Wednesday, October 26, 2011

έρχονται οι μέρες...


Είναι γεγονός και νομίζω θα συμφωνήσουν κι οι δυο τους: είναι λίγες οι φορές που δουλεύουμε ένα album με το Θέμη και τη Νατάσσα και το διασκεδάζουμε τόσο πολύ. Σπάνια οι συναντήσεις για την επιλογή κομματιών, τη δοκιμή τόνων, ενορχηστρώσεων, ερμηνευτικών δρόμων και την ηχογράφηση οδηγών αποτελούν τόσο ευχάριστη διαδικασία. Κι ας μην είναι κανείς μας στην καλύτερη ψυχολογική φάση (πως θα μπορούσαμε άλλωστε με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας). Κι ας έχει ο καθένας ένα σωρό θέματα στο κεφάλι του, είναι αδιαμφισβήτητο πως η προετοιμασία του επερχόμενου δίσκου, μας φτιάχνει τη διάθεση. Μια συνεδρία μετά μουσικής. Συμβαίνει από μόνο του, χωρίς να το καταλάβει κανείς μας, παρά μόνο όταν συνειδητοποιούμε ότι γυρνάμε σα φορτισμένα ηλεκτρόνια σε ένα δωμάτιο, τραγουδώντας δυνατά, έχοντας ξεχάσει προσωρινά τα προβλήματα που μας απασχολούν. Ακόμα κι αυτή η τάση της προσοχής μας να διασπάται με το παραμικρό και να καταλήγουμε να συζητάμε ή να κάνουμε ένα σωρό άσχετα πράγματα, συνειδητά μπαίνει στο περιθώριο, μιας κι η δουλειά αποτελεί ουσιαστική πηγή χαράς.

Καταλήγω (σιγά το συμπέρασμα) ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη τύχη από τη δυνατότητα ψυχοθεραπείας που σου προσφέρει η Τέχνη, σε όποια της μορφή, αρκεί να μπορείς να αφεθείς μέσα της εντελώς καθαρός, ειλικρινής και αδέσμευτος. Δε μπορώ να σκεφτώ ομορφότερο δώρο από την προοπτική να αφήσεις -έστω και για λίγο- πίσω τον πραγματικό κόσμο, ή ακόμα και να τον μετουσιώσεις σε κάτι πιο θελκτικό και όμορφο, κάτι αποκλειστικά δικό σου.  Ωστόσο η μεγαλύτερη ικανοποίηση ερχεται όταν αυτό που κάνεις σε πηγαίνει από μόνο του, σε ένα δρόμο δικό του, τον οποίο ακολουθείς αδιαμαρτύρητα λες κι είναι η πιο αυτονόητη και φυσική διαδρομή του κόσμου. Κι αν είμαστε πλέον τρεις άνθρωποι σε διαφορετικά μονοπάτια, είναι παρήγορο ότι η προσωπική ανάγκη του καθενός μας φέρνει και πάλι να συναντηθούμε στην ίδια αφετηρία, με τις ίδιες προσδοκίες για το ταξίδι και την ίδια προσμονή για τον προορισμό. Ναι, εντάξει, δεν είναι όλα ιδανικά κι ονειρεμένα. Υπάρχουν και τα μεγάλα ερωτηματικά, και η ανασφάλεια και οι αμφιβολίες, αυτά όμως είναι μέσα στο πρόγραμμα όταν ξεβολεύεσαι από αυτό που ξέρεις ότι περιμένουν από σένα και επιχειρείς να ψαχτείς σε νέο δρόμο (καλό ή κακό κανείς δεν ξέρει - ο καιρός θα το δείξει). Τουλάχιστον όσο οι τρεις μας είμαστε συντονισμένοι σε αυτό που επιθυμούμε να κάνουμε, τα υπόλοιπα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.

Είναι η πρώτη φορά που διακρίνω μια ωριμότητα στις επιθυμίες και των τριών και μια πρωτόγνωρη σύμπνοια στον τρόπο επίτευξης του τελικού αποτελέσματος. Βλέπω το Θέμη σίγουρο για τους ηχητικούς του δρόμους, κι ακόμα κι οι επιμέρους αμφιβολίες του (απόρροια της έμφυτης ανασφάλειας του), τον πάνε από μόνες τους εκεί που ο ίδιος κατά βάθος επιθυμεί. Βλέπω τη Σαντέζα να ενεργοποιεί αβίαστα τους κατάλληλους ερμηνευτικούς της κώδικες και να εξερευνά νέες περιοχές της που αγνοούσαμε κι οι τρεις. Όσο για μένα επιτρέπω στον εαυτό μου απλώς να αφουγκράζεται παλμούς και να καταγράφει συνειρμικά αισθήματα, χωρίς να παρεμβάλλω το παραμικρό φίλτρο ή κριτική σκέψη. Κι όλα αυτά συμβαίνουν με μια φυσικότητα σαν να τα υποβάλλει κάποιος ή κάτι, ή σαν να δουλεύουμε αυτό το album με ένα σαφέστατα διατυπωμένο εγχειρίδιο. 

Η αλήθεια είναι πως αυτό το κρυφό εγχειρίδιο όντως υπάρχει και δεν είναι ούτε η όποια εμπειρία έχουμε αποκτήσει στην προετοιμασία ενός δίσκου, ούτε μια τυχαία σύμπτωση, που έπεσε από τον ουρανό για να κάνει τη δουλειά μας ευκολότερη. Ο μυστικός υποβολέας μας είναι η συγκεκριμένη χρονική στιγμή με όλα όσα συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας. Είναι η εποχή που τελειώνει και συμπίπτει με μια προσωπική μας ηλικιακή μετάβαση η οποία είχε έτσι κι αλλιώς δρομολογηθεί πριν τιναχτεί ο κόσμος, όπως τον ξέραμε, στον αέρα. Είναι πάνω απ' όλα η μεταξύ μας σχέση, αλλά και η αναθεωρημένη έκδοση των εαυτών μας, όπως προέκυψε μέσα από το χρόνο που έχουμε περάσει μαζί (και αισίως οδεύει σπιντάτος στη δεκαετία). Μιλάω και πάλι (ίσως καταχρηστικά) εξ' ονόματος των τριών, όμως πιστεύω κι οι δυο τους θα συμφωνούσαν μαζί μου: νιώθουμε πολύ τυχεροί που μπορούμε να κοιτάξουμε τον κόσμο στην παρούσα φάση και να τον δούμε από δυο πλευρές. Νιώθουμε ακόμα πιο τυχεροί που μπορούμε να μοιραστούμε την οπτική μας και πάνω απ' όλα τη χαρά μας. Γιατί τελικά σε αυτούς τους δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς, η χαρά είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που μπορεί να μοιραστεί κανείς.


Sunday, October 23, 2011

το πλάσμα


Μέσα σου κοιμάται ένα αρχαίο πλάσμα, σκεπασμένο από τόνους σκόνης. Έχεις ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξη του. Δεν αλλάζει ποτέ πλευρό, δεν ονειρεύεται ποτέ, μόλις και μετα βίας ανασαίνει. Αν το θυμόσουν έστω και λίγο θα μπορούσες να το θεωρήσεις νεκρό. Τώρα όμως είναι απλώς ανύπαρκτο. Ένα από τα εκατοντάδες απομεινάρια πιθανοτήτων που έχεις θάψει μέσα σου κατά καιρούς. 

Που και που σου έρχονται κάποιες φευγαλέες εκλάμψεις της παλιάς του ύπαρξης. Σαν déjà vu που, πριν καταγραφεί στις βιωμένες μνήμες, τοποθετείται αυτόματα στα αφηρημένα προαισθήματα. Το θυμάσαι άξαφνα να έχει παλμό και ρέον αίμα στις φλέβες, να επιθυμεί και να έχει ανάγκες. Το θυμάσαι να μην απογοητεύεται, να ελπίζει, να σπαρταρα στην παραμικρή προοπτική. 

Κι όμως το αλλόκοτο αυτό πλάσμα, όσο κι αν δεν του φαίνεται, στην πραγματικότητα μόνο κοιμάται. Δεν έχει καμιά διάθεση να εγκαταλείψει τη ζωή, χωρίς κάποτε να την εκπληρώσει όπως επιθυμούσε μια φορά κι έναν καιρό. Είναι πασιφανές ότι δε θα το καταφέρει ποτέ, τουλάχιστον χωρίς να τινάξει έναν ολόκληρο κόσμο στον αέρα, ωστόσο ποιος μπορεί να στερήσει μια απλή επιθυμία από κάτι τόσο ακίνδυνο κι αθώο; 

Καμιά φορά νιώθεις στο στήθος ένα σκίρτημα. Ένα ανασάλεμα μικρό κι αψυχολόγητο. Κάτι που δεν εξηγείται από τους νόμους που διέπουν την τωρινή ζωή σου. Μια στιγμιαία παρόρμηση, η οποία ανασύρει έναν ολόκληρο κόσμο και τον στήνει μπροστά σου, σαν περιοδεύον τσίρκο από μια μακρινή μυθική εποχή. Και γίνεσαι παιδί και έφηβος την ίδια στιγμή, αγέννητος κι εκπληρωμένος από πάντα. Για λίγο είσαι όλα όσα ήλπιζες κάποτε να γίνεις. 

Τότε είναι που έρχεται το κοιμισμένο πλάσμα στο νου σου. Ξαφνικά θυμάσαι ακριβώς πως έμοιαζε, τί ήλπιζε, τι περίμενε από τον κόσμο. Ανακαλείς από τη μνήμη σου το ξεχασμένο του πρόσωπό, το δικό σου πρόσωπο. Συνειδητοποιείς πως το αρχαίο πλάσμα δεν είναι άλλο από μια ακόμη χαμένη προβολή σου στο χωροχρόνο. Θυμάσαι το σημείο που κοιμάται. Τρέχεις να το τσεκάρεις σαν ανήσυχος γονιός. Αναδεύεις τόνους σκόνης που σχηματίζουν βουνά σε απομακρυσμένες γωνιές. Το ξεθάβεις. Αφουγκράζεσαι το σφυγμό του, βεβαιώνεσαι ότι είναι ζωντανό.

Κι είναι εκείνη τη στιγμή της αγωνίας που συνειδητοποιείς πως καταφέρνει και ζει ενώ δε σαλεύει καν. Νιώθεις γιατί χαμογελά ατάραχο στο βαθύ του ύπνο, ενώ δε μπορεί λεπτό να βγει απ’ αυτόν. Το νιώθεις στο στήθος σου. Και δεν είναι παρά εκείνο το ανεπαίσθητο σκίρτημα. Από εκείνη τη στιγμίαια παρόρμηση που αν ήσουν ο κανονικός εαυτός σου δε θα επέτρεπες ποτέ να συμβεί. Κι όμως συμβαίνει ερήμην σου. Σαν να στην υπαγορεύει υποσυνείδητα κάποιος ή κάτι από πολύ μακριά. Ενώ εσύ κοιμάσαι γαλήνιος σκεπασμένος από τόνους σκόνης. 

Wednesday, October 19, 2011

το τέλος του κόσμου


Με τί ψυχή να γράψεις; Τα τραγούδια τα πήραν οι φωνές. Τις εικόνες τις έθαψαν τα σκουπίδια. Η ελπίδα έγινε γκρίνια. Στρώσεις απαισιοδοξίας έχουν καλύψει τα πάντα. Μπήκαμε στην εποχή που όποιος ελπίζει, προπηλακίζεται, γιατί το μέλλον είναι ζοφερό κι αν δεν το βλέπει έτσι είναι εκτός τόπου και χρόνου και κατά τη λογική του όχλου, επικίνδυνος. Η αισιοδοξία είναι πιο επικίνδυνη κι από τη φτώχεια, πιο απειλητική κι από το θάνατο. 

Πιάνω τον εαυτό μου να τρομάζει να φτάσει μια σκέψη ως το τέλος από φόβο μήπως και επικυρωθεί η διαφωνία με όλους και όλα. Ναι είναι άσχημα τα πράγματα, ναι ένας κόσμος καταρρέει, μια εποχή αλλάζει, δεν είναι όμως απαραίτητα κακό. Γκρεμίζονται σαθροί θεσμοί (και δε μιλάω μόνο πολιτικά) αισχρές συμφωνίες και αναξιοπρεπείς συμβιβασμοί, σκοτεινά μικροσυμφέροντα και ραδιουργίες. Πάλι δε μιλάω πολιτικά. Όλοι μας ζούσαμε έτσι. Όλοι είχαμε μπει σε αυτό το χορό. Σε διαφορετική κλίμακα, μα στον ίδιο σκοπό. 

Πεθαίνει μια ευτελής πολυτέλεια και ευμάρεια, το αισθανόμαστε άπαντες. Μαζεύονται τα ανούσια τραπέζια και οι μίζερες διασκεδάσεις. Όποιοι έφαγαν, έφαγαν, όσοι χόρτασαν, χόρτασαν, τώρα ο λογαριασμός και –τι έκπληξη- αλά γερμανικά: ισόποση πληρωμή. Έτσι είναι η δημοκρατία. Τι κι αν πήρες το φιλέτο, τί κι αν ήπιες το ζωμό. Το ήξερες, αλλά δε σε ένοιαζε. Παραήσουν απασχολημένος να περιμένεις τη σειρά σου για το φιλέτο και ξεχάστηκες. Δεν προνόησες. Δεν προετοιμάστηκες. Σε αιφνιδίασε η κατάσταση. 

Κι όμως το πιστεύω, με την βεβαιότητα του τρελού αν θες: τίποτα ουσιαστικό δε θα τελειώσει. Θα πέσουν κάποια τείχη εντυπωσιασμού. Άχαρα και στην ουσία άχρηστα. Ο κόσμος θα φτιαχτεί ξανά. Οι δυνατοί θα επιβιώσουν. Όχι οι ισχυροί. Αυτοί είναι οι πιο αδύναμοι από όλους. Αυτούς τους κυβερνάει ο φόβος και ο κίνδυνος. Απλώς χάνονται πιο αργά γιατί έχουν ταμπουρωθεί σε φρούρια. Θα γκρεμιστούν κι αυτά. Αποκαθήλωση. Οι δυνατοί είναι οι ελεύθεροι, εκείνοι που έχουν την προδιάθεση, τη θέληση, τη φρόνηση. Πραγματικά δυνατοί είναι οι αδέσμευτοι, όσοι μπορούν να ζήσουν με τα λίγα, με το τίποτα, με το νερό, το ψωμί και το οξυγόνο. 

Ναι, άνθρωποι θα πεινάσουν, θα κρυώσουν, θα πληρώσουν ένα άδικο τίμημα. Δεν ξέρω όμως κατά πόσο είναι άδικο, αφού τόσα χρόνια το επέτρεπαν. Τα εγκλήματα γίνονταν μπροστά στα μάτια όλων μας κι εμείς εθελοτυφλούσαμε, μόνο και μόνο για χάρη της προοπτικής ενός παραπήγματος στη γη της επαγγελίας. Για μια θέση στο δημόσιο, στη μονιμότητα ή μπροστά από μια υψηλής ευκρίνειας τηλεόραση. Θεατές αξίας με την έμφαση στη λάθος λέξη. 

Ο κόσμος θα τελειώσει για να μαλακώσουν οι άνθρωποι που σκλήρυναν από την αδιαφορία, για να επανεκτιμήσουν την αξία της απλής ζωής, του ελεύθερου πνεύματος, της γνώσης και της ευχαρίστησης που αποκτάται με κόπο και προσπάθεια. Από τις στάχτες μιας διαβρωμένης κοινωνίας θα γεννηθεί η ευχαρίστηση της συνύπαρξης, η ελεύθερη επιλογή, η οξυδέρκεια. Θα ακούσουμε και πάλι τις ανάσες, τις καρδιές και τις φωνές μας. Τον διπλανό μας, τον φίλο και τον ξένο. Τον εαυτό μας. 

Ναι ο κόσμος τελειώνει άχαρα, δεν ρίχνει αυλαία καν θεαματικά. Δεν επιφυλάσσει ένα μεγάλο μονόλογο για τους πρωταγωνιστές, ούτε υποκλίσεις ή χειροκροτήματα. Απλώς σχολάμε. Ξεβάφουμε τα πρόσωπα μας, βγάζουμε τα άβολα εκκεντρικά κοστούμια, τυλιγόμαστε με παλτά κανονικότητας και παίρνουμε τους δρόμους σαν κανονικοί άνθρωποι και πάλι. Δε χρειαζόμαστε τίποτα. Την υγεία μας, τους ανθρώπους μας, τη γνώση της αλήθειας και καθαρή συνείδηση. Όλα τα άλλα θα τα φτιάξουμε από την αρχή. 

Monday, October 10, 2011

Midnight in Paris


Η αλήθεια είναι ότι ο Woody Allen έχει μεγαλώσει. Κι αυτή η εμμονική τακτική του να βγάζει μια ταινία το χρόνο είναι αδύνατον να αποδίδει κάθε φορά. Τα τελευταία χρόνια (έχω παρατηρήσει ότι συμβαίνει πια ανά δυο ταινίες), μας παρουσιάζει μια αρχική ιδέα, η οποία όμως έχει πραγματωθεί κάπως τσαπατσούλικα (όσο μπορεί να το επιτρέψει ένα ασκημένο ένστικτο και μια εμπειρία άνω των 50 χρόνων). Ως εκ τούτου, έχουμε μια εξαιρετική κεντρική ιδέα, η οποία εμφανώς προέρχεται είτε από άτακτες σημειώσεις μιας ολόκληρης ζωής, είτε από ανολοκλήρωτα project και αναπάντητα φιλοσοφικά ερωτήματα που ταλανίζουν το δημιουργό (όσο ωριμάζει και νιώθει το τέλος να πλησιάζει, τόσο πιο έντονα). Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας αυτή η ιδέα γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, χωρίς ο σκηνοθέτης να αναπτύσσει ιδιαίτερα, ούτε την πλοκή, ούτε τους χαρακτήρες, ούτε το στιλ, ούτε όμως και τα διανοήματα που αποτελούν την αρχική αφορμή. 

Το Midnight in Paris είναι μια πανέμορφη ταινία, ίσως από τις πιο όμορφες αισθητικά ταινίες του Allen, όμως το θέμα της, υπό άλλες συνθήκες ο δαιμόνιος σκηνοθέτης θα το είχε καλύψει σε μια από εκείνες τις ολιγόλεπτες συζητήσεις ομοτράπεζων διανοούμενων που συνήθιζε να παρεμβάλλει κάποτε στις ταινίες του. Ωστόσο επιλέγει να εξαπλώσει τη βασική του θέση σε μιάμιση ώρα, αρκούμενος στο να παραθέτει λογοτεχνικά ανέκδοτα και πνευματικά gags στο διαβασμένο κοινό του (για τους υπόλοιπους, που δεν έχουν ιδέα από τον πριμιτίφ ορθολογισμό της Γερτρούδης Στάιν ή τον τραχύ ηρωισμό του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, φτιάχνει απλώς γοητευτικές, κι άμεσα εξαργυρώσιμες φιλμικές καρικατούρες). Το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ο πυρήνας, ενός από τα πιο πνευματώδη διηγήματα του, ακόμα κι αν παραμέριζε το φιλοσοφικό υπόβαθρο κι άφηνε απλώς τις πιο λαμπρές πνευματικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα να αλληλεπιδρούν. 

Αυτό δε σημαίνει ότι είναι μια κακή ή αδύναμη ταινία. Αντιθέτως, μπορεί κάλλιστα να καταμετρηθεί ανάμεσα στις πιο γοητευτικές και φιλικές προς τον αμύητο θεατή κινηματογραφικές του καταθέσεις. Τι είναι αυτό όμως που κάνει το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» με όλες τις αδυναμίες της μια ακαταμάχητη ταινία; Παραβλέπω (με δυσκολία ομολογώ) το Παρίσι, το οποίο είναι από μόνο του μιας εγγύηση ομορφιάς και συναισθηματικής φόρτισης, ακόμα κι αν δεν το έχεις επισκεφτεί ποτέ. Η πραγματική γοητεία του φιλμ βρίσκεται αλλού: στην αφοπλιστική ειλικρίνεια του. Στην πραγματική υπαρξιακή αγωνία που βιώνει ο δημιουργός Allen (ας μην κρυβόμαστε μεταξύ μας είναι κοινή αίσθηση και παραπάνω από εμφανές ότι ο Owen Wilson στην ταινία δεν είναι παρά μια προβολή του ίδιου του σκηνοθέτη) στο κυνήγι της μούσας. Είναι αυτή η ουσιαστική ανησυχία ότι δε θα καταφέρει ποτέ να αφομοιώσει ολοκληρωτικά (όσο κι αν το επιθυμεί) την Τέχνη, τη γνώση και τη δημιουργία. Είναι η συνειδητοποίηση ότι όσο πλησιάζει το τέλος, τόσο πιο σαφές γίνεται ότι οφείλει να συμφιλιωθεί με την αδυναμία να φτάσει το όλον, ακόμα κι αν έχει βρει το δρόμο προς αυτό κι έχει αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στο ταξίδι. Και πλάι σε όλα αυτά ένα μεγάλο συγνώμη της Αμερικής στην ευρωπαϊκή διανόηση και μια ειλικρινής έκφραση πίστης του ίδιου του Allen στην πνευματική του πατρίδα.

Έχω την αίσθηση ότι με τα «Μεσάνυχτα» ο Allen ξορκίζει αυτούς ακριβώς τους φόβους του. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο ήρωας του ονειρεύεται το Παρίσι της δεκαετίας του 30, λίγα χρόνια πριν την άνοδο του ναζισμού και τις αρχές του β’ παγκοσμίου πολέμου, που θα σκόρπιζαν τις χαρούμενες συντροφιές του Παρισιού στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σπάζοντας τις αδύναμες γοητευτικές τους κλίκες. Ο Allen μοιάζει να θέλει να προσδώσει στο παρελθόν τις σωστές του διαστάσεις: αυτές του φευγαλέου πόθου μιας άλλης πραγματικότητας, της γοητευτικής απόστασης από την αναμέτρηση με την συντριπτική για τον καλλιτέχνη πραγματικότητα. Ο κόσμος των ιδεών, αν ξεφύγει από τη σφαίρα της ιδέας, δεν είναι παρά ένας κόσμος σαν τον δικό μας, εξίσου απομυθοποιημένος και το βασικότερο με λιγότερες ανέσεις κι ευκολίες. Η μόνη που μπορεί με ευκολία να αλλάζει εποχές και χρόνους, χωρίς να δίνει δεκάρα, είναι η Μούσα, η έμπνευση, η καλλιτεχνική αφορμή, η οποία είναι έτσι κι αλλιώς απρόσιτη, αφηρημένη, κι εκτός αυτού του κόσμου. 

Κι αφού ξορκίσει το παρελθόν, έρχεται να αθωώσει το παρόν, να ανιχνεύσει και να απενοχοποιήσει την ποιητικότητα και το λυρισμό του. Και ποιο μέρος του κόσμου είναι ιδανικότερο για κάτι τέτοιο από το ίδιο το Παρίσι; Και ποιος σκηνοθέτης είναι καταλληλότερος από τον Woody Allen των ρομαντικών κομεντί; Έρχεται λοιπόν σαν από μηχανής Θεός, έχοντας πια την εξουσία να το κάνει και χαρίζει στον καταραμένο ήρωα του, μια κάπως καταχρηστική κάθαρση. Του επιτρέπει να τη βγάλει καθαρή, τον αφήνει να ελπίζει ότι δεν έχουν τελειώσει οι παρτίδες του με τη Μούσα, απλώς έχουν μετασχηματιστεί σε κάτι που μπορεί να διαχειριστεί πιο εύκολα και με λιγότερη υπαρξιακή αγωνία. Κι αν του συγχωρείς το εύκολο ρομαντικό φινάλε είναι γιατί πίσω απ’ αυτό βλέπεις την ανάγκη του δημιουργού για ένα ευτυχισμένο τέλος. Έναν ανοιχτό δρόμο, χωρίς χρωστούμενα στο παρελθόν και συγγένειες - φαντάσματα. Κι ας μην είναι μια βόλτα στη νύχτα με τα αστέρια του Van Gogh. Ας είναι απλώς μια βόλτα δίχως ομπρέλα στη βροχή.