Είναι γεγονός που επιβεβαιώνεται καθημερινά: ζούμε στις μέρες που ακόμα και η πιο απρόσμενη είδηση, φαντάζει λογική, ένα φυσικό επακόλουθο της γενικότερης κοινωνικής παρακμής. Έχουμε εκπαιδευτεί να τα περιμένουμε όλα και να μη μας εκπλήσσει τίποτα. Σε μια εποχή που η θεατρική αγωγή κρίνεται περιττή από τα (άδεια) κεφάλια του Υπουργείου Παιδείας και καταργείται (με το θράσος μάλιστα της ανανεωτικής κίνησης) από τα σχολεία της χώρας, η αυλαία ενός ακόμα από τους σημαντικότερους θεατρικούς οργανισμούς της τελευταίας εικοσιπενταετίας, φαντάζει απολύτως αναμενόμενη. Τι άλλο χρειάζεται για να καταλάβουμε ότι τούτη η χώρα αποκηρύσσει τον πολιτισμό μεθοδευμένα και με συνέπεια; Το κάψιμο των βιβλίων; η κατάργηση της παιδείας; Είμαστε σε καλό δρόμο. Η τέχνη, ο πολιτισμός καταπατούνται καθημερινά από μια συνεπή απαξιωτική κρατική πολιτική.
Μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι υπερβάλλω. Ένα θέατρο δεν είναι παρά μια επιχείρηση η οποία πέρα από την οικονομική αρωγή ενός κράτους που παραπαίει οικονομικά (για να μην πω γκρεμίζεται), οφείλει ως ένα βαθμό να αυτοσυντηρείται κι αν δεν το καταφέρνει ίσως σημαίνει πως έχει χάσει το κοινωνικό του στίγμα και φυτοζωεί. Σωστό ως ένα βαθμό. Όμως στη χώρα της πνευματικής ένδειας και της τηλεοπτικής αισθητικής, πολλές φορές ένας φορέας πολιτισμού χρειάζεται στήριξη. Γιατί ο κόσμος δεν ξέρει. Γιατί ο κόσμος αγνοεί. Γιατί η υπερπροσφορά τον τυφλώνει και δεν βλέπει πάντα το σωστό.
Όχι ότι το Απλό Θέατρο άνηκε στην κατηγορία των θεάτρων που ομφαλοσκοπούν κάνοντας τέχνη για την τέχνη ή απλώς εξυπηρετούν τα καπρίτσια και τις φιλοδοξίες του καλλιτεχνικού τους διευθυντή. Αντιθέτως, επρόκειτο για ένα από τα πιο ενεργά και δραστήρια θέατρα της χώρας, με παραστάσεις που πέρα από την καλλιτεχνική τους επιτυχία είχαν και ξεκάθαρο εμπορικό αντίκρυσμα. Ωστόσο, όπως φαίνεται, δεν κατάφερε να επιβιώσει. Ο πήχης έμπαινε πάντα όλο και ψηλότερα, υπερβαίνοντας τις δυνάμεις ενός ιδιωτικού φορέα, με ρεπερτόριο αξιοζήλευτο και αναγνώσεις, αν κι όχι πάντα ριζοσπαστικές, τουλάχιστον συνεπείς και έντιμες.
Αν είχε πετύχει κάτι κατά γενική ομολογία το Απλό Θέατρο μέσα στα χρόνια της λειτουργίας του, αυτό ήταν να αποτελεί ένα από τα ελάχιστα θέατρα ρεπερτορίου που μοιράζουν τις σκηνές τους σε κλασικά έργα αλλά και στην εγκυρότατη σύγχρονη παραγωγή με κορυφαίους συγγραφείς της εποχής μας, όπως ο Χάρολντ Πίντερ ή ο Μπράιαν Φρίελ. Ταυτόχρονα σύστησε στο θεατρόφιλο κοινό για πρώτη φορά σημαντικούς ευρωπαίους συγγραφείς όπως ο Στιγκ Ντάγκερμαν (η Σκιά του Μαρτ), ο Χέρμαν Μπροχ (η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε), κι ο Ίταλο Σβέβο (Ένας σύζυγος). Κι όλα τα παραπάνω με συνέπεια, σοβαρότητα, καλλιτεχνικό κριτήριο υψηλότατο, και χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς και εξεζητημένες σκηνοθεσίες.
Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στον δημιουργό του, τον έμπειρο σκηνοθέτη Αντώνη Αντύπα, που κρατάει από το 1990 που ιδρύεται ο καλλιτεχνικός οργανικός Φάσμα τα ηνία μιας καλλιτεχνικής επιχείρησης υψηλής αισθητικής και γούστου. Αποτελώντας το βασικό σκηνοθέτη των παραστάσεων του δε δίστασε να ανοίξει τις πόρτες και σε άλλους καλούς σκηνοθέτες, όπως η Ρούλα Πατεράκη, η Νικαίτη Κοντούρη, ο Βίκτορας Αρδίτης, ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, παρουσιάζοντας στη σκηνή ορισμένες από τις σημαντικότερες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων, σημείο αναφοράς για τους Αθηναίους θεατρόφιλους.
Ο Αντώνης Αντύπας αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, στου οποίου το καλλιτεχνικό δυναμικό και παρέμεινε ως ηθοποιός από το 1964 ως το 1971. Αμέσως μετά φεύγει για το Λονδίνο, όπου παρακολουθεί μαθήματα σκηνοθεσίας στο City Literaly Institute. Με την επιστροφή του έχει την τύχη να μαθητεύσει στο πλευρό του Αλέξη Μινωτή ως βοηθός σκηνοθέτη στην παράσταση «ο λοχαγός του Κέπενικ». Παράλληλα εργάζεται ως ηθοποιός με αρκετούς θιάσους, όπως το Εθνικό Θέατρο, οι Δεσμοί, το Λαικό Πειραματικό θέατρο καθώς και σε κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Το 1974 δημιουργεί το Απλό Θέατρο, όπου σκηνοθετεί έντεκα παραστάσεις μέχρι και το 1990. Το 1984 καλεσμένος από το Διεθνές Πρόγραμμα Επισκεπτών της αμερικάνικης κυβέρνησης, γνωρίζει από κοντά τη λειτουργία των μεγαλύτερων περιφερειακών θεάτρων της Αμερικής και το 1986, με υποτροφία του ιδρύματος Φούλμπράιτ, συμμετέχει στη σκηνοθεσία των παραστάσεων «Δοκιμασία» του Άρθουρ Μίλλερ και Βάκχες του Ευριπίδη.
Το 1990 ιδρύει τον καλλιτεχνικό οργανισμό Φάσμα, με έδρα το Απλό θέατρο, πίσω από την Πάντειο κι από τότε αρχίζει μια αδιάκοπη πορεία παρουσιάζοντας 2 και 3 παραστάσεις τη χρονιά, πάντα με τους καλύτερους συντελεστές και θιάσους. Το 1990 και για δύο χρόνια δημιουργεί και το Εργαστήριο Θεάτρου και Μουσικής για νέους ηθοποιούς και παρουσίασε σε μουσικό θεατρικό αναλόγιο τη σκηνική καντάτα Δαβίδ.
Το 1994 δημιουργεί και μια δεύτερη, δυναμική κι ευέλικτη θεατρική σκηνή στο δεύτερο όροφο του κτιρίου της Χαριλάου Τρικούπη με στόχο να προωθήσει ένα ρεπερτόριο περισσότερο πειραματικό και πρωτοποριακό και να δώσει το χώρο και την ευκαιρία σε νέες ανήσυχες καλλιτεχνικές δυνάμεις να εκφραστούν δημιουργικά.
Στο ρεπερτόριο του Απλού Θεάτρου ως και σήμερα περιλήφθηκαν έργα κλασικά, σύγχρονα, γνωστά ή πρωτοπαρουσιαζόμενα, με μια προτίμηση στο αγγλόφωνο έργο, του Πίντερ, του Μάμμετ, και του Φρίελ. Ειδικά για τον πρώτο, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως στο Απλό Θέατρο και τον Αντώνη Αντύπα χρωστάμε κάθε επαφή με τα πρόσφατα έργα του, καθώς έχουν ανέβει τέσσερα από αυτά, έχοντας μάλιστα προσκαλέσει και τον ίδιο το συγγραφέα να παρακολουθήσει τα ανεβάσματα. Ανάλογο είναι και το ενδιαφέρον για τον Ιρλανδό Μπράιαν Φρίελ, τρία έργα του οποίου έχουν παρουσιαστεί στο Απλό Θέατρο από το 1997 ως το 2004.
Το καλοκαίρι του 2001 ο Αντύπας πραγματοποιεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του στην Επίδαυρο με τις Τρωάδες του Ευριπίδη, ένα έργο σύμβολο του ξεριζωμού και τραγικά σύγχρονο. Η Εκάβη της Μάρθας Βούρτση, αφοπλιστικά συγκινητική ηλεκτρίζει σε μια παράσταση που απέσπασε εξαιρετικές κριτικές από τους κριτικούς, ενώ δίνεται η ευκαιρία στη μόνιμη συνεργάτη του Αντύπα, Ελένη Καραίνδρου να συνθέσει και ένα από τα ομορφότερα μουσικά τοπία της καριέρας της. Αυτό που το Μάρτιο του 2005 θα αποτελέσει το ένα μέρος της περίφημης ελεγείας του Ξεριζωμού (μαζί με αποσπάσματα από το «Λιβάδι που δακρύζει») στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε επιμέλεια του ίδιου.
Όλα τα παραπάνω από σήμερα γίνονται μέρος της πολύπαθης θεατρικής ιστορίας αυτού του τόπου, παίρνοντας θέση πλάι στο πρόσφατο λουκέτο του Ανοιχτού Θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη και του Αμφιθεάτρου του Σπύρου Ευαγγελάτου. Το Απλό Θέατρο σήμερα, Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012 κατεβάζει την αυλαία του με το "βαγόνι στα νερά" του Λεωνίδα Προυσαλίδη . Κι αν θα αφήσει κάτι στους θεατές που ανδρώθηκαν στην πλατεία του (πέρα από την ελπίδα ότι σύντομα θα λειτουργήσει με νέες δυνάμεις) είναι η γνώση ότι το καλό θέατρο δεν φτιάχνεται μόνο από έργα, ούτε από παραγωγές. Φτιάχνεται από ανθρώπους με όραμα, αισθητική και στόχο.
Στο μικρό θεατράκι με τις δυο σκηνές πίσω απ’ την Πάντειο, ο στόχος εδώ και 22 χρόνια ήταν ξεκάθαρος. Μέχρι σήμερα. Μια επίσκεψη αρκούσε για να πείσει ότι το έντιμο θέατρο, είναι πάντα «απλό»… Από σήμερα απλό απομένει μονάχα το συμπέρασμα πως ο πολιτισμός σε αυτή τη χώρα χάνει καθημερινά έδαφος κι η πνευματική ζωή φτωχαίνει όλο και περισσότερο. Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία πως το κράτος έχει συνειδητά πάρει οριστικές αποστάσεις από κάθε μορφή πολιτισμού. Είναι στο χέρι όλων μας και του καθενός ξεχωριστά να μην επιτρέψουμε την οριστικοποίηση αυτής της μαζικής αποχαύνωσης. Γιατί το έχουμε ξαναπεί: ο πολιτισμός που διαφυλάττουμε είναι η μοναδική ελπίδα κάποια στιγμή να βγούμε από αυτή την κρίση, με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες.
(στη φωτογραφία η Ράνια Οικονομίδου κι ο Κώστας Γαλανάκης από τις Ευτυχισμένες Μέρες του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα.)