Τις τελευταίες μέρες προσπαθώ να βρω κάτι εντυπωσιακό να γράψω για το κλείσιμο του 7 και δε βρίσκω τίποτα. Ούτε λίστες με πράγματα που ξεχώρισα, ούτε γεγονότα που με σημάδεψαν, ούτε τίποτα. Όχι οτι δεν υπήρξαν, αλλά με το που τα σκέφτομαι ξαφνικά δε φαίνονται και τόσο σπουδαία. Άλλωστε αν ανατρέξει κάποιος στα post της χρονιάς, παρόλο που δεν είμαι πολύ συνεπής blogger, θα βρει πάνω κάτω τα "σημαντικά".
Aν κι έχω πολλά που θα 'θελα (η θα μπορούσα) να γράψω, τελευταία στιγμή τα αποσύρω όλα. Και δε θέλω να μιλήσω για τους δικούς της χρονιάς- ανθρώπους που κερδήθηκαν ή που ανανέωσαν το δεσμό μας, ούτε γι' αυτούς που έφυγαν και -κακό δικό τους και δικό μου- δε θα τα ξαναπούμε. Δε θέλω καν να μιλήσω για τα μικρά σχεδιάκια που άρχισαν να πραγματοποιούνται μέσα στη χρονιά, ούτε γι' αυτά που με αποχαιρέτησαν για πάντα (αν υπάρχει για πάντα - ή ακόμα κι αποχαιρετισμοί). Θάνατοι, υποδοχές, εξομολογήσεις, παρηγοριές, χαμόγελα, μιζέριες, ομοιοπαθητικές, αποφάσεις ζωής, άμυνες, ανανεώσεις όρκων, καινούργιες μουσικές βιβλία και ταινίες. Απ' όλα είχαμε. Κι όλα κάτω απ' το πρίσμα της αναζήτησης της ποίησης. Κι ότιδήποτε δεν τσιγκουνευόταν το λυρισμό του ήθελα σαν παιδί να το μοιραστώ. Με το που ξεκινούσα όμως έχανε κάθε ενδιαφέρον...
Έτσι και όλη η χρονιά που πέρασε δεν έχει ισχυρούς απολογισμούς για μένα. Κι αν έχει δεν έχουν κανένα μυθιστορηματικό ενδιαφέρον. Αλλά ακόμη κι αν είχαν, ακριβώς ένα χρόνο μετά βρίσκομαι πάλι μπροστά στο laptop με την ίδια κούπα καφέ και το ίδιο ακατάστατο σπίτι, να προσπαθώ να συντάξω μια χρονοκάψουλα χωρίς να έχω κάτι να της βάλω μέσα. So, what's the point? Ίσως τελικά δεν είμαι ο άνθρωπος των επετείων. Άλλωστε ποτέ δε σημείωσα στο περιθώριο καμιάς μου εμπειρίας ημερομηνία.
Βαριέμαι να συνεχίσω. Χαζό, αφτιασίδωτο post, αλλά αφού έτσι φεύγει ο χρόνος, οφείλω να το αποτυπώσω. Μην το παρεξηγήσετε. Είναι για αποκλειστικά προσωπική μελλοντική χρήση. Υπενθύμιση ή ρουτίνα. Θα δείξει...
Οι φίλοι ξέρετε πως οι ευχές μου φέτος έχουν μια εμμονή με το Φως. Αυτή είναι η δίψα μου για τη χρονιά που έρχεται. Ανοίγω όλες τις βρύσες λοιπόν και το μεταγγίζω στο 8. Πιείτε όσο μπορείτε γιατί μάλλον θα το χρειαστούμε όλοι μας.
Υπάρχει ένα και μοναδικό ψέμα -άμεσα συνδεδεμένο με την ανάγκη- Η αμαρτία του οποίου παραδόξως εντοπίζεται στο να μην το λες όταν στο ζητάνε. Καθώς και στο να το ζητάς όταν δεν στο λένε.
Και να σκεφτεί κανείς, αυτό το ψέμα είναι αποκλειστικά και μόνο δική μας εφεύρεση για να ρυθμίζουμε τις ανασφάλειες μας και το βαθμό εξάρτησης των άλλων.
Για μένα (όπως και για κάνα - δυο άλλους φαντάζομαι) μια γιορτινή μέρα πεθαίνει την παραμονή της, όπως και το σαββατοκύριακο ολοκληρώνεται στο βράδυ της Παρασκευής.
Σαν να λέμε η ευτυχία εξαντλείται στην προσδοκία της…
Κι όσο κι αν αναρωτιέμαι γιατί συμβαίνει αυτό, κάτι μου λέει πως παραδόξως έχει να κάνει με μια ανάπηρη φυσική ροπή μου προς την αισιοδοξία
Θέλω να πω τι σκέφτομαι και δε μπορώ. Το κεφάλι μου ξέρει πολύ καλά να προφυλάσσει τις τοξικές διαρροές του: απλά μπλοκάρει το φίλτρο της καταγραφής. Κι έτσι παρόλο που νιώθω, είναι αδύνατον να εκφράσω το παραμικρό. Οι γνώσεις μου συρρικνώνονται. Ονόματα, λέξεις, στίχοι τραγουδιών, πρόσωπα, καταστάσεις και μνήμες γλιστράνε το ένα μετά το άλλο από τη σκέψη μου. Έχω την αίσθηση ότι πολύ σύντομα θα είμαι εντελώς ανάπηρος στο να ονομάζω τις έννοιες. Θα νιώθω τη σημασία τους αλλά δε θα μπορώ να την εκφράσω με κανένα τρόπο.
Το μυαλό μου υπολειτουργεί. Δε συγκεντρώνεται πουθενά. Έχει την πρόθεση αλλά δε συναντιέται με το αποτέλεσμα. Πιάνει ένα βιβλίο και δεν αφομοιώνει ούτε μια γραμμή. Πιάνει ένα απλούστερο βιβλίο – ακόμα και παιδικό- κι η λογική αναπηδά σε κάθε λέξη. Αρνείται πεισματικά να συνεργαστεί. Η πιο αφελής ταινία αδυνατεί να μου τραβήξει την προσοχή. Χάνομαι στις απλούστερες συνδυαστικές σκέψεις. Θέλω μόνο αχανείς εικόνες να χάσκει το βλέμμα χωρίς καμία μα καμία απαίτηση. Α και χρώματα. Όχι συναισθήματα. Χρώματα να με καταπίνουν, να μπαίνω μέσα και να μη χρειάζεται καμία εξήγηση.
Θέλω να διατυπώνω σκέψη μετά από σκέψη και να μη με νοιάζει που επαναλαμβάνω τις ίδιες φράσεις, τα ίδια λεκτικά σχήματα, τα ίδια νοήματα. Να δώσω στην ελεύθερη καταγραφή τη σαφήνεια που χρειάζεται για να βγάλω από μέσα μου όλη αυτή την ψυχοφθόρα συσσωρεμένη ενέργεια. Και θέλω κάποιον να μιλάει, να αποφασίζει και να ενεργεί για λογαριασμό μου. Να μην έχω καμία ευθύνη για τίποτα. Απλά να αιωρούμαι σε μια εναλλαγή ασύνδετων στιγμών μέχρι να γίνει ένα μεγάλο μπαμ και όλα να μπουν σε μια σειρά ή να πάψουν να υπάρχουν. Γιατί τώρα δεν είμαι παρά σε ένα βαγόνι που πηγαίνει σε ατέλειωτες ράγες και δε σταματάει πουθενά.
Εδώ και αρκετό καιρό οι μόνες στιγμές της μέρας που απολαμβάνω είναι μέσα στα λεωφορεία χαζεύοντας απ’ το παράθυρο άχρηστα καρέ κινούμενων εικόνων να διαδέχονται το ένα το άλλο. Που και που εμφανίζεται ο πυρήνας μια όμορφης σκέψης αλλά είναι τόσο αδύναμος που πριν σχηματίσει ένα νόημα εξατμίζεται…Το ίδιο και στα σινεμά. Βγάζω εισιτήριο μόνο και μόνο για να χάνομαι στο σκοτάδι αφηρημένος μπροστά στην οθόνη. Δεν παρακολουθώ πλοκή, δε με νοιάζει η υπόθεση, μου αρέσει απλά να χάσκω…
Χάσκω… να η νέα αγαπημένη μου λέξη. Η νέα μου ταυτότητα.
Κάνει το θάνατο να φαίνεται ένα μικρούτσικο μπέρδεμα στο βασίλειο του ανθρώπου.
…κι όμως καταφέρνει να είναι ο, τι πιο απολαυστικά μακάβριο έχουμε δει από τότε που "θάψαμε" το Six Feet Under.
Έχει μαζέψει το μισό Broadway (από Lee Paceκαι Anna Friel μέχρι Kristin Chenowethκαι αγαπημένηEllen Greene) και αναμένεται και το άλλο μισό (π.χ. ο Raul Esparza) για guest.
Δε μπορεί να στηριχτεί στο sexανάμεσα στους πρωταγωνιστές γιατί έστω κι ένα άγγιγμα του Ned θα σκοτώσει την “Chuck”
Η υπέροχη ονειρική μουσική του James Dooley, ο οποίος δηλώνει ότι πηγή έμπνευσης του για το scoreείναι η Amelie
Οιπρώτεςκριτικέςμεταξύάλλωνλένε: a) "ABC has found its next Lost!"b) "the fall show with the most spring buzz" c) "funny, imaginative and smart" καιd) "boasts Gilmore Girls-speed wit"
Είναι η πρώτη σειρά με αυτόνομο on-line comic book για τους λάτρεις της 9ης τέχνης
... για ακόμη μια φορά δε θα χρειάζεται να εξαρτώμαι από την ελληνική τηλεόραση (την ποια;)
Υπάρχει μια μικρή χαραμάδα στους ραγισμένους ανθρώπους που συναντώ στους δρόμους. Άλλοι στάζουν αίμα κι άλλοι ενδεχόμενα. Καμία φορά και τα δυο μαζί. Τις περισσότερες φορές αίμα. Τις λιγότερες ενδεχόμενα. Οι εξαιρέσεις ενδεχόμενα. Ο κανόνας αίμα. Όταν είσαι στη μεγάλη ανάγκη, αίμα κι ενδεχόμενα γίνονται ένα: ταυτίζονται.
Η χαραμάδα πάντως είναι η ίδια. Δεν ξεχωρίζει. Ραγισμένους λες τους διαθέσιμους, ραγισμένα και τα ερείπια. Μετακομίσεις αξιώνουν κι οι διαθέσιμοι, μετακομίσεις και τα ερείπια.
Έχουμε κατοικήσει και στις δυο κατηγορίες. Έχουμε φύγει κι απ’ τις δύο. Έχουμε υπάρξει και διαθέσιμοι και ερείπια. Ξεχωριστά και ταυτόχρονα. Έχουμε ασφαλίσει κι έχουμε εκθέσει. Έχουμε κλειδώσει κι έχουμε διώξει. Έχουμε αγγίξει το σκάσιμο στον τοίχο, κι έχουμε φύγει τρέχοντας με το που το τσάκωσε το βλέμμα μας. Έχουμε κοιμηθεί με ανοιχτή την πόρτα και με κλειστό παράθυρο. Έχουμε ποτίσει τα θεμέλια κι έχουμε ρίξει την πρώτη με τη βαριά.
Όλα ξεκινούν από την ίδια μικρή χαραμάδα που πιάνει τυχαία το μάτι στους ραγισμένους που σε προσπερνούν. Αυτή που σου δίνει την ψευδαίσθηση πως μπορείς να δεις κρυφά μέσα στον άλλον, αυτά που δε θα μπορούσες να δεις ακόμα κι αν είχες τη συγκατάθεση του για απανωτούς ακρωτηριασμούς …
Οι χαραμάδες των ραγισμένων είναι παγίδα. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι καλειδοσκόπιο να βλέπεις πολύχρωμα αστέρια μέσα του, ούτε τα πανοράματα του Barkerγια να έχεις σφαιρική αντίληψη του σύμπαντός του.
Το περισσότερο που μπορείς να κάνεις είναι να ψηλαφίσεις τη χαραμάδα. Να την προσεγγίσεις σαν ψεγάδι κι όχι σαν πιθανότητα… Γιατί αν γεννήθηκε από κάτι είναι όχι απ’ την πρόθεση, αλλά απ’ τη χρήση… Στους ραγισμένους ανθρώπους που συναντάς παρόλο πουαγοράζεις φθορά, δεν παίρνεις εμπειρία…
Ο Yvan Goll έγραψε τα Μαλαισιανά Τραγούδια (Chansons Malaises) στην Αυστρία την περίοδο 1931 – 34, αλλά τα εξέδωσε στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 1934.
Μέσα από το στόμα της Manyana, ενός κοριτσιού της Μαλαισίας, μας παραδίδει 40 ποιήματα που ουσιαστικά χρονογραφούν την πορεία ενός έρωτα, όπως ξεκινάει σα φαντασίωση, εξελίσσεται σε ένστικτο, ενσαρκώνεται, παθιάζεται, φθείρεται, καταλήγει βαθιά πληγή και σταδιακά θάνατος.
Στα πρώτα ποιήματα της σειράς η Manyana μιλάει για τον απόλυτο προορισμό της στη ζωή, την άφιξη του Εραστή - Θεού:
Depuis ma naissace Je suis paree pour ta venue
Η φύση μπλέκεται σε μια συνομωσία αποπλάνησης κι ο Εραστής είναι κάποιος που θα ‘ρθει από τη θάλασσα, τη γη, τον αέρα. Όλα τα φυσικά στοιχεία προετοιμάζουν το έδαφος γι’ Αυτόν…
A ton approche toute la nuit frissone Les murs bougent Le jasmine sent plus fort La mer respire plus vite Et le vent excite Arrange mes cheveux Comme tu les aimes…
Ο Εραστής φτάνει, κι η Μανιάνα γνωρίζει τελικά το Θεό που περιμένει:
Et le ciel pose son Oreille de geant Contre la terre Pour ecouter si tu viens
Το σώμα της εντάσσεται στη συμπαντική αρμονία κι όσο περισσότερο το γνωρίζει ή της το γνωρίζει Εκείνος τόσο πιο βαθιά εισχωρεί στην ουσία της ύπαρξης της:
Peu m’ importe: exauce-moi Et donne-moi mon nom!
Κάποια στιγμή -διχασμένη στα δύο- καλείται να διαλέξει το δρόμο που θα ακολουθήσει:
Tu as plante devant ma porte Un jeune citronnier
Il n’ a que deux branches L’une porte un fruit d’ or L’ autre un fleur d’ argent
Comment me prefers-tu Vierge ou mere?
Επιλέγει αυτό για το οποίο είναι προορισμένη και παραδίδεται άνευ όρων στην απόλυτη δικαιοδοσία του Εραστή της. Η καρδιά των Μαλαισιανών τραγουδιών είναι ένας ύμνος στον απόλυτο έρωτα:
Sans que je le sache Etais – tu donc toujours en moi?
Η Manyana μιλάει πια για αυτοθυσία στο βωμό της ολοκληρωτικής ένωσης. Γίνεται τροφή, νερό, αέρας που τρέφει τον αγαπημένο της, αλλά κι ο τάφος που θα τον κλείσει μέσα του:
Dans tom baiser plus profound que le mort Je sens ta rage de rentrer en terre … Et ma chair te recoit comme un sepulcre…
Όσο προχωρούν τα ποιήματα, ο αγνός κοριτσίστικος έρωτας της αρχής δίνει τη θέση του σε ένα άγριο πάθος. Η Μανιάνα δεν ονειρεύεται πια, δεν ελπίζει, αλλά διεκδικεί, απαιτεί, απειλεί… Γεμίζει υποψίες που την εξοντώνουν:
Cette nuit un condor Vola dans ma chambre … Je sentis sur mon corps Son ombre brune … Au reveil un plume noire Gisait sur mon Coeur.
Δεν είναι πια το κορίτσι με το χαμηλό βλέμμα και το συνεσταλμένο χαμόγελο, αλλά μια μάγισσα, που επικαλείται σκοτεινές δυνάμεις για να κρατήσει αυτό που της ανήκει, όταν το βλέπει να απομακρύνεται:
Bientot dans le the d’ or Tu boiras une goutte rouge Une goutte du sang lunaire … Tu m’ aimeras Malgre toi.
Προς το τέλος, ο έρωτας της Manyana έχει μεταλλαχτεί εντελώς:
Dieux: Arrachez les yeux de mon visage Qui s’ ecaqrguillent sans le voir … Dieux: Donnez-moi la mort Pour qu’ il pense encore un fois a moi.
Το μόνο ζητούμενο πια –με την ίδια ένταση που κάποτε ζητούσε τον Έρωτα- είναι ο θάνατος: Le doigt de la mort…
Τα 40 βήματα του Έρωτα έχουν συντελεστεί. Κι η Μπλε Βανίλια μένει ξάγρυπνη...
Τα "Μαλαισιανά Τραγούδια" κυκλοφορούν σε μετάφραση Ε.Χ.Γονατά από τις εκδόσεις "Στιγμή"
Σήμερα κάνει θλίψη. Είχα συγκεκριμένο θέμα να γράψω, αλλά δεν έχω μυαλό να συγκεντρωθώ. Παραείναι σκοτεινά έξω και το τεχνητό φως με αρρωσταίνει, όταν επιστρατεύεται στις λάθος ώρες.
Κατά τ' άλλα μια ζωή συστήνομαι ως παιδί του φθινοπώρου. Μήπως έφτασε η ώρα να αλλάξω κατηγορία; Η πρώτη σκοτεινιά με διαλύει, ενώ πριν κάποια χρόνια με έκανε να νιώθω βασιλιάς. Ακόμα πιο μικρός δε, αγαπούσα ακόμα και να βολτάρω στη βροχή. Άλλες εποχές, άλλα ήθη. (Μάλλον γερνάω).
Πέρσι πάντως τέτοια εποχή έγραφα κάτι αντίστοιχο (check here), το οποίο και φέτος με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο (εξέλιξη- όχι αστεία). Οπότε θα μπορούσα να μη γράψω τίποτα άλλο.
Απλά να σας πω ότι είχα τη χαρά να βρω ένα τραγούδι που έψαχνα χρόνια ολόκληρα σαν τρελός, από ένα δίσκο που είναι super σπάνιος και συλλεκτικός πια, και είχα επιστρατεύσει γνωστούς και άγνωστους με δισκοθήκες και διασυνδέσεις να μου το βρουν. Κι ευτυχώς το χω και παίζει όλη μέρα από το πρωί και κάπως χαίρομαι. (Ας είναι καλά ο Th. που μου το βρήκε).
Το φορτώνω στον Hamlet να το ερωτευτείτε κι εσείς. Η φωνάρα είναι η (δεύτερη λατρεμένη jazz φωνή) Sarah Vaughan, η κομματάρα -εντελώς re-invented- είναι το Where do I begin (πες με και Love Story theme) του Francis Lai και ο δίσκος απόκτημα για όποιον φιλημένο απ' το Θεό τον έχει στην κατοχή του το Sarah Vaughan - Live in Japan.
Ειδικά χαρισμένο μπας κι εξορκίσει τη σημερινή μελαγχολία...
Έληξε η αμφισβήτηση. Αποφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε "πρωτοπορίας". Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς των δεκαπέντε-δεκαεφτά χρονών. Κοιτάξτε τους καλά. Προσέξτε την Κατήφεια τους. Την νευρική τους απάθεια, την σιωπή τους, την δύσαρθρη ομιλία τους, την δύσθυμη σκληρότητα τους. Προσέξτε πόσο ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος. Πόσον αμίλητο φόνο κουβαλάει μέσα του. Κι αν ακόμα δεν είναι αυτοί ο Συναγερμός, θα έρθουν παιδιά και έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για τον Νέο Λόγο. Απλά, για τον Λόγο. Για λέξεις που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους.
Αυτά έγραφε ο Μέγας Γιώργος Χειμωνάς μεταξύ άλλων στο πρώτο τεύχος του "Χάρτη" το Γενάρη του 1982!
Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά 25 ολόκληρα χρόνια πριν!
Και δύο συμπεράσματα έρχονται αυτόματα στο μυαλό:
Ο Γ.Χ. ήταν πολύ μπροστά απ' την εποχή του.
Ανάμεσα στην απάθεια και το συμβιβασμό κάποιος κρίκος έχει την τάση να μας παραλείπει...
Όταν πρωτογνώρισα τον DevendraBanhartμου φάνηκε ένας διασκεδαστικός, αλλόκοτος νέο-hippyμε μια δική του θέση απέναντι στο σύμπαν. Δεν μπορούσα να καταλάβω που ακριβώς κολλάει στην εποχή μας, κι όμως κατά έναν παράδοξο τρόπο όσο κι αν ήθελα, (όχι και πολύ μεταξύ μας) δε μπορούσα να τον αποκόψω απ’ αυτήν. Το CrippleCrowαπό ένα ενδιαφέρον διαφορετικό album, άρχισε να διεκδικεί όλο και πιο επιτακτικά τη θέση του στην μουσική μου καθημερινότητα, ώσπου κυριολεκτικά έγινε mustακρόαμα.
Ψάχνοντας τον λίγο παραπάνω, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν μόνο δική μου undergroundανακάλυψη, αλλά και το νέο hotnameτης παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας. Μέχρι αφιέρωμα στο madτον πέτυχα. Θυμάμαι πέρσι το καλοκαίρι όταν μας τίμησε, δεν είχα καταφέρει να τον δω και μου είχε στοιχίσει. Βέβαια είχα επιλέξει AntonyHegartyκαι δεν το μετανιώνω ακόμα και σήμερα. Ήθελα όμως να δω τι είναι τέλος πάντων αυτό το φαινόμενο Devendraαπό κοντά, και πως αποδίδει επί σκηνής την αλλόκοτη αίσθηση που βγάζει στα albumτου.
Η μουσική του έχει κάτι από την ελευθεριάζουσα ψυχεδέλεια των late-sixties, τις folkιστορίες των τροβαδούρων της εποχής, τη latinαίσθηση του Antonio Carlos Jobim αλλά και τους αρχέγονους ρυθμούς μιας αχρονικής εντέλειας. Εκεί που ροκάρει, εκεί λατινίζει κι άλλοτε σαν μάγος μιας φυλής που χάνεται στα βάθη του χρόνου, τελεί τα εξαγνιστικά του μυστήρια σε μια γλώσσα που δε μιλήθηκε ποτέ. Έχω την αίσθηση ακούγοντας τις δουλειές του Devendraότι τα πάντα μπορούν να συμβούν. Ακόμα κι αν σκάσει μέσα σε ένα κομμάτι μια ατομική βόμβα θα υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, κι αυτό για μένα προσωπικά, είναι ο ορισμός του καλλιτέχνη με προσωπικότητα. Αυτού δηλαδή που μια ζωή αναζητώ μετά μανίας και με τουμπάρει με το που λέμε «χαίρω πολύ».
Μετά το CrippleCrow δεν ήξερα τι μπορούσε να περιμένει κανείς. Εννοώ, όσο προσεκτικά κι αν το ακούσεις, χάνεις τόσο πολύ το μέτρημα στο πόσα και τι μουσικά είδη, όργανα και ατμόσφαιρες μπερδεύει μεταξύ τους που λες αποκλείεται να έχει παραπέρα. Και να σου, 2 χρόνια μετά, σκάει μύτη το Smokey Rolls Down Thunder Canyon και σε αφήνει ξερό. Γιατί ο εκκεντρικός Devendraεκτινάζει όλο τον πανζουρλισμό τουC.C. σε άλλα ύψη κι άντε να τον βρεις. Από το εναρκτήριο παραμυθένιο Cristobalμε τη συμμετοχή-έκπληξη του GaelGarciaBernalκαι το Gosspel-οειδές (ω, ναι!) Saved, μέχρι το παρανοϊκό 8λεπτοSeahorse*και το sexyreggaeTheOtherWoman, μας αφηγείται με το δικό του τρόπο τις παράξενες απόκοσμες ιστορίες του.
Και μέσα σ’ όλο αυτόν τον πανζουρλισμό το album (για να μας αποτελειώσει)κλείνει μέσα σε ένα παράδεισο διεστραμμένων εγχόρδων που δίνουν τη θέση τους στη μοναχική κιθάρα του Devendra, ο οποίος alaJeffBuckleyσε μια μαγική μίνι – μπαλάντα κάνει μια μεγαλειώδη, στην απλότητα της, έξοδο με τα λόγια:
I’m gonna die of loneliness I know
I’m gonna die of loneliness for sure
My dearest friend, you’ll soon begin to love again
Η Ilham Shaheen μένει με το φτωχό -πλην τίμιο- σύζυγό της, Yaser Galal σε μια εργατική συνοικία στα παράλια της Αλεξάνδρειας. Την ευτυχία τους έρχεται να ταράξει η επίσκεψη της ψυχικά διαταραγμένης αδερφής της, Nadia El Gendi, η οποία, έχει χάσει όλη την πατρική περιουσία στη Mansoura. Με δυο βαλίτσες γεμάτες με τα απομεινάρια του λαμπερού παρελθόντος της, η Nadia, μην έχοντας που αλλού να πάει καταφεύγει στη μοναδική συγγενή της. Από την πρώτη στιγμή ανάμεσα στο Yaser και τη Nadia υφέρπει ένα δυνατό μίσος- ή μήπως είναι κάτι παραπάνω;
Και πως θα καταφέρει η έγκυος Ilham να συμβιβάσει την ιδιαιτερότητα της αδερφής της με τη λεπτή ισορροπία της οικογενειακής της ευτυχίας; Ο Αιγύπτιος σκηνοθέτηςAli Badrakhan, πιάνει στα χέρια του το αριστούργημα του Tennessee Williams και του αλλάζει τα φώτα. Ποια Vivien Leigh (για τη Jessica Tandy ούτε λόγος) και Marlon Brando; Ποια Νέα Ορλεάνη και Belle Reve και ποιος Elia Kazan; Μικροπράγματα. Τα θρυλικά πάθη της Blanche Dubois μιλούν παγκόσμια γλώσσα και αξιώνουν τα δάκρυα του αμείλικτου αιγυπτιακού κοινού, σε μια ταινία που έσπασε τα ταμεία και σάρωσε τα αιγυπτιακά (μην ξεχνιόμαστε) κινηματογραφικά βραβεία. Προκάλεσε μάλιστα και τον ανελέητο καβγά των δύο πρωταγωνιστριών, της Nadia και της Ilham, o οποίος έληξε μόλις φέτος, 5 χρόνια μετά την προβολή της ταινίας, με τη μεσολάβηση της επίσης άσπονδης φίλης τους ηθοποιού Laila Elwi (ορίστε και το κουτσομπολιό της αιγυπτιακής show biz).
Ακολουθεί μίνι φωτογραφικό αφιέρωμα στην... ταινία. (κάτι σαν φωτορομάντζο).
Τα πρόσωπα:
Ilham Shaheen, Yaser Galal, Nadia El Gendi
Τα καρέ:
Θέλω να το δω!!!!! Όποιος έχει άκρες με την αιγυπτιακή αγορά ας μου το κάνει δώρο! Σε δυο μήνες έχω γενέθλια. Προλαβαίνετε!
Trailer οσονούπω. Προς το παρόν πάρτε αυτό το κλάσεις κατώτερο και ξεπερασμένο ανοσιούργημα:
Ότι τα musicalτα λατρεύω δεν το έχω κρύψει ποτέ. Καμιά φορά αναφέρομαι σ’ αυτά ως η «ένοχη απόλαυσή» μου, πράγμα που δεν ισχύει καθόλου, αφενός γιατί έχω φάει μεγάλο μέρος της ζωής μου να ασχολούμαι μαζί τους, αφετέρου γιατί έχω αφομοιώσει τόσο τον κώδικά τους, που δεν διαφοροποιούνται πια και τόσο πολύ απ’ όλες τις υπόλοιπες καθημερινές μου λειτουργίες.
Οι περισσότεροι φίλοι μου δε, δεν καταλαβαίνουν τι σκοτεινή σχέση έχω εγώ, ο γνήσιος υποστηρικτής της βαριάς κουλτούρας με αυτό το είδος απύθμενης βλακείας.
Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω εντοπίσει ακριβώς τι με συγκινεί στα musical (από τα χαζά vaudevillικα του 30 μέχρι τις σοφιστικέ modern-operasτου Sondheim). Νομίζω αν το έψαχνα λίγο θα έλεγα πως είναι η νομοτέλεια τους και η προσήλωσή τους στη σύμβασή τους. Εκεί που στην κανονική ζωή το παρακαλάς, ο φανταστικός ήρωας του musicalείναι δεδομένο ότι σε ανύποπτη στιγμή θα σου πετάξει την ψυχή του έξω, θα σου εξηγήσει επ’ ακριβώς τι νιώθει και θα κάνει και μια ανάποδη τούμπα, χορεύοντας κλακέτες. Κι όλο αυτό όσο φυσικά κάποιος άλλος θα σου έλεγε καλημέρα. Και εκείνο το επιχείρημα πολλών, ότι δε μπορούν να κατανοήσουν πως κάποιος εκεί που μιλάει ξαφνικά αρχίζει να τραγουδάει, είναι τόσο αφελές όσο το να σε ενοχλεί ότι στο θέατρο δεν υπάρχει τέταρτος τοίχος, ή ότι στο σινεμά ο κόσμος τελειώνει στην άκρη της οθόνης.
Στα musicalδεν υπάρχουν άσχημοι. Ακόμα και στα πιο σοβαρά, οι άσχημοι δεν υπάρχουν. Ακόμα κι οι κακοί, για να χορεύουν και να τραγουδάνε πόσο κακοί θα είναι; Οι αθώοι δεν είναι και τόσο αθώοι, και όλοι – ακόμα κι οι πιο αφελείς- είναι απίστευτα πνευματώδεις (έχετε ακούσει τι θεικές ρίμες πέφτουν στα musical;) Για πολλούς τα διανοήματά τους είναι αφελή, πράγμα που δεν ισχύει πάντα, αλλά κι όταν ισχύει είναι τόσο άκακα και χαριτωμένα αφελή που δε μπορείς να τους κρατήσεις κακία.
Θα μπορούσα να γράφω ώρες γι’ αυτό και με παραδείγματα, αλλά σκοπός μου δεν είναι να γράψω δοκίμιο (παρόλο που το ‘χω σκεφτεί σοβαρά αρκετές φορές). Θα ανέβαζα 2-3 φάσεις μόνο με αφορμή την προβολή του (ε-ξαι-ρε-τι-κού) Hairspray(που ευτυχώς δε θα ακολουθήσει την τύχη του Rentκαι των Producersκαι θα βγει στις αίθουσες στις 11 του Οκτώβρη).
Ως μοναδικό επιχείρημα θα σας παραθέσω την αρχική σεκάνς και θα σας πω ότι με αυτό τον τρόπο βγήκα κι εγώ από το σινεμά χτες στις Νύχτες Πρεμιέρας και χόρευα στη Σταδίου χαιρετώντας και (το βασικότερο) αγαπώντας τους περαστικούς. Νομίζω δε θα μπορούσα να βρω καλύτερη υπεράσπιση για το είδος:
Το Μιούζικαλ είναι η απαραίτητη δόση απενοχοποιημένης ευτυχίας. Μη μου αντιτείνετε το «ψεύτικη», γιατί: α) αληθινή ευτυχία δεν έχω πειστεί ότι υπάρχει κ β)Όσοι έχουμε επιλέξει την τέχνη για απόδραση το ψεύτικο το έχουμε αναγάγει στην απολυτότατη αλήθεια μας…
Τα συμπεράσματα που έβγαλα από τη βδομάδα Max Ophulsστις Νύχτες Πρεμιέρας:
Η Madame de… παραμένει αγαπημένη, λατρεμένη, madeinheaven και σε μεγάλη οθόνη αγγίζει τα όρια της παραίσθησης.
Η Danielle Darrieuxισορροπεί μεγαλοπρέπως στην ελαφρότητα και τη βαρύτητα, κόβοντας σου τη φόρα να την κατατάξεις οπουδήποτε.
Η αρχική σεκάνς του LaRonde(όπως προανέφερα) είναι αριστούργημα.
…όπως και η Simon Signoret.
Αγαπώ τις σπονδυλωτές, allstarcast, ταινίες. Πάντα και για πάντα.
Peter Ustinovθεός! Martine Caronσ’ αγαπώ κι ας λένε όλοι ο, τι θέλουν! Θα μπορούσες να είσαι μοιραία γιατί οι μοιραίες γυναίκες, γεννιούνται πρώτα με την καταστροφή και μετά με την ομορφιά.
Όταν προβάλεις έγχρωμη ταινία καλό είναι να έχει γίνει restorationαλλιώς άσε τους καημένους θεατές στο λαμπερό ασπρόμαυρο
Επίσης το sinemascop (και δη το φαντασμαγορικό) πνίγεται σε τετράγωνη οθόνη
Επίσης προσέχεις τον υποτιτιτλισμό. Και δε μιλάω μόνο για το συγχρονισμό, αλλά και για αστείες αποδόσεις. Το αποκορύφωμα σημειώθηκε στο Caught με τη μνημειώδη ατάκα: «Ήθελε μόνο να σε διαφεντεύει και να σου κακοφέρεται» (…) Εκτός κι αν ήταν σχόλιο της μεταφράστριας πάνω στο cornyσενάριο.
Η Joan Fontaineεπιβεβαιώνει τη γνώμη μου πως είναι καλύτερη ηθοποιός από την Olivia de Havillandκαι σαφέστατα αδικημένη.
…σε αντίθεση με τη Barbara Bel Geddesπου σε κάνει να απορείς πως και γιατί υπήρξε μούσα του Tennessee Williams (και μάλιστα για μερικούς από τους πιο μοιραίους ρόλους του)
Η αμερικάνικη εποχή του Ophulsεπιβεβαιώνει το θεώρημα ότι το Hollywoodμπορεί να καταπιεί έναν Ευρωπαίο σκηνοθέτη.
Βέβαια με την παραμικρή ευκαιρία άφηνε τις λεπτές αποχρώσεις του να κεντάνε.
Σκάλες, σκάλες, σκάλες…
Αν μου ‘ρθει κάτι άλλο θα συμπληρώσω, γιατί είμαι κι από ύπνο (και χωρίς καφέ – μην ξεχνάμε)
Εννοείται πως όποιος θέλει προσθέτει το οτιδήποτε.
Συνήθως οι πανσέληνοι με χτυπούν στην εσωστρέφεια μου. Όλα, εσωτερικά, λειτουργούν απ' την ανάποδη. Μπουλόνια λασκάρουν, διακόπτες ανοιγοκλείνουν, λαμπάκια τρεμοπαίζουν, παστέλ πουλάκια πέφτουν και σκάνε στη γη, νερό βράζει στους 15 βαθμούς, τουλάχιστον όμως δεν παίρνει κανείς χαμπάρι.
Το πολύ πολύ να βγει κάνα στιχάκι απ' αυτά τα συγκινητικά...
ΑΥΤΗ η πανσέληνος πάλι (η οποία για μένα κρατάει τρεις μέρες, σα γνήσιο πανηγύρι), γύρισε τα μέσα έξω κι αντί για Debussy μας βγήκε κάπως έτσι:
Κρίμα κι οι φιλότιμες προσπάθειες της καημένης της Joan Fontaine που υπό νορμάλ συνθήκες θα με έριχνε στα χαλιά του Δαναού.
Έχω καταλήξει: Δεν αντέχω τόσο μεγάλο ποσοστό νερού στο σώμα μου...
Λίγες ώρες μετά τα διαμαντικά και τους ταφτάδες της λαμπερής Madamede…
κι ύστερα από μια υπαίθρια corona - αποχαιρετισμό στα τελευταία τραπεζάκια έξω,
περιμένοντας στη στάση το τελευταίο τρόλεϊ…
…σήκωσα (πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που περιμένω) το βλέμμα πιο ψηλά απ’ την είσοδο του παρακμιακού ξενοδοχείου. Και παρά την ψύχρα, δυο μπαλκόνια το ένα πάνω στο άλλο φιλοξενούσαν το τελευταίο (;) βραδινό τσιγάρο των ενοίκων τους. Κάτω εκείνος, πάνω εκείνη, με έναν νοητό άξονα να τους τέμνει σαν κάθετη συνάντηση (το είδος το μεταφυσικό, που παραβλέπουν οι πολλοί). Και οι δύο, αγνοώντας ο ένας την ύπαρξη του άλλου, χάζευαν μυστηριωδώς προς την ίδια κατεύθυνση.
Εκείνος τέλειωσε πρώτος το κάπνισμα, μπήκε μέσα κλείνοντας το παράθυρο και τράβηξε άτσαλα την κουρτίνα. Δυο λεπτά αργότερα έσβησε το φως…
Εκείνη έμεινε ακριβώς στην ίδια θέση, κλείνοντας ερμητικά τη μισάνοιχτη φλοράλ ρόμπα της και συνέχισε να καπνίζει με το βλέμμα καρφωμένο στο ίδιο ακριβώς σημείο…
Κανονικά θα έπρεπε να κάνω επίλογο, το αφήνω όμως ανοιχτό σαν ενδεχόμενο στη φθορά του χρόνου.
(Κατά πάσα πιθανότητα συνέπεσαν το πρωί στη ρεσεψιόν και δεν αντάλλαξαν ούτε ματιά)
Πήγα στo Destroy Athens και πολύ το χάρηκα. Γυρνούσα σαν μικρό παιδί στα διάφορα installations και το καταδιασκέδασα. Είχα βέβαια και κατάλληλη παρέα. Θυμήθηκα πως είναι να παίζεις με τις εμπειρίες σου, αυτό που χρόνια διαδήλωνα ως την ουσία της Τέχνης και το 'χα ξεχάσει μέσα στο μονοπώλιο της γνώσης.
Έβγαλα (με λίγη υπερβολή ομολογουμένως) και τα εισιτήρια μου για τις Νύχτες Πρεμιέρας, μπροστά, μπροστά να είμαι απ' τους πρώτους που θα κοινωνούν τις εικόνες. Και θα δω επιτέλους τη Madame de... σε μεγάλη οθόνη! Πολύ το χαίρομαι κι ας ξετίναξα το badget μου. Έχει κάτι γιορτινό όλο αυτό, σα Χριστούγεννα μέσα στο φθινόπωρο.
Χτες πήγα και στο πρώτο θεατράκι του χειμώνα (και μου έστειλε ο ουρανός και μια ψιχάλα για να το γιορτάσουμε) και άσχετα με την παράσταση θυμήθηκα πόσο αγαπώ τους ζωντανούς ανθρώπους που παίζουν τα ψέματα σαν να είναι αλήθεια και που αν τους υποδείξεις την πραγματικότητα θα τους πληγώσεις θανάσιμα.
Για να μην τα πολυλογώ, είμαι αποφασισμένος τη ζωή αυτής της πόλης να τη ρουφήξω όσο μπορώ κι αντέχω. Γιατί όσο και να μην έχει παρακάτω, μέσα στο σπίτι καμία μάχη δεν κερδίζεται (ούτε καν δίνεται), και σκέφτομαι αν είναι να το χάσω το παιχνιδάκι ας είναι βλέποντας, ακούγοντας, χαζεύοντας, νιώθοντας, ψάχνοντας το ένα, κανένα κι εκατό χιλιάδες που θα με συγκλονίσει... Όχι δεν περνάω κρίση αισιοδοξίας (ομοιοπαθητική είπαμε, όχι θαύμα), τις μελαγχολίες μου θα περιφέρω, αλλά τουλάχιστον στον καθαρό αέρα...
Χωρίς πολλά λόγια, ραντεβού στους δρόμους της πόλης.
Επειδή θα έχω τον Hamlet στ' αφτιά, σκουντήξτε με...
Hamlet says: The Smiths - There's a Light that Never Goes Out
Αυτά τα λουλουδοχάπια προς το παρόν δεν έχουν καταφέρει τίποτα. Πέρα από το να ξυπνάω το πρωί και να θέλω να πεθάνω χωρίς τον καφέ μου. Α και μια κρίση πανικού χτες το απόγευμα νωρίς. Σ’ αυτό όμως μπορεί να φταίει και η ξαφνική ψύχρα που έχει πιάσει, λες και δεν έφτανε ο Σεπτέμβρης από μόνος του για να νιώσουμε το Φθινόπωρο, χρειαζόταν κι επιχειρήματα. Και σα βλάκας χτες μου τη βίδωσε να πάω φθινοπωριάτικα σε θερινό να δω το χριστουγεννιάτικο Παρίσι. Για τέτοια διαστροφή μιλάμε. Και η ταινία είχε Παρίσι και θλίψη και ραγισμένες καρδιές και καταναγκαστικές γιορτές και οικογενειακές αμηχανίες και συγκλονιστική jazz επένδυση. Είχε όμως κι αυτή τη σκηνούλα που εμένα με έκανε χώμα κι είναι ο μόνος λόγος που διακόπτω τη ροή αυτού του συνεχόμενου κειμένου, παρόλο που έχω αποφασίσει να το πάω σερί-κι αν δεν υπήρχε στο youtube θα ξαναπήγαινα και με βροχή ακόμα να δω την ταινία: Και μετά γυρίζοντας στο σπίτι, ακούγοντας στον Hamlet, Morrissey (αυτό δεν είναι καλό – είναι ένα βήμα πριν τη NinaSimone που σημαίνει κατάσταση έκτακτης ανάγκης) σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι όμορφο αυτό το Φθινόπωρο αν δεν είχα τόσα πράγματα να κάνω (που υπό άλλες συνθήκες θα χαιρόμουν) κι άλλα τόσα (που υπό άλλες συνθήκες θα ανέβαλα), αν μπορούσα να κάνω επιτέλους ένα ταξίδι κι αν τέλος πάντων οι ζωές μας δεν ήταν εξαρτημένες τόσο πολύ από τις συνθήκες, τις συμπτώσεις, τις διαθέσεις. Κι είναι αστείο γιατί μικρότερος έλεγα ότι όταν θα μεγαλώσω το Φθινόπωρο θα ήταν πραγματικά ευτυχισμένο γιατί θα ήμουν ελεύθερος απ’ όλα να περιφέρομαι στους δρόμους και να χαζεύω τον κόσμο χωρίς να πρέπει να λογοδοτώ σε κανέναν…Και πραγματικά μπορώ και να περιφέρομαι και να χαζεύω και κανείς να μη ρωτάει που ήμουν και τι κάνω. Όμως πάλι κάτι δεν είναι σωστό και όπως τότε έτσι και τώρα δε μπορώ να το εντοπίσω. Καταφέρνουμε ποτέ να βρούμε τις εποχές μας η τρέχουμε συνεχώς από πίσω τους; Κι αν τρέχουμε από πίσω τους φτάνουμε πουθενά; Πόσο χαίρομαι που αυτό το κείμενο δεν είναι γραμμένο Δευτέρα. Θα ήταν σκούρα τα πράγματα.
Το Summer Holiday παραδόξως δεν το έμαθα από την (έτσι κι αλλιώς ασήμαντη) ταινία του 1963 με τον Cliff Richard, αλλά από μια ακόμα πιο ασήμαντη θεατρική διασκευή του 1996 με τον Darren Day και την Clare Buckfield, και με το κακό συνήθειο που έχω να δένομαι με τα πιο άκυρα και αδιάφορα μικροσκοπικά πραγματάκια το έκανα εντελώς δικό μου και το αγάπησα πολύ. Άνευ ιδιαίτερου λόγου... Ε καλά ότι ένα μέρος του εαυτού μου το τραβάει ό τι χαζό πολύχρωμο υπάρχει είναι γεγονός
Το Summer Holiday δεν είναι παρά το cheesy ταξίδι μιας παρέας οκτώ αγοριών και κοριτσιών από το βροχερό Λονδίνο στην ηλιόλουστη Αθήνα με ένα κόκκινο double decker και όλα τα παρελκόμενα. Έρωτες, παρεξηγήσεις, ξεγνοιασιά, χορός και τραγούδι... Αναγουλιάσατε ε; Όχι ότι σας αδικώ... Το μόνο που κατάφερε αυτό το ασήμαντο μιουζικαλάκι είναι δώσει στον (ήδη big star στα βρετανικά chart των 60s) Cliff δυο- τρία δυνατά hit ακόμα καθώς και σε όποιον το πετύχει (που ποιος σκοτίστηκε...) ένα πολύχρωμο συνδυασμό του swinging London και του Greek Syrtaki που ήταν της μοδός τότε...
Σήμερα που είμαι σ' αυτή τη μεταβατική φθινοπωρινή μου διάθεση σας παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα-αποχαιρετισμό στο καλοκαιράκι μου. Δυστυχώς από την ταινία κι όχι από τη stage version που αγαπώ,μιας και το youtube ακόμα δείχνει να την αγνοεί επιδεικτικά. Όποιος ενδιαφέρεται πάντως του δανείζω το video...
Τα μαζεύει και φεύγει αυτό το καλοκαίρι με μια αμηχανία ανείπωτη…Ούτε που ξέρει το καημένο τι να μαζέψει απ’ το σπιτάκι μου. Χωρίς αποσκευές ήρθε, χωρίς αποσκευές φεύγει. Ούτε δώρα δεν έχει να επιστρέψει. Ούτε μια αναμνηστική φωτογραφία να καταχωνιάσει κάπου για ενδεχόμενες αναδρομές.
Παρόλα αυτά (ή μήπως για όλα αυτά;) με μελαγχολεί ο Σεπτέμβριος που χτυπά την πόρτα. Κυρίως για το ανολοκλήρωτο μιας σχέσης που θα μπορούσε να είχε πετύχει. Και για την αβέβαιη (και γι’ αυτό τρομακτική) προοπτική που φέρνει έτσι κι αλλιώς μια νέα εποχή (ακόμα κι αν ουσιαστικά δεν υπήρξε η παλιά).
Δεν ξέρω τι αίσθημα πρέπει να γεννά η αντικατάσταση μιας διακριτικής προκατοχής, πέρα από τη ματαιότητα του γεγονότος. Ο χρόνος όμως είναι αμείλικτος, λες κι αν σταματούσε λίγο το τρέξιμο θα συνειδητοποιούσαμε περισσότερα απ’ όσα πρέπει για μας. Ίσως αν οι εποχές ημερολογιακά ήταν πάνω από τρεις μήνες, οι μήνες πάνω από 30 μέρες, οι μέρες πάνω από 24 ώρες, οι ώρες πάνω από 60 λεπτά κ.ο.κ. ερχόμασταν πιο κοντά στη λύση του υπαρξιακού μας μυστηρίου…
Σήμερα το βράδυ (μάλλον το πρωί γιατί έχω παρατηρήσει ότι τότε τα όνειρα μου είναι πιο επικοινωνιακά) ονειρεύτηκα πως ήμουν στην αγαπημένη μου Ύδρα. Δεν ξέρω πως πέρασα γιατί όλο το ταξίδι βούτηξε με το που ξύπνησα στο φειδωλό μου ασυνείδητο. Το μόνο που κράτησα σαν καθαρή εικόνα είναι η αναμονή μου στο λιμάνι περιμένοντας να επιστρέψω και η φευγαλέα σκέψη πως αφού κατάφερα έστω και για λίγο να αποδράσω μπορεί δικαίως το καλοκαίρι μου να λέγεται καλοκαίρι…
Μετά ξύπνησα. Κι είναι Φθινόπωρο. Και κάνω ότι μισοκοιμάμαι για να μην δω αν έχει έρθει για τη μετακόμιση με αποσκευές ή με άδεια χέρια. Το καλοκαίρι πάντως έφυγε χωρίς ούτε ένα αντίο. Αποκτήσαμε τόση μικρή οικειότητα που δικαιολογείται η σιωπή του.
Νομίζω θα με έκανε ευτυχισμένο μια εποχή με μια μικρή ανατρεπτική χρονική ασυνέπεια. Έχω την αίσθηση ότι θα μπορούσε να τινάξει την ουσία της κανονικότητας στον αέρα…