Ένας ευτυχισμένος άνδρας στα 32. Όχι ότι ήξερε και πολλούς ευτυχισμένους, πριν τα 32 ή μετά. Όμως αυτός ήταν φτιαγμένος από γνήσιο υλικό ευτυχίας. Τα μέλη του γερά και πλήρως λειτουργικά. Αγύμναστος και κάπως πλαδαρός, υγιέστατος όμως και ροδοκόκκινος. Μόνο το βλέμμα του ήταν μελαγχολικό κι οι κινήσεις του νωχελικές. Κατά τ’ άλλα οι πρώτες ύλες φώναζαν πως αν ήθελε να αρπάξει την ευτυχία εκείνη θα του παραδινόταν άνευ όρων.
Αυτός όμως, ειδικά τα ανοιξιάτικα απογεύματα όπως το σημερινό, επέλεγε να είναι δυστυχισμένος. Κρατούσε τη μάνα του αγκαζέ και σε κάθε βιτρίνα που τον τραβολογούσε η ακαταπόνητη πενηνταοχτάρα, κοντοστεκόταν κι έκανε πως κοιτά με ενδιαφέρον. Εκείνη κάθε φορά που της κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι σφιγγόταν με όλο και περισσότερη δύναμη πάνω του.
Αν πρόσεχε τις βιτρίνες που σταματούσαν, θα μετρούσε με τη σειρά ένα dvd-club, ένα ζαχαροπλαστείο, ένα κατάστημα με είδη οικιακής χρήσης, ένα ανθοπωλείο και μια δευτεροκλασάτη μπουτίκ. Στη μπουτίκ χάθηκε λίγο. Το κατάλαβε από το ξαφνικό σκούντημα κι ένα ασύνδετο «που ταξιδεύεις, σου μιλάω» που ήρθε από το πουθενά.
Δεν ταξίδευε, απλώς αφαιρέθηκε λίγο. Το απριλιάτικο απόγευμα του έφερε μια χαύνωση. Όλη μέρα χωμένος στα βιβλία του διδακτορικού του, είχε φορτίσει τις περιορισμένες του εξόδους με μια τρομακτική ηλεκτροφόρα ενέργεια.
- Θα ήμουν γελοία μ’ αυτή τη φούστα;
- Ποιά φούστα; Όχι.
Όσο κι αν έψαξε με το βλέμμα να βρει την πιθανή φούστα απέτυχε. Απάντησε μηχανικά.
- Μιχάλη, που χαζεύεις;
- Πουθενά. Είμαι λίγο αφηρημένος.
- Όλη μέρα πάνω απ' τα βιβλία, θα κλουβιάνεις...
- Έχω μείνει πίσω...
Καθώς το είπε ανέβηκε στον ουρανίσκο του μια γεύση βανίλιας. Όχι γεύση ακριβώς. Περισσότερο αίσθηση, συνοδευμένη από ένα επίμονο τσίμπημα στο στήθος. Η γυναίκα μίλησε:
- Θες να γυρίσουμε;
- Ναι καλύτερα.
- Θα πάρουμε παγωτό;
- Να πάρουμε...
Μέχρι να φτάσουν στη γωνία του σπιτιού τους είχε αρχίσει να νυχτώνει. Εκείνη ήταν ακόμη κρεμασμένη στο μπράτσο του.
- Αγαπώ τα νυχτολούλουδα. Μοσχοβολάει ο τόπος. Δεν είναι υπέροχα καρδιά μου;
- Μμμ..
Έγνεψε περισσότερο, παρά ακούστηκε. Η αλήθεια είναι πως πάντα τα σιχαινόταν. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του τα νυχτολούλουδα του έφερναν αναγούλα. Μπορεί να σιχαινόταν την Άνοιξη μόνο και μόνο γι αυτά τα θρασύτατα ανθάκια.
- Θα πάρουμε έναν πύραυλο σοκολατένιο; Ή μήπως γρανίτα; Όχι, σοκολάτα. Σάββατο βράδυ είναι, δικαιούμαστε μια κατάχρηση. Πάρε κι εσύ ο, τι τραβάει η ψυχή σου. Μισό, να σου δώσω λεφτά. Α! Και τον «αστρολόγο» τον καινούργιο. Είναι Απρίλης. Είναι ο μήνας μου...
Αυτός όμως, ειδικά τα ανοιξιάτικα απογεύματα όπως το σημερινό, επέλεγε να είναι δυστυχισμένος. Κρατούσε τη μάνα του αγκαζέ και σε κάθε βιτρίνα που τον τραβολογούσε η ακαταπόνητη πενηνταοχτάρα, κοντοστεκόταν κι έκανε πως κοιτά με ενδιαφέρον. Εκείνη κάθε φορά που της κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι σφιγγόταν με όλο και περισσότερη δύναμη πάνω του.
Αν πρόσεχε τις βιτρίνες που σταματούσαν, θα μετρούσε με τη σειρά ένα dvd-club, ένα ζαχαροπλαστείο, ένα κατάστημα με είδη οικιακής χρήσης, ένα ανθοπωλείο και μια δευτεροκλασάτη μπουτίκ. Στη μπουτίκ χάθηκε λίγο. Το κατάλαβε από το ξαφνικό σκούντημα κι ένα ασύνδετο «που ταξιδεύεις, σου μιλάω» που ήρθε από το πουθενά.
Δεν ταξίδευε, απλώς αφαιρέθηκε λίγο. Το απριλιάτικο απόγευμα του έφερε μια χαύνωση. Όλη μέρα χωμένος στα βιβλία του διδακτορικού του, είχε φορτίσει τις περιορισμένες του εξόδους με μια τρομακτική ηλεκτροφόρα ενέργεια.
- Θα ήμουν γελοία μ’ αυτή τη φούστα;
- Ποιά φούστα; Όχι.
Όσο κι αν έψαξε με το βλέμμα να βρει την πιθανή φούστα απέτυχε. Απάντησε μηχανικά.
- Μιχάλη, που χαζεύεις;
- Πουθενά. Είμαι λίγο αφηρημένος.
- Όλη μέρα πάνω απ' τα βιβλία, θα κλουβιάνεις...
- Έχω μείνει πίσω...
Καθώς το είπε ανέβηκε στον ουρανίσκο του μια γεύση βανίλιας. Όχι γεύση ακριβώς. Περισσότερο αίσθηση, συνοδευμένη από ένα επίμονο τσίμπημα στο στήθος. Η γυναίκα μίλησε:
- Θες να γυρίσουμε;
- Ναι καλύτερα.
- Θα πάρουμε παγωτό;
- Να πάρουμε...
Μέχρι να φτάσουν στη γωνία του σπιτιού τους είχε αρχίσει να νυχτώνει. Εκείνη ήταν ακόμη κρεμασμένη στο μπράτσο του.
- Αγαπώ τα νυχτολούλουδα. Μοσχοβολάει ο τόπος. Δεν είναι υπέροχα καρδιά μου;
- Μμμ..
Έγνεψε περισσότερο, παρά ακούστηκε. Η αλήθεια είναι πως πάντα τα σιχαινόταν. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του τα νυχτολούλουδα του έφερναν αναγούλα. Μπορεί να σιχαινόταν την Άνοιξη μόνο και μόνο γι αυτά τα θρασύτατα ανθάκια.
- Θα πάρουμε έναν πύραυλο σοκολατένιο; Ή μήπως γρανίτα; Όχι, σοκολάτα. Σάββατο βράδυ είναι, δικαιούμαστε μια κατάχρηση. Πάρε κι εσύ ο, τι τραβάει η ψυχή σου. Μισό, να σου δώσω λεφτά. Α! Και τον «αστρολόγο» τον καινούργιο. Είναι Απρίλης. Είναι ο μήνας μου...