Ένας κύριος μπήκε στο λεωφορείο κρατώντας μια μεγάλη πράσινη γυάλα.
«Είχα κι εγώ μια γυάλα, Μαίρη, θυμάσαι;»
Κάθονταν δίπλα δίπλα. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν μητέρα και γιος. Με μια προσεκτικότερη ματιά συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για ένα ταλαιπωρημένο ζευγάρι‧ προφανέστατα ουσίες. Το πρόδιδαν τα άδεια μάτια κι η αργόσυρτη φωνή με τα αχνά πατημένα σύμφωνα. Κι όμως έφτανε η είσοδος του κυρίου με την πράσινη γυάλα για να αστράψει μια σπίθα στο βλέμμα και των δυο.
«Θυμάσαι το ψαράκι μου, Μαίρη; Μου άρεσε να το κοιτάζω να γυρίζει γύρω – γύρω στη γυάλα.»
«Μην τα σκέφτεσαι αυτά τώρα. Πάει το ψαράκι. Έχουμε άλλα θέματα...»
«Το αγαπούσα εκείνο το ψαράκι. Το τάιζα κάθε πρωί και το χάζευα να γυρίζει γύρω - γύρω με τις ώρες.»
«Πάει εκείνο το ψαράκι. Γύρισε στη θάλασσα.»
«Θυμάσαι που το είχα ψηλά στον πάγκο της κουζίνας να βλέπει φως;»
«Δεν υπάρχει πια. Μην το σκέφτεσαι.»
«Γιατί έπρεπε να χαθούνε όλα; Ήταν καλή παρέα. Με έκανε να είμαι άλλος.»
«Σου λέω μην τα σκέφτεσαι...»
«Πως γίναμε έτσι ρε Μαίρη; Κύριε, είχα κι εγώ μια γυάλα σαν κι αυτή...»
Ο κύριος με τη μεγάλη πράσινη γυάλα δεν έδωσε σημασία. Κατέβηκε 2-3 στάσεις μετά.
«Μαίρη, να πάρουμε πάλι μια γυάλα...»
3 comments:
Συγκινητικό.Πολύ.
Γειά σου!! Καλή χρονιά σου εύχομαι με υγεία και αισιοδοξία!!! Γράφεις υπέροχα!!! :ο)
θεε μου τι σπαρακτικο...
Post a Comment