Saturday, January 30, 2010

in the end



Ξεκίνησα να γράφω για την πανσέληνο και τις ολέθριες συνέπειες της. Δεν ξεκίνησα απλά. Το έγραψα. Και το πόσταρα. Και το κατέβασα μετά από δέκα λεπτά γιατί ήταν σαν να το εξηγώ. Κι ήταν λάθος όλη η εξήγηση. Και σαν κίνηση και σαν αποτέλεσμα.

Και μετά ξανάκουσα αυτό το τραγουδάκι του Scott Matthew, που τα λέει αρκούντως σαφή και συνάμα ελλειπτικά όλα. Όλα όμως.

Και με παρηγορεί πως το δαμόκλειο φεγγάρι από πάνω δε θα μπει σε διαδικασία να τα ερμηνεύσει γιατί δε δηλώνονται ξεκάθαρα. Απλά εκφέρονται.

Σε ένα τυχαίο τραγούδι που παίζει τυχαία. Κι εξηγεί τυχαία. Κάποια γεγονότα τυχαία.

προς το παρόν ας μείνουμε εδώ...

...cause we all get it in the end

(και το τέλος είναι κάπως αργά, όχι;)



Friday, January 29, 2010

το παράσημο


Έχω να σου μιλήσω για ένα παράσημο. Μου απονέμεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε λαμπρές τελετές που οργανώνω μόνος μου. Τα πάντα έχουν μια ξεχωριστή επισημότητα, αν και με βάζει σε σκέψη πως και να μην γινόταν η τελετή κανείς από τους ενθουσιώδεις συμμετέχοντες δε θα έδινε δεκάρα.

Το παράσημο μου, είναι σαν αυτά τα τιμητικά μετάλλια ανδρείας που καρφώνουν στο πέτο των ηρώων και εξυμνούν τα κατορθώματά τους σε κρίσιμες πολεμικές περιόδους. Μόνο που το δικό μου το παράσημο δε μιλάει για μάχες (μιας κι αυτές δίνονται κατά κύριο λόγο κρυφά), ούτε για την προσήλωσή μου στον αγώνα ή τις λαμπρές μου νίκες (θα ήταν σαν να εμπαίζουν το τιμώμενο πρόσωπο - κι όσο να πεις δεν είναι πολύ κομψό).

Εγώ βραβεύομαι κατά κύριο λόγο για την πρώτη ύλη μου, το παράστημα, το εσωτερικό μεγαλείο και τις καλές προθέσεις. Είμαι ένας άξιος αγωνιστής πατριώτης που μόνο και μόνο η παρουσία του στα πεδία των μαχών εμψυχώνει το στράτευμα και του καλλιεργεί τα απαραίτητα υψηλά ιδανικά για να ριχτεί γενναία στη μάχη.

Τα λέω ωραία, υπάρχω διακριτικά και διαρκώς στο χώρο, ξέρω να ακούω και να σωπαίνω και πάνω απ' όλα ξέρω να κατανοώ. Μπορώ να μιλάω για τη ζωή μετά τη μάχη, έξω απ' τα στρατόπεδα και τα βομβαρδισμένα τοπία. Μπορώ να κρύβω την καταστροφή και τα διαμελισμένα σώματα και να αφηγούμαι μια ζωή γεμάτη κυριακάτικα πρωινά και απόλυτη ηρεμία.

Μέσα στον πανικό της μάχης, εκεί που σφαίρες περνούν ξυστά απ' τους ώμους και τα πρόσωπά τους, εγώ αφηγούμαι στους στρατιώτες του λόχου μου ιστορίες από άλλες εποχές, ή σκηνές από ταινίες, ή μικρά διηγήματα με αλλαγμένο το στενάχωρο τέλος, η αλληγορικά παραμύθια με συγκινητικά επιμύθια.

Είμαι παρών σε κάθε μάχη, διαθέσιμος για κάθε κουβέντα. Έχω μια μεγάλη σκηνή, λίγο πιο έξω από το κέντρο του στρατοπέδου, όπου οργανώνω τις επιχειρήσεις. Στη σκηνή σερβίρεται πάντα τσάι και συμπάθεια, αισιοδοξία και εμψύχωση. Στο πανί της σκηνής προβάλλεται σε τακτικές προβολές (διπλές τα σαββατοκύριακα) ένα μέλλον καθαρό. Είσοδος ελεύθερη. Κι είναι γνωστό σε όλους.

Κι έτσι περνάει ο καιρός κι οι δύσκολες μέρες της φωτιάς. Κάποια στιγμή οι εχθροπραξίες σταματούν. Οι μάχες παύουν. (Όχι ο πόλεμος, αυτός συνεχίζεται εσαεί). Οι στρατιώτες γυρίζουν σπίτια τους. Χάρη στο λοχαγό δεν έχουν ξεχάσει ότι υπάρχει ζωή μετά. Θυμούνται ακόμα τί είναι κυριακάτικο πρωινό. Θυμούνται τι σημαίνει ζεστό τσάι στο κρύο. Θυμούνται τα συγκινητικά επιμύθια των παραμυθιών και τις σεκάνς απ' τις ταινίες. Και πάνω απ' όλα θυμούνται ότι το τέλος δεν είναι απαραίτητα στενάχωρο (δεν τους απασχόλησε ποτέ ποιος και γιατί τους το άλλαζε τόσο καιρό).

Το στρατόπεδο αδειάζει. Ο Λοχαγός φοράει τη φθαρμένη του καλή στολή και πηγαίνει για πολλοστή φορά στην τιμητική τελετή που έχει ο ίδιος οργανώσει για τον εαυτό του. Βρίσκει το σκουριασμένο του παράσημο να τον περιμένει στο ίδιο σημείο που τον περιμένει πάντα. Παριστάνει τον έκπληκτο και τον συγκινημένο. Το πιάνει στα χέρια του, το γυαλίζει με το χνώτο του μπας και λάμψει. Δε λάμπει ποτέ. Το καρφιτσώνει στο στήθος του, με τη βελόνα να διαπερνά πάντα τη στολή. Πίνει ένα ποτήρι κρασί ακόμα, βγάζει στην άδεια αίθουσα έναν πύρινο λόγο ανδρείας, υπερηφάνειας κι αφοσίωσης στα υψηλά ιδανικά και παίρνει βαρύς το δρόμο της επιστροφής.

Όταν γυρίζει στη σκηνή του, ξεκαρφιτσώνει το παράσημο και το τοποθετεί μαζί με τα δεκάδες υπόλοιπα, φτιάχνει φρέσκο τσάι, ξεσκονίζει τους δίσκους του, υπογραμμίζει νέες φράσεις σε παλιά βιβλία κι αρχίζει πάλι τις προβολές στο πανί της σκηνής. Μία κάθε μέρα και διπλή τα Σαββατοκύριακα.

Μέχρι την επόμενη μάχη. Μέχρι το επόμενο παράσημο.


Saturday, January 23, 2010

To γατί


Είσαι σε ένα νησί. Στο νησί κάνει κρύο και βρέχει. Το νησί είναι σχεδόν άδειο και τα πάντα είναι κλειστά. Δε βρίσκεις κάπου να φας το μεσημέρι και σίγουρα δε βρίσκεις κάπου να πιεις το βράδυ.

Στο νησί νομίζεις ότι ζεις σε άλλη εποχή. Σε έναν μακρύ περίπατο κατά μήκος της θάλασσας περνάει μια παράλληλη ζωή. Πολλές παράλληλες ζωές. Άλλες χλωμές υποθέσεις κι άλλες βεβαιότητες.

Στο νησί υπάρχουν δεκάδες αδέσποτα σκυλιά και περιστέρια και κανένα γατί. Καμιά φορά όμως γίνεσαι εσύ ο ίδιος, απρόσμενα εντελώς, ένα μικρό γκρίζο γατί και περιμένεις έξω από μια άγνωστη πόρτα κάποιον ξένο να σου ανοίξει και να σε αγαπήσει.

Στο νησί σε αγαπάνε για λίγο, μοιάζεις με απάντηση στη μοναξιά, στις ανάγκες, στο μέσα κενό, αλλά φοβούνται ότι αν σε κρατήσουν θα δεθούν μαζί σου και όταν πρέπει να σε αφήσουν θα λυπηθούν.

Στο νησί προλαβαίνουν τη θλίψη, αποφεύγοντας την αγάπη. Προλαβαίνουν τη θλίψη παρατείνοντας τη θλίψη. Παράξενο ζώο οι άνθρωποι σκέφτεσαι καθώς τρίβεσαι στις απαλές καμπύλες τους.

Στο νησί σου βγάζουν ένα μπολάκι με γάλα έξω απ' την πόρτα να χορτάσεις αν πεινάς τόσο πολύ. Και σε χαϊδεύουν φευγαλέα στο σβέρκο, λες και λίγη παραπάνω οικειότητα θα απελευθερώσει όλα τα κακά της Πανδώρας.

Στο νησί σου κλείνουν την πόρτα και δέκα λεπτά μετά το μετανιώνουν και λένε πως αν είσαι ακόμα εκεί όταν ανοίξουν θα σε κρατήσουν για πάντα. Φορτώνουν τα πάντα στη μεταφυσική και στο πεπρωμένο. Όχι επιλογή. Η επιλογή είναι ευθύνη.

Ανοίγουν την πόρτα κι εσύ λείπεις. Όχι γιατί έχεις φύγει, αλλά γιατί έχεις κουρνιάσει στη βάση της σκάλας μέχρι να το ξανασκεφτούν. Και κάθε μια από τις 2-3 φορές που ανοίγουν να σε ψάξουν δεν προλαβαίνεις να βγεις απ΄την κρυψώνα σου και να εμφανιστείς μπροστά τους.

Στο νησί τους εντυπωσιάζει που δεν πίνεις το γάλα που σου προσφέρουν αν και αδέσποτος. Σε λένε χορτάτο και καλομαθημένο. Στο νησί δε φαντάζονται πως η πείνα για τα γατιά είναι κάτι παραπάνω.

Στο νησί μέχρι να πέσουν για ύπνο σε έχουν ξεχάσει. Την επόμενη μέρα σε προσπερνούν στο δρόμο. Δεν σε προσέχουν καν. Εσύ συνεχίζεις να ψάχνεις το χάδι κι εκείνοι συνεχίζουν να ψάχνουν απεγνωσμένα που θα το προσφέρουν. Δεν περνάει απ' το μυαλό τους η υπέρβαση.

Εσύ είσαι γατί. Δεν μπορείς να μιλήσεις. Δε μπορείς να το ζητήσεις με άλλο τρόπο απ' το να είσαι εκεί που υποπτεύεσαι πως λείπει αγάπη.

Στο νησί κάνει κρύο. Σε όλα τα νησιά κάνει κρύο. Κι αν έχεις λίγο μυαλό και δεν οδηγηθείς σε βιαστικά συμπεράσματα μπερδεύοντας τα δεδομένα, έχεις καταλάβει τί είναι το νησί και τί η γάτα.



Sunday, January 17, 2010

summer



Και στην καρδιά του χειμώνα νοστάλγησα απογευματινό ήλιο σε νησί. Ούτε ξέρω γιατί. Κι ούτε με νοιάζει να ερευνήσω το συνειρμό - κι ας τον υποπτεύομαι στο βάθος του ορίζοντα.

Έχω μια αφηρημένη αίσθηση. Σαν ανάγκη μιας ακατέργαστης ολόφωτης ομορφιάς. Όχι για πλήρωση· για τιμωρία.


Saturday, January 16, 2010

Чехов


Τον Τσέχοφ δε θα τον ξεπεράσω ποτέ. Όσες φορές κι αν δω τα έργα του, πάντα θα νιώθω αυτή την επιστροφή στην παλιά πατρίδα που αναφέρει κι ο Hesse. (Ο Hesse βέβαια μιλάει για τον Έρωτα, μα εν προκειμένω δεν είναι άσχετος ο ορισμός).

Ψάχνω διαρκώς ανάμεσα στα πλάσματα του κομμάτια του εαυτού μου. Κι εκεί που νιώθω πως έχω ταυτιστεί με κάποιον, ολόκληρη η ψυχή μου πετάγεται και τρυπώνει σε μια κουβέντα κάποιου άλλου. Σαν να ανήκω σ' όλους. Πώς το λέει ο Τροφίμοφ του Βυσσινόκηπου; "Ολόκληρη η Ρωσία είναι κήπος μου". Έτσι ακριβώς.

Με την πρώτη κουβέντα ενός Τσεχοφικού έργου έχει πυροδοτηθεί μέσα μου ένας ολόκληρος βουβός εκρηκτικός μηχανισμός που μετράει αντίστροφα, πράξη την πράξη, λέξη τη λέξη.

Κι ας ξέρω πια τα κείμενα απ' έξω, κι ας ψιθυρίζω τους μονολόγους σιγοντάροντας τους Θεατρίνους. Κι ας σκουντάω ενοχλητικά την εκάστοτε παρέα μου λέγοντας "Άκου, άκου"... κι ας βουρκώνω ακόμα και τώρα που έχω γίνει πέτρα και δε με εκπλήσσει τίποτα.

Στον Τσέχοφ πάντα συγκινούμαι. Χωρίς ντροπή. Γιατί το δράμα του δεν εκβιάζεται από ένα γεγονός, αλλά από μια κατάσταση. Οι ήρωες του δεν υποφέρουν. Σωπαίνουν. Κι αυτό γιατί νομίζουν ότι έτσι είναι η ζωή.

Όταν ομολογούν ότι δεν γνωρίζουν ένα τυχαίο "γιατί" με κάνουν σκόνη, κι όταν χαμογελούν πικρά με φαινομενικά αισιόδοξες προγραμματικές δηλώσεις για το μέλλον με διαλύουν.

Γιατί το μέλλον τους το εμπιστεύονται σε μας, τους μελλοντικούς θεατές. Βγαίνουν από την εποχή τους, σκορπίζονται σαν σκόνη στο χρόνο κι ελπίζουν πως 100 χρόνια μετά οι επερχόμενες γενιές θα καταλάβουν γιατί ήρθανε στον κόσμο, γιατί έζησαν, γιατί πέρασαν από αυτή τη γη.

Κι είναι γι΄αυτό ακριβώς που σε μια παράσταση Τσέχοφ, νιώθω πάντα χρεωμένος στους ήρωές του. Γιατί 100 χρόνια μετά, στέκομαι αμήχανος μπροστά τους. Αντί να τους δικαιώσω με απαντήσεις, πηγαίνω σιωπηλός στη Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα, στέκομαι πλάι τους κι αποθέτω τις ελπίδες μου κι εγώ στους ανθρώπους που θα 'ρθουν...


Friday, January 15, 2010

Εισιτήρια διπλά


Ο Γιώργος με ρώτησε γιατί.

"Γιατί νομίζουμε πως μπορούμε να φυλάξουμε τη στιγμή", απάντησα, "η θέλουμε να φυλάμε αποδείξεις για το μέλλον... μη κι ασθενήσει επικίνδυνα μια ανάμνηση. Λογικό δεν είναι; εμπιστεύεσαι εσύ τη διάρκεια της μνήμης;"

Απ' όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα φύλαγα τα εισιτήρια από το σινεμά, τα θέατρα, τις συναυλίες. Φυλάω τα εισιτήρια από τα ταξίδια, ακόμη κι αυτά του λεωφορείου. Γράφω από πίσω καμιά φορά ημερομηνίες, σκέψεις, προβλέψεις, ερωτηματικά...

Όταν πέφτω πάνω τους κατά τύχη, είναι φορές που δε θυμάμαι πότε, πως, με ποιους. Θυμάμαι ίσως αμυδρά την ταινία, την παράσταση, τη διαδρομή. Άλλες φορές πάλι θυμάμαι μια κουβέντα, μια προσδοκία, μια πιθανότητα, μια διάψευση. Ανάλογα τη διαύγεια της στιγμής.

Το σίγουρο είναι ότι το φυλαγμένο εισιτήριο σου επιφυλάσσει ένα ταξίδι περισσότερο από αυτό που πλήρωσες αρχικά. Κι η ημερομηνία είναι πάντα ανοιχτή. Όπως κι η θέση πλάι σου. Απόσβεση του κόστους σε βάθος χρόνου - κάπως έτσι.

"Εισιτήρια, διπλά" - επανέλαβε ο Γιώργος. "Μ' αρέσει!"

14.01.10, ώρα: 18.02: "Αγάπη μου, σου στέλνω απ' του Νίκου το κινητό. Καταλήγουμε στο "εισιτήρια διπλά" για τίτλο; Το είχε προτείνει τυχαία κι ο Νίκος εχθές στο Θέμη! Σ' αγαπώ! Νατάσσα. Απάντα στο δικό μου..."

14.01.10, ώρα: 18.05: "Εισιτήρια διπλά. Έτσι. Χωρίς άρθρο. Το αγαπώ. Και σένα. Να δω πότε θα τα πούμε σαν άνθρωποι. Πες στο Θεμάκο να πάρει το Belle-Reve να το ακούσω".

Λίγες ώρες αργότερα δυο ακόμα τέτοια εισιτήρια προστίθενται στη συλλογή μου. Η ζωή μου ολόκληρη τελικά δε μετριέται σε ταξίδια, αλλά σε εισιτήρια. Δεν υπολογίζεται σε προορισμούς, μα σε προθέσεις. Το σκέφτομαι και χαμογελάω.

"Αν ήταν κάπου να ευχηθώ θα ήταν σ' αυτά, που σ' όσους τα 'μαθα τα ξέχασαν μετά, σε εισιτήρια διπλά απ' το σινεμά, που 'χω κρατήσει..."

"Εισιτήρια διπλά... Μ' αρέσει..."


Tuesday, January 12, 2010

a serious man


Ένας άνθρωπος προσπαθεί να εξηγήσει με τη λογική έναν παράλογο κόσμο. Μια ήρεμη φιλήσυχη ζωή βυθίζεται όλο και περισσότερο στο σουρεαλισμό, κι αυτά που για όλους μοιάζουν λογικά οδηγούν -με μαθηματική ακρίβεια- έναν ορθολογιστή φυσικό στην τρέλα.

Οι αδερφοί Cohen ακολουθούν με την κάμερα τους ένα σύγχρονο Ιώβ καθώς η ζωή του καταρρέει μέρα με τη μέρα, σε μια από τις πιο φιλοσοφικές ταινίες της φιλμογραφίας τους.

Ποια λογική μπορεί να εξηγήσει αυτό τον κόσμο; Ποια μεταφυσική; Ποιες συμπτώσεις ορίζουν την κανονικότητα και πόσο κοντά βρίσκεται ο ανθρώπινος νους στις απαντήσεις;

Μη βιαστείς να πάρεις θέση. Η απάντηση σου έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις...



Sunday, January 10, 2010

the mandarin


Ένας μανδαρίνος ερωτεύτηκε μιαν εταίρα. "Θα γίνω δική σου" του είπε εκείνη, "αφού πρώτα θα 'χεις περάσει εκατό βραδιές περιμένοντάς με, στον κήπο μου, καθισμένος σε ένα σκαμνάκι, κάτω από το παράθυρο μου".

Την ενενηκοστή ένατη βραδιά ο μανδαρίνος σηκώθηκε, πήρε το σκαμνί του υπό μάλης και απήλθε.



back



Η Θεσσαλονίκη δεν αποτυγχάνει ποτέ.
Κι εγώ που όλο μιλάω για πατρίδες, καταγράφω ακόμη μια.



Wednesday, January 06, 2010

trip


Όταν δε σε χωράει ο τόπος την κάνεις. Παίρνεις 2-3 απαραίτητα σε ένα σάκο και ακολουθείς μια άλλη διαδρομή. Γνωστή, άγνωστη δεν έχει σημασία. Απλά αφήνεις πίσω -έστω και για λίγο- τα δεδομένα και ακολουθείς νέα βήματα (ακόμη και σε δρόμους που έχεις ήδη περπατήσει κι απαντήσεις δε σου δόθηκαν).

Ταξίδι αστραπή λοιπόν στην αγαπημένη Θεσσαλονική για 3 μέρες. Μακάρι στην οικειότητα των δρόμων της, στο φως τον μπαρ και των εστιατορίων της, στην ανοιχτή θάλασσα (που ναι, μπορεί να είναι γκρίζα και να θυμίζει λίμνη, ορίζει όμως μια μορφή ελευθερίας στο κέντρο μιας πόλης), να έρθουν λέξεις σαν εξήγηση κι απόσταση σαν ψυχραιμία να με συναντήσουν.

Και ξέρω ότι κι εκεί πάνω θα μελαγχολήσω. Και ξέρω ότι θα νιώσω και πάλι αποξενωμένος από το γενικό πνεύμα της παρέας, κι ότι θα κουβαλήσω τις ιδιοτροπίες και τις παραξενιές μου στην επιστροφή, όμως έχω την αίσθηση οτι λίγη απόσταση αξίζει το ρίσκο. Απόσταση. Δεν είναι κακή λέξη. Είναι ψυχραιμία. Απόσταση λοιπόν. (Γιατί απόφαση αποκλείεται).

ΥΓ. Πόσα χιλιόμετρα αναλύσεις, αλήθεια, μέχρι να φτάσεις κάπου;


Tuesday, January 05, 2010

Mr Freud


Ήταν λέει βράδυ. Μάλλον Παρασκευή η Σάββατο γιατί ο δρόμος ήταν γεμάτος φώτα και κίνηση. Ο δρόμος ήταν η Ακαδημίας. Θυμάμαι την Έλλη. Ξέρεις όμως πως είναι με τον τόπο στα όνειρα, θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τηλεμεταφερθώ στη Σταδίου ή στην Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης.

Είχαμε ραντεβού. Θα πηγαίναμε σινεμά ή Θέατρο ή για ποτό. Τώρα που το γράφω θυμάμαι ως προοπτική ένα καφέ πνιγμένο στο φως, σαν λόμπι ξενοδοχείου. Δεν ξέρω πως το θυμάμαι αφού δεν πρόλαβα να πάω ποτέ.

Καθώς περίμενα μέσα στον κόσμο, πέρασε μια μηχανή και πέταξε ένα μαχαίρι με τη λαβή τυλιγμένη σε μαύρο ύφασμα. Το μαχαίρι πέρασε δίπλα από το πρόσωπο μου και καρφώθηκε στο μέτωπο ενός νέου άνδρα πίσω μου.

Κραυγές, αναστάτωση και πλήθος μαζεμένο γύρω απ' τον άτυχο περαστικό που είχε ήδη σωριαστεί στο πεζοδρόμιο. Πριν προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε τί έχει συμβεί καλά - καλά, η μηχανή επιστρέφει και πετάει άλλο ένα μαχαίρι που βρίσκει κι αυτό τη θέση του σε ένα ανυποψίαστο στήθος.

Με την άκρη του ματιού μου προλαβαίνω να δω τον οδηγό της μηχανής: ένας μαυροφορεμένος τύπος με παγωμένα μάτια κι ένα πρόσωπο παράξενα οικείο που είναι 20 άνθρωποι μαζί - άνθρωποι που αγαπώ, που φοβάμαι, που ξέρω καλά και που μου είναι αδιάφοροι.

Ο πανικός εξαπλώνεται, όλοι τρέχουν να προφυλαχτούν μέσα σε καταστήματα, πίσω απο κολώνες, σε σινεμά, σε κοντινά καφέ και γωνίες. Τηλεφωνώ κι ενημερώνω το ραντεβού μου ότι καλύτερα να το αναβάλλουμε. Έχω έντονη την αίσθηση του κινδύνου και της έκθεσης και ταυτόχρονα την θλίψη που δε μπορώ να πάω στα φωτεινό καφέ (το οποίο μάλλον το ανακαλούσα τόσο έντονα ως εικόνα ακριβώς για να μου λείπει τόσο).

Περνά ένα αυτοκίνητο και σταματά μπροστά μου. Δεν ξέρω ποιος οδηγεί. Ξέρω πως στο πίσω κάθισμα κάθεται η Σαντέζα και μου λέει να μπω μέσα: "οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι πια, δε μπορείς να μείνεις εδώ". Μπαίνω απρόθυμα στο αμάξι και ξεκινάμε. Όσο πηγαίνουμε τόσο περισσότερο σκοτεινιάζει. Τα φώτα σβήνουν, οι δρόμοι αδειάζουν, το αμάξι με τον οδηγό χωρίς πρόσωπο οδηγεί χωρίς σταματημό σε μια πόλη αφιλόξενη και ξένη.

Κάποτε φτάνουμε κάπου. Δεν ξέρω πόσες ώρες έχουν περάσει. Έχω πάντως την ονειρική αίσθηση του πολύ. Η Σαντέζα με παίρνει απ' το χέρι και με κάθε επιφύλαξη κατεβαίνουμε κάτι μεταλλικές σκάλες που μας οδηγούν σε ένα σκοτεινό υπόγειο καταφύγιο.

"Εδώ θα είσαι καλά, για όσο χρειαστεί - δεν είναι καλή ιδέα να κυκλοφορείς έξω μέχρι να..."

Δεν θυμάμαι πως τελειώνει η φράση της. Δεν προσέχω μάλλον. Νιώθω ασφαλής, ανακουφισμένος και μακριά απ' τον κίνδυνο. Αυτό που κυριαρχεί όμως μέσα μου, είναι μια μεγάλη θλίψη για το ραντεβού που δεν πήγα, για την ολοφώτεινη αίθουσα του λόμπι του ξενοδοχείου, για τα ποτά που κανείς δεν ξέρει πότε θα ξαναπιώ, για τις ταινίες που θα χάσω στο σινεμά, για τον κόσμο που θα γυρίζει χωρίς εμένα.

Κάπου στο βάθος με βαραίνει και μια παράλογη ενοχή για τα δυο μαχαίρια και τους άτυχους παραλήπτες τους.

Ξύπνησα με μια αίσθηση σαν να έχω ονειρευτεί όλους τους Έρωτες της ζωής μου...


Monday, January 04, 2010

recόrd


Ξεκινάμε στούντιο. Δηλαδή εγώ κι η σαντέζα. Ο Θεμάκος είναι εδώ και καιρό κλεισμένος εκεί μέσα για να φτιάξει τα τοπία στα οποία θα περιπλανηθούμε από σήμερα και για όσο, ψάχνοντας τις λέξεις, τις ιστορίες τα συναισθήματα.

Ξεκινάμε στούντιο. Κι έχω την ίδια άρνηση. Σαν να μη νιώθω έτοιμος να αγγίξω αυτά τα τραγούδια. Εντελώς ανέτοιμος να ξανασυναντήσω τα πρόσωπα που τα ενέπνευσαν, τις ιστορίες τους, τα κρυμμένα υποσυνείδητα μηνύματα που περνώ "εντέχνως". Δε θέλω να εξηγήσω στη Νατάσσα τί σημαίνουν. Δε θέλω καν να συναντηθώ μ' αυτό το διαβολικό της ένστικτο να διαβάζει τα πάντα όπως ακριβώς έχουν καταγραφεί στη μνήμη.

Θα 'θελα αυτά τα τραγούδια να μην ήταν δικά μου. Θα θελα να μπορούσα να τα εμπιστευτώ κάπου και να αδιαφορώ για την τύχη τους. Να τα ακούσω τυχαία στο ραδιόφωνο σε ανύποπτο χρόνο και να νιώσω απλά ένα ανώδυνο deja vu σαν μικρό τσίμπημα στην καρδιά και να το ξεχάσω την ίδια στιγμή.

Κι όμως σήμερα το απόγευμα εγώ κι η περσινή χρονιά θα συγκρουστούμε με φόρα. Θα τα πούμε αναγκαστικά. Θα είμαι μελαγχολικός κι ο Θέμης θα με ρωτάει μήπως δεν μου αρέσουν τα έγχορδα σε μια γέφυρα. Η σαντέζα θα αναρωτιέται μήπως δεν τραγούδησε κάτι καλά. Κι η απάντηση θα είναι πολύ πιο απλή και αυτονόητη:

Θα είμαι μελαγχολικός γιατί αυτά τα τραγούδια που θα γράφουμε από σήμερα και για όσο, είναι όλα, ένα προς ένα, ανοιχτοί λογαριασμοί, που καταγράφονται, αρχειοθετούνται και μένουν για πάντα στη διάθεση ενός απολογισμού που δεν έγινε ποτέ.

Κι είναι τόσο κρίμα που θέλω να πάω μπροστά, κουβαλώντας στη νέα χρονιά μια βαλίτσα γεμάτη αναπάντητα ερωτηματικά.


Friday, January 01, 2010

jumelles



Η πρώτη ταινία της χρονιάς δεν ήταν η Cleo της Varda, αλλά οι ολοφώτεινες δίδυμες δεσποινίδες της Rochefort του Demy. Και δεν ήταν καν επιλογή μου. Ας το πάρω για οιωνό - μιας κι έχω έφεση στο σπορ, κι ας είναι η ευχή για φέτος να έρχεται το χρώμα να μας βρίσκει εκεί που όλα δείχνουνε το γκρίζο.

(μάλλον είναι αισιοδοξία αυτό που αχνοφαίνεται... ή ψυχαναγκαστική αϋπνία και hangover που ζωγραφίζει κύκλους στο ταβάνι.)


2010

Ξημερώματα: το παιδί δεν ήρθε να μ' αλλάξει ποτέ. Άδικα περίμενα με το νέο χρόνο, τον άγνωστο, ανά χείρας. Είχα όλη την καλή διάθεση να τον παραχωρήσω στην διάθεση του. Τώρα τον αφήνω να συνεχίζει μια σειρά από άγνωστες μέρες που ακολουθούν η μια την άλλη. Αν μπορούσα να σταματούσα το χρόνο θα σου έλεγα. Όμως δε μπορώ. Τον αφήνω να κυλάει. Ας σου φέρει ο, τι σου λείπει περισσότερο. Κι ας μου λείπει περισσότερο. 2010 με ένα παράπονο. Να συνεχίζει μια ιστορία σαν να μην αλλάξαμε κεφάλαιο. Καληνύχτα.