Saturday, June 25, 2011

Lysistrata, Darling



ΦΩΝΗ Α: Η Πατρίδα σε χρειάζεται.
ΦΩΝΗ Β: Η Πατρίδα ΜΑΣ χρειάζεται.
(Δυνατό χειροκρότημα)


  Melina Mercouri - Opening (Lysistrata) by jirashimosu 

Θα μπορούσε να είναι απλώς ένα απόσπασμα από την καθημερινότητα της Μελίνας Μερκούρη. Σκέφτομαι πόσες φορές θα είχε έρθει αντιμέτωπη με αυτή τη στιχομυθία στη ζωή της, ανάμεσα στις μετακινήσεις της από την Αθήνα στο Παρίσι κι από εκεί στη Νέα Υόρκη. Πόσες φορές θα σήκωσε βλέμμα κι ανάστημα, προκαλώντας αποφασιστικά κάποιον να την ακολουθήσει στον αγώνα της για την επίτευξη ενός σκοπού, επικαλούμενη ενότητα και σύμπνοια, εμπνέοντας σιγουριά κι εμπιστοσύνη.

Θα μπορούσε όμως, εξίσου άνετα, να είναι κι η αρχή της εξαγγελίας μια άλλης Αθηναίας, κάποιες χιλιάδες χρόνια πίσω. Μιας γυναίκας που πιθανότατα να λεγόταν Λυσιστράτη και που θα προσπαθούσε να παρασύρει το ίδιο αποφασιστικά τους συμπολίτες της σε έναν αγώνα όχι και τόσο διαφορετικό από αυτό της Μελίνας. Και με φλόγα στην ψυχή όχι μικρότερη.

Πέρα από τη μεταφυσική συγγενική τους σχέση κι αυτή τη μικρή στιχομυθία, τις δυο γυναίκες - την πραγματική Μελίνα και τη φανταστική Λυσιστράτη, τις ενώνει μια όχι και τόσο γνωστή -και δυστυχώς ούτε ιδιαίτερα ευτυχής- πραγματική συνάντηση, αρκετά χρόνια πίσω.

Ήταν το 1972 όταν εξόριστη ακόμα λόγω της δικτατορίας και μόλις πέντε χρόνια μετά την αίσθηση που είχε προκαλέσει το μιούζικαλ Illya Darling στο κοινό του Broadway, αποφασίζει να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, με μια διασκευή της αριστοφανικής Λυσιστράτης, σε σύγχρονο μιούζικαλ. Η σκηνοθεσία ανήκει στο Μιχάλη Κακογιάννη (αυτοεξόριστος κι ο ίδιος) και η μουσική στον Αμερικάνο ηθοποιό και συνθέτη Peter Link (υποψήφιο δυο φορές για βραβείο Tony, χωρίς ωστόσο κάποιο σοβαρό μιούζικαλ στις αποσκευές του – με την εξαίρεση μιας off Broadway μάλλον μέτριας απόπειρας με τίτλο Salvation).

Ο Κακογιάννης, βρίσκει στο εξωστρεφές φιλειρηνικό πνεύμα του έργου αρκετά επίκαιρα στοιχεία και μεταθέτει στρατηγικά την δράση στην εποχή του ψυχρού πολέμου, κάνοντας σαφείς αναφορές στο Βιετνάμ, παρόλο που στη συνέντευξη τύπου μιλάει για ένα αχρονικό ανέβασμα. Η Μελίνα εκφράζεται πιο ανοιχτά, δηλώνοντας ότι μπορεί με μια πρώτη ματιά να φαίνεται πως αναφέρεται στον πόλεμο του Βιετνάμ, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα έργο που στρέφεται ενάντια στον πόλεμο γενικά, τοποθετώντας το δικό της συναισθηματικό πεδίο δράσης (που αλλού;) στη σύγχρονη Ελλάδα και στην πολιτική κατάσταση που την κρατάει μακριά. Σκηνοθέτης και πρωταγωνίστρια δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, χωρίς όμως να καταφέρουν να μείνουν ικανοποιημένοι κι οι ίδιοι από το τελικό αποτέλεσμα. Ο ίδιος ο Κακογιάννης μάλιστα, χρόνια μετά, αποκαλύπτει ότι αν περνούσε από το χέρι του δεν θα προχωρούσε ποτέ στην πρεμιέρα.

Η παράσταση τελικά ανεβαίνει στο Brooks Attkinson Theater στις 13 Νοεμβρίου 1972. Οι 35 προπαραστάσεις είναι από νωρίς sold out, καθώς το κοινό του Broadway, σπεύδει να θαυμάσει και πάλι από κοντά τη μοιραία Illya του «Ποτέ την Κυριακή». Το New York Magazine ανακοινώνει την επιστροφή της Μερκούρη ως το comeback της «Ελληνίδας Dietrich» κι οι προσδοκίες όλων είναι κάτι παραπάνω από υψηλές. Τα δεδομένα μιλούν για μια επιτυχία αντάξια της πληθωρικής πρωταγωνίστριας και της γοητείας που ασκεί η προσωπικότητα της, ακόμα και σε ένα κοινό που τη γνωρίζει μόνο ως το κορίτσι που τραγουδάει τα «Παιδιά του Πειραιά».


Δυστυχώς οι προβλέψεις διαψεύδονται από τις πρώτες κιόλας παραστάσεις κι η Λυσιστράτη, από τον Όλυμπο βρίσκεται στα Τάρταρα. Είναι από τις σπάνιες φορές που κοινό και επίσημη κριτική ταυτίζονται απόλυτα. Η παράσταση συγκεντρώνει στην καλύτερη περίπτωση χλιαρές κριτικές (λόγω σκηνικής λάμψης της Μερκούρη) και στη χειρότερη καταβαραθρώνεται ως θέαμα ασυνάρτητο, γκροτέσκο και εκτός της αμερικάνικης κουλτούρας. Η παράσταση κατεβάζει αυλαία ύστερα από 8 μόλις παραστάσεις, εξασφαλίζοντας μια θέση ανάμεσα στα θρυλικά flops του Broadway.

Μια ενδεικτική κριτική της εποχής αποτυπώνει το γενικότερο κλίμα: «Η σχετικότητα είναι λέξη κλειδί στο σύγχρονο Θέατρο. Το θέμα με το κλασικό Θέατρο είναι πως θα είναι πάντα σχετικό, όσο υπάρχουν άνθρωποι να το δούν και να το ακούσουν. Δε χρειάζεται να γίνει σχετικό με μικρές νύξεις για τον Νίξον, η αγγλοσαξονικές αναφορές σε σύγχρονες αγοραίες λέξεις (η λέξη sex είχε αντικατασταθεί από τη λέξη fuck) , ή άμεσες αναφορές στο σιδηρούν παραπέτασμα. Και είναι αυτή ακριβώς η υπερβολή στη διασκευή που υπονομεύει αυτή τη Λυσιστράτη και τα όσα καλά στοιχεία πιθανώς διαθέτει. Η Μελίνα Μερκούρη, μια πληθωρική Αθηναία παίζει μια άλλη πληθωρική Αθηναία 2500 ετών. Υπάρχουν κάποια ζωηρά τραγούδια του Peter Link και ορισμένες διασκεδαστικές στιγμές μεταξύ ανδρικού και γυναικείου χορού, όμως η κυρία Μερκούρη δε μπορεί να τραγουδήσει και η βαριά της προφορά, καθιστά δύσκολη την κατανόηση του κειμένου και την επικοινωνία της με τον υπόλοιπο θίασο. Ο διασκευαστής και σκηνοθέτης, Μιχάλης Κακογιάννης δεν έχει κανένα στιλ ή άποψη πάνω στο έργο και τη σχέση των δύο φύλων. Ο Αριστοφάνης το έκανε πρώτος και καλύτερα...»

Η μουσική του Link είναι όντως εξωστρεφής, αν και κάπως αμήχανη, εκτός αριστοφανικού πνεύματος, αλλά και μακριά από κάθε απόχρωση ουσιαστικής εκσυγχρόνισης, παρόλο που εντοπίζονται ξεκάθαρες επιρροές από τη hippie/rock κουλτούρα που έχει εισάγει 5 χρόνια πριν το θρυλικό Hair και σάρωσε τα πάντα στο Broadway. Παρά την χλιαρή μουσική όμως και την αμφιλεγόμενη σκηνοθεσία, η Μελίνα βρίσκει στο πρόσωπο της Λυσιστράτης ένα εξαιρετικό όχημα για να εξαγγείλει με πάθος την ανάγκη της για ελευθερία, να καταγγείλει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και ευθέως τη δικτατορία της χώρας της. Θα έλεγε κανείς ότι προσαρμόζει την ηρωίδα στη σαρωτική εικόνα της Μαχόμενης Ελληνίδας Μελίνας, πλάθοντας ταυτόχρονα μια περσόνα πολύ κοντά στην Illya που είχε γοητεύσει πριν χρόνια το αμερικανικό κοινό. Με άλλα λόγια η πραγματική παράσταση παίζεται ανεξάρτητα από τη σκηνή, με μια φλεγόμενη Μελίνα να απευθύνει τους επαναστατικούς λόγους της Λυσιστράτης στην πλατεία, και πέρα απ’ αυτήν: σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάποιος που είχε γνώση της τότε πολιτικής κατάστασης της Ελλάδας και μπορούσε να εντοπίσει τη διακειμενικότητα στα λόγια της, θα καταλάβαινε ακριβώς το μέγεθος της κίνησης της Μελίνας και τη μεταθεατρική αλήθεια της συγκεκριμένης Λυσιστράτης. Δυστυχώς όμως, το κοινό του Broadway, που ελάχιστη διάθεση έχει για πολιτική (τουλάχιστον σε άμεση αναμέτρηση), και προτιμά την καθαρόαιμη ψυχαγωγία, θεωρεί υπερβολική την μάλλον εξωτική για τα γούστα του Λυσιστράτη και της γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη.

Η αποτυχία της παράστασης έχει ως αποτέλεσμα η Μερκούρη να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια για διεθνή καριέρα, τουλάχιστον στο Broadway, και με το τέλος της δικτατορίας επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου επικεντρώνεται στην εγχώρια καριέρα της. Πρώτη της παράσταση μετά την επιστροφή της είναι η θρυλική πια "Όπερα της Πεντάρας" των Brecht και Weill σε σκηνοθεσία Jules Dassin στο θέατρο Κάππα.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης, 23 χρόνια μετά το πρώτο εκείνο βραχύβιο ανέβασμα, το 2005,  αναμετριέται και πάλι με τη Λυσιστράτη παρουσιάζοντάς την στο Μέγαρο Μουσικής σε μορφή καμπαρέ με τους Ρουμάνους Maia Morgenstern και Vladimir Ivanov να ερμηνεύουν όλους τους γυναικείους και ανδρικούς ρόλους αντίστοιχα. Χρησιμοποιεί και πάλι τη μουσική του Link, αφήνοντας όμως πίσω την εξωστρέφεια του Broadway, ενώ στρέφεται στους πιο εσωτερικούς δρόμους του επικού θεάτρου. Η Λυσιστράτη του βρίσκει τότε την ιδανική ενσάρκωση της στη σκοτεινή καπνισμένη παράδοση του μπρεχτικού καμπαρέ κι έτσι καταφέρνει να αναδείξει το λεπτό σαρκασμό και την καυστική της διαχρονικότητα, όπως επιθυμούσε αρχικά ο σκηνοθέτης της.

Κάπου στο χρόνο όμως, αρκετά χρόνια πίσω, θα βρίσκεται πάντα χαμένη –κι ίσως άδικα ξεχασμένη- εκείνη η πρώτη συνάντηση της Μελίνας με τη δαιμόνια Αθηναία του 5ου αι π.Χ. Μια συνάντηση που διήρκεσε λίγες μέρες αλλά ήταν σαν να ήταν προγραμματισμένη να συμβεί από την αρχή του κόσμου.

Ακολουθεί ένα ακόμα σύντομο απόσπασμα από τη Λυσιστράτη της Μελίνας:

  Melina Mercouri - Lysistrata by jirashimosu 

2 comments:

ασωτος γιος said...

α ρε μελιναρα ποσο λειπεις
ανατριχιασα ...

Summertime Blues said...

καλή, πληθωρική, αξέχαστη Μελίνα.
ένα τέτοιο σύζυγο σαν το δικό της που να βρω μου λέτε;