Έχω να σου μιλήσω για ένα παράσημο. Μου απονέμεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε λαμπρές τελετές που οργανώνω μόνος μου. Τα πάντα έχουν μια ξεχωριστή επισημότητα, αν και με βάζει σε σκέψη πως και να μην γινόταν η τελετή κανείς από τους ενθουσιώδεις συμμετέχοντες δε θα έδινε δεκάρα.
Το παράσημο μου, είναι σαν αυτά τα τιμητικά μετάλλια ανδρείας που καρφώνουν στο πέτο των ηρώων και εξυμνούν τα κατορθώματά τους σε κρίσιμες πολεμικές περιόδους. Μόνο που το δικό μου το παράσημο δε μιλάει για μάχες (μιας κι αυτές δίνονται κατά κύριο λόγο κρυφά), ούτε για την προσήλωσή μου στον αγώνα ή τις λαμπρές μου νίκες (θα ήταν σαν να εμπαίζουν το τιμώμενο πρόσωπο - κι όσο να πεις δεν είναι πολύ κομψό).
Εγώ βραβεύομαι κατά κύριο λόγο για την πρώτη ύλη μου, το παράστημα, το εσωτερικό μεγαλείο και τις καλές προθέσεις. Είμαι ένας άξιος αγωνιστής πατριώτης που μόνο και μόνο η παρουσία του στα πεδία των μαχών εμψυχώνει το στράτευμα και του καλλιεργεί τα απαραίτητα υψηλά ιδανικά για να ριχτεί γενναία στη μάχη.
Τα λέω ωραία, υπάρχω διακριτικά και διαρκώς στο χώρο, ξέρω να ακούω και να σωπαίνω και πάνω απ' όλα ξέρω να κατανοώ. Μπορώ να μιλάω για τη ζωή μετά τη μάχη, έξω απ' τα στρατόπεδα και τα βομβαρδισμένα τοπία. Μπορώ να κρύβω την καταστροφή και τα διαμελισμένα σώματα και να αφηγούμαι μια ζωή γεμάτη κυριακάτικα πρωινά και απόλυτη ηρεμία.
Μέσα στον πανικό της μάχης, εκεί που σφαίρες περνούν ξυστά απ' τους ώμους και τα πρόσωπά τους, εγώ αφηγούμαι στους στρατιώτες του λόχου μου ιστορίες από άλλες εποχές, ή σκηνές από ταινίες, ή μικρά διηγήματα με αλλαγμένο το στενάχωρο τέλος, η αλληγορικά παραμύθια με συγκινητικά επιμύθια.
Είμαι παρών σε κάθε μάχη, διαθέσιμος για κάθε κουβέντα. Έχω μια μεγάλη σκηνή, λίγο πιο έξω από το κέντρο του στρατοπέδου, όπου οργανώνω τις επιχειρήσεις. Στη σκηνή σερβίρεται πάντα τσάι και συμπάθεια, αισιοδοξία και εμψύχωση. Στο πανί της σκηνής προβάλλεται σε τακτικές προβολές (διπλές τα σαββατοκύριακα) ένα μέλλον καθαρό. Είσοδος ελεύθερη. Κι είναι γνωστό σε όλους.
Κι έτσι περνάει ο καιρός κι οι δύσκολες μέρες της φωτιάς. Κάποια στιγμή οι εχθροπραξίες σταματούν. Οι μάχες παύουν. (Όχι ο πόλεμος, αυτός συνεχίζεται εσαεί). Οι στρατιώτες γυρίζουν σπίτια τους. Χάρη στο λοχαγό δεν έχουν ξεχάσει ότι υπάρχει ζωή μετά. Θυμούνται ακόμα τί είναι κυριακάτικο πρωινό. Θυμούνται τι σημαίνει ζεστό τσάι στο κρύο. Θυμούνται τα συγκινητικά επιμύθια των παραμυθιών και τις σεκάνς απ' τις ταινίες. Και πάνω απ' όλα θυμούνται ότι το τέλος δεν είναι απαραίτητα στενάχωρο (δεν τους απασχόλησε ποτέ ποιος και γιατί τους το άλλαζε τόσο καιρό).
Το στρατόπεδο αδειάζει. Ο Λοχαγός φοράει τη φθαρμένη του καλή στολή και πηγαίνει για πολλοστή φορά στην τιμητική τελετή που έχει ο ίδιος οργανώσει για τον εαυτό του. Βρίσκει το σκουριασμένο του παράσημο να τον περιμένει στο ίδιο σημείο που τον περιμένει πάντα. Παριστάνει τον έκπληκτο και τον συγκινημένο. Το πιάνει στα χέρια του, το γυαλίζει με το χνώτο του μπας και λάμψει. Δε λάμπει ποτέ. Το καρφιτσώνει στο στήθος του, με τη βελόνα να διαπερνά πάντα τη στολή. Πίνει ένα ποτήρι κρασί ακόμα, βγάζει στην άδεια αίθουσα έναν πύρινο λόγο ανδρείας, υπερηφάνειας κι αφοσίωσης στα υψηλά ιδανικά και παίρνει βαρύς το δρόμο της επιστροφής.
Όταν γυρίζει στη σκηνή του, ξεκαρφιτσώνει το παράσημο και το τοποθετεί μαζί με τα δεκάδες υπόλοιπα, φτιάχνει φρέσκο τσάι, ξεσκονίζει τους δίσκους του, υπογραμμίζει νέες φράσεις σε παλιά βιβλία κι αρχίζει πάλι τις προβολές στο πανί της σκηνής. Μία κάθε μέρα και διπλή τα Σαββατοκύριακα.
Μέχρι την επόμενη μάχη. Μέχρι το επόμενο παράσημο.