύτρωνε. Και δε θα σε πάντρευε αμέσως με την ίδια τη σιωπηλή σκιά του μη και προλάβεις και δεις πόσο ήσουνα η μάνα σου.

Γι’ αυτό σας λέω: Ή η ψυχανάλυση έχει λάθος πρότυπα, ή οι τραγωδίες λάθος πλοκή.

Αν αλλάζατε μοίρες εσείς οι δυο, τα πάντα θα ήταν αλλιώς. Οι ψυχές των απογόνων σας, θα είχαν σωθεί.

Sunday, April 03, 2011

ΜΕΣΑ


Ένα διαμέρισμα με θέα στην Αθήνα. Άνθρωποι πηγαίνουν κι έρχονται μέσα σ’ αυτό, αναπαράγοντας κινήσεις από τη ζωή ενός σύγχρονου κατοίκου της πόλης‧ απλές, οικείες εικόνες, με μια μικρή διαφορά: ο τέταρτος τοίχος απουσιάζει κι οι απροσδιόριστοι κάτοικοι του διαμερίσματος βρίσκονται εκτεθειμένοι στα μάτια μιας κινούμενης μάζας θεατών, οι οποίοι έχουν την ελευθερία να επιλέξουν πότε θα μπουν και θα βγουν από την αίθουσα, πόσο θα παρακολουθήσουν, που θα κάτσουν.

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο της νέας ιδέας του Δημήτρη Παπαιωάννου, που ξεκινάει στο Παλλάς από τις 13 Απριλίου. Το ΜΕΣΑ αποτελεί για τα ελληνικά δεδομένα ένα μάλλον ιδιότυπο πείραμα, μια σύνθεση που είναι οργανικά δεμένη με τον κάθε θεατή ξεχωριστά, εξ ου και δε μπορεί να τεθεί σε στενά περιγραφικά πλαίσια. Για να τα πούμε πιο σωστά: πρόκειται για μια προσωπική υπόθεση του καθενός και δε θα με εκπλήξει καθόλου αν δεν καταφέρουμε ποτέ να εξηγήσουμε ο ένας στον άλλον τι σήμαινε για τον καθένα μας ξεχωριστά.

Η πρώτη αίσθηση που σου αφήνει η είσοδος σου στο Παλλάς είναι αυτή της εκκρεμότητας, σαν κάτι να περιμένεις να συμβεί. όταν συντονίζεσαι όμως με τις συνθήκες και την (ας την πούμε) δράση, καταλαβαίνεις ότι δε θα συμβεί τίποτα περισσότερο από αυτό που βλέπεις. Καθώς μπαίνεις σταδιακά μέσα στο πράγμα, σε εκπλήσσει η οικειότητα που νιώθεις με τα επι σκηνής τεκταινόμενα. Η φυσικότητα των κινήσεων των performer σε παραπέμπει άμεσα σε προσωπικές εμπειρίες, άλλωστε εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με χορό (την συγκεκριμένη δηλαδή άποψη ενός χορογράφου) αλλά με γνώριμες σε όλους μας κινήσεις: ο ύπνος, το φαγητό, το ντουζ, η κανονικότητα της οικιακής ζωής.

Ο σκηνικός σχεδιασμός του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου και της Σοφίας Ντώνα και τα ηχητικά τοπία του Κωνσταντίνου Βήτα και Κωνσταντίνου Μιχόπουλου συμβάλλουν σ’ αυτή την αίσθηση της οικειότητας με το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν οι performer. Στο πρώτο πεντάλεπτο π.χ. ένιωσα με σαφήνεια τη μεταμεσονύχτια καλοκαιρινή ησυχία ενός διαμερίσματος στο κέντρο. Κι από κει και πέρα ελευθερώθηκαν οι δικές μου αναφορές, οι δικές μου εμπειρίες και σκέψεις. Η παράσταση δηλαδή μπολιάστηκε με το προσωπικό μου στοιχείο, εκτροχιάστηκε και ήξερα ότι από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ζούσα μια εντελώς διαφορετική εμπειρία από τους συνθεατές μου.

Για να εξηγούμαστε λοιπόν: το μέσα δεν είναι παράσταση. Είναι μια συνθήκη. Ένας τρόπος θεώρησης (κι όχι απλώς θέασης) της ζωής. Αυτό που σου προσφέρει το εισιτήριο σου είναι η είσοδος σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης, μια χαλαρωτική συνεδρία, την οποία μπορείς ανά πάσα στιγμή να διακόψεις, και να επιστρέψεις όποια στιγμή μέσα στη μέρα επιθυμείς για να τη συνεχίσεις. Είναι περισσότερο μια διαδικασία που επαναπροσδιορίζει τη σχέση σου με το θέατρο, την πόλη, το χρόνο αφομοίωσης ενός έργου Τέχνης. Δε θα δεις να συμβαίνει κάτι, δεν έχει πλοκή, ούτε χαρακτήρες. Δεν έχει εξέλιξη και δραματική κορύφωση και σε καμιά περίπτωση δεν περιμένεις επιμύθιο. Είναι λεπτά που τρέχουν το ένα μετά το άλλο και σε υπνωτίζουν, μια συνεχόμενη ροή ζωής που συνεχίζεται ακόμα κι όταν κλείνουν οι πόρτες του Θεάτρου και γυρίζει σπίτι του κι ο τελευταίος θεατής.

Ο Παπαιωάννου δεν ανακαλύπτει την Αμερική. Το έχουμε δει το concept είτε στην αγοραία εκδοχή των τηλεοπτικών reality είτε στην ακραία συμβολική και βίαια μορφή των performance της Marina Abramovic (όπως στο the house with the ocean view του 2002). Ο Παπαιωάννου όμως αυτό το γνώριμο πια πλαίσιο το χειρίζεται με τόση ποίηση και τρυφερότητα, που αυτομάτως του προσθέτει μια μεταφυσική υπόσταση. Στερώντας από τους ανθρώπους του οποιοδήποτε υλικό βοήθημα της καθημερινής ζωής ,τους μετατρέπει σε ποιητικά όντα, σε σύμβολα εσωτερικότητας, εκθέτοντας περισσότερο την ψυχολογική τοποθέτηση του σύγχρονου αστού στο χώρο και το χρόνο του.

Στην ουσία μας παραχωρεί τις πρώτες ύλες για να φτιάξουμε το δικό μας σενάριο. Βλέποντας τους ανθρώπους του ΜΕΣΑ (άντρες, γυναίκες) να πηγαινοέρχονται στο χώρο, πιάνεις τον εαυτό σου να υποθέτει τις ιστορίες τους, ακριβώς όπως θα έκανες για τους άγνωστους ενοίκους της απέναντι πολυκατοικίας αν είχες οπτική πρόσβαση στις ιδιωτικές στιγμές τους. Επειδή όμως η θέαση παρέχεται ελεύθερα, δεν υπάρχει ίχνος ηδονοβλεψίας σε αυτό που βλέπεις. Ο σκηνοθέτης έχει φροντίσει να δαμάσει κάθε κανιβαλιστικό ένστικτό του θεατή που παρεμβαίνει οπτικά στη δράση της σκηνής.

Κι αν από τα παραπάνω συμπέρανες ότι ο Παπαιωάννου απλά συνέλαβε μια γενική ιδέα και άφησε τους ερμηνευτές του να την αποδώσουν βάζοντας αυθαίρετα την υπογραφή του, πρέπει να σου πω ότι το ΜΕΣΑ αισθητικά έχει εμφανέστατη την καλλιτεχνική σφραγίδα του, παρέχοντας μας εξαίρετες εικαστικά εικόνες, που χαράσσονται στη μνήμη πλάι στις ομορφότερες στιγμές από τις προηγούμενες δουλειές του.

Το μόνο ίσως που προσωπικά κάπως με ξένισε (τουλάχιστον στο κομμάτι που παρακολούθησα) είναι η έλλειψη αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους performer. Φαντάζομαι ότι έχει να κάνει με μια πρόθεση να τονιστεί η έλλειψη επικοινωνίας στο σύγχρονο κόσμο, θα προτιμούσα όμως να μη δηλωνόταν τόσο ξεκάθαρα. Ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης, όπως ο Παπαιωάννου που έχει κατορθώσει να δαμάσει τη σωματικότητα και να συμβολοποιήσει την παραμικρή της κίνηση, έχω την αίσθηση πως θα μπορούσε να δείξει την απομόνωση του εγώ ακόμα και με την επαφή (άλλωστε εκεί εστιάζεται και το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος στη σύγχρονη κοινωνία.)

Παρόλα αυτά το ΜΕΣΑ είναι ένα κομβικό έργο στην πορεία του Παπαιωάννου και της Τέχνης του. Όσο απλό κι αν είναι ως ιδέα κι ως υλοποίηση, άλλο τόσο επίκαιρο και ταιριαστό είναι σε μια εποχή που έχουμε χάσει το μέσα μας προσανατολισμό. Σε μια πόλη σε κατάθλιψη που υστεριάζει και ζει το δράμα της υπερβολής της, η σκηνή του Παλλάς μοιάζει με μια κοιτίδα οξυγόνου, κάτι που μπορεί να εξισορροπήσει τη φασαρία του κόσμου.

Από την άλλη όσοι σπεύδουν να το αποκαλέσουν αριστούργημα μοιάζουν να το αδικούν, δίνοντας του διαστάσεις που δεν είχε καν στις προθέσεις του. Είναι σαν να λες αριστούργημα το απέναντι μπαλκόνι, γιατί αυτό ακριβώς έχει καταφέρει ο Παπαιωάννου: να στήσει ολόκληρη την Αθήνα σε μια σκηνή, αφαιρετικά μα και με τόση σαφήνεια. Τονίζοντας μικρές λεπτομέρειες, όπως το μωσαϊκό στο πάτωμα και την αρχιτεκτονική της αστικής πολυκατοικίας που συνέθεσε το τοπίο της Αττικής από το 70 και μετά και σπεύδουμε να κατοικήσουμε όσοι αναζητάμε το νέο, εκτός του πατρικού, σπίτι στο κέντρο, θέτει όχι μόνο το τοπικό αλλά και το χρονικό πλαίσιο. Γι’ αυτό και το ΜΕΣΑ είναι ένα έργο γενιάς για την αυτοδιάθεση και το αδιέξοδό της από έναν καλλιτέχνη που μπορεί να καυχιέται ότι ακόμα κι αν παίζει με όρους κατεστημένου, μπορεί και παραμένει νέος, ανήσυχος και δημιουργικός.

To ΜΕΣΑ είναι από αυτά τα ιδιαίτερα έργα τέχνης που δε μπορείς να αποκαλέσεις με τίποτα αριστούργημα, εκτός κι αν αυτό που συντελεστεί μέσα σου σε κάνει να το δεις έτσι. Μπορώ να σεβαστώ αυτόν που θα μου πει ότι είναι μια φούσκα, εξίσου μ’ εκείνον που θα μιλήσει για μια εμπειρία ζωής. Γιατί αυτό που κάνει ουσιαστικά το ΜΕΣΑ είναι να σε θέσει απέναντι στον εαυτό σου. Αν έχεις κάτι να πεις μαζί του ή όχι αυτό είναι αποκλειστικά και μόνο δική σου υπόθεση.


(για περισσότερες πληροφορίες μπες ΜΕΣΑ.)