Ήρθα στην Πλατεία προσκόπων
μια μερα για καφέ.
Είπα εδώ θέλω να μείνω.
όχι πιο πάνω,
όχι πιο πέρα,
όχι πιο δίπλα.
Εδώ.
Ξανάρθα για φαί.
Χορτάτος είπα πάλι εδώ.
Μετά για ένα ποτό
- ας μη γελιόμαστε ποτέ δεν είναι ένα -
είπα εδώ και πάλι εδώ.
πιωμένος
άρα ίσχυε.
Κι έτσι λίγο λίγο
η πλατεία εγινε σπίτι μου πριν γίνει.
Από τύχη, πεπρωμένο, υπόγειες, επίγειες ή ουράνιες δυνάμεις.
Δε μπήκα ποτέ στη διαδικασία να το εξηγήσω.
Σημασία είχε πως ήταν σπίτι καρδιάς κανονικό
κι ας μην πλήρωνα λογαριασμούς σε ΔΕΚΟ.
Τους πλήρωνα έτσι κι αλλιώς εκεί που μετρούσε περισσότερο.
Στην πλατεία έκανα τα ραντεβού μου
Στην πλατεία συναντούσα φίλους
(κι ας μέναμε οι περισσότεροι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα)
Στην πλατεία άνοιγα κι έκλεινα δουλειές.
Και πέρασαν τα χρόνια
Και μια μέρα ξαφνικά, -πως το φερε η τύχη- κι η πλατεία μου ‘βγαλε κλειδιά,
και μου πε “καλώς ήρθες”
εκεί λίγο με τρόμαξε
και πήρα αποστάσεις.
Ώσπου ήρθε η παρόρμηση - απόφαση
και πέρασα ένα σάββατο το άβατο του πρώτου ύπνου.
Στην εξώπορτα με υποδέχτηκε μία στρατιά από βαριεστημένες γάτες.
“Άντε! επιτέλους ξεκουβάλησες…
είχαμε στήσει μια γιορτή, μα βαρεθήκαμε…”
Τους είπα “έχουμε καιρό” κι ανέβηκα
κοιμήθηκα βαθιά και ξύπνησα απ’ το φως.
Πρώτη φορά από τόσο φως.
Ήμουν εγώ κι ήμουν αλλιώς.
Ήμουν αλλιώς κι ήμουν εκεί
και το εκεί ήταν εδώ
και το εδώ ήταν εγώ.
και τα λοιπά και τα λοιπά.
Πάει κοντά πια ένας χρόνος
από το πρώτο μου κλειδί
κι από τον πρώτο μου τον ύπνο τον βαθύ.
Οι γάτες πια με μάθανε
και στήνουνε γιορτή κάθε φορά που θα με δουν
(εκτός όταν βαριούνται).
Έχουν αλλάξει τόσα κι άλλα τόσα,
και πρώτα απ’ όλα εγώ.
Μα όσα κι αν αλλάξανε
σ΄αυτό τον ένα χρόνο -
ένα έχει μείνει σταθερό:
Ακόμα εδώ θέλω να μένω.
No comments:
Post a Comment