Saturday, March 26, 2011

The Umbrellas of Cherbourg


Αν είσαι τακτικός επισκέπτης στο Jirashimoσπιτο, γνωρίζεις ήδη ότι οι Ομπρέλες του Χερβούργου (Les Parapluies de Cherbourg – 1964) είναι εμβληματική αναφορά του γράφοντος (click here).

Αν έρχεσαι πρώτη φορά, αυτό που πρέπει ίσως να ξέρεις αν δεν έχεις δει την ταινία, είναι ότι πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο σημαντικό ευρωπαϊκό μιούζικαλ, γυρισμένο στον πυρετό του κινήματος της Nouvelle Vague (παίρνοντας όμως και σεβαστές αποστάσεις από τις υπόλοιπες ταινίες του είδους).

Ενώ οι δημιουργοί των ταινιών του κινήματος γύριζαν κατά κύριο λόγο free style ταινίες, ως απάντηση στην αυστηρότητα της προηγούμενης περιόδου, και υποβάλλοντας τα σέβη τους στο αμερικάνικο σινεμά – με έμφαση στο film noir- o Jacques Demy αποδίδει τις αναφορικές του δάφνες στο χολιγουντιανό μιούζικαλ των δεκαετιών 30-40-50, με μια πειραματική κατά κύριο λόγο ταινία, γυρισμένη σε ένα technicolor που κόβει την ανάσα, και που διέπεται από τραγούδι (sing through στη γλώσσα του μουσικού έργου), που όμως αντί να αποτελείται από μια εναλλαγή recitativi και αριών, χρησιμοποιεί ως λιμπρέτο ένα κανονικότατο ανομοιοκατάληκτο, προζάτο σενάριο.

Στη γοητεία του εγχειρήματος συνέβαλε κι η εξαιρετική free jazz μουσική του Michel Legrand, που εστιάζει στο μπάσο και τα πνευστά δίνοντας μια ρέουσα αίσθηση ελευθερίας στο score. Το soundtrack της ταινίας κατάφερε να μείνει στην ιστορία, χαρίζοντας στο Legrand δυο διεθνείς επιτυχίες, με την αμερικάνικη εκδοχή δύο μελωδικών θεμάτων της ταινίας: του “Watch what Happens” και φυσικά του θρυλικού “I will wait for you”, ενός ίσως από τα πιο γνωστά κινηματογραφικά θέματα της δεκαετίας του 60.

Ο Jacques Demy στις Ομπρέλες -με λίγα λόγια- παίρνοντας ένα κλισέ μελό σενάριο (αγόρι συναντά κορίτσι κι η ζωή τους χωρίζει), φτιάχνει μια ταινία ύμνο στο κινηματογραφικό ρομάντζο και στην απόλυτη απομυθοποίηση του. Στην πραγματικότητα σκοπός του είναι να υμνήσει το ψέμα του κινηματογράφου και το πως η ζωή παίρνει ασυγκίνητη τις αποστάσεις της απ’ αυτό. Το αποτέλεσμα είναι ένα sui generis δισυπόστατο φιλμ που λειτουργεί ως μια ρομαντική ιστορία (σημείο αναφοράς για τους εραστές των love stories), αλλά και ως ένα σαρκαστικό κινηματογραφικό πείραμα, πλημμυρισμένο από συνωμοτικά κλεισίματα ματιών στους έμπειρους σινεφίλ.

Αυτή η αγαπημένη ταινία, φέτος διασκευάστηκε από την αρχή ειδικά για την αγγλική σκηνή (έχουν προηγηθεί τα ανεβάσματα – γαλλικό και αγγλικό- της δεκαετίας του 70) και ανέβηκε στο Gielgud Theatre του Λονδίνου. Επικεφαλής η ταλαντούχα σκηνοθέτις και χορογράφος Emma Rice και η θεατρική της ομάδα, Kneehigh Company. Η Rice ήταν επιλογή του ίδιου του Legrand, ο οποίος της ζήτησε προσωπικά να επιμεληθεί του ανεβάσματος, όταν παρακολούθησε την επιτυχημένη προηγούμενη παράστασή της, τη σκηνική μεταφορά του Brief Encounter του Noel Coward στο Broadway.

Η Rice, όπως δήλωσε, δεν είχε ιδέα για την ταινία πριν την ανάθεση και μπήκε στη διαδικασία χωρίς να έχει το φιλμ του Demy ως αισθητική αναφορά. Εδώ ξεκινάει και η γοητευτική ανατροπή της θεατρικής εκδοχής. Όποιος περιμένει τα εκτυφλωτικά παστέλ της οθόνης, κατά πάσα πιθανότητα θα απογοητευτεί, καθώς η Rice τα χρησιμοποιεί μόνο υπαινικτικά, ενώ εστιάζει σε ένα υπέροχο θεατρικότατο σκοτάδι που κατατροπώνεται κατά τόπους από τη σοφή χρήση πινακίδων neon και μακρινά φώτα της πόλης. Οι ομπρέλες της είναι εξαρχής πιο ενήλικες, σκοτεινές και σκληρές. Οι ήρωες κινούνται σαν μαριονέτες ενώ και το ίδιο το λιμάνι του Cherbourg αποτελείται από κτίρια μινιατούρες που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται σύμφωνα με τις σκηνικές ανάγκες.

Προκειμένου να κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός διεθνούς κοινού, που δεν έχει αναγκαστικά την ταινία ως σημείο αναφοράς, εστιάζει στην πιο γοητευτική εκδοχή του γαλλικού romance, όπως έχει επικρατήσει στην κοινή συνείδηση, δίνοντας μια απόχρωση cabaret στο όλο εγχείρημα. Γι’ αυτό εισαγάγει τον χαρακτήρα της Maitresse, μιας mistress of ceremonies, σκοτεινής όσο και προσιτής για να μας ξεναγήσει σε μια από τις πολλές, τυχαίες, σημαντικές κι ασήμαντες ερωτικές ιστορίες που λαμβάνουν χώρα στα λιμάνια της Γαλλίας. Η Maitresse μπαίνει και βγαίνει στη δράση με διάφορες ιδιότητες: γίνεται πελάτισσα στο μαγαζί με τις ομπρέλες της Madame Emery, μια πριμαντόνα στην Όπερα, μια πόρνη, η Lola, η παλιά ερωμένη του Roland Cachard (από την ομώνυμη ταινία του Demy του 1961) και για μια μόνο στιγμή η Cleo η μυστηριώδης ηρωίδα της Agnes Varda, αγαπημένης συζύγου του Demy.

Το Cherbourg της Rice θυμίζει την ίδια στιγμή τις στιλιζαρισμένες φωτογραφήσεις των Pierres et Gilles, τις καμπάνιες του Jean Paul Gaultier, τον Καυγατζή του Jean Genet και του Reiner Werner Fassbinder, αλλά κι ένα παιδικό δωμάτιο με διασκορπισμένα παιχνίδια παντού. Το κατάστημα με τις ομπρέλες, το γκαράζ, το κλαμπ, τα καταστήματα, η γέφυρα με την επιγραφή Je t’ aime που συναντιούνται κρυφά οι εραστές και που σταδιακά αρχίζει να σβήνει μέχρι να απομείνει αναμμένο μονάχα το ame της ψυχής, όλα συνθέτουν μια μικρή πόλη που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη –πραγματική ή φανταστική- στην οποία έχει παιχτεί μια οποιαδήποτε ερωτική ιστορία.

Ώσπου φτάνει το θρυλικό φινάλε. Το μοναδικό κομμάτι της παράστασης που είναι φωτογραφική αναπαραγωγή της ταινίας: η τελευταία συνάντηση του Guy και της Genevieve, μετά από χρόνια, όταν οι ζωές τους έχουν πάρει το δρόμο τους (χωριστά) και κανείς από τους δυο δεν πέθανε από θλίψη. Η Rice έχει στήσει το ακριβές χιονισμένο τοπίο, τα ακριβή κοστούμια και σκηνικά, το μόνο που διαφοροποιεί την εικόνα από το φιλμ, είναι η θλιμμένη μαυροφορεμένη maitresse στη στέγη του γκαράζ που κοιτάζει τους δυο παλιούς εραστές από ψηλά. Ξαφνικά η μουσική του I will wait for you ακούγεται ρεμιξαρισμένη και σαμπλαρισμένη με διαλόγους από την ταινία, ενώ μέσα από το κοινό βγαίνουν και κάθονται στην άκρη της σκηνής όλα τα πρόσωπα του δράματος: η νεκρή Madame Emery, ο Roland Cachard, η Madelaine, o Monsieur Dubourg, ναύτες και πόρνες του λιμανιού.

Τα σκηνικά αποσύρονται, απογυμνώνοντας τη σκηνή, ενώ στο βάθος προβάλλονται εικόνες από το δρόμο σε πραγματικό χρόνο. Αρχίζει να χιονίζει στην πλατεία. Το Cherbourg είναι πια το Gielgud Theatre, το 1962 είναι τώρα. Η maitresse με το κοστούμι της παράστασης έχει βγει μέσα στο πλήθος και ζητάει φωτιά από τους ξαφνιασμένους περαστικούς, ίσως κι αφορμή για να τους ξαναπεί αυτή την τυχαία ερωτική ιστορία που άρχισε με τους όρους του σινεμά και τέλειωσε με εκείνους της πραγματικής ζωής. Με μια μικρή στάση σε ένα θέατρο της Shaftesbury Avenue.



Wednesday, March 23, 2011

cat off the roof


Maggie the cat is alive. I'm alive.

[Elizabeth Taylor /
February 27, 1932 – March 23, 2011]



Monday, March 14, 2011

Αναλύσεις


Τη ζωή δεν την υπεραναλύεις. Δε θα καταλήξεις πουθενά. Κι όσο καλύτερα νομίζεις πως εξασκείς το άθλημα, τόσο πιο γελασμένος θα βγεις στο τέλος. Έχεις ένα κάποιο λέγειν και έναν διαισθητικό τρόπο σκέψης. Σε επαινούν από παιδί γι’ αυτό και έμαθες να φτάνει. Το βλέπεις όμως πως δεν καταλήγεις κάπου. Εστιάζεις σε λάθος πράγματα. Γι’ αυτό.

Μίλησες για ιδέες‧ φιλοσόφησες‧ ανέλυσες‧ τοποθετήθηκες‧ συμπέρανες. Έχεις απόψεις, παγιωμένες για τα περισσότερα πολύπλοκα ζητήματα της ύπαρξης. Γύρνα τώρα λίγο στα απλά μπας κι οσφρανθείς τα σύνθετα:

Ξύπνησα. Έβαλα μουσική. Έφτιαξα καφέ. Προσεγμένο. Με ζάχαρη. Δεν αγαπώ τη ζάχαρη, όμως δεν ξέρω πως αλλιώς προσέχεται ο καφές.

Αφήνω ανοιχτά ενδεχόμενα. Οι δουλειές της μέρας. Στα απλά φιλοσοφείς. Καθώς πληρώνεις λογαριασμούς ή πας στην εφορία.

Στο δρόμο σκέφτεσαι. Στη φασαρία. Στην ησυχία δε σκέφτεσαι ποτέ. Στην ησυχία φοβάσαι κι εφευρίσκεις τεχνητές φασαρίες που σε αποσυντονίζουν: μια τηλεόραση, ένα τηλέφωνο, ραδιόφωνο. Πολλές φορές όλα μαζί.

Μπαίνω στο λεωφορείο. Φτάνω στο τέρμα κι από εκεί ταξί. Στη θάλασσα. Οι μέρες γλύκαναν.

Η φασαρία του δρόμου είναι καλή. Δεν την αφοράς. Κινείται ερήμην σου, εξ ου και σε προστατεύει. Στη φασαρία του δρόμου, μπορείς ακόμα και να μονολογήσεις ή να ψιθυρίσεις 2-3 στιχάκια να δεις να δένουν μεταξύ τους.

Καφές στο χέρι. Μαύρη ζάχαρη. Έτσι προσέχεται ο καφές. Δεν έχει άλλο τρόπο.

Με τα απλά να συνομιλείς. Με τις βιτρίνες. Αυτές φέρνουν την άνοιξη. Όχι οι ορμόνες σου. Οι καινούργιες γραμμές στα ρούχα και τα παπούτσια φέρνουν την άνοιξη. Αυτά μας ντύνουν. Όχι τα ρούχα ακριβώς, μα όσα κουβαλούν μαζί τους. Τα πλαστικά σώματα που αποκαλύπτονται λίγο περισσότερο απ' όσο αντέχουν οι προσδοκίες σου.

Στους βιαστικούς των δρόμων είναι η φιλοσοφία. Στους αργόσχολους των καφενείων, στους εργάτες του δήμου, στους επιβάτες των λεωφορείων, στους μετανάστες των φαναριών. Σε μια φευγαλέα ανεπιτήδευτη κίνηση δυο χεριών. Δε θα τη φανταζόσουν. Όλη την ησυχία του κόσμου να είχες διαθέσιμη, δε θα πήγαινε ποτέ ο νους σου πως μπορεί ένα ζευγάρι χέρια να κινηθεί έτσι για να εκφράσει μια ιδέα -την αγανάκτηση πες.

Κι εκεί που θα καθόμουν δέκα ώρες να σου αναλύω το αίσθημα της αγανάκτησης, μπορώ να σου περιγράψω δυο χέρια σε μια φευγαλέα ανεπιτήδευτη κίνηση. Κι αυτό θα είναι η αγανάκτηση. Αυτό και μόνο. Δε θα έχει υπάρξει τίποτα άλλο στον κόσμο πιο αγανάκτηση απ’ αυτό.

Μισή ώρα έξω από τους ρυθμούς σου είναι η φιλοσοφία. Μισή ώρα παραδίπλα απ’ την ρουτίνα. Μέσα στους μηχανισμούς του κόσμου. Γιατί τον κόσμο θες να περιγράψεις κι εσύ. Απ’ την αρχή αυτό ήθελες κι ας ξέφυγες. Κι ας νόμισες πως βρέθηκες εντεταλμένος να εξηγήσεις τα μεγάλα μυστήρια του σύμπαντος.

Το μεγαλύτερο μυστήριο του σύμπαντος όμως είναι αυτό: πως να νιώθεις δικαιωμένος χωρίς καμιά αιτία. Αυτονόητος μέσα στα αυτονόητα. Μέρος του κόσμου αναπόσπαστο. Μυστηριώδης κι ανεξήγητος όπως όλα.