Μέσα σου κοιμάται ένα αρχαίο πλάσμα, σκεπασμένο από τόνους σκόνης. Έχεις ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξη του. Δεν αλλάζει ποτέ πλευρό, δεν ονειρεύεται ποτέ, μόλις και μετα βίας ανασαίνει. Αν το θυμόσουν έστω και λίγο θα μπορούσες να το θεωρήσεις νεκρό. Τώρα όμως είναι απλώς ανύπαρκτο. Ένα από τα εκατοντάδες απομεινάρια πιθανοτήτων που έχεις θάψει μέσα σου κατά καιρούς.
Που και που σου έρχονται κάποιες φευγαλέες εκλάμψεις της παλιάς του ύπαρξης. Σαν déjà vu που, πριν καταγραφεί στις βιωμένες μνήμες, τοποθετείται αυτόματα στα αφηρημένα προαισθήματα. Το θυμάσαι άξαφνα να έχει παλμό και ρέον αίμα στις φλέβες, να επιθυμεί και να έχει ανάγκες. Το θυμάσαι να μην απογοητεύεται, να ελπίζει, να σπαρταρα στην παραμικρή προοπτική.
Κι όμως το αλλόκοτο αυτό πλάσμα, όσο κι αν δεν του φαίνεται, στην πραγματικότητα μόνο κοιμάται. Δεν έχει καμιά διάθεση να εγκαταλείψει τη ζωή, χωρίς κάποτε να την εκπληρώσει όπως επιθυμούσε μια φορά κι έναν καιρό. Είναι πασιφανές ότι δε θα το καταφέρει ποτέ, τουλάχιστον χωρίς να τινάξει έναν ολόκληρο κόσμο στον αέρα, ωστόσο ποιος μπορεί να στερήσει μια απλή επιθυμία από κάτι τόσο ακίνδυνο κι αθώο;
Καμιά φορά νιώθεις στο στήθος ένα σκίρτημα. Ένα ανασάλεμα μικρό κι αψυχολόγητο. Κάτι που δεν εξηγείται από τους νόμους που διέπουν την τωρινή ζωή σου. Μια στιγμιαία παρόρμηση, η οποία ανασύρει έναν ολόκληρο κόσμο και τον στήνει μπροστά σου, σαν περιοδεύον τσίρκο από μια μακρινή μυθική εποχή. Και γίνεσαι παιδί και έφηβος την ίδια στιγμή, αγέννητος κι εκπληρωμένος από πάντα. Για λίγο είσαι όλα όσα ήλπιζες κάποτε να γίνεις.
Τότε είναι που έρχεται το κοιμισμένο πλάσμα στο νου σου. Ξαφνικά θυμάσαι ακριβώς πως έμοιαζε, τί ήλπιζε, τι περίμενε από τον κόσμο. Ανακαλείς από τη μνήμη σου το ξεχασμένο του πρόσωπό, το δικό σου πρόσωπο. Συνειδητοποιείς πως το αρχαίο πλάσμα δεν είναι άλλο από μια ακόμη χαμένη προβολή σου στο χωροχρόνο. Θυμάσαι το σημείο που κοιμάται. Τρέχεις να το τσεκάρεις σαν ανήσυχος γονιός. Αναδεύεις τόνους σκόνης που σχηματίζουν βουνά σε απομακρυσμένες γωνιές. Το ξεθάβεις. Αφουγκράζεσαι το σφυγμό του, βεβαιώνεσαι ότι είναι ζωντανό.
Κι είναι εκείνη τη στιγμή της αγωνίας που συνειδητοποιείς πως καταφέρνει και ζει ενώ δε σαλεύει καν. Νιώθεις γιατί χαμογελά ατάραχο στο βαθύ του ύπνο, ενώ δε μπορεί λεπτό να βγει απ’ αυτόν. Το νιώθεις στο στήθος σου. Και δεν είναι παρά εκείνο το ανεπαίσθητο σκίρτημα. Από εκείνη τη στιγμίαια παρόρμηση που αν ήσουν ο κανονικός εαυτός σου δε θα επέτρεπες ποτέ να συμβεί. Κι όμως συμβαίνει ερήμην σου. Σαν να στην υπαγορεύει υποσυνείδητα κάποιος ή κάτι από πολύ μακριά. Ενώ εσύ κοιμάσαι γαλήνιος σκεπασμένος από τόνους σκόνης.
3 comments:
καλό πράμα το καλό γράψιμο.
είναι σαν το γλυκό. αν εθιστείς, δεν σταματάς!
@Summertime Blues:
γενικά το γράψιμο. Αν δεν υπήρχε κι αυτό...
Τα περί εθισμών τα παρακάμπτω.Γλυκά μου πλάσματα, μην είστε τόσο σεμνά! Γράφετε -και τα δυό σας- έκαστος στο είδος του, πολύ καλά!
:-)
Post a Comment