Tuesday, January 05, 2010

Mr Freud


Ήταν λέει βράδυ. Μάλλον Παρασκευή η Σάββατο γιατί ο δρόμος ήταν γεμάτος φώτα και κίνηση. Ο δρόμος ήταν η Ακαδημίας. Θυμάμαι την Έλλη. Ξέρεις όμως πως είναι με τον τόπο στα όνειρα, θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τηλεμεταφερθώ στη Σταδίου ή στην Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης.

Είχαμε ραντεβού. Θα πηγαίναμε σινεμά ή Θέατρο ή για ποτό. Τώρα που το γράφω θυμάμαι ως προοπτική ένα καφέ πνιγμένο στο φως, σαν λόμπι ξενοδοχείου. Δεν ξέρω πως το θυμάμαι αφού δεν πρόλαβα να πάω ποτέ.

Καθώς περίμενα μέσα στον κόσμο, πέρασε μια μηχανή και πέταξε ένα μαχαίρι με τη λαβή τυλιγμένη σε μαύρο ύφασμα. Το μαχαίρι πέρασε δίπλα από το πρόσωπο μου και καρφώθηκε στο μέτωπο ενός νέου άνδρα πίσω μου.

Κραυγές, αναστάτωση και πλήθος μαζεμένο γύρω απ' τον άτυχο περαστικό που είχε ήδη σωριαστεί στο πεζοδρόμιο. Πριν προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε τί έχει συμβεί καλά - καλά, η μηχανή επιστρέφει και πετάει άλλο ένα μαχαίρι που βρίσκει κι αυτό τη θέση του σε ένα ανυποψίαστο στήθος.

Με την άκρη του ματιού μου προλαβαίνω να δω τον οδηγό της μηχανής: ένας μαυροφορεμένος τύπος με παγωμένα μάτια κι ένα πρόσωπο παράξενα οικείο που είναι 20 άνθρωποι μαζί - άνθρωποι που αγαπώ, που φοβάμαι, που ξέρω καλά και που μου είναι αδιάφοροι.

Ο πανικός εξαπλώνεται, όλοι τρέχουν να προφυλαχτούν μέσα σε καταστήματα, πίσω απο κολώνες, σε σινεμά, σε κοντινά καφέ και γωνίες. Τηλεφωνώ κι ενημερώνω το ραντεβού μου ότι καλύτερα να το αναβάλλουμε. Έχω έντονη την αίσθηση του κινδύνου και της έκθεσης και ταυτόχρονα την θλίψη που δε μπορώ να πάω στα φωτεινό καφέ (το οποίο μάλλον το ανακαλούσα τόσο έντονα ως εικόνα ακριβώς για να μου λείπει τόσο).

Περνά ένα αυτοκίνητο και σταματά μπροστά μου. Δεν ξέρω ποιος οδηγεί. Ξέρω πως στο πίσω κάθισμα κάθεται η Σαντέζα και μου λέει να μπω μέσα: "οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι πια, δε μπορείς να μείνεις εδώ". Μπαίνω απρόθυμα στο αμάξι και ξεκινάμε. Όσο πηγαίνουμε τόσο περισσότερο σκοτεινιάζει. Τα φώτα σβήνουν, οι δρόμοι αδειάζουν, το αμάξι με τον οδηγό χωρίς πρόσωπο οδηγεί χωρίς σταματημό σε μια πόλη αφιλόξενη και ξένη.

Κάποτε φτάνουμε κάπου. Δεν ξέρω πόσες ώρες έχουν περάσει. Έχω πάντως την ονειρική αίσθηση του πολύ. Η Σαντέζα με παίρνει απ' το χέρι και με κάθε επιφύλαξη κατεβαίνουμε κάτι μεταλλικές σκάλες που μας οδηγούν σε ένα σκοτεινό υπόγειο καταφύγιο.

"Εδώ θα είσαι καλά, για όσο χρειαστεί - δεν είναι καλή ιδέα να κυκλοφορείς έξω μέχρι να..."

Δεν θυμάμαι πως τελειώνει η φράση της. Δεν προσέχω μάλλον. Νιώθω ασφαλής, ανακουφισμένος και μακριά απ' τον κίνδυνο. Αυτό που κυριαρχεί όμως μέσα μου, είναι μια μεγάλη θλίψη για το ραντεβού που δεν πήγα, για την ολοφώτεινη αίθουσα του λόμπι του ξενοδοχείου, για τα ποτά που κανείς δεν ξέρει πότε θα ξαναπιώ, για τις ταινίες που θα χάσω στο σινεμά, για τον κόσμο που θα γυρίζει χωρίς εμένα.

Κάπου στο βάθος με βαραίνει και μια παράλογη ενοχή για τα δυο μαχαίρια και τους άτυχους παραλήπτες τους.

Ξύπνησα με μια αίσθηση σαν να έχω ονειρευτεί όλους τους Έρωτες της ζωής μου...


1 comment:

σπόρος said...

Επικίνδυνη βραδιά ονείρων :(
Φαντάσου να πρωταγωνιστείς στον Εξορκιστή...
[μπα, αρκετή η φαντασία για σήμερα]

Καλημέρα :)